Διονύσιος Σολωμός – Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος

Το έργο του Διονυσίου Σολωμού είναι άρρηκτα δεμένο με την Επανάσταση του 1821 και δεν νοείται προσέγγιση στην πνευματική δημιουργία στα χρόνια της Επανάστασης και μετά χωρίς μελέτη του έργου του Σολωμού.

Το έργο του Διονυσίου Σολωμού είναι άρρηκτα δεμένο με την Επανάσταση του 1821 και δεν νοείται προσέγγιση στην πνευματική δημιουργία στα χρόνια της Επανάστασης και μετά χωρίς μελέτη του έργου του Σολωμού.

Χρησιμοποιώντας – χωρίς αναστολές – ως επαρκές εργαλείο την ομιλούμενη δημοτική γλώσσα συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της εθνικής μας φιλολογίας. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν ο «ιδρυτής» της νεοελληνικής μας ποίησης, εφόσον αφομοίωσε την παραδοσιακή δημώδη ποίησή μας και τη χώνευσε με τις βασικές αρχές ενός νέου αισθητικού ρεύματος, του προοδευτικού Ρομαντισμού1, εκείνου του λογοτεχνικού ρεύματος που είναι συνδεδεμένο με τη δημιουργία εθνικών φιλολογιών κατά τον 19ο αιώνα. Η γέννηση της εθνικής φιλολογίας, άλλωστε, είναι πλευρά της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821 που ήταν γνήσιο «τέκνο» της εποχής της.

Η επίδραση του ρομαντισμού, της Ιταλίας και των Επτανήσων

Οι προοδευτικοί ρομαντικοί απέναντι στην οργάνωση της κοινωνίας από την αστική τάξη, που πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν η «ιδεώδης», αντιπαραβάλλουν την απόλυτη ελευθερία, την ανάπτυξη της φαντασίας, τα δικαιώματα του λαού και του έθνους, το οποίο στην αντίληψή τους ταυτιζόταν με τις αστικοδημοκρατικές λαϊκές ελευθερίες. Με αυτήν την έννοια η ποίησή τους αντανακλά αλλά και συμβάλλει κατά πολύ στη διαμόρφωση της ιδέας του έθνους και την ίδρυση των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών. Μπορούμε να πούμε ότι η εποχή παρουσίας του Ρομαντισμού είναι η εποχή της αστικοφιλελεύθερης αντίστασης και εξέγερσης εναντίον των μοναρχικών και αυταρχικών καθεστώτων σχεδόν σε όλη την Ευρώπη (1830, 1848), της εμφάνισης του εργατικού κινήματος και των πρώτων θεωρητικών του.

 

 

 

 

 

Η περίοδος που ο Σολωμός ξεκινάει την ποιητική του δημιουργία συμπίπτει χρονικά με την προσπάθεια διαμόρφωσης του «περιεχομένου» της ταυτότητας του έθνους και της εθνικής συνείδησης, δύο απαραίτητων προϋποθέσεων για την επαναστατική και προοδευτική – για εκείνη την εποχή – απάντηση της αστικής τάξης στα οικονομικά αδιέξοδα που της έθετε το φεουδαρχικό καθεστώς καθώς και την απελευθέρωση από τον ξένο δυνάστη. Αλλωστε, σχεδόν όλος ο 19ος αιώνας ήταν για την Ευρώπη ο αιώνας στον οποίο διαμορφώθηκαν τα εθνικά κράτη.

Τεράστια ήταν η σημασία της παραμονής του Σολωμού στην Ιταλία, διότι, πέρα από τις σπουδές του, εκεί δυνάμωσε το φιλελεύθερο πνεύμα του. Στις αρχές του 19ου αι. τα πανεπιστήμια της Ιταλίας αποτελούσαν κέντρα φιλελευθερισμού και φυτώρια μελλοντικών κινημάτων. Εκεί ήρθε σε επαφή με αξιόλογους ρομαντικούς των ιταλικών Γραμμάτων (Manzoni, Monti, Leopardi, Foscolo κ.ά.), που εξαιτίας των απαγορεύσεων της πολιτικής δράσης που επέβαλε η ξένη δυναστεία των Αψβούργων διοχετεύουν τις πατριωτικές ιδέες τους στα λογοτεχνικά τους έργα.

Ενας επιπλέον παράγοντας που στερέωσε τον πατριωτισμό του Σολωμού ήταν η πολιτική κατάσταση στην πατρίδα του και γενικότερα στα Εφτάνησα, έναν χώρο που δεν γνώρισε την τουρκοκρατία, πιο προσιτό στις νεωτερικές ευρωπαϊκές εξελίξεις, που είδε να ενσαρκώνονται οι επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, όταν τα ναπολεόντεια στρατεύματα τα κατέλαβαν για περίπου 15 χρόνια.

Με τις παραπάνω επιρροές και με καθοριστικότερο ακόμα παράγοντα το ξέσπασμα της Επανάστασης η συνείδηση του Σολωμού αλλάζει. Ο Εφτανησιώτης άρχοντας παραχωρεί τη θέση του στον Ελληνα πολίτη, τον πατριώτη, τον επαναστάτη (…) Ο Σολωμός πάει με την Επανάσταση εναντίον του αρχοντολογιού και των Εγγλέζων2.

Είδος «μικτό αλλά νόμιμο» – ποίηση καθολική

Ο «Υμνος εις την Ελευθερία» αποτελεί το πρώτο μεγάλο ποίημα του ποιητή. Βρίσκεται ακόμα υπό την επήρεια του ιταλικού ρομαντισμού που σκοπό του έχει, όπως ειπώθηκε ήδη, τη δημιουργία μιας εθνικής και πατριωτικής λογοτεχνίας3. Τον έχει συνεπάρει ο οίστρος του εθνικού ξεσηκωμού και προσπαθεί να αναπαραστήσει τις σημαντικότερες μορφές και γεγονότα του αγώνα.

Με τη συγγραφή του «Υμνου» αρχίζει να αποκτά συνείδηση του υψηλού λειτουργήματος που έχει η γλώσσα. Εκφράζεται με μια γλώσσα ζωντανή, τη δημοτική, κάνοντας συγχρόνως χρήση ιδιωματικών τύπων, αρχαϊσμών και νεολογισμών. Συνδυάζει το επικό με το λυρικό στοιχείο και το κλασικό με το ρομαντικό, φλογερό ύφος. Αποτελεί έννοια του ποιητή να ελέγξει το ξεχείλισμα του συναισθήματος που του προκαλεί η περιγραφή των γεγονότων. Ηδη από τον «Υμνο» αρχίζει να διαφαίνεται η προσπάθεια του Σολωμού να διαμορφώσει ένα «είδος μικτό αλλά νόμιμο» όπου η ρομαντική έκφραση ντύνεται μια λιτή, καθαρή μορφή, όπου το ηθικό και το μεγαλειώδες συμπίπτουν με το ωραίο4. Για το νέο αυτό είδος θα γράψει αργότερα στους «Στοχασμούς» μιλώντας προς τον εαυτό του: Σκέψου καλά αν τούτο θα γίνει ρωμαντικά ή, αν είναι δυνατό, κλασσικά, ή εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο. Του δεύτερου είδους άκρο παράδειγμα είναι ο Ομηρος, του πρώτου ο Σέικσπηρ, του τρίτου δεν γνωρίζω5.

Ο Κ. Βάρναλης στο έργο του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» τονίζει ότι ο ποιητής (ήδη από την εποχή του «Υμνου») στην τεχνική του μόνο κλασικοφέρνει. Η διάθεσή του και το περιεχόμενο της ποίησής του είναι πιο κοντά στον ρομαντισμό, χωρίς ωστόσο να αφήνεται στη φαντασία και το πάθος των ρομαντικών βάζοντας καιρό και κόπο για να τα λυγίσει έτσι, ώστε να λάβουνε μια μορφή απλή, φυσική, ισορροπημένη. Ετσι εφάρμοσε στην ποίησή του το μιχτό και νόμιμο είδος του Σίλλερ και του Γκαίτε6.

Οταν γράφει τον «Υμνο», είναι μόλις 25 χρόνων, αλλά είναι γνώστης της ελληνικής Ιστορίας και εξαιρετικά ενημερωμένος πάνω στη σύγχρονή του ευρωπαϊκή πολιτική. Ετσι, η Ελληνική Επανάσταση παρουσιάζεται μέσα στην ιστορική της διαχρονία και, ταυτόχρονα, μέσα στην πολιτική της συγχρονία – από αυτήν τη σύζευξη της Ιστορίας με την πολιτική πηγάζει και η ιδεολογική συστράτευση του ποιητή με την Επανάσταση ως ιστορικό και πολιτικό γεγονός.

Ενώ στον «Υμνο» αναφέρεται σε τέσσερα πολύ σημαντικά γεγονότα της Επανάστασης, αποφεύγει επίμονα να αναφερθεί στα ονόματα των πρωταγωνιστών, των «ηρώων», για δύο βασικούς λόγους. Ο Σολωμός έχει διαμορφώσει από τότε μιαν αποπροσωποποιημένη και αφηρωισμένη αντίληψη της Ιστορίας – μια αντίληψη εντελώς μοντέρνα και επαναστατική: Η Ιστορία – και η Επανάσταση – είναι πράξη συλλογική, όχι ατομική. Επιπλέον, όπως θα συμβουλέψει τον ίδιο του τον εαυτό, χρόνια μετά στο άλλο πατριωτικό του έργο, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», «να μην προσελκύσεις την προσοχή πάνω στον Μάρκο (Μπότσαρη): μειώνει τον έπαινο των άλλων, που όλοι τους υπήρξαν ίσοι μ’ αυτόν», νουθετούσε ο Σολωμός τον εαυτό του στους «Στοχασμούς» του στο capolavoro (αριστούργημα) αυτό ολόκληρης της ποιητικής δημιουργίας του7. Ετσι, το έργο του δεν περιορίζεται ούτε χρονικά ούτε τοπικά αποκτώντας έναν υπερτοπικό και διαχρονικό χαρακτήρα. Γίνεται η ποίηση καθολική.

«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

Η επιρροή του ποιητή από τον γερμανικό ρομαντισμό αποτυπώνεται καθαρά στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», έργο που τον απασχόλησε μέχρι σχεδόν τα τελευταία χρόνια της ζωής του παραμένοντας ωστόσο αποσπασματικό. Αν στον «Υμνο» τον απασχόλησαν ο αγώνας για την απελευθέρωση από τον δυνάστη και η προσωποποιημένη μορφή της Ελευθερίας ως πάλη του λαού, η εθνική ιδέα και η ανάγκη για ελευθερία και η δημιουργία ελεύθερου εθνικά κράτους, εδώ μέλημα του Σολωμού αποτελούν η εσωτερική ελευθερία, η ηθική και η πνευματική αντίσταση του ατόμου απέναντι στον εχθρικό υλικό κόσμο, οι εσωτερικές συγκρούσεις του, τα διλήμματα και οι πειρασμοί, η αντίσταση και ο ηρωισμός εξαιτίας της αίσθησης του Χρέους – αυτός ήταν άλλωστε και ο αρχικός τίτλος της σύνθεσης. Η εσωτερική διαπάλη φτάνει μέχρι τη θυσία, που για τον ποιητή είναι η υψηλότερη τελείωση του ανθρώπου, εφόσον δεν υπάρχει η προϋπόθεση της ελευθερίας.

Πρόκειται σαφώς για έργο με φιλοσοφικές και στοχαστικές προεκτάσεις, γεγονός που διαφαίνεται ήδη από το οξύμωρο εκφραστικό σχήμα στον τίτλο του. Τόσο ο τίτλος – ελεύθεροι αλλά και πολιορκημένοι συγχρόνως – όσο και το ίδιο το περιεχόμενο του έργου αντικατοπτρίζουν την εγελιανή διαλεκτική, τη σύζευξη/σύνθεση των αντιθέσεων που αποτελούν μια ενότητα. Η διαλεκτική αυτή σύνθεση των αντίθετων στοιχείων που γεννούν τη νέα κατάσταση διατρέχει σχεδόν όλο το κείμενο, είτε σε μικροεπίπεδη (μεταξύ στίχων) είτε σε μακροεπίπεδη (συνολική σύλληψη του έργου διάσταση). Ας δούμε σε τρία ενδεικτικά αποσπάσματα από το Β’ Σχεδίασμα πώς λειτουργεί αυτό το φιλοσοφικό σχήμα. Στο πρώτο αποτυπώνονται η πείνα και η αδυναμία των ανθρώπων ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες αλλά και στο ρόλο τους, η μάνα που δεν μπορεί να ταΐσει τα παιδιά της και ο πολεμιστής που αδυνατεί εξαιτίας της πείνας να κρατήσει το τουφέκι του:

Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Ερμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.

Στο δεύτερο, περιγράφεται με έντονο λυρισμό η φύση (αγαπημένο θέμα στους ρομαντικούς) στην καλύτερη ανοιξιάτική της ώρα, πανέμορφη, που όμως γίνεται παγίδα και πειρασμός, γιατί είναι τόσο δελεαστική και πλανεύτρα ώστε κάνει τους πολιορκημένους να ξαστοχούν από το χρέος τους, να κάμπτονται οι αντιστάσεις τους. Στους δύο πρώτους στίχους παρατηρείται (σε μικροεπίπεδο) η συνύπαρξη και η πρόσμειξη αντίθετων στοιχείων που διερευνούμε, του κωμικού και ευχάριστου με το φοβερό και το αδιέξοδο, που αντανακλούν τη σύνθετη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πολιορκημένοι.

Ο Απρίλης με τον Ερωτα χορεύουν και γελούνε,

Κι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

Κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,

Επαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·

Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·

Οποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

Η ταυτόχρονη παρουσία και αντιπαλότητα των δύο πόλων (φύση – πείνα) βρίσκει διέξοδο στην ομαδική αποφασιστικότητα και πειθαρχία, στο ρίσκο της εφόδου και στην Εξοδο, γιατί αυτό που πρέπει τελικά να νικήσει είναι ο αγώνας για τη ζωή. Ετσι, η σύνθεση, το καινούργιο, που προκύπτει δεν είναι τίποτε άλλο από την επικράτηση της θέλησης και του αγώνα για τη ζωή:

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων

Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν,

Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.

Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ο Σολωμός αναπαριστά αισθητικά την Ιδέα – Ελευθερία όχι μόνο για να προσφέρει την επιδιωκόμενη από κάθε καλλιτέχνη αισθητική απόλαυση της τέχνης του, αλλά επιπλέον για να γνωρίσει ο αναγνώστης μέσω αυτής της αναπαράστασης την Αλήθεια. Γιατί, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, αν σ’ ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα η αισθητική αναπαράσταση της Ιδέας είναι επιτυχής, τότε η αλήθεια αυτής δύναται από μερική να γίνει απόλυτη, γενική και πανανθρώπινη αξία.

Υπερασπίζεται μαχητικά τη γλώσσα του λαού

Ο Σολωμός κατηγορήθηκε από τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας για άγνοιά της και άρα αδυναμία να εκφραστεί μέσω αυτής. Ομως, μια από τις βασικές αρχές του ρομαντισμού ήταν η επιστροφή σε μια «φυσική γλώσσα», σε μια γλώσσα που χρησιμοποιείται πραγματικά και πλατιά από τον λαό και όχι τα τεχνητά κατασκευάσματα. Ετσι ερμηνεύονται η στροφή σε όλη την Ευρώπη στη λαϊκή λογοτεχνία (παραμύθια, παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια) και η αξιοποίησή της για την προσωπική καλλιτεχνική δημιουργία, η ανάπτυξη των λαογραφικών σπουδών, η στροφή στη μεσαιωνική και νεότερη εθνική Ιστορία κ.λπ. Γίνεται κατανοητό ότι στην περίοδο σχηματισμού των εθνικών κρατών η αξία της «εθνικής» γλώσσας αποκτά καίρια κοινωνική και πολιτική σημασία.

Για τον Σολωμό, με τις καταβολές του, όπως μέχρι τώρα εντοπίστηκαν, δεν τίθεται κανένας ενδοιασμός, δημοτική ή καθαρεύουσα. Αντιθέτως, κατέβαλε μια τιτάνια προσπάθεια να «ξαναμάθει» τη μητρική του γλώσσα με δεδομένο ότι έφυγε δεκάχρονος για σπουδές στην Ιταλία, όπου παρέμεινε ως τα δεκαοχτώ του χρόνια. Μελέτησε το έργο των Βηλαρά και Χριστόπουλου (είχαν και οι δύο επιρροές από τη δημοτική ποίηση), αλλά κυρίως επίμονα αναζήτησε και εμβάθυνε στο δημοτικό τραγούδι και στην κρητική λογοτεχνία. Παρά το γεγονός ότι τα κρητικά έργα αποτελούσαν προσωπική ποίηση, κατατάσσονται στη λαϊκή λογοτεχνία. Αυτά τα λαϊκά δημιουργήματα αποτέλεσαν τη «μαγιά» για τη γλωσσική του έκφραση.

Το πρόβλημα, λοιπόν, του γλωσσικού οργάνου απασχολεί τον ποιητή και ως ατομικό πρόβλημα και ως πρόβλημα του έθνους του. Πολύ νωρίς, στην ηλικία των 26 χρόνων, δημοσιεύει ένα θεατρικό έργο, τον «Διάλογο», έργο στοχαστικό, φιλοσοφικό, βαθιά πολιτικό αλλά και με λογοτεχνικές αξιώσεις. Σ’ αυτό ο ποιητής δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη σκληρή σάτιρα προκειμένου να υπερασπιστεί τη γλώσσα του λαού. Ο «Διάλογος» αποτελεί, θα λέγαμε, μανιφέστο υπέρ της δημοτικής γλώσσας ως της πλέον κατάλληλης, εφόσον είναι γλώσσα του έθνους, άρα κυρίαρχη και κατανοητή από όλους. Αλλά και από την πολιτική πλευρά ιδωμένη αυτή η επιλογή συνάδει απόλυτα με την εποχή που γράφεται, στη διάρκεια της Επανάστασης. Και η δημοτική στα χέρια του ποιητή έγινε εκείνο το εκφραστικό μέσο που μπόρεσε να εκφράσει πλατιά την ιστορική κίνηση της εποχής του.

Γι’ αυτό συσχετίζει ελευθερία και γλώσσα λέγοντας: Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη (η γλώσσα) θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα (…) Και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο εις τον δρόμον της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω αν κανένας σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαδίζει, διατί διά με είναι όμοιοι και οι δύο. Απόψεις ιδιαίτερα ριζοσπαστικές και προοδευτικές για τα δεδομένα της εποχής. Και συνεχίζει: Εσύ μιλείς διά ελευθερία; Εσύ όπου έχεις αλυσωμένον το νου σου από όσες περισπωμένες εγράφησαν από την εφεύρεσιν της τυπογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς διά ελευθερία;

Ο Κ. Βάρναλης, αναγνωρίζοντας την άοκνη προσπάθεια του Σολωμού και κάνοντας έναν απολογισμό της συνεισφοράς του στο γλωσσικό ζήτημα, σημειώνει: Ετσι δεν μπορούσε να ξαίρει από τα πριν, πως σε ηλικία 60 χρονώ θα κατορθώσει να χαρίσει γλώσσα στο έθνος του8.

Αντί επιλόγου

Η σημαντικότητα του Σολωμού έγκειται στην ικανότητά του να αφουγκραστεί την ιστορική αναγκαιότητα της εποχής του και να την αντικαθρεφτίσει στο έργο του. Το γεγονός ότι ήταν αριστοκράτης, κόντες, δεν τον εμπόδισε να διακρίνει το στοιχείο της προόδου και να αμφισβητήσει την τάξη του. Αντίθετα, γράφει ο Βάρναλης, έσμιξε σε μια φαινομενικά ετερόκλητη ενότητα, αλλά τόσο φυσική για την εποχή του, τον συντηρητισμό της τάξης του με την επαναστατική προοδευτικότητα της τάξης των πατριωτών (…) Είναι ανάμεσα της παλιάς αριστοκρατίας και της νέας μπουρζουαζίας. Είναι ένας «εθνοποιημένος» αριστοκράτης (…) Είναι ένας τύπος καθαρά μεταβατικός, που ωστόσο ούτε είχε τίποτα από τη λαϊκή ψυχή ούτε κατέβηκε να ταυτιστεί μαζί της, όπως ο περήφανος για το γαλάζιο αίμα του κόμης Λέων Τολστόης9.

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα ενός εκτενέστερου άρθρου. Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο στο portal «902.gr».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. Χρησιμοποιούμε το επίθετο προοδευτικός για να τον διακρίνουμε από το έργο άλλων ρομαντικών που εστιάζουν στη λατρεία του εξωτικού και του παράξενου, στην εξιδανίκευση των πεφωτισμένων μοναρχών της φεουδαρχικής κοινωνίας, που οδηγεί σε νοσταλγία για το πλαστό εκείνο παρελθόν, την αποθέωση του μοναχικού, ξεχωριστού, ασύγκριτου ήρωα που αποφασίζει και δρα σαν μεσσίας.

2. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Εισαγωγή, στο «Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία – Γραμματολογία», εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1990, σελ. 52.

3. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Διεύθυνση Εκδοσης Annick Benoit – Dusausoy και Guy Fontaine, τομ. Β’, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1999, σελ. 366.

4. Γ. Βελουδής, «Διονύσιος Σολωμός, Ποιήματα και Πεζά», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008, σελ. 33.

5. Λ. Πολίτη, «Διονυσίου Σολωμού Απαντα, Ποιήματα», τόμος πρώτος, εκδ. «Ικαρος», Αθήνα 1993, σελ. 209.

6. Κ. Βάρναλης, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», σελ. 48 – 49.

7. Γ. Βελουδής, «Ιδεολογία και Πολιτική στον Υμνο του Σολωμού», εφημ. «Καθημερινή», 24/3/2012.

8. Κ. Βάρναλης, ό.π., σελ. 31.

9. Κ. Βάρναλης, ό.π., σελ. 95 – 96.

 

Νατάσσα ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ – Φιλόλογος
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: