Κάρολος Ντίκενς – Δύσκολα χρόνια

Κάθε κεφαλαιοκράτης που κατάφερε να κάνει εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες, συνήθιζε πάντα να εκφράζει την απορία του γιατί οι εξήντα χιλιάδες πιο κοντινοί του εργάτες δεν κατάφεραν να κάνουν καθένας τους εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες και, λίγο πολύ, τους κατηγορούσε γιατί δεν πέτυχαν το μικρό αυτό κατόρθωμα. Αυτό που έκανα εγώ, μπορείτε και σεις να το κάνετε. Τι κάθεστε λοιπόν;

Κάρολος Ντίκενς – Δύσκολα χρόνια

Από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και δημοσιογράφος ο Κάρολος Ντίκενς γεννήθηκε στις 7 του Φλεβάρη 1812, στο Πόρτσμουθ και έφυγε από τη ζωή στις 9 του Ιούνη 1870.

Αναγκασμένος να δουλεύει από τα 10 του χρόνια πήγε στο σχολείο για μικρό χρονικό διάστημα. Τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα τα έκανε δημοσιεύοντας έργα του σε περιοδικά και εφημερίδες. Σε συνέχειες δημοσίευσε και το μυθιστόρημα «Όλιβερ Τουίστ» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Πασίγνωστα έργα του που τον έκαναν πλατιά δημοφιλή είναι επίσης οι «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», (απ’ όπου ο τσιγκούνης Σκρουτζ), «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», «Το παλαιοπωλείο», «Το σκοτεινό σπίτι», «Δύσκολοι χρόνια», «Μεγάλες προσδοκίες», κ.ά.

«Τα μυθιστορήματα του είναι τα μυθιστορήματα των φτωχών και των κατατρεγμένων, η καρδιά της επανάστασης θα χτυπήσει δυνατά στην «Ιστορία δύο πόλεων», ενώ από τον «Ολιβερ Τουίστ» έως τον «Ζοφερό Οίκο» ο συγγραφέας δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει το ανάθεμα στη βικτωριανή οικονομία και στους βικτωριανούς θεσμούς».

Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του Ντίκενς αποτελεί το κείμενο που ακολουθεί. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο από το Δεύτερο βιβλίο του σπουδαίου και επίκαιρου μυθιστορήματός του «Δύσκολα χρόνια». Η μετάφραση είναι της Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη. Η συγκεκριμένη έκδοση είναι του 2006 και το βιβλίο κυκλοφόρησε μαζί με την εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

***

Ο Κάρολος Ντίκενς

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του μεσοκαλόκαιρου. Τέτοιες μέρες έβλεπες καμιά φορά ακόμα και στο Κοκτάουν. Μ’ αυτό τον καιρό, κι από κάποιαν απόσταση, το Κοκτάουν φαινόταν σκεπασμένο με μια δική του καταχνιά, αδιαπέραστη απ’ τις αχτίδες του ήλιου. Καταλάβαινες πως η πολιτεία βρισκόταν εκεί, γιατί ήξερες πως δεν μπορούσε να υπάρχει κάπου μια τόσο σκυθρωπή θολούρα χωρίς μια πολιτεία. Μια ομίχλη από αιθάλη και καπνό, που απλωνόταν πότε δω και πότε κει, που άλλοτε τραβούσε προς τον ουρανό κι άλλοτε, σκοτεινή, φιδοσερόταν στη γη, καθώς δυνάμωνε ή λιγόστευε ή άλλαζε κατεύθυνση ο άνεμος -μια άμορφη, πυκνή μάζα που τη διαπερνούσαν φωτεινές δέσμες, που δε φώτιζαν παρά μονάχα σκοτεινούς όγκους· το Κοκτάουν σου ’δειχνε από μακριά τον εαυτό του, κι αν ακόμα ούτε ένα τούβλο του δεν έβλεπες.

Το παράξενο ήταν πως εξακολουθούσε ακόμα να υπάρχει. Είχε τόσες φορές καταστραφεί, που ήταν καταπληκτικό πώς μπόρεσε να βαστάξει τόσες ζημιές. Ασφαλώς πουθενά δεν έβρισκες τόσο λεπτές πορσελάνες σαν αυτές που έφτιαχναν οι εργοστασιάρχες του Κοκτάουν. Με το παραμικρό άγγιγμα γινόντουσαν κομμάτια, που θα ’λεγες πως ήταν ραγισμένες. Έλεγαν πως ήταν καταστροφή γι’ αυτούς όταν τους ανάγκαζαν να στέλνουν στο σχολειό τα παιδιά που δούλευαν στα εργοστάσια- πως ήταν καταστροφή γι’ αυτούς όταν ερχόντουσαν επιθεωρητές να εξετάσουν τα εργοστάσιά τους- πως ήταν καταστροφή γι’ αυτούς όταν οι επιθεωρητές αυτοί έδειχναν κάποια αμφιβολία αν είχαν το δικαίωμα να πετσοκόβουν τον κόσμο με τις μηχανές τους- πως ήταν ανεπανόρθωτη καταστροφή γι’ αυτούς, και μονάχα να ’λεγε κανείς πως μπορούσαν δα να βγάζουν και κάπως λιγότερους καπνούς απ’ τις καμινάδες τους. Εκτός από τα χρυσά κουτάλια του κυρίου Μπαουντερμπάη, που τα ’χαν υιοθετήσει όλοι οι εργοστασιάρχες, κυκλοφορούσε ανάμεσάτους κι ένα άλλο παραμύθι. Έπαιρνε τη μορφή απειλής. Όταν ένας βιομήχανος του Κοκτάουν πίστευε πως τον κακομεταχειρίζονταν -δηλαδή δεν τον άφηναν ήσυχο και του καταλόγιζαν μια οποιαδήποτε ευθύνη- ήταν βέβαιο πως θα ’κάνε τη φοβερή αυτή απειλή: «καλύτερα να πετάξω την περιουσία μου στον Ατλαντικό». Αυτό έκανε πολλές φορές τον υπουργό των εσωτερικών να λιποθυμήσει σχεδόν από την τρομάρα του.

Οι βιομήχανοι όμως του Κοκτάουν ήταν τόσο πατριώτες, που ποτέ ως τώρα δεν πέταξαν την περιουσία τους στον Ατλαντικό-ίσα ίσα μάλιστα που είχαν την αυτοθυσία να τη νοιάζονται μ’ όλη τους τη δύναμη. Έτσι, λοιπόν, έμενε πάντα μέσα σε κείνη την καταχνιά- και μεγάλωνε και πολλαπλασιαζόταν.

Οι δρόμοι ήταν ζεστοί και σκονισμένοι την καλοκαιριάτικη εκείνη μέρα, κι ο ήλιος ήταν τόσο εκτυφλωτικός, που έλαμπε ακόμα και μέσα από τη βαριά αχλή που σκέπαζε το Κοκτάουν, και δεν μπορούσε κανείς να τον κοιτάξει κατάματα. Θερμαστές έβγαιναν από χαμηλά υπόγεια ανοίγματα, μέσα στις αυλές των εργοστασίων, και κάθονταν σε σκαλοπάτια, σε κούτσουρα και σε φράχτες, σκουπίζοντας τα μουντζουρωμένα τους πρόσωπα και κοιτάζοντας τους σωρούς τα κάρβουνα. Ολόκληρη η πολιτεία φαινόταν να τσιτσιρίζεται στο λάδι. Μια αποπνικτική μυρωδιά καυτού λαδιού απλωνόταν ολούθε. Αυτό έκανε τις ατμομηχανές να γυαλίζουν, αυτό βρώμιζε τα ρούχα των εργατών- και τα εργοστάσια σ’ όλα τους τα πατώματα, απ’ τη στέγη ως τα θεμέλια ίδρωναν και στάζανε λάδι. Η ατμόσφαιρα σ’ αυτά τα παραμυθένια παλάτια ήταν σαν την πνοή του σιμούν κι οι κάτοικοί τους, εξαντλημένοι από τη ζέστη, μοχθούσαν αποχαυνωμένοι μέσα στην έρημο. Καμιά όμως θερμοκρασία δεν άλλαζε την κίνηση των τεράστιων εμβόλων. Τα κεφάλια τους ανεβοκατέβαιναν εκνευριστικά στον ίδιο ρυθμό, με κάθε καιρό, ζεστό ή κρύο, υγρό ή στεγνό, ωραίο ή άσχημο. Η ομοιόμορφη κίνηση των ίσκιων τους πάνω στους τοίχους ήταν ό,τι μπορούσε να προσφέρει το Κοκτάουν, αντί για το παιχνίδισμα των ίσκιων και το θρόισμα του δάσους. Κι αντί για το βούισμα των εντόμων τα καλοκαίρια, είχε πάντα, απ’ την αυγή της Δευτέρας ώς το βράδυ του Σαββάτου, το βουητό των εμβόλων και των τροχών.

Αγκομαχούσαν βαριά όλη αυτή την ηλιόλουστη μέρα, κάνοντας το διαβάτη να ζεσταίνεται πιο πολύ και να νυστάζει, καθώς περνούσε έξω από τους βουερούς τοίχους των εργοστασίων. Οι απλωμένες τέντες και το κατάβρεγμα δρόσιζαν κάπως τους κεντρικούς δρόμους και τα καταστήματα- μα τα εργοστάσια, τα στενορύμια και οι δεντροστοιχίες ψήνονταν από τη φοβερή ζέστη. Κάτω στο ποτάμι, που ’ταν μαύρο και πηχτό από τις μπογιές, μερικά παιδιά του Κοκτάουν χωρίς δουλειά -πράγμα σπάνιο σε κείνο τον τόπο-τραβούσαν κουπί μέσα σε μια σαραβαλιασμένη βάρκα, που άφηνε πάνω στο νερό ένα αφρισμένο αυλάκι, καθώς προχωρούσε αργά και άρρυθμα, ενώ κάθε φορά που τα κουπιά βουτούσαν κι ανατάραζαν το νερό, αναδευόταν μια βαριά δυσοσμία. Μα κι ο ίδιος ο ήλιος, όσο και να ’ναι γενικά ευεργετικός, έκανε στο Κοκτάουν πιο πολύ κακό παρ’ όσο η σκληρή παγωνιά και σπάνια έριχνε το βλέμμα του σ’ οποιαδήποτε από τις πιο πυκνοκατοικημένες συνοικίες του χωρίς να γεννά περισσότερο θάνατο παρά ζωή. Έτσι, ακόμα και το μάτι τ’ ουρανού γίνεται ένα κακό μάτι, όταν ανίκανα ή βρώμικα χέρια απλώνονται ανάμεσα σ’ αυτό και στα πράγματα που κοιτάζει για να τους χαρίσει την ευλογία του.

Η κυρία Σπάρσιτ καθόταν στην Τράπεζα, μέσα στο απογευματινό της διαμέρισμα, από την πιο ισκιερή πλευρά του δρόμου που ψηνόταν στον ήλιο. Οι εργάσιμες ώρες είχαν τελειώσει- κι αυτή την ώρα, όταν ο καιρός ήταν ζεστός, η κυρία Σπάρσιτ συνήθιζε να στολίζει με την παρουσία της την αίθουσα του συμβουλίου. Το ιδιαίτερό της διαμέρισμα ήταν στο πιο πάνω πάτωμα, κι απ’ το παράθυρό του, που της χρησίμευε για παρατηρητήριο, ήταν έτοιμη κάθε πρωί να χαιρετήσει τον κύριο Μπαουντερμπάη, καθώς περνούσε από το δρόμο, με τη συμπόνια που ταιριάζει σ’ ένα θύμα. Ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που παντρεύτηκε- και η κυρία Σπάρσιτ δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να τον κυνηγά με τον οίκτο της.

Η Τράπεζα δεν έσπαζε καθόλου τη σωτήρια μονοτονία της πολιτείας. Ήταν ένα ακόμα κτίριο με κόκκινα τούβλα, με μαύρα παραθυρόφυλλα, πράσινα στόρια, μια μαύρη εξώπορτα πάνω σε δυο άσπρα σκαλοπάτια, μια χάλκινη ταμπέλα κι ένα πόμολο σαν χάλκινη τελεία. Ήταν δυο φορές μεγαλύτερη από το σπίτι του κυρίου Μπαουντερμπάη, όπως άλλα σπίτια ήταν από δυο ίσαμ’ έξι φορές μικρότερα- κατά τα λοιπά δεν ξέφευγε καθόλου από το γενικό υπόδειγμα.

Η κυρία Σπάρσιτ πίστευε πως, όταν κατέβαινε τα βράδια και πηγαινορχόταν ανάμεσα στα γραφεία, στα χρηματοκιβώτια και στα καθίσματα, άφηνε μια γυναικεία, για να μην πούμε αριστοκρατική, χάρη στην ατμόσφαιρα της Τράπεζας. Καθισμένη, με το κέντημά της ή το πλεχτό της, κοντά στο παράθυρο, είχε την αυταρέσκεια να πιστεύει πως, με τους λεπτούς της τρόπους, μαλάκωνε την τραχύτητα του περιβάλλοντος. Με τη συναίσθηση αυτή της αξίας της, η κυρία Σπάρσιτ θεωρούσε, κατά κάποιον τρόπο, τον εαυτό της σαν τη νεράιδα της Τράπεζας. Ο κόσμος που, περνώντας και ξαναπερνώντας, την έβλεπε σε κείνη τη θέση, τη λογάριαζε σαν το δράκο της Τράπεζας, που φύλαγε τους θησαυρούς του χρυσωρυχείου.

Τι πράγμα όμως ήταν εκείνοι οι θησαυροί, ούτε αυτοί το ’ξέραν, ούτε η κυρία Σπάρσιτ. Χρυσά κι ασημένια νομίσματα, πολύτιμα χαρτιά, μυστικά που αν κοινολογούνταν θα ’φερναν αόριστες καταστροφές σ’ αόριστα πρόσωπα (πάντα όμως αντιπαθητικά σ’ αυτήν), ήταν τα κυριότερα στοιχεία στον ιδανικό κατάλογο που ’χε φτιάξει γι’ αυτά τα πλούτη. Κατά τα λοιπά, ήξερε πως ύστερα από τις εργάσιμες ώρες βασίλευε αυτή πάνω στα έπιπλα της Τράπεζας, στο κλειδωμένο με τρία λουκέτα σιδερένιο δωμάτιο, που στην πόρτα του ακουμπούσε κάθε βράδυ το κεφάλι του ο κλητήρας, ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι με καρούλια, που εξαφανιζόταν με το πρώτο λάλημα του πετεινού. Ήταν ακόμα η υπέρτατη βασίλισσα σε κάποιες υπόγειες στοές, αυστηρά απομονωμένες από τον αρπαχτικό κόσμο, και στα λείψανα της καθημερινής δουλειάς, που ήταν λεκέδες από μελάνι, χαλασμένες πένες, κομμάτια από βουλοκέρι, χαρτιά σκισμένα σε τόσο μικρά κομματάκια, που τίποτα ενδιαφέρον δεν μπορούσε να βρει σ’ αυτά η κυρία Σπάρσιτ, όταν προσπαθούσε να τα διαβάσει- τέλος, ήταν ο φρουρός σ’ ένα οπλοστάσιο από σπαθιά και ντουφέκια, αραδιασμένα απειλητικά πάνω από ένα μεγάλο τζάκι- καθώς και στην αξιοσέβαστη εκείνη «παράδοση», που δε λείπει ποτέ από ένα ίδρυμα που θέλει να λέγεται πλούσιο: μια σειρά από πυροσβεστικούς κάδους-δοχεία που κανείς δεν περιμένει πως θα προσφέρουν ποτέ μια πραγματική υπηρεσία, μα που πιστεύεται πως έχουν μια ηθική επίδραση πάνω στους περισσότερους θεατές, όπως και το ατόφιο χρυσάφι.

Μια κουφή υπηρέτρια κι ο κλητήρας συμπλήρωναν το βασίλειο της κυρίας Σπάρσιτ. Κυκλοφορούσε η φήμη πως η κουφή υπηρέτρια ήταν πολύ πλούσια- και χρόνια τώρα ψιθυριζόταν, ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις του Κοκτάουν, πως κάποια νύχτα, που θα ’ταν η Τράπεζα κλειστή, θα βρισκόταν κάποιος να τη δολοφονήσει για τα λεφτά της. Και λέγανε μάλιστα πως αυτό έπρεπε να ’χε γίνει από καιρό. Εκείνη όμως διατηρούσε ζηλότυπα τη ζωή της και τη θέση της μ’ ένα κακότροπο, προκλητικό κι απογοητευτικό πείσμα.

Μόλις είχε σερβιριστεί το τσάι της κυρίας Σπάρσιτ, πάνω σ’ ένα τρίποδο, κομψό τραπεζάκι, που το ’φερνε η ίδια, ύστερα από το κλείσιμο των γραφείων, για να κάνει παρέα με το μεγάλο βαρύ, ταπετσαρισμένο τραπέζι, που ήταν στη μέση της αίθουσας του συμβουλίου. Ο κλητήρας έβαλε πάνω σ’ αυτό το δίσκο του τσαγιού, και φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο χαιρέτησε με σεβασμό.

«Ευχαριστώ, Μπίτζερ» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Εγώ σας ευχαριστώ, κυρία» αποκρίθηκε ο κλητήρας, που δεν ήταν άλλος από τον γνωστό μας άχρωμο μαθητή, που, παίζοντας τα ξέθωρα μάτια του, είχε δώσει τον ορισμό του αλόγου για τη μαθήτρια νούμερο είκοσι.

«Είναι όλα κλειστά, Μπίτζερ;» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Όλα είναι κλειστά, κυρία».

«Και τι νέα έχουμε σήμερα;» είπε η κυρία Σπάρσιτ γεμίζοντας με τσάι το φλιτζάνι της. «Υπάρχει τίποτα;»

«Όχι, κυρία, δεν μπορώ να πω πως άκουσα τίποτα ενδιαφέρον. Ο κόσμος εδώ δεν αξίζει πολλά πράγματα- μα αυτό, δυστυχώς, δεν είναι νέο».

«Τι κάνουν αυτά τα καθάρματα; Δεν ησυχάζουν πια;» ρώτησε η κυρία Σπάρσιτ.

«Εξακολουθούν πάντα τον παλιό τους χαβά. Κάνουν σωματεία, συνδικάτα, και φροντίζουν να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο».

«Είναι πολύ λυπηρό» είπε αυστηρά η κυρία Σπάρσιτ, σουφρώνοντας τα φρύδια, «που η ένωσις των βιομηχάνων επιτρέπει να γίνονται αυτά τα πράγματα».

«Σωστά, κυρία» είπε ο Μπίτζερ.

«Αφού κι αυτοί είναι ενωμένοι, θα ’πρεπε όλοι μαζί ν’ αποφασίσουν να μην παίρνουν ποτέ κανέναν εργάτη που ανήκει σε σωματείο» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Το ’χουν κάνει αυτό, κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ, «μα δεν έφερε αποτέλεσμα».

«Δεν ισχυρίζομαι πως καταλαβαίνω απ’ αυτές τις δουλειές» είπε η κυρία Σπάρσιτ με αξιοπρέπεια. «Η δική μου η μοίρα με είχε από την αρχή τοποθετήσει σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, κι ο κύριος Σπάρσιτ, σαν Πάουλερ που ήταν, βρισκόταν έξω απ’ αυτές τις διαμάχες. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να δαμαστούν και πως είναι πια καιρός να γίνει αυτό, μια για πάντα».

«Μάλιστα, κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ, δείχνοντας μεγάλο σεβασμό στην προφητική αυθεντία της κυρίας Σπάρσιτ. «Βάζετε περίφημα τα πράγματα στη θέση τους, κυρία».

Αυτή ήταν η συνηθισμένη ώρα που είχε μια μικρή ιδιαίτερη συζήτηση με την κυρία Σπάρσιτ, και καθώς διάβασε στα μάτια της πως ήθελε να τον ρωτήσει κάτι, έκανε πως ταχτοποιούσε τους χάρακες, τα καλαμάρια κτλ., ενώ εκείνη εξακολουθούσε να παίρνει το τσάι της, κοιτάζοντας πότε πότε το δρόμο από το ανοιχτό παράθυρο.

«Είχε πολλή δουλειά σήμερα, Μπίτζερ;» ρώτησε η κυρία Σπάρσιτ.

«Όχι πάρα πολύ μιλαίδη. Ήταν μια απ’ τις συνηθισμένες μέρες». Πότε πότε πετούσε ένα «μιλαίδη» αντί του «κυρία», σαν μια ακούσια προσφορά στην αριστοκρατική της καταγωγή και στο σεβασμό που της ταίριαζε.

«Οι υπάλληλοι» είπε η κυρία Σπάρσιτ, τινάζοντας με προσοχή ένα αδιόρατο ψίχουλο ψωμιού με βούτυρο από το αριστερό της γάντι, «είναι ασφαλώς έμπιστοι, ταχτικοί και εργατικοί;»

«Μάλιστα, κυρία, αρκετά. Με τη συνηθισμένη πάντα εξαίρεση».

Στην Τράπεζα ο Μπίτζερ κρατούσε την αξιοσέβαστη θέση του γενικού κατασκόπου και πληροφοριοδότη, και για την εθελοντική του αυτήν υπηρεσία έπαιρνε κάθε Χριστούγεννα ένα δώρο, εκτός από το βδομαδιάτικο μισθό του. Ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του, ήταν καχύποππος και πολύ προσεχτικός. Ήταν τόσο καλά ρεγουλαρισμένο το μυαλό του, που ούτε αισθήματα είχε, ούτε πάθη. Όλες του οι πράξεις ήταν αποτέλεσμα του πιο ψυχρού και λεπτολόγου υπολογισμού. Και δεν ήταν χωρίς λόγο που η κυρία Σπάρσιτ συνήθιζε να λέει πως δεν είχε γνωρίσει άλλον νέο με τόσο σταθερές αρχές. Αφού βεβαιώθηκε, ύστερα από το θάνατο του πατέρα του, πως η μητέρα του είχε αποκτήσει δικαίωμα παραμονής στο Κοκτάουν, ο θαυμάσιος αυτός νεαρός οικονομολόγος υποστήριξε αυτό το δικαίωμα με τόση σταθερή προσήλωση στην ουσία του, που κατάφερε να την κλείσουν για την υπόλοιπη ζωή της στο φτωχοκομείο. Πρέπει να ομολογήσουμε πως της έδινε μισή λίτρα τσάι το χρόνο, κι αυτό βέβαια ήταν μια αδυναμία του- πρώτα πρώτα γιατί όλα τα δώρα έχουν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα να κατεβάζουν τον παραλήπτη τους στο επίπεδο του ζητιάνου, και δεύτερο, γιατί η μόνη λογική σχέση που μπορούσε να ’χει μ’ αυτό το είδος, ήταν να το αγοράζει όσο γίνεται πιο φτηνά και να το πουλάει όσο γίνεται πιο ακριβά- αφού άλλωστε έχει βεβαιωθεί καθαρά από τους φιλοσόφους πως αυτός και μόνο είναι ο προορισμός του ανθρώπου.

«Αρκετά, κυρία. Με τη συνηθισμένη εξαίρεση, κυρία» ξανάπε ο Μπίτζερ.

«Αχ!» είπε η κυρία Σπάρσιτ, κινώντας το κεφάλι της πάνω απ’ το φλιτζάνι και πίνοντας μια μεγάλη γουλιά.

«Τον κύριο Θωμά, κυρία. Είμαι πολύ δύσπιστος με τον κύριο Θωμά, κυρία, δε μου αρέσει καθόλου η συμπεριφορά του».

«Μπίτζερ» είπε η κυρία Σπάρσιτ σε πολύ έντονο ύφος, «σου έχω πει ότι δεν πρέπει να λες ονόματα, ή μήπως δε στο έχω πει;»

«Με συγχωρείτε, κυρία. Ασφαλώς το έχετε πει, να μη χρησιμοποιούνται ονόματα, και καλύτερα είναι πάντα να αποφεύγονται».

«Παρακαλώ να θυμάσαι πως έχω κάποια εξουσία εδώ μέσα» είπε η κυρία Σπάρσιτ με το επίσημο ύφος της. «Κρατώ μια έμπιστη θέση, Μπίτζερ, στην υπηρεσία του κυρίου Μπαουντερμπάη. Όσο κι αν ο κύριος Μπαουντερμπάη κι εγώ το θεωρούσαμε κάποτε εντελώς απίθανο να γίνει προϊστάμενός μου, δίνοντάς μου μια ετήσια επιχορήγηση, δεν μπορώ παρά να τον βλέπω κάτω απ’ αυτό το πρίσμα. Ο κύριος Μπαουντερμπάη έχει αναγνωρίσει την κοινωνική μου θέση και την οικογενειακή μου καταγωγή, περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσα να περιμένω. Περισσότερο, πολύ περισσότερο. Γι’ αυτό θα είμαι απόλυτα πιστή στον κύριό μου. Και δε θεωρώ, δε θα θεωρήσω, δεν μπορώ να θεωρήσω» είπε η κυρία Σπάρσιτ, έχοντας πάντα πρόχειρο ένα μεγάλο απόθεμα τιμής και ηθικής στη διάθεσή της, «πως είμαι απόλυτα πιστή, αν επιτρέπω να αναφέρονται κάτω απ’ αυτή τη στέγη ονόματα, που δυστυχώς συνδέονται με το δικό του όνομα».

Ο Μπίτζερ έφερε πάλι το χέρι στο μέτωπο και ξαναζήτησε συγνώμη.

«Όχι, Μπίτζερ» συνέχισε η κυρία Σπάρσιτ, «αν πεις απλώς για έναν υπάλληλο, θα σ’ ακούσω, αν όμως πεις για τον κύριο Θωμά, δεν θα στο επιτρέψω».

«Με τη συνηθισμένη εξαίρεση, κυρία» ξανάρχισε ο Μπίτζερ, «ενός υπαλλήλου».

«Αχ!» Η κυρία Σπάρσιτ άρχισε πάλι τα επιφωνήματα, το κούνημα του κεφαλιού πάνω από το φλιτζάνι του τσαγιού και τη μεγάλη γουλιά, σαν να ξανάπιανε τη συζήτηση από το σημείο που είχε διακοπεί.

«Ένας υπάλληλος, κυρία» είπε ο Μπίτζερ, «δεν ανταποκρίνε-ται καθόλου στα καθήκοντα του, από την πρώτη μέρα που ήρθε στην Τράπεζα. Είναι ένας άσωτος, ένας αδιόρθωτος τεμπέλης. Δεν αξίζει ούτε το ψωμί που τρώει. Ούτε κι αυτό θα το κέρδιζε, αν δεν είχε κάποιον τρανό να τον υποστηρίζει».

«Αχ!» είπε η κυρία Σπάρσιτ, μ’ ένα καινούριο μελαγχολικό κούνημα του κεφαλιού.

«Ελπίζω μονάχα, κυρία» συνέχισε ο Μπίτζερ, «να σταματήσει αυτός ο τρανός να τον τροφοδοτεί για να συνεχίζει αυτή τη ζωή. Κι εξάλλου, κυρία, ξέρουμε από τίνος την τσέπη βγαίνουν αυτά τα λεφτά».

«Αχ!» στέναξε πάλι η κυρία Σπάρσιτ, κουνώντας πάλι μελαγχολικά το κεφάλι.

«Είναι αξιολύπητος, κυρία. Ο τελευταίος αυτός, για τον οποίο σας έκανα υπαινιγμό, είναι αξιολύπητος, κυρία» είπε ο Μπίτζερ.

«Ναι, Μπίτζερ» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «πάντα αισθάνομαι λύπη για τους ανθρώπους που πέφτουν σε γκάφες, πάντα!»

«Όσο για τον υπάλληλο, κυρία» είπε ο Μπίτζερ, χαμηλώνοντας τη φωνή του και πλησιάζοντας την κυρία Σπάρσιτ, «είναι απερίσκεπτος, όπως και τόσοι άλλοι σ’ αυτή την πολιτεία. Και ξέρετε ποια είναι η δική τους απερισκεψία. Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει αυτό καλύτερα από μια κυρία της δικής σας περιωπής».

«Θα ’καναν καλά» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «να πάρουν παράδειγμα εσένα, Μπίτζερ».

«Ευχαριστώ, κυρία. Αφού όμως κάνετε λόγο για μένα, προσέξτε με, κυρία. Έχω κιόλας βάλει κάτι στην μπάντα. Το δώρο που παίρνω τα Χριστούγεννα δεν το αγγίζω καθόλου. Ούτε και ξοδεύω ποτέ ολόκληρο το μισθό μου, μόλο που δεν είναι μεγάλος, κυρία. Γιατί δεν μπορούν να κάνουν κι εκείνοι ό,τι κάνω εγώ; Ό,τι μπορεί να κάνει ο ένας, μπορεί να το κάνει κι ο άλλος».

Αυτό πάλι ήταν ένα από τα παραμύθια του Κοκτάουν. Εκεί, κάθε κεφαλαιοκράτης, που κατάφερε να κάνει εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες, συνήθιζε πάντα να εκφράζει την απορία του γιατί οι εξήντα χιλιάδες πιο κοντινοί του εργάτες δεν κατάφεραν να κάνουν καθένας τους εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες και, λίγο πολύ, τους κατηγορούσε γιατί δεν πέτυχαν το μικρό αυτό κατόρθωμα. Αυτό που έκανα εγώ, μπορείτε και σεις να τι κάνετε. Τι κάθεστε λοιπόν;

«Κι ο ισχυρισμός τους πως έχουν ανάγκη από αναψυχή» είπε ο Μπίτζερ, «είναι φτηνός κι ανόητος. Εγώ δε χρειάζομαι αναψυχή. Ούτε χρειάστηκα, ούτε και θα χρειαστώ ποτέ! Δε μ’ αρέσει. Κι όσο για τα σωματεία τους, πολλοί απ’ αυτούς θα μπορούσαν, κατασκοπεύοντας και μαρτυρώντας ο ένας τον άλλο, να κερδίζουν κάθε τόσο κάτι, είτε σε χρήμα είτε σε εύνοια, και να βελτιώνουν τη ζωή τους. Γιατί, λοιπόν, δεν τη βελτιώνουν κυρία; Αυτό είναι το μόνο πράγμα που πρέπει να σκέφτεται κάθε λογικός άνθρωπος, κι αυτό δα είναι που προσποιούνται και κείνοι πως τάχα έχουν ανάγκη».

«Σωστά!» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Τους ακούμε κάθε μέρα να γκρινιάζουν -κι έχουν πια καταντήσει αηδία- πως δεν μπορούν να θρέψουν τη γυναίκα τους και την οικογένειά τους» είπε ο Μπίτζερ. «Κοιτάχτε εμένα, κυρία! Εγώ ούτε γυναίκα θέλω, ούτε οικογένεια. Γ ιατί αυτοί να θέλουν;»

«Γιατί είναι απερίσκεφτοι» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Μάλιστα κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ, «αυτή ακριβώς είναι η αιτία. Αν ήταν πιο προβλεπτικοί και λιγότερο διεστραμμένοι, τι θα ’καναν κυρία; Θα ’λεγαν: “Όσο μπορεί το καπέλο μου να σκεπάζει ολόκληρη την οικογένεια μου, έχω μονάχα έναν να συντηρήσω κι αυτός είναι που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο”».

«Σωστά» συμφώνησε η κυρία Σπάρσιτ τρώγοντας ένα κομμάτι κέικ.

«Ευχαριστώ, κυρία» είπε ο Μπίτζερ φέρνοντας πάλι το χέρι στο μέτωπο, για να δείξει πόσο εκτιμούσε τις σοφές γνώμες της κυρίας Σπάρσιτ. «Θέλετε ακόμα λίγο ζεστό νερό; Μήπως χρειάζεστε τίποτ’ άλλο;»

«Τίποτα προς το παρόν, Μπίτζερ».

«Ευχαριστώ, κυρία. Δε θα ’θελα να σας ενοχλήσω την ώρα που παίρνετε το φαγητό σας, και πολύ περισσότερο το τσάι σας, που ξέρω πόση σημασία του δίνετε» είπε ο Μπίτζερ και τέντωσε λίγο το λαιμό του για να κοιτάξει κάτω στο δρόμο, χωρίς να κινηθεί από τη θέση του, «μα είναι κάμποση ώρα τώρα που ένας κύριος κοιτάζει τα παράθυρά μας, και μάλιστα πλησίασε στην πόρτα, σαν να ’θελε να χτυπήσει. Ακούτε; Θα ’ναι αυτός που χτυπάει».

Προχώρησε στο παράθυρο, κοίταξε έξω κι ύστερα τράβηξε πάλι μέσα το κεφάλι του και επιβεβαίωσε τα λόγια του: «Μάλιστα, κυρία. Θέλετε να τον φέρω επάνω;»

«Δεν ξέρω ποιος μπορεί να ’ναι» είπε η κυρία Σπάρσιτ σκουπίζοντας το στόμα της και ταχτοποιώντας τα γάντια της.

«Φαίνεται ξένος, κυρία».

«Τι μπορεί να θέλει ένας ξένος στην Τράπεζα τέτοια ώρα; Εκτός αν έρχεται για κάποια δουλειά, κι έχει αργήσει, δεν ξέρω» είπε η κυρία Σπάρσιτ. «Όπως και να ’ναι, ο κύριος Μπαουντερμπάη μου έχει εμπιστευτεί μια θέση εδώ μέσα και εννοώ να την κρατήσω. Αν είναι μέσα στα καθήκοντα που έχω αναλάβει να τον δεχτώ, θα τον δεχτώ. Κάνε όπως νομίζεις, Μπίτζερ».

Εκείνη τη στιγμή ο επισκέπτης, χωρίς καθόλου να ξέρει τα μεγαλόψυχα λόγια της κυρίας Σπάρσιτ, ξαναχτύπησε τόσο δυνατά, που ο κλητήρας κατέβηκε τρέχοντας ν’ ανοίξει την πόρτα. Στο μεταξύ η κυρία Σπάρσιτ, έκρυψε σ’ ένα ντουλάπι το μικρό τραπεζάκι του φαγητού της, κι ανέβηκε επάνω για να μπορέσει να παρουσιαστεί, αν χρειαστεί, με μεγαλύτερη επισημότητα.

«Με συγχωρείτε, κυρία. Ο κύριος θέλει να σας δει» είπε ο Μπίτζερ, με το άχρωμο μάτι του στην κλειδαρότρυπα της κυρίας Σπάρσιτ. Έτσι η κυρία Σπάρσιτ, που στο μεταξύ είχε ταχτοποιήσει το σκουφάκι της, κατέβηκε με το κλασικό της ύφος και μπήκε στην αίθουσα του συμβουλίου, σαν μια ρωμαία δέσποινα, που βγαίνει από τα τείχη μιας πολιτείας για να διαπραγματευτεί με τον πολιορκητή στρατηγό.

Ο επισκέπτης, που είχε πλησιάσει στο παράθυρο και κοιτούσε αδιάφορα έξω, έμεινε εντελώς ασυγκίνητος από τη μεγαλόπρεπη αυτή εμφάνιση. Στεκόταν σιγοσφυρίζοντας, με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία του κόσμου, χωρίς καν να ’χει βγάλει το καπέλο του. Έδειχνε κουρασμένος, είτε από την υπερβολική ζέστη, είτε από την υπερβολική ευγένεια. Γιατί το ’βλεπε κανείς, ακόμα και με κλειστά μάτια, πως ήταν ένας τέλειος τζέντλεμαν, σύμφωνα με το πρότυπο της εποχής: να ’σαι βαριεστημένος απ’ όλα και να μη δίνεις σε τίποτα περισσότερη πίστη από τον Εωσφόρο.

«Πιστεύω, κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «πως θέλετε να μου μιλήσετε».

«Σας ζητώ συγνώμη» της είπε γυρίζοντας και βγάζοντας το καπέλο του «με συγχωρείτε».

«Χμ!» σκέφτηκε η κυρία Σπάρσιτ με μια μεγαλόπρεπη κλίση της κεφαλής. «Τριανταπέντε χρονών, ωραίο πρόσωπο, καλό ανάστημα, ωραία δόντια, ωραία φωνή, ευγενικός, ωραίο ντύσιμο, μαύρα μαλλιά, τολμηρά μάτια». Όλα αυτά τα πρόσεξε η κυρία Σπάρσιτ με το γυναικείο της ένστικτο -σαν το σουλτάνο του παραμυθιού, που βουτούσε το κεφάλι του σ’ έναν κουβά νερό κι έβλεπε ό,τι ήθελε- ώσπου να γείρει και να ξανασηκώσει το κεφάλι της.

«Καθίστε παρακαλώ, κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Ευχαριστώ. Μου επιτρέπετε;» Της πρόσφερε μια καρέκλα, μα αυτός έμεινε όρθιος, ακουμπώντας νωχελικά στο τραπέζι. «Άφησα τον υπηρέτη μου στο σταθμό, για να προσέχει τις αποσκευές μου -το τρένο είχε πάρα πολύ κόσμο κι η σκευοφόρος ήταν παραφορτωμένη- και πήρα τους δρόμους χαζεύοντας. Τρομερά παράξενη πολιτεία. Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω αν είναι πάντα έτσι μαύρη;»

«Συνήθως είναι πολύ πιο μαύρη» απάντησε η κυρία Σπάρσιτ με τον αλύγιστο τρόπο της.

«Αν είναι δυνατόν! Με συγχωρείτε- δεν είστε από δω, υποθέτω;»

«Όχι, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ. «Είχα κάποτε την καλή ή την κακή τύχη, όπως το πάρει κανείς -πριν γίνω χήρα- να ζω σε μια πολύ διαφορετική σφαίρα. Ο σύζυγός μου ήταν ένας Πάουλερ».

«Έτσι!… Με συγχωρείτε» είπε ο ξένος, «ήταν ένας…»

Η κυρία Σπάρσιτ ξανάπε, «ένας Πάουλερ».

«Οικογένεια Πάουλερ» είπε ο ξένος, αφού έμεινε λίγο σκεφτικός. Η κυρία Σπάρσιτ έγνεψε καταφατικά. Ο ξένος φαινόταν κάπως περισσότερο κουρασμένος από πριν.

«Θα πρέπει να πλήττετε τρομερά εδώ» ήταν το συμπέρασμα που έβγαλε ύστερα απ’ αυτή την πληροφορία.

«Υποτάσσομαι στις περιστάσεις, κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «κι έχω από καιρό προσαρμόσει τον εαυτό μου με τη δύναμη που κυβερνά τη ζωή μου».

«Πολύ φιλοσοφικό» αποκρίθηκε ο ξένος, «και πολύ υποδειγματικό και αξιέπαινο και…» Βρήκε φαίνεται πως δεν άξιζε τον κόπο να τελειώσει τη φράση του και βάλθηκε να παίζει βαριεστημένος με την αλυσίδα του ρολογιού του.

«Μου επιτρέπετε να ρωτήσω κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «σε τι οφείλω την τιμή της…»

«Βεβαιότατα» πρόλαβε ο ξένος. «Σας ευχαριστώ πολύ που μου το θυμίσατε. Κρατάω ένα συστατικό γράμμα για τον κύριο Μπαουντερμπάη, τον τραπεζίτη. Περπατώντας μέσα σ’ αυτή την αλλόκοτη μαύρη πολιτεία ώσπου να ετοιμάσουν το γεύμα στο ξενοδοχείο, ρώτησα κάποιον -έναν από την εργατική τάξη- που φαινόταν σαν να ’χε κάνει ντους με κάτι σαν ψιλό χνούδι που, όπως κατάλαβα, θα ’ναι η πρώτη ύλη…»

Η κυρία Σπάρσιτ έγνεψε καταφατικά.

«…Πού μένει ο τραπεζίτης κύριος Μπαουντερμπάη. Κι αυτός ακούγοντας τη λέξη τραπεζίτης μ’ οδήγησε κατευθείαν στην Τράπεζα. Πιστεύω βέβαια πως ο τραπεζίτης κύριος Μπαουντερμπάη δε μένει στο κτίριο όπου έχω την τιμή να ομιλώ μαζί σας».

«Όχι κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «δε μένει».

«Ευχαριστώ. Χωρίς να ’χω την πρόθεση να παραδώσω το γράμμα μου και θέλοντας να σκοτώσω την ώρα μου, έκανα μια βόλτα ως την Τράπεζα κι είχα την καλή τύχη να δω στο παράθυρο» -και το ’δείξε με μια νωχελική κίνηση του χεριού, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση- «μια κυρία με πολύ ευχάριστη και αριστοκρατική εμφάνιση. Σκέφτηκα λοιπόν πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να πάρω το θάρρος να ρωτήσω αυτή την κυρία πού μένει ο κύριος Μπαουντερμπάη. Κι αυτό τολμώ να κάνω τώρα, αφού σας ζητήσω πρώτα χίλιες συγνώμες».

Τη ράθυμη κι αδιάφορη συμπεριφορά του ξένου μαλάκωνε, στη σκέψη της κυρίας Σπάρσιτ, μια κάποια άνετη σκέψη φιλοφροσύνης από μέρους του, που ήταν μαζί και μια εκδήλωση σεβασμού γι’ αυτήν. Νάτον, που τούτη ακριβώς τη στιγμή, μόλις καθισμένος στην άκρη του τραπεζιού, γέρνει από πάνω της νωχελικά σαν να της βρίσκει κάποιο θέλγητρο, που την κάνει γοητευτική -με το δικό της τρόπο.

«Ξέρω πως οι τράπεζες είναι φιλύποπτες, και πολύ καλά κάνουν» είπε ο ξένος, που η εύθυμη κι άνετη ομιλία του ήταν τόσο ευχάριστη, που έκανε να φαίνεται το περιεχόμενό της πολύ πιο έξυπνο και σπιρτόζικο παρ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα -κι αυτό ίσως να ’ταν μια πονηρή τακτική του μεγάλου εκείνου ανδρός, όποιος κι αν ήταν, που ίδρυσε τη μεγάλη αυτή σχολή, που οπαδός της ήταν κι ο ξένος. «Γι’ αυτό θα πρέπει να σας πω πως το γράμμα μου -αυτό εδώ- είναι από τον βουλευτή του Κοκτάουν Γκραντγκράιντ -που είχα την ευχαρίστηση να γνωρίσω στο Λονδίνο».

Η κυρία Σπάρσιτ γνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα, δήλωσε πως αυτή η βεβαίωση ήταν εντελώς περιττή κι έδωσε τη διεύθυνση του κυρίου Μπαουντερμπάη, μ’ όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες.

«Χίλια ευχαριστώ» είπε ο ξένος. «Θα τον ξέρετε βέβαια καλά τον τραπεζίτη».

«Μάλιστα κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «τον ξέρω δέκα χρόνια που είμαι στην υπηρεσία του».

«Ολόκληρη αιωνιότητα! Νομίζω πως παντρεύτηκε την κόρη του Γκραντγκράιντ;»

«Ναι» είπε η κυρία Σπάρσιτ, σφίγγοντας άξαφνα το στόμα της. «Είχε αυτή την… τιμή».

«Μαθαίνω πως η κυρία είναι σωστός φιλόσοφος».

«Αλήθεια, κύριε;» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Συγχωρήστε την αυθάδη περιέργειά μου» συνέχισε ο ξένος παιχνιδίζοντας πάνω από τα φρύδια της κυρίας Σπάρσιτ, μ’ ένα ύφος εξιλεωτικό, «μα εσείς ξέρετε την οικογένεια και καταλαβαίνετε από κόσμο. Πρόκειται να γνωριστώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους κι ίσως να ’χω πολλές σχέσεις μαζί τους. Είναι λοιπόν τόσο φοβερή αυτή η γυναίκα; Ο πατέρας της καυχιέται τόσο πολύ για την ευφυΐα της και την επιστημονική της μόρφωση, που φλέγομαι από την επιθυμία να μάθω: Είναι εντελώς απλησίαστη; Είναι τόσο ανυπόφορα έξυπνη; Τόσο σοφή; Βλέπω όμως, από το εκφραστικό σας χαμόγελο, πως δεν τα πιστεύετε αυτά. Χύσατε βάλσαμο στην ανήσυχη ψυχή μου. Όσο για την ηλικία, θα πρέπει να ’ναι τριανταπέντε-σαράντα χρόνων;»

Η κυρία Σπάρσιτ ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Είναι ακόμα μωρό» είπε. «Δεν είχε πατήσει τα είκοσι όταν παντρεύτηκε».

«Στην τιμή μου, κυρία Σπάρσιτ» αποκρίθηκε ο ξένος, φεύγοντας από το τραπέζι, «αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάπληξη της ζωής μου!»

Πραγματικά φαινόταν ότι δοκίμαζε την πιο μεγάλη έκπληξη που μπορούσε να νιώσει. Κοίταξε τη συνομιλήτριά του δεκαπέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα με ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του την κατάπληξη. «Σας βεβαιώνω, κυρία Πάουλερ» είπε τότε με πολύ κουρασμένο ύφος, «πως, από τα λόγια του πατέρα της, περίμενα να βρω μια ώριμη γυναίκα, βλοσυρή κι αλύγιστη. Πάνω απ’ όλα σας ευχαριστώ που με βγάλατε απ’ αυτή την ανόητη πλάνη. Παρακαλώ να με συχωρέσετε για την ενόχληση. Σας είμαι υπόχρεος. Καλημέρα σας».

Έκανε υπόκλιση και βγήκε. Η κυρία Σπάρσιτ, κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου, τον είδε να προχωρεί στη σκιερή πλευρά του δρόμου, με το νωχελικό του βάδισμα, τραβώντας τα βλέμματα ολόκληρης της πολιτείας.

«Πώς σου φάνηκε αυτός ο κύριος, Μπίτζερ» ρώτησε τον κλητήρα, όταν ήρθε να σηκώσει το δίσκο.

«Ξοδεύει πολλά λεφτά για τα ρούχα του, κυρία».

«Πρέπει όμως να παραδεχτούμε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «πως έχει πολύ καλό γούστο».

«Μάλιστα, κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ «μα αξίζει να ξοδεύει κανείς τα λεφτά του γι’ αυτό; Κι εξάλλου» συνέχισε ο Μπίτζερ τρίβοντας το τραπέζι, «μου φαίνεται πως είναι χαρτοπαίχτης».

«Είναι ανήθικο πράγμα η χαρτοπαιξία» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Είναι γελοίο πράγμα, κυρία» είπε ο Μπίτζερ, «γιατί κανείς παίχτης δε βγαίνει ποτέ κερδισμένος».

Είτε γιατί την εμπόδιζε η ζέστη, είτε γιατί είχε κουραστεί το χέρι της, η κυρία Σπάρσιτ δεν εργάστηκε εκείνο το βράδυ. Καθόταν πλάι στο παράθυρο, όταν ο ήλιος άρχισε να βυθίζεται πίσω από τους καπνούς- καθόταν εκεί, όταν οι καπνοί πήραν το κόκκινο χρώμα της φωτιάς, όταν το χρώμα αυτό έσβησε, όταν το σκοτάδι φάνηκε να υψώνεται αργά από τη γη και να σέρνεται ανεβαίνοντας ολοένα, ως τις στέγες των σπιτιών, ως το καμπαναριό της εκκλησιάς, ως τις ψηλές καμινάδες των εργοστασίων, ως τον ουρανό. Η κυρία Σπάρσιτ καθόταν πλάι στο παράθυρο, χωρίς φως, με τα χέρια μπροστά, αδιάφορη στους βραδινούς ήχους -τα ξεφωνητά των παιδιών, τα γαβγίσματα των σκύλων, το θόρυβο των αμαξιών, τα βήματα και τις φωνές των διαβατών, τις διαπεραστικές κραυγές που έφταναν από το δρόμο, τον κρότο που άφηναν τα τσόκαρα πάνω στο πεζοδρόμιο με το σκόλασμα της δουλειάς και το κλείσιμο των καταστημάτων. Μονάχα όταν ο κλητήρας την ειδοποίησε πως ήταν έτοιμο το νυχτερινό της ψητό, βγήκε η κυρία Σπάρσιτ από την ονειροπόλησή της και κουβάλησε στο επάνω πάτωμα τα πυκνά μαύρα της φρύδια -που ήταν τώρα σμιγμένα από τη βαθιά σκέψη και θα ’λεγες πως είχαν ανάγκη από σιδέρωμα για να ξανάρθουν στη θέση τους.

«Α, τον ανόητο!» είπε η κυρία Σπάρσιτ, όταν έμεινε μόνη με το δείπνο της. Δεν είπε ποιον εννοούσε- σίγουρα όμως δεν εννοούσε το ψητό της.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: