«Ένα δέντρο που το έλεγαν Όλγα»

-Τώρα να τραβηχτούμε μέχρι την Άμφισσα για να δούμε τον… κομμουνιστή, είπε δύσθυμα. Μα καλά, πώς είναι δυνατόν να είσαι φίλη με κομμουνιστές; Αυτοί είναι γραφικοί, κολλημένοι…

Ξύπνησε πρώτος. Το φως του πρωινού έπεφτε στα βλέφαρά του. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλιζόταν ακόμη. Κοίταξε με μάτια μισόκλειστα το σαλόνι από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου. Ρούχα εδώ κι εκεί, μπουκάλια στο πάτωμα, τα έπιπλα αλλού ντ’ αλλού…

Η Όλγα δίπλα του ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, στηρίχτηκε στους αγκώνες της και κοίταξε στην ίδια κατεύθυνση…

-Αυτό σημαίνει ότι το πάρτι πήγε καλά, έτσι; είπε παιχνιδιάρικα και του έκλεισε το μάτι.

Ο Κ. κοίταξε τα γαλάζια μάτια της χαμογελώντας. Κλασσικό πάρτι βορείων προαστίων.

-Ναι, της απάντησε σχεδόν περήφανα. Αλλά το κεφάλι μου πάει να σπάσει…

-Α, μη μου βρίσκεις δικαιολογίες τώρα. Έταξες εκδρομή, απάντησε ναζιάρικα η Όλγα.

Ο Κ. μούγκρισε νευρικά, σηκώθηκε να ντυθεί, σκουντούφλησε στα έπιπλα, αναζητώντας τα ρούχα του. Βρήκε με κόπο το παντελόνι του, μα καθώς το φορούσε, μια ριπή πόνου διαπέρασε το κεφάλι του. Έτριψε τον κρόταφό του με τα βλέφαρα σφιγμένα.

-Τι έπαθες; Είσαι καλά; ανησύχησε η Όλγα.

Δεν ήταν. Εδώ και μέρες. Μα δεν της το είπε. Εδώ και δύο εβδομάδες τον έπιαναν αυτές οι ημικρανίες. Μα το χειρότερο ήταν πως σε κάθε κρίση άκουγε την ίδια φωνή μες στο κεφάλι του να λέει το ίδιο πράγμα.

«Κοιμίστε τον, κοιμίστε τον… Τώραααα! Δεν αναπνέει! Κεταμίνηηηη!!»

……………………………………………….

Κατάπιε δυο Ντεπόν, έβαλε καφέ, κοίταξε την Όλγα.

-Τώρα να τραβηχτούμε μέχρι την Άμφισσα για να δούμε τον… κομμουνιστή, είπε δύσθυμα. Μα καλά, πώς είναι δυνατόν να είσαι φίλη με κομμουνιστές; Αυτοί είναι γραφικοί , κολλημένοι.

-Δεν είναι έτσι ο Αντρέας μωρέ, απάντησε η Όλγα.

-Άσε μας ρε συ τώρα… Κομμουνιστής και συγγραφέας… επαρχίας, ξεφύσηξε υποτιμητικά. Ξέρεις πώς τους έλεγε ο παππούς μου τους κομμουνιστές; Συμμορίτες!

…………………………………………………

Η Όλγα με τον Αντρέα είχαν γνωριστεί στη σχολή. Έκαναν παρέα, υπήρχε μια υποψία φλερτ, κάπου στην πορεία παρεξηγήθηκαν, έσπασαν. Ξανασυναντήθηκαν τυχαία μετά από χρόνια ένα βράδυ σε μια παρουσίαση βιβλίου. Ένιωσαν σαν να μην πέρασε μια μέρα από την τελευταία φορά. Αφού είπαν τα τυπικά, έκατσαν σε ένα παγκάκι στη Σόλωνος. 3 ώρες μίλησαν σε εκείνο το παγκάκι. Τότε έμαθε η Όλγα ότι ο Αντρέας δεν τελείωσε ποτέ τη σχολή, ότι είχε μετακομίσει στην Άμφισσα και ότι είχε αποφασίσει να γίνει συγγραφέας. Και να τώρα, είχε γράψει ήδη το 3ο του βιβλίο… Και το παρουσίαζε. Στην Άμφισσα. Και η Όλγα ήταν φυσικά καλεσμένη…

………………………………………………………….

-Έλα μωρέ, δες το σαν εκδρομή, είπε η Όλγα στον Κ. βγαίνοντας από την πόρτα του πολυτελούς σπιτιού τους.

-Άσε μας ρε Ολγάκι τώρα, εκδρομή στην… Άμφισσα, ειρωνεύτηκε ξεκλειδώνοντας το αυτοκίνητο.

Η Όλγα δεν απάντησε.

Ο Κ. χάζεψε τον διαλυμένο προφυλακτήρα του ακριβού αυτοκινήτου.

-Καλά ρε μανάρι μου, με δεινόσαυρο στούκαρες;

-Δε στούκαρα, με χτύπησαν, αντιγύρισε νευριασμένα η Όλγα.

Μπήκαν μουτρωμένοι στο αμάξι.

-Μπορείς να οδηγήσεις;

-Τι φοβάσαι; Εγώ δε στουκάρω. Άλλωστε το αλκοόλ το χτεσινό το μεταβόλησα, γέλασε.

Οι φωνές όμως δεν μεταβολίζονται. Οι φωνές ήταν ακόμα εκεί.

«Κοιμίστε τον, κοιμίστε τον… Τώραααα! Δεν αναπνέει! Κεταμίνηηηη!!»

Γύρισε βαριά το κλειδί του αυτοκινήτου.

………………………………………………………

Η Όλγα είχε ανησυχία σε όλη τη διαδρομή. Έβλεπε ότι ο Κ. δεν ήταν καλά.

-Είσαι σίγουρα εντάξει; Ξαναρώτησε όταν τον είδε πάλι να τρίβει τον κρόταφό του με μισόκλειστα μάτια οδηγώντας.

-Με τυφλώνει το γαλάζιο των ματιών σου, είπε μόνο  ο Κ.

Η Όλγα έκανε μια κίνηση, έβγαλε τη γλώσσα και έφερε το δείκτη της στο στόμα, δήθεν ότι ξερνάει.

-Ναι, όντως πολύ γλυκανάλατο, απάντησε ο Κ. γελώντας. Μα η φωνή επέμενε. «Κοιμίστε τον, κοιμίστε τον… Τώραααα! Δεν αναπνέει! Κεταμίνηηηη!!»

 

Στην τελευταία στροφή πριν την Άμφισσα, ο Κ. το σανίδωσε. Μια άγρια χαρά ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

-Χαμήλωσε ταχύτητα, φώναξε η Όλγα.

Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου γύρισε να την κοιτάξει.

Έχασε το τιμόνι, το αμάξι έκανε δυο στροφές γύρω από τον άξονα του, ντεραπάρισε. Βρέθηκε στο χαντάκι ανάμεσα στον δρόμο και την πλαγιά του βουνού.

Οι ρόδες γυρνούσαν ακόμα στον αέρα στο αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο όταν ο Κ. άνοιξε τα μάτια. Άκουγε ένα επίμονο ποδοβολητό που του προκαλούσε άγχος. Κοίταξε, έτσι όπως ήταν ανάποδα, την Όλγα δίπλα του στη θέση του συνοδηγού. Το πρόσωπο της ήταν καλυμμένο με αίματα.

-Βοήθ… Δεν κατάφερε να τελειώσει τη φράση του, δεν του έφτανε ο αέρας.

Το ποδοβολητό δυνάμωνε. Ξαφνικά ή πόρτα του οδηγού έσπασε. Δυο χέρια τον τράβηξαν από μέσα. Τον άφησαν καθισμένο στο χώμα. Έφερε το χέρι του στο μέτωπο για γείσο, να μην τον τυφλώνει ο ήλιος. Κοίταγε σαστισμένος, ανάσαινε γοργά, τα μάτια του γουρλωμένα. Άκουγε ακόμα το ποδοβολητό, έβλεπε λαδί διάφανες σκιές να κατεβαίνουν τρέχοντας την πλαγιά. Άρχισε κάπως να διακρίνει τα χαρακτηριστικά τους. Οι σφυγμοί του ανέβαιναν κι άλλο. Στρατιώτες!!

-Βοήθεια, η φίλη μου είναι…και έδειξε προς το αυτοκίνητο.

Μια λαδί σκιά τον πλησίασε. Έκατσε σε βαθύ κάθισμα μπροστά του. Τον κοίταξε στραβά.

-Για σένα ήρθαμε, είπε ήσυχα η σκιά.

-Τι εννοείς; Η φίλη μου είναι…και ξανάπλωσε το χέρι να δείξει προς το αυτοκίνητο, του κοβόταν η ανάσα, δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του από την αγωνία.

Η λαδί σκιά τον κοίταξε ήρεμα.

-Για σένα ήρθαμε, ξανάπε στον ίδιο ήρεμο τόνο.

-Ποιοι…Ποιοι είστε; Τι θέλετε;… ο φόβος τον είχε κατακλύσει.

Η λαδί μορφή μπροστά του σηκώθηκε.

-Δεύτερος λόχος, Τάγμα Παρνασσίδας, Δημοκρατικός Στρατός, απάντησε η σκιά.

Το ποδοβολητό είχε σταματήσει. Πενήντα σκιές τον είχαν κυκλώσει. Ξεχώρισε τα διακριτικά τους, όλοι φορούσαν δίκοχα με ένα «Δ». Οι στολές τους ήταν επίσημες. Και πεντακάθαρες. Ούτε ίχνος σκόνης.

-Ποιοι είστε, ποιοι είστεεεε;;; Ούρλιαξε από φόβο ο Κ.

-Δεύτερος λόχος , Τάγμα Παρνασσίδας, Δημοκρατικός Στρατός, επανέλαβε ήρεμα η ίδια σκιά.

-Όχι, όχι. Εσύ ποιος είσαι; Ποιος είσαι; Πες μου το όνομά σου!

-Εγώ είμαι… και η φωνή έκανε μια παύση πριν συνεχίσει….

-…Δεύτερος λόχος, Τάγμα Παρνασ….

Ο Κ. τον διέκοψε ουρλιάζοντας.

-Τι θέλετεεεε; Τι θέλετεεεε;

-Ήρθαμε για σένα. Ήρθαμε να πάρουμε πίσω την Όλγα, ξαναπάντησε η σκιά και γύρισε το βλέμμα προς τον λόχο.

«Πάρτε τον!», φώναξε.

Δυο σκιές τον πλαισίωσαν, τον έπιασαν από τους βραχίονες και τον έσπρωξαν να περπατήσει. Όλος ο λόχος βάδιζε πίσω του, γύρισε φευγαλέα να τους κοιτάξει. Είχε σκοτείνιασε σε λιγότερο από 1 λεπτό. Στο σκοτάδι παραδόξως τα πρόσωπά τους διαγράφονταν φωτεινά σα φωτιά. Ανατρίχιασε. Μέσα στον πανικό πρόλαβε να παρατηρήσει ότι μόνο τα δικά του βήματα ακούγονταν στα ξερόχορτα. Κανενός άλλου.

………………………………………………………………

Δεν περπάτησαν πάνω από 5 λεπτά. Έφτασαν σε ένα ξέφωτο, ένα τεράστιο πεύκο έστεκε στη μέση. Ένας τεράστιος βράχος καθόταν δίπλα στον κορμό του δέντρου. Ο λόχος έμεινε πίσω από τον Κ. Η λαδί σκιά στάθηκε μπρος του, δίπλα στο δέντρο. Ανέβηκε στον βράχο. Έβγαλε ένα χαρτί απ’ την τσέπη και άρχισε να διαβάζει με βροντερή φωνή.

«5 Νοέμβρη 1947. Με την υπ. αριθμ. 1 απόφαση της συνέλευσης του δεύτερου λόχου τάγματος Παρνασσίδας του ΔΣΕ, κρίνεσαι ένοχος για το θάνατο της συναγωνίστριας Όλγας…»

Ο Κ. τον διέκοψε ουρλιάζοντας.

-Τι λέτε; Τι λέτεεε;; Δεν ξέρω καμία Όλγα, η Όλγα είναι η φίλη μου, είναι ακόμα στο αυτοκίνητο…

Έπεσε στα γόνατα και έβαλε τα χέρια του στους κροτάφους.

Τη χειρότερη στιγμή, πάλι οι φωνές του έσκιζαν το κρανίο στα δύο.

«Κοιμίστε τον, κοιμίστε τον… Τώραααα! Δεν αναπνέει! Κεταμίνηηηη!!»

Σκέφτηκε τα γαλάζια μάτια της Όλγας.

Όμως η σκιά συνέχισε ατάραχη.

«Η Όλγα ήταν επονίτισσα στην 1η μάχη της Άμφισσας και μαχήτρια του ΔΣΕ στη 2η μάχη της Άμφισσας. ΜΑΥδες τη συνέλαβαν, τη βίασαν, τη βασάνισαν και τη σκότωσαν. Την κρέμασαν από τούτο το δέντρο. Έσυραν τη μάνα της ως το ξέφωτο να της δείξουν το πτώμα της. Της είπαν γελώντας ότι της έκαναν χάρη που της παραδίδουν το νεκρό σώμα άθικτο. Της είπαν ότι ήθελαν να της βγάλουν τα γαλάζια μάτια της κόρης της και να τα πάρουν λάφυρο. Να τη θυμούνται. Αλλά τη λυπήθηκαν. Η μάνα της έβλεπε το σώμα της κόρης της κρεμασμένο στο πεύκο. Δεν άκουγε τίποτα από όσα της έλεγαν. Μονάχα όταν τελείωσαν αυτοί, είπε «αυτό το δέντρο το λένε Όλγα». Και δεν ξαναμίλησε ποτέ. Τρελάθηκε. Κάθε χρόνο μόνο- για όσα χρόνια έζησε έκτοτε- στην επέτειο της δολοφονίας , πήγαινε στο δέντρο και χάραζε το όνομα της κόρης της στον κορμό. Όλγα.»

Η σκιά άπλωσε το χέρι με τον δείκτη τεντωμένο προς τον κορμό.

-Κοίτα, διέταξε τον Κ.

Ο Κ. κοίταξε έντρομος. Μέτρησε 9 «ΌΛΓΑ» γραμμένα στον κορμό.

Η σκιά ξαναμίλησε.

-Αυτό το δέντρο λέγεται Όλγα.

-Τι είστε; Ρώτησε ξέπνοα ο Κ.

-Είμαστε αυτοί που θα γυρνάμε, όσο υπάρχουν αυτοί.

-Από πού θα γυρνάτε, τι είστεεε;

-Δεν είμαστε όνειρα, είμαστε εφιάλτες.

-Τι θέλετε;

-Εκδίκηση.

-Ήρθατε να με σκοτώσετε;

-Όχι. Ήρθαμε να σου δείξουμε αυτό το δέντρο. Αυτό το δέντρο που λέγεται Όλγα. Πες το κι εσύ τώρα.

Ο Κ. κοίταζε σαστισμένος και αμίλητος.

-Πες το. Πες το. ΠΕΕΕΣ ΤΟΟΟΟΟ!!

-Αυτό το δέντρο λέγεται Όλγα, ψέλλισε ο Κ. Κατέρρεε.

Άκουσε τη βροντερή φωνή της σκιάς: ΛΟΟΧΟΟΟΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΗΗΗ! Είδε τις λαδί σκιές να κάνουν μεταβολή και να εξαφανίζονται ακριβώς όπως είχαν εμφανιστεί. Έτσι όπως έφευγαν, ο Κ. πριν χάσει τις αισθήσεις του, ανατρίχιασε όταν διέκρινε ότι όλες οι σκιές είχαν μια τρύπα στη βάση του κρανίου τους.

…………………………………………………………

Άνοιξε τα μάτια από τη βαβούρα, στριφογυρνούσε το κεφάλι στο κρεβάτι , ένιωθε να του τραβάνε το λαιμό μέσα από το στόμα. Οι σφίξεις του στο monitor αυξάνονταν, τα alarms του αναπνευστήρα χτυπούσαν διαμονισμένα. Αποσωληνωνόταν.

Άκουσε μια καθησυχαστική φωνή.

-Ηρέμησε , όλα καλά , ήσουν δυο εβδομάδες διασωληνωμένος. Τα κατάφερες, είπε η γιατρός.

Γύρισε προς τη φωνή. Έβλεπε λίγο θολά, αλλά είδε ξεκάθαρα δυο γαλάζια μάτια να τον κοιτάνε. Οι σφίξεις στο monitor ανέβηκαν πάλι.

-Είσαι η Όλγα. Ξέρω ένα δέντρο που λέγεται Όλγα… Στην Άμφισσα… είπε κουρασμένα.

-Όλγα λέγομαι, σου είπα το όνομά μου πριν διασωληνωθείς. Είχες βαριά κρίση άσθματος, δε μπορούσες να αναπνεύσεις. Έπρεπε να σε κοιμίσουμε. Έπαιρνες ένα φάρμακο που λέγεται κεταμίνη. Προκαλεί εφιάλτες, ημικρανία και παραισθήσεις. Θα περάσει, νιώθεις λίγο αποπροσανατολισμένος, έτσι; Θα περάσει.

Την κοίταξε αποδιοργανωμένος.

-Μη φοβάσαι, ξανάπε η γιατρός. Έχουν έρθει και οι φίλοι σου να σε δουν. Αλήθεια, γιατί σε λένε κύριο Κ.; Αντρέα δε σε λένε; ρώτησε χαμογελώντας.

-Αντρέα με λένε. Αλλά που και που γράφω διηγήματα και με πειράζουν. Με λένε κύριο Καζαντζάκη. Κύριο Κ.

Ίσα που του έβγαινε η φωνή.

-Να σε ρωτήσω κάτι, απευθύνθηκε στη γιατρό.

-Ναι.

-Πότε μπορώ να ταξιδέψω;

Η Όλγα τον κοίταξε δήθεν αυστηρά.

-Σε 4-5 μέρες, νομίζω, θα ’σαι έτοιμος να πας όπου θες.

…………………………………………………….

Σε 5 μέρες ταξίδεψε στην Άμφισσα. Σταμάτησε στη μεγάλη στροφή πριν την πόλη, ανέβηκε στην πλαγιά και περπάτησε 5 λεπτά προς το ξέφωτο που είχε δει στο όνειρο της κεταμίνης.

Κόντεψε να σωριαστεί όταν είδε το πεύκο. Ζύγωσε σιγά σιγά. Σαν να φοβόταν μην το τρομάξει. Ψηλάφησε τον κορμό γύρω γύρω ψάχνοντας τις χαρακιές. Μα δεν βρήκε τίποτα. Απογοητεύτηκε. Τόσο που τον έπιασε δύσπνοια, οι σφίξεις ανέβαιναν πάλι, μια ριπή πόνου πέρασε από τους κροτάφους του. Με μισόκλειστα μάτια, άπλωσε τα χέρια να στηριχτεί στον βράχο δίπλα στο δέντρο. Ακουμπώντας, με τις ράγες των δαχτύλων του, ψηλάφησε κάτι. Άνοιξε τα μάτια να δει. Αποσβολωμένος είδε χαραγμένο πάνω στο βράχο:

«Είμαστε αυτοί που θα γυρνάμε όσο υπάρχει καταπίεση. Δε θα έρθουμε σαν όνειρα μα σαν εφιάλτες. Και θα πάρουμε εκδίκηση.

       ΔΣΕ…Θα τα ξαναπούμε.»

…………………………………………………….

Κοίταζε επίμονα. Ένιωθε κάτι περίεργο. Σαν κάτι να έλειπε. Σαν κάπως να έπρεπε να συμβάλλει και ο ίδιος πια σε αυτήν την Ιστορία. Έστω λίγο. Κοίταξε κάτω, πήρε ένα λιθαράκι, πήγε στον κορμό του Πεύκου και χάραξε «ΟΛΓΑ».

 

Για την Όλγα Κ., που έσωσε έναν άνθρωπο για να μου πει αυτή την -κάπως- παράξενη ιστορία.

Άρης Ψωμάς

Εικόνα: Φωτογραφία (λεπτομέρεια) του Κώστα Μπαλάφα

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: