Κώστας Βρεττάκος – Περαστικός από το Ρέικιαβικ

Είμαι κι εγώ ένα παιδί ταλαιπωρημένων αριστερών αγωνιστών. Τα επισκεπτήρια στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών αποτελούσαν μέρος της καθημερινής μας ζωής όταν ήμαστε παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν από τους τελευταίους αντάρτες της Πελοποννήσου που πιάστηκαν μετά το τέλος του Εμφυλίου. Προσπάθησε να περάσει τον Ισθμό κολυμπώντας κι έπεσε σ’ ένα περίπολο της χωροφυλακής…

Κώστα Βρεττάκος – Περαστικός από το Ρέικιαβικ

Προχτές έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Κώστας Βρεττάκος, γιος του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σπούδασε κινηματογράφο στην Ελλάδα και την Ιταλία. Εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων, παραγωγός διαφημιστικών ταινιών, μεταφραστής και φωτογράφος.

Από τις ταινίες που γύρισε, ξεχώρισαν «Το στρώμα της καταστροφής» (1980) και «Τα παιδιά της Χελιδόνας» (1987).

Το βιβλίο του «Ασκήσεις περιέργειας» (εκδ. Ποταμός, 2016), ένα είδος οικογενειακού χρονικού με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του, απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών.

Το 2009  κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός το μυθιστόρημά του «Περαστικός από το Ρέικιαβικ»: «Ένα ελεύθερο ταξίδι μέσα στη μνήμη με αφορμή απρόβλεπτες ματαιώσεις πτήσεων και ατέλειωτες καθυστερήσεις στα αεροδρόμια της Ευρώπης. Μια περιπαικτική ματιά, όχι πάντα ευχάριστη, πάνω σε γεγονότα των τελευταίων εξήντα χρόνων με τη μορφή μιας επιστολής που κινείται σαν εκκρεμές ανάμεσα  στο τότε και το τώρα, έχοντας σαν οδηγό τις ακραίες εμμονές ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα πρόθυρα της επαγγελματικής αποστρατείας. Πρόσωπα υπαρκτά μπλέκονται συχνά με τα φανταστικά, αυθαδιάζουν και διεκδικούν μια παρουσία αυθύπαρκτη, δίνοντας την εντύπωση ενός αυτοβιογραφικού χρονικού. Είναι φανερή η διάθεση του συγγραφέα να μνημονευτεί διακριτικά το πέρασμα αγαπημένων φίλων, που εξακολουθούν και σήμερα να τον συντροφεύουν, ή που έφυγαν πρόωρα» (από το οπισθόφυλλο).

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:

Το 1964 βρισκόμουνα σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση. Οι υπαρξιακές μου κρίσεις εμφανίζονταν πιο έντονα στην αλλαγή της κάθε δεκαετίας παρόλο που δεν έλειπαν και ενδιάμεσες καταβυθίσεις. Κατά μία περίεργη σύμπτωση συνδυάζονταν με ερωτικές απογοητεύσεις. Για τους δικούς μου, εκείνη την εποχή, μ’ όλο που δεν το εξέφραζαν ανοιχτά, έγινα η προσωποποίηση της αποτυχίας. Ένα παράδειγμα προς αποφυγήν. Τα σχόλια του περίγυρου τους πληγώνανε και ιδιαίτερα τον πατέρα μου, ο οποίος μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από τις κακουχίες που πέρασε στις φυλακές. Αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και δυσκολευόταν να προσαρμοστεί σε μια κατάσταση που του φαινόταν προσωρινή. Είμαι κι εγώ ένα παιδί ταλαιπωρημένων αριστερών αγωνιστών. Τα επισκεπτήρια στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών αποτελούσαν  μέρος της καθημερινής μας ζωής όταν ήμαστε παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν από τους τελευταίους αντάρτες της Πελοποννήσου που πιάστηκαν μετά το τέλος του Εμφυλίου. Προσπάθησε να περάσει τον Ισθμό κολυμπώντας κι έπεσε σ’ ένα περίπολο της χωροφυλακής. Καταδικάστηκε σε θάνατο με το νόμο 375 για κατασκοπία, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με τα μέτρα επιεικείας του Πλαστήρα. Δραπέτευσε με μερικούς συντρόφους του από τη φυλακή που τους κρατούσαν ανοίγοντας ένα λαγούμι, αλλά αργότερα τους πιάσανε πάλι. Γράψανε τ’ όνομά του στις εφημερίδες κι ο γυμνασιάρχης με ρώτησε μπροστά στους συμμαθητές μου: «Τι τον έχεις τον κατάσκοπο το δραπέτη;» « Πατέρας μου είναι», του απάντησα. Κι όλοι τριγύρω μου βουβάθηκαν. «Είσαι κι εσύ ένας μικρός κατάσκοπος» μου αποκρίθηκε ειρωνικά και τριγύρω μου απλώθηκε ένα σούσουρο. Έτσι μου κόλλησαν το παρατσούκλι «ο κατάσκοπος» κι η ζωή μου στο γυμνάσιο της Καστέλλας έγινε δύσκολη. Ο Πειραιάς ήτανε τότε ένα μεγάλο χωριό. Σε λίγο καιρό από την Ευαγγελίστρια ως το Πασαλιμάνι όλα τα παιδιά με φωνάζανε «κατάσκοπο». Για να με γλιτώσει από την καζούρα η μητέρα μου έβαλε μέσο και με μετέφερε στο 1ο Γυμνάσιο που ήταν κοντά στο σπίτι μας στην οδό Αλκιβιάδου, πίσω από τον κινηματογράφο Χάι Λάιφ. Τον πατέρα μου δεν τον έζησα καθόλου. Τον γνώρισα από τις περιγραφές των άλλων. Τον πρώτο καιρό μετά την αποφυλάκισή του έμενε συνεχώς κλεισμένος στο σπίτι και δεν ήθελε να δει κανέναν. Φιγούρα ευγενική και απόμακρη, περιφερόταν δίχως λόγο στα δωμάτια σέρνοντας εκνευριστικά τα βήματά του. Ένιωθε ξένος στο σπίτι μας. Δε θέλησε ποτέ να φτιάξει μια δική του γωνιά. Προτιμούσε να συμπεριφέρεται σαν φιλοξενούμενος. Απέφευγε κάθε έκφραση τρυφερότητας και οι χειρονομίες του ήταν μετρημένες. Με μεγάλη δυσκολία δεχόταν τις περιποιήσεις των άλλων. Έδειχνε να ενοχλείται. Τα βράδια βούλιαζε σε μια παλιά σκυριανή πολυθρόνα, κόλλαγε το αυτί του στο ραδιόφωνο και άκουγε παράνομους σταθμούς. Ύστερα, ακουμπούσε τον αγκώνα πάνω στο γόνατο, έσφιγγε την παλάμη του πάνω στα χείλη και βυθιζόταν στη σιωπή. Αργότερα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει το ίδιο νευρικό τικ και ταράχτηκα. Ποιος ξέρει από ποιον μακρινό πρόγονό μας το είχαμε κληρονομήσει. Όσες φορές θέλησα να πιάσω κουβέντα μαζί του έβρισκε τον τρόπο να το αρνηθεί. Μια φορά που τόλμησα να τον ρωτήσω για την απόδραση, μαζεύτηκε σαν τον σκαντζόχοιρο. «Τι το κάνατε το χώμα που βγάζατε από το λαγούμι;» τον ρώτησα. Τότε το βλέμμα του θόλωσε. «Είναι πολύ νωρίς για να τα πούμε όλα αυτά» μου απάντησε κοφτά και βούλιαξε σε μια απόρθητη σιωπή. Στο σπίτι μας κάθε μας σκέψη πλανιόταν μετέωρη χωρίς να εκφράζεται ποτέ. Όταν κάποτε ανακοίνωσα την πρόθεσή μου να πάω στην Ιταλία ορθώθηκε απέναντί μου ένας τοίχος σιωπής. Μόνο η αδερφή μου, που εργαζόταν τότε ως πωλήτρια στο κατάστημα του Μαγγιώρου, στην οδό Ερμού, μου είπε κρυφά: « Μακάρι να φύγεις και να πάρεις κι εμένα μαζί σου». Η μάνα μου δούλευε το πρωί στο γραφείο του Φικιώρη του εκτελωνιστή και το βράδυ ταξιθέτρια σε κινηματογράφο. Γυρνούσε εξουθενωμένη περασμένα μεσάνυχτα και μαγείρευε για την άλλη μέρα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: