Κ. Βάρναλης: «Το τσιγάρο κόβεται, ο καφές κόβεται – το κρασί δεν κόβεται»!

—Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες!

Κ. Βάρναλης: «Το τσιγάρο κόβεται, ο καφές κόβεται – το κρασί δεν κόβεται»!

Ο Κώστας Βάρναλης (έφυγε από τη ζωή στις 16 του Δεκέμβρη 1974) απολάμβανε τις ομορφιές και τις χαρές της ζωής – μέσα σ’ αυτές και το καλό κρασί. Στις ταβέρνες που σύχναζε έκανε παρέα με απλούς καθημερινούς ανθρώπους του χειρωνακτικού και του πνευματικού μόχθου. Δεν τσιγκουνευόταν απέναντί τους τη σοφία του και τα αισθήματά του και ως αληθινά μεγάλος, όχι μόνο ποιητής μα πρώτα άνθρωπος, ρούφαγε τη λαϊκή σοφία της πιάτσας που την τοποθετούσε στη συνέχεια στις γνήσιες διαστάσεις της στα γραφτά του, ποιήματα είτε πεζά.

Ένα τέτοιο κείμενο παρουσιάζουμε σήμερα, χρονογράφημα από τη συλλογή  «Φέιγ βολάν της Κατοχής» (επιμέλεια Γ. Ζεβελάκη, εκδ. Καστανιώτη). Μια αναφορά στο από την αρχαιότητα αγαπημένο των ανθρώπων κρασί και… σε μερικά παρατράγουδά του, με τον μοναδικό και ανεπανάληπτο λόγο του  μερακλή – όπως θα καταλάβετε διαβάζοντας το κείμενο – Κώστα Βάρναλη.

Οι μπεκρήδες

Μια τάξη ανθρώπων δοκιμάζεται πολύ αυτόν τον καιρό. Κ’ είναι οι συμπαθητικότεροι άνθρωποι! Οι μπεκρήδες, από τους απλώς μερακλήδες του κρασιού έως τους αλκοολικούς και τους διψομανείς.

Είναι να τους λυπάται κανείς. Και τόσο περισσότερο όσο με την ελαττωμένη τους θέληση και την ενεργητικότητα δεν έχουνε τη δύναμη να υπερασπίσουνε τα «δίκαιά τους» – το πάθος τους.

Κρασί δε βρίσκουν. Κι αν βρουν, είναι το μισό νεράκι. Και λεφτά δεν έχουν να πληρώσουν τις μεγάλες ποσότητες, που τους χρειάζονται για να τους «πιάσει». Αφού μάλιστα είναι το μισό νερό, τους χρειάζονται διπλές ποσότητες από άλλοτες. Πέλαγος!…

Αναγκαστικά λοιπόν ή το «κόψανε» ή το πίνουν ύστερα από μακριά χρονικά διαλείμματα. Ενώ ήτανε η καθημερινή τους ψυχική και σωματική τροφή κ’ ευτυχία. Το τσιγάρο κόβεται· ο καφές κόβεται- το κρασί δεν κόβεται. Θα νόμιζε κανείς πως έχουν αποθηριωθεί από τη στέρηση. Κάθε άλλο. Παθαίνουν εντελώς το αντίθετο: γίνανε πτώμα. Μάτια δεν έχουν, αυτιά δεν έχουν, σκέψη δεν έχουν – ούτε κίνηση. Μένουν ώρες σωριασμένοι σαν άδεια σακιά σε μια καρέκλα ή σ’ ένα πεζούλι, έξω από τις κλεισμένες ταβέρνες, όπως τα πιστά σκυλιά πάνου από τον τάφο του αφέντη τους, και βυθίζονται όλο και περισσότερο στο χάος του μηδενός.

Είδα τον Μπαρμπαγιάννη το ναυπηγό στο αγαπημένο του λιμανάκι του Πειραιώς, να κάθεται έξω από το πεζούλι της παραλιακής ταβέρνας. Πίσω του η πόρτα και τα παντζούρια ήσαν κατάκλειστα σαν καρφωμένα. Κι αυτός ολομόναχος, περισσότερο από άλλοτες μαύρος, με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος («Παναγία των Ναυαγών»), με τα μάτια θολά και απλανή. Τι πένθος! Τόνε χαιρέτησα. Δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει.

—Δε δίνει κρασί ο κυρ Πάνος;

Κούνησε λίγο το κεφάλι του, μια προς τα κάτω (= δίνει) και μια προς τ’ απάνω, ενώ έτριβε το δείχτη του χεριού του προς το μεγάλο δάχτυλο (= δε φτάνουν τα ψιλά).

—Και πώς τα καταφέρνεις ανέρωτος;

—Κάπου-κάπου… Να εχτές ήπια μοναχός μου εδώ στο πεζούλι δύο οκάδες. Πάφιλας, ποτήρι κ’ εγώ. Αλλά σήμερα;

—Θυμάσαι μια φορά που είχε τέσσερις δραχμές η οκά;

—Τι τέσσερις; Πριν από το ’12 είχε 40 λεφτά μονάχα. Και τι κρασί!

Τον άφησα, γιατί η κουβέντα μου τον στενοχωρούσε.

Σήμερα είδα και το Γιώργη το φούρναρη να σκουπίζει την πλατεία του εξοχικού καφενείου και ν’ αραδιάζει κατόπι τα τραπέζια και τις καρέκλες.

—Είδες πως έγινες «καλός» άνθρωπος τώρα που δεν το βρίσκεις; Ο Γιώργης είχε δικό του σύστημα να μεθά. Μιαν εβδομάδα δεν έπινε καθόλου και μια βδομάδα έπινε αράδα νύχτα και μέρα και κοιμότανε στους δρόμους, γιατί φοβότανε να πάει στο σπίτι του. Τον ξυλοφόρτωνε η γυναίκα του. Όταν ήταν η «βδομάδα» του, τον βλέπαν οι περίοικοι πρωί-πρωί, χαράματα, να περπατάει στο δρόμο σκουντουφλώντας, όπως ο… Πλούτος του Αριστοφάνη, να μιλάει μοναχός του, να γελάει και να κλαίει και να χειρονομεί προς το άπειρον.

—Πάλι τα ίδια;

—Σ αγαπώ! απαντούσε, σύμφωνα με το τραγούδι: «όλον τον κόσμο αγαπώ, γιατ’ αγαπώ εσένα» (το κρασί)!

Αλλά και ποιόνε να πρωτοθυμηθείς από δαύτους; Τον Παυλή, με τα σγουρά κόκκινα γένια και με το ένα μάτι, που όλο το πρωί πουλούσε λεμόνια με το καλαθάκι και τ’ απόγεμα τα ’πινε και γελούσε μοναχός του: Τον Αντρέα το νεκροθάφτη με το ’να μάτι κι αυτόν, που, όταν κατέβαζε την κάσα στον τάφο, την αναποδογύριζε; Όλοι αυτοί με το ένα μάτι βλέπανε πάντα τον κόσμο διπλό!…

Εκείνοι που τα καταφέρνουνε καλύτερα είναι οι μερακλήδες. Αυτοί μαζεύονται κάθε Κυριακή στο καφενείο με τα πακετάκια τους και κατά τις εφτά κατηφορίζουνε για τη συνοικία Ζωγράφου ή για τα Τουρκοβούνια. Και δε λένε πού πάνε.

—Για πού, ρε παιδιά;

—Κάπου.

Δε λένε, γιατί δεν τους συμφέρει. Δεν πρέπει να μάθουν οι πολλοί πού βρίσκεται καλό κρασί. Το κρατάνε μυστικό. Γιατί θα πέσουν όλοι απάνω και θα το τελειώσουν. Άλλωστε κι ο ταβερνιάρης δε θέλει «πελατεία». Δίνει μονάχα στην παρέα των φίλων του, γιατί πίνει κι αυτός μαζί τους «οικογενειακά».

Αυτοί οι καταφερτζήδες υπάρχουν σ όλους τους τομείς του βουνού. Οι αδέξιοι, οι ανεπρόκοποι ανηφορίζουνε το Λυκαβηττό για να περάσει η ώρα. Από κει αγναντεύουν τη θάλασσα και μουρμουρίζουν μελαγχολικά:

—Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες!

(Στη φωτογραφία, ο Κώστας Βάρναλης σε ταβέρνα με τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά) και τον Στρατή Τσίρκα)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: