Το διήγημα της Πέμπτης: «Χορός στα ποτήρια» της Γεωργίας Τάτση

Κλαρίνο, βιολί, ντέφι και τουμπελέκι ήρθαν μέσα στον κύκλο δυναμώνοντας το παίξιμο. Κι εκεί που ο ρυθμός γίνεται γρήγορος και κάνει αμέσως γύρισμα να ανέβει — τρεις πυροβολισμοί.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Χορός στα ποτήρια» της Γεωργίας Τάτση

Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα.

Σπούδασε στη Σχολή Κινηματογράφου-Τηλεόρασης Ευγενίας Χατζίκου και εργάστηκε στην ΕΡΤ από το 1976 ως το 2003. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και πλήθος άλλων εκπομπών («Η Βουλή στο χακί», «Σαν παλιά φωτογραφία», «Σήμερα έχεις εφημερία», «Με τα μάτια του Αλεσσάνδρο Νάτα» κ.ά.)

Το διήγημά της «Κολοκύθα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τα δέκατα». Διηγήματά της περιλαμβάνονται: «αλαζοαίματη», στο συλλογικό έργο: «Yπό σκιάν», Εκδόσεις των Συναδέλφων 2014, σε συνεργασία με την Εφημερίδα των Συντακτών, και «Η κλωτσιά της πεταλούδας», στο συλλογικό έργο: «HOTEL/ ένοικοι γραφής 2007: Είμαστε όλοι μετανάστες», εκδόσεις Πατάκη.

Το βιβλίο της «Χορός στα ποτήρια», εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013, ήταν υποψήφιο για το κρατικό βραβείο Νουβέλας-Διηγήματος 2013. Το 2019 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Γάμπαρη Αμβρακικού», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Η Γεωργία Τάτση

Χορός στα ποτήρια
(απόσπαμα)
της Γεωργίας Τάτση 

(…)Στην πλατεία του χωριού όπου οι πανηγυριώτες του Δεκαπενταύγουστου γλεντούσαν, παρά τη ζέστη και την άπνοια, και άδειαζαν τα μπουκάλια με τις μπύρες και κατέβαζαν τα ούζα, σπάζοντας τα ποτήρια μέσα στην παραζάλη του κεφιού, αναγκάζοντας τους δύο σερβιτόρους να μαζεύουν με σκούπες και φαράσια τα σπασμένα γυαλιά που στραφτάλιζαν στα σημεία όπου άφηναν πέρασμα τα φυλλώματα του πλάτανου κι έπεφταν οι ηλιαχτίδες – κάποιος μερακλής χόρευε πρώτος την «Παπαδιά», μέσα σε «όπα» και σφυρίγματα, πετώντας κάθε τόσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα προς τα όργανα κι άλλα τα ίσιωνε, τα έφτυνε με όσο σάλιο του είχε απομείνει και τα κολλούσε στο μέτωπο του κλαριντζή.

Καθώς το χέρι με το χαρτονόμισμα πλησίαζε το μέτωπο, ο μουσικός ακουμπούσε το κλαρίνο στο αυτί του πρώτου και συγχρόνιζε το παίξιμό του με τα βήματα του χορευτή, προτρέποντάς τον να προχωρήσει πιο βαθιά στο «κάπου αλλού» όπου βρισκόταν.

Λύγιζε ο μερακλής το σώμα του συνεπαρμένος από το «κάπου αλλού», έτρεχε ο ιδρώτας σε λαιμό και στήθος, το μουσκεμένο του πουκάμισο άχνιζε όπως αχνίζει το βρεγμένο ρούχο στη φωτιά κοντά.

Με τα μάτια κλειστά έγερνε το κεφάλι πίσω και ακολουθώντας το ρυθμό, το έφερνε πάλι εμπρός κι έσκυβε σιγά-σιγά μέχρι το χώμα, υποκλινόμενος στο σπάραγμα του κλαρίνου.

Τον έκλεινε η παρέα του σε κύκλο και τον πότιζε, του άδειαζε κι άλλο ούζο μες στο στόμα βρέχοντάς τον -κορμί πουκάμισο ένα πράμα- και όπως κυλάει το οινόπνευμα στο λαρύγγι του και όπως ελίσσεται ο ήχος κι ανεβαίνει, ανοίγει εντός του η καταπαχτή και ξεχειλίζει το μεράκι, ρέει, στάζει, κι αυτός μυρίζει ιδρώτα και γλυκάνισο και τα μαλλιά του πιο στιλπνά, πιο μαύρα, λάμπουν τα μάτια, ιριδίζουνε, δόντια πυκνά και μαργαριταρένια.

«Γεια σου Αλέξανδρε, να ζήσει το Κλειστό» λέει, καμαρώνοντας το φίλο του ο δεύτερος που του κρατάει το μαντίλι, και κάποιος άλλος αναποδογυρίζει τρία ποτήρια του κρασιού στο χώμα, έτσι που μεταξύ τους σχηματίζουν τρίγωνο, για να χορέψει ο μερακλής επάνω τους.

Πατάει ο Αλέξανδρος στο κρασοπότηρο με το αριστερό, με αργή κίνηση φέρνει μπροστά στο γόνατο το άλλο πόδι και πάλι αργά το πάει πίσω, κοντά στην κλείδωση.

Χαμηλώνοντας το σώμα, αργά, κουρνιάζει ολόκληρος πάνω στο ποτήρι, μένει για λίγο ακίνητος, συγκεντρωμένος στα έγκατα του εαυτού του και ύστερα στροβιλίζεται, ξεδιπλώνεται, μετεωρίζεται για μια στιγμή και εκτινάσσεται, αλλάζοντας πόδι στον αέρα, πατάει με το δεξί στο μεσαίο κρασοπότηρο, στο ακριανό μετά, μεσαίο, ακριανό, ακριανό, μεσαίο, ξανά, ξανά, φτερουγίζοντας από ποτήρι σε ποτήρι.

«Γεια σου, Αλέξανδρε» λέει πάλι ο φίλος και ο Αλέξανδρος δεν είναι πια ο Αλέξανδρος. Το αρσενικό, ο αετός που ανοίγει τη βεντάλια των φτερών του και ανυψώνεται, ενσαρκώνοντας την ψυχή όλων των ανδρών, όσων χορεύουν μαζί του και τον επευφημούν και όσων αμίλητοι τον βλέπουν αφού ο χορός τους επιτρέπει ν’ αφεθούν στο συναίσθημα χωρίς ντροπή, χωρίς αυτοσυγκράτηση και επιφυλάξεις.

Οι γυναίκες ρίχνουν νερό, δροσίζουν το λαιμό και τα μηνίγγια τους που φλέγονται από ανομολόγητο πόθο.

Στο τραπέζι κοντά στα όργανα, η Κιμ ανακάλυπτε έκπληκτη το νέο πρόσωπο του αγαπημένου της αν και στην πραγματικότητα ήταν παλαιό, το πρώτο -και πρόπλασμα μπορούσες να το πεις. Οι φερτές ύλες που πρόσθεσαν τα χρόνια, το είχαν μετατρέψει σε πολύτιμο ορυκτό, κρυμμένο. Αλλά ο ήχος του κλαρίνου διώχνει τις επιχωματώσεις από την όψη του, σκάβει, γυαλίζει εσοχές, μικρά κοιλώματα και αστράφτει ο Αλέξανδρος. Βρίσκεται επιτέλους στον κόσμο που ανήκει πραγματικά.

Με τη ΝΙΚΟΝ περασμένη στο λαιμό, συνεπαρμένη η γυναίκα από τον χορό αλλά και από την αιφνίδια φωτογένεια του αγαπημένου της, τον φωτογράφιζε ακατάπαυστα και θα ήμασταν πιο κοντά στην αλήθεια, αν λέγαμε τον αποθανάτιζε.

Η Σεσίλια, δίπλα της, προσπαθούσε να καταλάβει την παράσταση, γιατί σαν παράσταση με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο, αντιλαμβανόταν όσα συνέβαιναν. Να, τώρα θα περάσει στα χέρια του τις τρύπιες κάλτσες, θα παίξει κουκλοθέατρο μαζί της.

Κι ενώ, απαστράπτων, ο Αλέξανδρος αγγίζει την έκσταση και τραβάει στο αυτί του το κλαρίνο, διεκδικώντας όλο τον ήχο για τον εαυτό του, ενώ αυτοσχεδιάζοντας, σπάει το κορμί αργά και πέφτει στα γόνατα και τεντώνεται πίσω κι ελαφρά ακουμπά την πλάτη στο έδαφος, χορεύοντας με το σώμα και με τα χέρια του, χτυπάει τη γη σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι με το θάνατο, σαν να λέει: «δεν σε φοβάμαι χάροντα», ενώ – μπαίνει στον κύκλο κάποιος που δεν είναι φίλος του. Ούτε γνωστός του.

Άνδρας με ωραίο παράστημα. Αυτός που φώναζε «όπα» και «γεια σου», ο δεύτερος, σείει το μαντίλι κόντρα στο ρυθμό και σκύβει στον Αλέξανδρο, του ψιθυρίζει «ο Αντωνίου». Σηκώνεται ο Αλέξανδρος με αλλοιωμένη όψη, αγριεμένος ξαφνικά και στέκεται μπροστά στον άνδρα.

Τα όργανα, αμήχανα, αλλάζουν το σκοπό, πιάνουν «τα Κλάματα», εύθυμη -παρά το όνομά της- πατινάδα.

Ο Αντωνίου, γοητευμένος από τη χορευτική δεινότητα του άγνωστου σε αυτόν Αλέξανδρου, προτάσσει το μαντίλι του, δηλώνοντας θαυμασμό στο πρόσωπό του και επιθυμία να χορέψουνε παρέα.

Διαπερνώντας τον με το βλέμμα ο Αλέξανδρος, αρπάζει το μαντίλι, το ποδοπατά και τον ρωτάει ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια.

«Γιατί τον σακάτεψες, ρε καθίκι; »

Ο άλλος οπισθοχωρεί σαν να είδε φάντασμα.

Έρχεται πιο κοντά του ο Αλέξανδρος, σχεδόν κολλάει το πρόσωπό του στο δικό του.

«Για τον Δημήτρη Ράμμου λέω ρε, γιατί τον σακάτεψες;»

Ο Αντωνίου τον κοιτάζει κατάπληκτος. «Ποιον;» μουρμουρίζει τρομοκρατημένος κι ενστικτωδώς, φέρνει τα χέρια του στο στήθος να προφυλαχθεί, λες και ρομφαία το όνομα θα τον τρυπούσε.

«Δεν φταίω εγώ» ψελλίζει κίτρινος και την ίδια στιγμή, σαν το μυαλό του να φωτίστηκε αιφνιδίως, απλώνει το χέρι του στη ζώνη του παντελονιού που τη σκεπάζει το ριχτό πουκάμισό του.

Οι οργανοπαίκτες είδαν αυτό που θα συνέβαινε πριν να συμβεί. Φορτσάρισαν, διασκεδάζοντας την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα με την ελπίδα να αποτρέψουν το επερχόμενο. Κλαρίνο, βιολί, ντέφι και τουμπελέκι ήρθαν μέσα στον κύκλο δυναμώνοντας το παίξιμο. Κι εκεί που ο ρυθμός γίνεται γρήγορος και κάνει αμέσως γύρισμα να ανέβει — τρεις πυροβολισμοί.

Κάτι σαν αχ ξεφεύγει από το κλαρίνο πριν σιωπήσει, παγώνουν τα δάχτυλα στις χορδές του βιολιού, παγώνει το δοξάρι, πέφτει το ντέφι και κυλάει ανάμεσα στα πανικοβλημένα πόδια.

Οι καθήμενοι ανασηκώθηκαν, εκστομίζοντας την υπογλώσσια λέξη «τον σκότωσε» και όσοι φορούσαν καπέλο, το έβγαλαν στη θέα του κουλουριασμένου Αλέξανδρου, που πότε σφάδαζε, πότε αναδευόταν ελαφρά, ιχνογραφώντας με αίμα το σώμα του στο πατημένο χώμα.

Μόλις το έντρομο χέρι της Κιμ άγγιξε το μέτωπό του, άνοιξαν τα ρουθούνια του παράξενα και εισέπνευσαν -μέχρι τα νύχια των ποδιών του— τη σπιρτάδα του μανταρινιού και το άρωμα, γιατί συσπάστηκε ολόκληρος και τινάχθηκε μπροστά μες στο πυρακτωμένο μεσημέρι.

Και στο μεταίχμιο, στην κόψη του ξυραφιού που φως εκτείνεται από τη μια μεριά και από την άλλη σκότος, εκεί που οι άνθρωποι αφήνουν τον επιθανάτιο ρόγχο και περνούν απέναντι, άφηνε θρήνο αυτός. Αλλά και πάλι όχι αυτός. Με το δικό του στόμα οι νεκροί του. Ο θείος Νίκος. Ακατάληπτος θρήνος, σαν μοιρολόι, σαν ψαλμός. Πιο πίσω άλλοι νεκροί, της Αποστόλαινας ο Αποστολής, ο Κώστας της Νονάς-Μαρίας, και άλλοι Αποστόληδες και Κώστηδες και Ελένες και Σοφίες, Γιάννης, Μάρκος, Βασίλης, Παύλος, Μαρία, Μαρία, Ευθαλία…

Ξαφνικά η χορωδία των νεκρών σταμάτησε, δίνει χρησμό με τη φωνή του ετοιμοθάνατου, ένα άσπρο σάλιο που λίγο-λίγο έφτυνε το στόμα του « Μη… μη… ρίπτετε… τους μαργαρίτας… εις τους χοίρους…»

Μετά του ανδρός το βλέμμα γύρισε ψηλά και σκάλωσε στη δαντέλα των φύλλων που κάλυπτε το γαλάζιο του ουρανού. Οι διάσταλτες κόρες των ματιών του είδαν για μια στιγμή τον κόσμο ακέραιο, αλλά ευθύς ο κόσμος του άνοιξε στα δύο.

Στο Μάλμε, καταρρέει η βιτρίνα του φαρμακείου, τα μπουκαλάκια, οι δοκιμαστικοί σωλήνες σπάνε και το παιδί του πλακάτ που βάδιζε προς τον ήλιο με το χαρταετό, έχασε το βηματισμό, γυρίζει πίσω. Ο Πήγασος, άλογο και αναβάτης καταβαραθρώνονται. Κόβονται τα σκοινιά, ο αναβατήρας πέφτει. Τα τζάμια του «Κρόνπρίνσεν» θρυμματίζονται. Έρχεται κάτω ο ουρανός, γαλάζιος πάγος κομματάκια, γυαλάκια θρύψαλα και χιόνι. Όλα τυλίγονται στο χιόνι.

Πριν γείρει το κεφάλι, στα χείλη του εγκαταστάθηκε μια υπόνοια μειδιάματος και πέρασε στη σιωπή της θάλασσας ο Αλέξανδρος.

Πολλοί λένε πως είδαν την ψυχή του — παλλόμενο χρώμα σ’ ένα κομμάτι ουρανού. Στεκόταν στον αέρα κολιμπρί και τα φτερά του σπαρταρούσαν. Έτρεμε ένα μπλε του κοβαλτίου, ένα τυρκουάζ. Πότε γινόταν σμαράγδι, πότε πορτοκαλί και πάλι μπλε του κοβαλτίου.

 

Η επίσημη εκδοχή —σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα «Χαραυγή» της 17ης Αυγούστου 1974, που δημοσίευσε την είδηση με τον τίτλον «Δι’ ασήμαντον αφορμήν»- απέδωσε το τραγικό συμβάν σε συνηθισμένο καυγά των εορταστών, επειδή το θύμα διεκδικούσε την προσοχή των οργανοπαιχτών κατ’ αποκλειστικότητα και απαιτούσε να ακουστεί η δική του παραγγελία. Το ίδιο όμως απαιτούσε και ο δράστης.

«Την 15ην Αυγούστου και περί τις 16.00 μ.μ., εις την πλατείαν του χωρίου Κλειστό, όπου εορτάζετο η Κοίμησις της Θεοτόκου και ελάμβανεν χώραν πανήγυρις, ο Αλέξανδρος Μπαλαδήμας του Πέτρου, ετών 27 χόρευε τον οργανικόν σκοπόν “Παπαδιά” όταν θέλησε να πράξει το ίδιο και ο Αναστάσιος Αντωνίου, 33 ετών, ο οποίος παρήγγειλε εις τους οργανοπαίχτας άλλον σκοπόν με την ονομασίαν “Κλάματα”. Ο πρώτος, θεωρήσας την ενέργειαν ταύτην προσβλητικήν προς το άτομόν του, εζήτησε εξηγήσεις από τον δεύτερον και οι δύο άντρες ελογομάχησαν. Τότε ο Αναστάσιος Αντωνίου επυροβόλησε και ετραυμάτισε θανασίμως τον Μπαλαδήμαν εις την κοιλιακήν χώραν. Το θύμα είχε επιστρέψει την προηγουμένην εκ Σουηδίας όπου ζούσε τα τελευταία έτη δια να παρευρεθή εις τον γάμον της αδελφής του που θα ετελείτο το απόγευμα της ιδίας ημέρας. Ο δράστης συνελήφθη και ομολόγησε την πράξιν του δια την οποία δηλώνει ότι έχει μετανοήσει και ισχυρίστηκε πως ευρίσκετο εις κατάστασιν μέθης όταν προέβη εις ταύτην».

Ο τρόμος του δράστη που έκανε τη γη κάτω από τα πόδια του να τρέμει, δεν καταγράφηκε πουθενά εκτός από το κορμί του Αλέξανδρου.

Οι ερωτήσεις του θύματος «γιατί τον σακάτεψες ρε καθίκι;», «Για τον Δημήτρη Ράμμου λέω ρε, γιατί τον σακάτεψες;» και η απάντηση «δεν φταίω εγώ» ειπώθηκαν τόσο σιγά, σχεδόν τις διάβασε ο ένας στα χείλη του άλλου, ώστε δεν έφτασαν σε κανένα αυτί. Δεν ήταν άξιες να περάσουν στην ιστορία.

Γι’ αυτό η πραγματική αιτία μας διαφεύγει. Και η αλήθεια. Αυτή πιθανόν την υποψιάζεται η αδελφή του Αλέξανδρου, Ευδοκία, και η θεία Αντριάνα. Μπορεί και ο εξάδελφός του, ο Δημήτρης. Μόνον.

Ποτέ δεν θα μάθουμε αν -καθώς έμπαινε στη βάρκα για το μεγάλο ταξίδι, κρατώντας στο χέρι του το κρύο νόμισμα των ναύλων- διατηρούσε ακόμα ο Αλέξανδρος την προσδοκία ενός δίκαιου κόσμου. Ποτέ δεν θα μάθουμε αν διαισθάνθηκε ότι πέρασε στην άλλη όχθη «δι’ ασήμαντον αφορμήν» ούτε αν υποπτεύθηκε πως ο θάνατός του -όπως όλων των ανώνυμων ο θάνατος εξάλλου— αποτελεί την κόπρο μόνον που τρέφει τα μεγάλα γεγονότα, αυτά που εγγράφονται —όπως εγγράφονται— στο σώμα της ιστορίας. Ποτέ δεν θα μάθουμε αν η προτροπή «μη ρίπτετε τους μαργαρίτας εις τους χοίρους» ήταν πράγματι των νεκρών χρησμός ή μήπως η δική του διαθήκη;

Πάντως, κρεμάστηκε στον τοίχο η ιστορία του.

Και ο χορός του. Ιδίως αυτός.

Η «Παπαδιά» στα ποτήρια.

Θα κοσμούσε, εφεξής, το σπίτι της Κιμ —μιας Σουηδέζας— με τη μορφή φωτογραφιών.

Ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Η γυναίκα ανοίγει το μαγνητόφωνο και ο ρυθμός του κλαρίνου -λιγάκι ασύγχρονος στην αρχή- εναρμονίζεται γρήγορα με την κίνηση του φωτογραφημένου ποδιού στον τοίχο. Τρέχει το μάτι της με το ρυθμό, από φωτογραφία σε φωτογραφία.

Στο γύρισμα της μουσικής, το πόδι πατάει στο ποτήρι, στην επόμενη πόζα το σώμα κατεβαίνει αργά -τρίτη- στηρίζεται στις φτέρνες -τέταρτη- όλο το σώμα σε στροβιλισμό, ο Αλέξανδρος φλουταρισμένος από την κίνηση, η Κιμ δεν θα του επιτρέψει να πεθάνει. Ούτε η Σεσίλια.(…)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: