Εξετάσεις στα Γυμνάσια το καλοκαίρι του 1944 (Χρονικό της Έλλης Αλεξίου)

Η Έλλη Αλεξίου υπήρξε σπουδαία λογοτέχνης και δασκάλα του λαού μας. Γεννήθηκε στις 22 του Μάη 1894. «Γράφω για να καταγγείλω την αδικία», έλεγε. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τους νέους. Τα βιβλία της μεγάλωσαν γενιές, αγαπήθηκαν από μικρούς και μεγάλους και διαβάζονται στις μέρες μας.

Εξετάσεις στα Γυμνάσια το καλοκαίρι του 1944 (Χρονικό της Έλλης Αλεξίου)

Η Έλλη Αλεξίου υπήρξε σπουδαία λογοτέχνης και δασκάλα του λαού μας. Γεννήθηκε στις 22 του Μάη 1894 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στη Σορβόνη και δούλεψε καθηγήτρια γαλικών. Έμεινε για τέσσερα χρόνια Παρίσι και δεκατρία στις σοσιαλιστικές χώρες (κυρίως στη Σ.Δ. Ρουμανίας) ως πολιτικός πρόσφυγας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Η Έλλη Αλεξίου ήταν κομμουνίστρια και γι’ αυτό της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και το δικαίωμα επαναπατρισμού και απαγορεύτηκαν τα βιβλία της. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, παιδικά βιβλία, θεατρικά και μελέτες για την εκπαίδευση.

«Όταν βλέπω να γίνεται δίπλα μου μια αδικία, πονάω κι αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτήν. Μόνο γι’ αυτό γράφω. Για να καταγγείλω την αδικία», έλεγε. Η Έλλη Αλεξίου αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τους νέους κι η ίδια ήταν πολύ αγαπητή. Τα βιβλία της πολυδιαβασμένα, μεγάλωσαν γενιές, αγαπήθηκαν από μικρούς και μεγάλους και διαβάζονται στις μέρες μας.

Μεταφέρουμε ένα αυτοβιογραφικό της κείμενο – χρονικό, από τη συλλογή διηγημάτων «Προσοχή συνάνθρωποι!» (εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1978).

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1944 (Χρονικό)

Η αγωνία κυριαρχούσε. Οι μισοί άνθρωποι ξενοκοιμούνταν. Για να δεις τους δικούς σου, έπρεπε να περιμένεις να τους ανταμώσεις στο δρόμο, στην τύχη.

Κι αν συναπαντιόσασταν:

―Χαθήκαμε! έλεγε ο ένας στον άλλο σιγά και βιαστικά.

―Ναι! Χαθήκαμε!… Και χωρίζατε. Αλλά μήτε πού μένεις και τι κάνεις, μήτε πού μένω και τι κάνω…

Και κει απάνω λάβαμε ξαφνικά οι καθηγητές διορισμούς, που μάς διόριζαν εξεταστικές επιτροπές σε ξένα γυμνάσια. Κείνον που υπηρετούσε στην Πλάκα, τον στέλνανε να εξετάσει τους τελειόφοιτους του Παλιού Φαλήρου και κείνον που υπηρετούσε στα Πατήσια, τον στέλνανε στην Καλλιθέα… Γιατί αυτή η φετεινή καινοτομία; αναρωτιούνταν όλοι. Κι ωστόσο ήσαν ικανοποιημένοι. «Καλύτερα να βρισκόμαστε μακριά από τα κέντρα της δουλειάς μας» ― σκέφτονται οι καθηγητές.

Κείνον τον καιρό οι ανθρώποι απόφευγαν τους γνώριμους χώρους. Οι δάσκαλοι πήγαιναν στο γραφείο εξ ανάγκης και μόνο για τη μισθοδοσία τους. Πολλοί πατριώτες είχαν πιαστεί στα Γραφεία που δούλευαν. Οι οικείοι αγαπημένοι χώροι, οι καρέκλες μας, τα συρτάρια μας, οι ντουλάπες μας, οι κρεμάστρες, σαν να ήσαν παγίδες, σαν να είχαν πάρει φωτιά.

Στους πολέμους, επισημαίνουνε, λέει, οι εχθροί τις πηγές του νερού… Άμα οι στρατιώτες παραδιψάσουν, τι να κάμουν, παίρνουν το παγούρι και τραβάνε κάτω από τη βροχή των βλημάτων… Πάντα άμα ήτανε να πάω στο Γυμνάσιο να πληρωθώ, ερχότανε στο μυαλό μου αυτή η πορεία των στρατιωτών προς τις πηγές του νερού, κάτω από τα βλήματα…

Εγώ διορίστηκα στο Γυμνάσιο Νέας Σμύρνης.

Οι εξετάσεις γίνονταν με ολότελα διαφορετικό τρόπο από άλλοτε. Καμιά αυστηρότητα από μέρους μας στα παιδιά. Και πάλι τα παιδιά μιλούσαν κι αστειεύονταν μαζί μας σαν προς αδερφούς. Μας ένωνε όλους ο ίδιος κατατρεγμός, που άπλωνε τις τεράστιες μαύρες φτερούγες του πάνω απ’ όλους. Άλλα ήσαν τα ζωτικά μας ενδιαφέροντα δασκάλων και παιδιών. Τα σχολειά κ’ οι εξετάσεις ήσανε πάρεργα. Όταν αργούσε ένας καθηγητής ή δεν ερχότανε καθόλου, ούτε τον γύρευε ο Γυμνασιάρχης, ούτε του απέδιδε μομφή. Δεν σχολιαζότανε το γεγονός. Έβλεπες άψε – σβήσε τον Ελληνιστή να αντικαθιστά το φυσικό και να δίνει αυτός τα θέματα αντί εκείνου, και το μαθηματικό να δίνει το θέμα της Χριστιανικής ηθικής. Ποιος ξέρει, λέγαμε, ο καθένας δίχως να το εκδηλώνει, τι συνέβη στο συνάδελφο τη νύχτα… τι του συνέβη στο δρόμο.

Η ζωή φαινομενικά κυλούσε κανονικά. Άνθρωποι κυκλοφορούσαν για τις υποθέσεις τους. Τα παιδιά έπαιζαν μακάρια και ξεφώνιζαν σ’ όλους τους δρόμους. Αλλά ή αβεβαιότητα ήταν διάχυτη.

«Να δούμε ποιος απ’ όλους θα δώσει στο τέλος το π α ρ ώ ν». Αυτή ήταν η ενδόμυχη σκέψη μας, και κάθε μέρα που ξημέρωνε, λέγαμε:

«Το κερδίσαμε και τούτο το εικοσιτετράωρο».

Η ψυχολογία των παιδιών ήταν κοινή με των ωρίμων. Τα πιο πολλά κι απ’ αυτά ήσαν οργανωμένα. Ζούσαν την ηρωική ακροβατική εποποιία τους, παίζοντας τη ζωή τους μονά – ζυγά. Εδώ ριψοκινδυνεύομε κάθε λεπτό την ύπαρξή μας «και στις εξετάσεις θα  δειλιάσουμε… εμπρός μέσ’ στα όλα…» και προσήλθαν ανέτοιμοι κι απαράσκευοι να πάρουν το χαρτί τους.

Ένα πρωί απουσίαζαν πολλά παιδιά. Θρανία μεσολαβούσαν άδεια στη σειρά. Και στα άλλα κάθονταν το περισσότερο κορίτσια. Αλλά όπως δεν σχολιάζονταν οι απουσίες των δασκάλων, το ίδιο δεν σχολιάζονταν και οι απουσίες των παιδιών. Ούτε καν διαβάστηκε κατάλογος κι ούτε, πολύ λιγότερο, κρατήθηκαν, όπως άλλοτε, τα ονόματα των απόντων. Όλα ήσαν επικίνδυνα. Αν γινότανε ξάφνου επιδρομή στα γραφεία; Τα παιδιά για να μην έρθουν κάτι ήξεραν. Θα ’ρχόμασταν μεις να τα ξεφανερώσουμε φτιάχνοντας καταλόγους; Αργότερα μαθεύτηκε πως τη νύχτα είχαν γίνει συλλήψεις. Όλη η Νέα Σμύρνη ήταν ανάστατη. Πολλά ονόματα συλληφθέντων κυκλοφορούσαν από θρανίο σε θρανίο. Τα παιδιά αφήνοντας το μισοτελειωμένο γραπτό και με τον κοντυλοφόρο στο χέρι στρέφονταν να δώσουν το μήνυμα:

―Ο Λάμπης!  Ο Λάμπης!  Ο Λάμπης!

―Του Αντώνη ο δεύτερος αδερφός, ο Μίχος!

Τελείωσαν οι εξετάσεις και βγήκαν τα αποτελέσματα. Όλα τα παιδιά προβιβάστηκαν. Ήσαν όλοι καλοί; Κάθε άλλο.  Αλλά τούς δώσαμε βαθμό, πάλι δίχως προσυνεννόηση. Αυτά τα παιδιά ζούσαν τη βασανισμένη ζωή της παρανομίας. Κοιμούνταν κ’  έτρωγαν στην τύχη. Όλων τα μούτρα και τα κορμιά, ήσαν εξαϋλωμένα από τις συνεχιζόμενες στερήσεις. Ήσαν Διάκοι και Καραϊσκάκηδες, Φερραΐοι και Κολοκοτρώνηδες, που ζούσαν στους κόσμους του Ιδανικού. Θα ερχόμασταν εμείς να τους κρίνουμε «μη προακτέους»;

Την ημέρα που ήτανε να περάσουμε τη βαθμολογία στο Γενικό Έλεγχο, ανάθεσαν σε μένα να περνάω τους βαθμούς. Πολλών παιδιών δεν βγήκαν τα αποτελέσματα.  Η βαθμολογία τους ήτανε λειψή. Έτυχε να κρύβουνται και να μη γράψουν μαθηματικά ή αρχαία. Δεν πειράζει, είπαμε, ας περάσουμε τους άλλους βαθμούς. Τα ίδιο κάναμε και με τους τρεις μαθητές, που τους πήραν οι Γερμανοί και τους έστειλαν εργάτες στη Γερμανία. Και με ένα-δυο άλλους, που τα παράτησαν όλα σύξυλα κ’ είχαν εξαφανιστεί άγνωστο πού.

Κάποτε, λέγαν οι συνάδελφοι, άμα γυρίσουν με το καλό… δίνουν εξετάσεις και παίρνουν το χαρτί τους.

Μόνο δύο ονόματα Δανιηλίδης και Φλωριάδης μείνανε δίχως βαθμούς αν κ’ είχαν  δώσει εξετάσεις σ’ όλα τα μαθήματα, κ’ ήσαν κ’ από τους δυνατούς μαθητές.

―Αυτών των μαθητών περιττό να περαστεί η βαθμολογία. Γράψετε μόνο τα ονόματά τους κάτω από τη λίστα των ονομάτων, κι αφήσετε όλο τον άλλο χώρο κενό…

Ναι! σίγουρα ονομάζονταν Δανιηλίδης και Φλωριάδης. Έχουν περάσει από τότε πολλοί μήνες, μα λέω πως δε λαθεύω στα ονόματά τους. Ο γυμνασιάρχης ξαναείπε πάλι κουνώντας το κεφάλι του:

―Περιττό να περαστούν οι βαθμοί… Αυτά τα παιδιά εκτελέστηκαν χθες το απόγεμα από τους Γερμανούς.

―Να περάσουμε τη λεπτομέρεια αυτή στις παρατηρήσεις; κύριε, Γυμνασιάρχα;

―’Οχι, όχι! αφήστε όλο το χώρο κενό. Τίποτα να μη γραφεί. Αν κάποτε λευτερωθούμε, τότε, σημειώνομε όλες τις λεπτομέρειες, στα επίσημα βιβλία. Τώρα ας λείπει. Τα σκότωσαν στην κηδεία των θυμάτων της μάχης της Καλλιθέας. Είχε αποφασιστεί να αναλάβουν τη θανή τους, μόνο κορίτσια. Τότε ακόμα δεν εκτελούσαν οι Γερμανοί έτσι στα φανερά, γυναίκες.

Ήτανε πολύ περίεργο θέαμα αυτή η θανή. Κοπέλες με μαύρα σήκωναν τα φορεία με τους νεκρούς. Και γύρω-γύρω, πάλι κορίτσια με μαύρα πιασμένα χέρι-χέρι σαν σε χορό, προστάτευαν απ’ όλες τις μεριές τους πεθαμένους. «Εγώ, έλεγε ο Γυμνασιάρχης, ένας κοντός γεροντάκος, που δεν συγκινούμαι εύκολα, παραμόνευα μέσα από τα παντζούρια μου ―πέρασαν έξω από την πόρτα μου― κ’ έκλαια χωρίς να το θέλω».

Όταν ήσαν ακριβώς έξω από την είσοδο του νεκροταφείου της Ν. Σμύρνης, ξεπετάχτηκαν από τον κάτω δρόμο Γερμανοί με πολυβόλα. Έξι παιδιά οπλισμένα ήσαν κρυμμένα μέσα στα στάχυα, για να προφυλάξουν τα κορίτσια, αν θα τους γινότανε επίθεση από τους δικούς μας, από τα τάγματα. Μπλοκαρίστηκαν όμως ξαφνικά από Γερμανούς, προδομένα, που τα θέρισαν πάνω στα στάχυα, προτού προλάβουν να καταλάβουν τι γινότανε. Μόνο ένα παιδί γλύτωσε τρέχοντας… Επιστράτεψαν ύστερα οι Γερμανοί κάτι διαβάτες, και τα θάψανε, προτού ακόμα ξεψυχήσουν στον ίδιο λάκκο, πού ήταν έτοιμος για τα θύματα.

Δανιηλίδης και Φλωριάδης… και ένας πιο μικρός, ο Τόλης της Πέμπτης Τάξεως… οι άλλοι δυο ήσαν εργατόπαιδα…

Αθήνα 1944

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: