Η πορεία

Όσο ο δρόμος άδειαζε από τα αυτοκίνητα τόσο απλωνόταν το σκοτάδι. Κι εκεί πάνω στο βάδην μου απέκτησα την συνήθεια να “ρίχνω” το φακό μου πάνω στην λευκή ακραία γραμμή του δρόμου… Και αυτή φωσφόριζε ελαφρά και εγώ βάδιζα πάνω της και τριγύρω όλα βυθισμένα στο πολύ σκοτάδι.

Η πορεία

Το απόγευμα έφυγα από το κάμπινγκ περπατώντας… Τη σκεφτόμουν είναι η αλήθεια, τα πρώτα μέτρα περισσότερο. Μέχρι να βγω από την υπόγεια γέφυρα στον εθνικό δρόμο με κατεύθυνση προς την Παλαιά Επίδαυρο, η ώρα είχε φτάσει στις 5.20 περίπου. Μια μέρα πριν είχει αλλάξει η ώρα… Βαδίζαμε το χειμερινο ηλιοστάσιο πια. Θα έφτανα ως την Παλαιά Επίδαυρο περπατώντας εκείνο το απόγευμα… Με την μόνη διαφορά ότι δεν υπολόγισα σωστά την αλλαγή της ώρας και στα πρώτα τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα με βρήκε το σούρουπο… Σε πέντε μόλις λεπτά απλώθηκε το σκοτάδι… Για δημόσιο φωτισμό ούτε λόγος, οι δρόμοι εδώ είναι παλιοί, “αποκεντρωμένοι”, μέσα στο δάσος κάπου κάπου, επαρχίας δρόμοι. Τα υπόλοιπα οχτώ χιλιόμετρα θα τα βάδιζα μέσα στο σκοτάδι πάνω στην οριακή λευκή γραμμή της αριστερής διεύθυνσης του δρόμου, με το σάκκο μου στον ώμο και έναν μικρό κίτρινο φακό στο χέρι…

Όσο ο δρόμος άδειαζε από τα αυτοκίνητα τόσο απλωνόταν το σκοτάδι. Κι εκεί πάνω στο βάδην μου απέκτησα την συνήθεια να “ρίχνω” το φακό μου πάνω στην λευκή ακραία γραμμή του δρόμου… Και αυτή φωσφόριζε ελαφρά και εγώ βάδιζα πάνω της και τριγύρω όλα βυθισμένα στο πολύ σκοτάδι.

Ο φακός προφανώς ήταν το διακριτικό μου. Φρόντιζα να τον κρατώ οριζόντια όσο άκουγα ή έβλεπα να πλησιάζουν τα αυτοκίνητα, ώστε να το διακρίνουν από όσο μακριά γινόταν οι οδηγοί. Ωστόσο αυτή η διαδρομή είναι με αρκετές στροφές. Στις κλειστές αριστερές όπως βάδιζα πρόσεχα περισσότερο.. Έκοβα, πλάγιαζα λίγο το βήμα, και εστίαζα στους προβολείς των αυτοκινήτων και την πορεία τους μέσα στις γραμμές. Σε μια τέτοια στροφή κάποιο αυτοκίνητο πλησίασε λίγο παραπάνω την οριακή  γραμμή, κι εγώ κινήθηκα ανεπαίσθητα λίγο αριστερότερα κοντά στο προστατευτικό του δρόμου… Σε εκείνο όμως το σημείο του δρόμου κάποιος μεγάλος ακανθώδης θάμνος είχε “διπλώσει” πάνω του. Με την πρώτη επαφή πέρασε το αριστερό μου χέρι ανάμεσά του και με έγδαρε ελαφρά. Κάποιο αγκάθι του καρφώθηκε δε στο τατουάζ του, εκείνο που απεικονίζει το σύμβολο της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς… Και έτρεξε αίμα μέχρι τον καρπό μου. Δεν το πείραξα… Μόνο κάθε τόσο όποτε ρίχναν πάνω μου τους προβολείς τους τα αυτοκίνητα το παρατηρούσα απλά…

Στην πρώτη ανηφόρα δυσκολεύτηκα αλλά ήμουν ξεκούραστος και την ανέβηκα εύκολα σχεδόν… Στη δεύτερη με βρήκε η κόπωση, και στην τελευταία την μικρότερη, με την αναπνοή μου ξάστερη βαθειά και ρυθμική, βγήκα στην έξοδο από την εθνική οδό για την Παλαιά Επίδαυρο. Κατέβηκα την πλαγιά στο απόλυτο σκοτάδι! Τόσο ήταν, που νόμιζα ότι άκουγα τον αχό των ψυχών του τόπου…

Σε λίγα λεπτά θα έμπαινα στο λιμάνι της. Όταν συνάντησα τα πρώτα φώτα του δημοτικού φωτισμού καθάρισα με το σάλιο μου το στεγνό αίμα από τον καρπό του αριστερού μου χεριού, μιας και θα έμπαινα στην πόλη… Ίσως να το πρόσεχαν κάποιοι περαστικοί, και δεν είχα όρεξη να εξηγήσω… Έφτασα απαρατήρητος σχεδόν σε μια καφετέρια του λιμανιού και εκεί παρήγγειλα κάτι για φαγητό και έναν καφέ… Ανοιξα τον υπολογιστή αμέσως, και της έστειλα ένα μήνυμα… Αλλά μου είπε ότι δεν μπορούσε να μιλήσουμε, τότε…

Χρήστος Φιλίππου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: