Παραμονή Πρωτοχρονιάς

Δώδεκα η ώρα της νυκτός.
Ακέραια νιώθω τα τρέχοντα
στο σφρίγος της καρδιάς μας
στον άλλο χρόνο
νόημα να βρει η ζωή ετούτη.

Σπαρταρούν τα τρέχοντα στο σφρίγος της καρδιάς μας
σε άλλη κοινωνία νόημα να βρει η ζωή ετούτη.

Δύο ποιήματα του Στρατή Γαλιάτσου

Παραμονή Πρωτοχρονιάς

                                              

       .Έπεσαν και τα τελευταία φύλλα, τα φύλλα τα φθινοπωρινά

.που κάποια άφηνες, τα πιο ωραία

.με τα χρώματα τα πιο φωτεινά, ο άνεμος να τα σύρει

.πάνω στα μαλλιά σου.

.Τι ομορφιά γλυκιά μου.

Κρύο τώρα μας τυλίγει και βροχή πέφτει

.στου ρολογιού τους δείκτες.

.Δώδεκα η ώρα της ημέρας

.Σαν κάτι να προσμένει.  Δώδεκα η ώρα.

.Δώδεκα η ώρα της νυκτός.

 ..Το μεσονύχτι ν’αποτινάξει θέλει

.όλης της χρονιάς τη σήψη.

Δώδεκα η ώρα.

Δώδεκα η ώρα της νυκτός.

Ακέραια νιώθω τα τρέχοντα

στο σφρίγος της καρδιάς μας

στον άλλο χρόνο

νόημα να βρει η ζωή ετούτη.

Σπαρταρούν, μου λες, σπαρταρούν

Κάθε μέρα, κάθε μέρα.

Σπαρταρούν τα τρέχοντα

στο σφρίγος της καρδιάς μας

.σε άλλη κοινωνία

νόημα να βρει η ζωή ετούτη.

 


Πίσω απ’ την ομορφιά σου 

                                  την αξιοπρέπεια των παιδιών σου κράτα

                                        πόλη μου αγαπημένη.

Ν΄ ανέβω τα Όρη τα Λευκά

απο ψηλά να σ΄ αγναντεύω πόλη μου.

Του γιασεμιού η μυρωδιά

των ερώτων οι χαρές κι οι καημοί

καθώς ο ήχος του βιολιού και της λύρας

ως εδώ πάνω.

Την απέραντη φύση ν’ αγναντεύω

τους ανθρώπους τους καλούς

στα καλντερίμια τα χρώματά σου, στο λιμάνι.

Και τη θάλασσα και τη θάλασσα.

Η τρικυμία της άλλοτε

μεγάλο της ψυχής αντάριασμα.

Ω, αύρα της θάλασσας ξελογιάστρα

πώς σκεπάζεις τώρα, με τόσην ευκολία

του χρήματος την οσμή.

 

Τις χανιώτικες μαδάρες ν’ αγναντεύω

χρόνια και χρόνια

αίμα και βόλι

σφυροκοπήματα στη σκλαβιά.

 

Από βοριά, από νοτιά

απ’ τη δύση, απ’ το ‘εβγα του ήλιου

σε περικυκλώνουν ακόμα

ήχοι πολέμου, θανάτου ήχοι.

Τ’ άνθη σου κόβουν

τ’ όμορφο βιάζουν σώμα σου.

Η θάλασσα, η στεριά σου

ο ουρανός, τα λιόδεντρα σου.

Ορμητήρια ντροπής.

 

Ω, πόλη χιλιοτραγουδισμένη

του Κλαδισού θυμήσου το παλιό γεφύρι.

Άκου το ποτάμι σου, με χίλιους τρόπους

άκου το ποτάμι σου, με χίλιες φωνές

το λέει

Αντριοσύνης Ανάστημα πιά

σαν τα Όρη τα Λευκά.

 

Την αξιοπρέπεια των παιδιών σου κράτα

πόλη μου αγαπημένη

αυτών που πονούν

«αγρίμια κι αγριμάκια μου»

αυτών που αντιστέκονται

για την ανατολή

της χαμένης σου περηφάνιας.

 

 

1.Μαδάρες: βοσκοτόπια στα βουνά των Λευκών Ορέων.

2.Κλαδισός: «… να την πομπέψουνε στου Κλαδισού την ποταμιά.

θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της…

να δούνε τι μας καρτερεί

κι εμάς που ανταρτέψαμε…».

Βικτωρία Θεοδώρου.

3.Αγρίμια κι αγριμάκια μου: ριζίτικο.

 

 

Οι φωτογραφίες είναι από την πόλη των Χανίων.

Σ.Γ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: