Χάρης Σακελλαρίου – Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και η παιδική λογοτεχνία

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα για τρεις κυρίως λόγους: έχει συνδέσει τ’ όνομά του μ’ ένα από τα πιο μακρόβια περιοδικά στο χώρο της λογοτεχνίας, υπήρξε η ψυχή και ο νους του πιο μακρόβιου επίσης περιοδικού για παιδιά και νέους και, τέλος, είναι σπάνια, αν όχι η μοναδική, περίπτωση ανθρώπου των Γραμμάτων που έζησε κυριολεκτικά «από την πένα» του.

Χάρης Σακελλαρίου - Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και η παιδική λογοτεχνία

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννήθηκε στις 9 του Δεκέμβρη 1867 στην Κωνσταντινούπολη και έφυγε από τη ζωή στις 14 του Γενάρη 1951 στην Αθήνα. «Ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας του κοινού. Τα βιβλία του διαβάζονταν –διαβάζονται και τώρα- με πολύ ενδιαφέρον κι αγάπη. Και διαβάζονται γιατί  από την κάθε σελίδα τους ξεχύνεται η συμπάθεια του συγγραφέα για τον απλό άνθρωπο του λαού, η συμπάθεια και η συμπόνια για τη βαριά μοίρα του», γράφει για τον ίδιο ο Τάκης Αδάμος.

Θεωρείται και είναι ο πατέρας του ελληνικού αστικού μυθιστορήματος και του ελληνικού αστικού θεάτρου, «αστικού» όχι μόνο με την ταξική έννοια αλλά και για το γεγονός ότι στα έργα του πρωταγωνιστούν άνθρωποι που ζούνε στις πόλεις.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος υπήρξε πολυγραφότατος. Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός της τέχνης και συγγραφέας για παιδιά δέσποζε στον πνευματικό χώρο της πατρίδας μας για 65 ολόκληρα χρόνια.

Στη συμβολή του συγγραφέα στην παιδική λογοτεχνική, αναφέρεται το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Χάρη Σακελλαρίου*, που μεταγράφουμε από το περιοδικό «Διαβάζω» (τ. 265-1991).

Ο Γρ. Ξενόπουλος και η παιδική λογοτεχνία

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα για τρεις κυρίως λόγους: έχει συνδέσει τ’ όνομά του μ’ ένα από τα πιο μακρόβια περιοδικά στο χώρο της λογοτεχνίας, υπήρξε η ψυχή και ο νους του πιο μακρόβιου επίσης περιοδικού για παιδιά και νέους και, τέλος, είναι σπάνια, αν όχι η μοναδική, περίπτωση ανθρώπου των Γραμμάτων που έζησε κυριολεκτικά «από την πένα» του.

Είναι επίσης άξιο προσοχής ότι η λογοτεχνία, προς την οποία στράφηκε τελικά, δεν υπήρξε η αρχική επιλογή του. Όταν το 1883 ήρθε από τη Ζάκυνθο στην Αθήνα, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, για να σπουδάσει Φυσικές Επιστήμες, Μαθηματικά, Βιολογία αλλά και Φιλολογία και Φιλοσοφία. Η ζωή όμως για κάπου αλλού τον είχε προορίσει. Είχε φτάσει πια στο τέλος των σπουδών του κι είχε αποσυρθεί στη Ζάκυνθο, για να διαβάσει και να πάρει το πτυχίο του, όταν έφτασε εκεί ένα γράμμα του Γ. Δροσίνη. Τον καιρό αυτό ο Γ. Δροσίνης είχε αγοράσει, μαζί με το Ν. Πολίτη, από τον Κοσδόνη το περιοδικό «Εστία». Ο Πολίτης όμως αποχώρησε σε λίγο κι ο Δροσίνης, μένοντας μόνος, σκέφτηκε τον Ξενόπουλο, που είχε ήδη αρχίσει να συνεργάζεται στο περιοδικό. Του έγραψε λοιπόν και τον καλούσε να έρθει στην Αθήνα και ν’ αναλάβει αρχισυντάκτης του περιοδικού. Η πρόταση ήταν δελεαστική κι ο Ξενόπουλος, σαν το Λουκιανό στο «Ενύπνιον», βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Γράφει σχετικά ο ίδιος:

«Είχ’ έρθει πια η ώρα να διαλέξω μεταξύ Επιστήμης και Λογοτεχνίας. Δεν ήταν δυνατό να κάνω και τα δυο. Κι επειδή έβρισκα ίσως, όχι μόνο πως γράφοντας θα κέρδιζα περισσότερα παρά αν γινόμουν καθηγητής, αλλά και πως θα ευδοκιμούσα σα λογοτέχνης περισσότερο παρά σαν επιστήμονας, σα φυσικομαθηματικός, συμπέρανα πως και το υλικό και το ηθικό μου συμφέρον ήταν ν’ αφήσω την Επιστήμη και ν’ αφοσιωθώ σ’ εκείνο που με τραβούσε με περισσότερη δύναμη. Ένα δίπλωμα, για κάθε ενδεχόμενο, δε θα ’ταν κακό να το πάρω. Και θα το έπαιρνα, αν η πρόταση του Δροσίνη μού ερχόταν λίγους μήνες αργότερα. Τώρα πια δεν πρόφταινα. Θα μου ήταν αδύνατο να τελειώσω τη μελέτη μου για εξετάσεις, αφού θ’ αναλάμβανα ταχτική εργασία σ’ ένα περιοδικό σαν αρχισυντάκτης και σε μια καθημερινή εφημερίδα σα χρονογράφος. Τέτοιες θέσεις δεν τις βρίσκει κανένας όταν θέλει, αλλά όταν του προσφέρονται… Και προτίμησα ν’ αναβάλω τις εξετάσεις μου».

Έτσι, εγκαταλείποντας στην τελευταία τους φάση τις σπουδές του, έρχεται στην Αθήνα, αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην «Εστία» και στέλνει τακτικές συνεργασίες του στην καθημερινή εφημερίδα «Άστυ» (ένα χρονογράφημα κάθε μέρα κάτω από τον γενικό τίτλο «Αθηναϊκή Ηχώ» και με την υπογραφή «Αντίλαλος»), καθώς του πρότεινε ο διευθυντής της, Δ. Κακλαμάνος, που τον πήρε τακτικό συνεργάτη του σ’ αυτή.

Το 1896 ο Νικόλαος Παπαδόπουλος, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων», τον καλεί και του αναθέτει την αρχισυνταξία του περιοδικού. Από τη χρονιά αυτή κι έπειτα ο Ξενόπουλος είναι κυριολεκτικά απορροφημένος από το γράψιμο. «Μεροκαματιάρης της πένας», όπως τον αποκαλεί ο βιογράφος του Διον. Τροβάς,1 «κατάδικος ισόβιος της πνευματικής τυραννίας που λέγεται Ελληνικά Γράμματα», όπως χαρακτηριστικά προσδιορίζει την εθελούσια καταδίκη του ο Γιάννης Βλαχογιάννης, θα δουλεύει ασταμάτητα, νυχτοήμερα, για να ετοιμάζει και να παραδίνει στον αδηφάγο Γαργαντούα του ελληνικού τύπου άρθρα, μελέτες, χρονογραφήματα, σχόλια, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ό,τι περιλαμβάνει ο κύκλος των γραμμάτων και των τεχνών και που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν το Νεοέλληνα αναγνώστη της εποχής, να κρατά τη στήλη της αλληλογραφίας με τους αναγνώστες, ν’ απαντά, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει, να υπεραμύνεται, ν’ αποκρούει πικρά σχόλια κι επικρίσεις… Κι όλ’ αυτά με μια γαλήνη ολύμπια, με μια διπλωματικότητα ζηλευτή, με μιαν οπωσδήποτε βαθιά γνώση των πραγμάτων, έτσι που να κατορθώνει τις πιο πολλές φορές να συμβιβάζει τα διιστάμενα και να βρίσκει ανάμεσα στα πιο αντιφατικά κι αντιτιθέμενα τη «χρυσή τομή», που ικανοποιούσε, έστω και μερικά, τον κάθε ενδιαφερόμενο κι αποκαθιστούσε την επιθυμητή ισορροπία.

Το όνομα του Γρ. Ξενόπουλου είναι το πιο πολύ συνδεμένο με το περιοδικό «Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ», που, τουλάχιστο απ’ όσο έδειχνε ο τίτλος του, απευθυνόταν στην παιδική ηλικία. Η «Δ.τ.Π.» είναι το πιο μακρόβιο περιοδικό στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας, αφού κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να εκδίδεται, ακόμα και μέσα σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, ολόκληρα 78 χρόνια, από το 1879 ως το 1957. Το Φεβρουάριο του 1879 κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο, όπου κάτω από τον κύριο τίτλο του περιοδικού σημειώνεται ως υπότιτλος επεξηγηματικός και πληροφοριακός: «ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΔΙΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΑΝΙΔΑΣ». Διευθυντής κι εκδότης του περιοδικού ήταν αρχικά, κι ως το 1893, διάστημα που αποτελεί και την πρώτη περίοδό του, ο Νικόλαος Π. Παπαδόπουλος. Μάλιστα στην αρχή-αρχή φέρονταν ως εκδότες δύο: ο Ν. Παπαδόπουλος, που έβαζε δίπλα στ’ όνομά του και την προσωνυμία «Υδραίος», κι ο Ν. Σπυλιόπουλος, που πρόσθετε κι αυτός το προσωνύμιο «Κορίνθιος». Ο Ν. Σπυλιόπουλος αποχώρησε έπειτ’ από λίγο και μόνος εκδότης έμεινε ο Ν. Παπαδόπουλος. Από το 1894 κι έπειτα κι ως το 1951, που συνιστά τη δεύτερη περίοδο του περιοδικού, ουσιαστικά αρχισυντάκτης και διευθυντής αλλά και ψυχή του ήταν ο Γρ. Ξενόπουλος. Μετά το θάνατό του κι ως το 1957, διάστημα που αποτελεί την τρίτη περίοδο, το περιοδικό, χωρίς πια την καθοδήγηση και την εμψύχωση του κύριου μοχλού του, του Γρ. Ξενόπουλου, άρχισε να φθίνει, ώσπου τελικά έκλεισε, αφού ξεπέρασε σε διάρκεια ζωής τα 3/4 του αιώνα.

Η «Δ.τ.Π.» ήταν στην αρχή περιοδικό μηνιαίο και με 16 σελίδες, αργότερα έγινε δεκαπενθήμερο και τέλος εβδομαδιαίο, σε μεγαλύτερο σχήμα και 8σέλιδο.

Πρέπει εδώ να πούμε ως η «Δ.τ.Π.» δεν ήταν το πρώτο παιδικό περιοδικό στον ελλαδικό χώρο. Είχαν προηγηθεί η «ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΠΟΘΗΚΗ» του Δ. Πανταζή και «Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ» του Μ. Καλαποθάκη, που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1868 ως το Δεκέμβριο του 1893. Αλλά ο χώρος όπου θα μπορούσε να κυκλοφορήσει τότε ένα περιοδικό, και μάλιστα παιδικό, ήταν αρκετά στενός, για να ευδοκιμήσουν δυο περιοδικά μαζί και ν’ αποδίδουν και κέρδος στους εκδότες τους. Και για τούτο, μόλις εμφανίστηκε κι ένα δεύτερο, άρχισαν ανάμεσά τους οι συνήθεις έριδες και αντεγκλήσεις, που έφτασαν σ’ έναν αγώνα αλληλοεξόντωσης, «αγώνα περί υπάρξεως», που μάλιστα, όπως δείχνουν τα πράγματα, έφτασε να διεξαχθεί, στην τελευταία του φάση, και με μέσα όχι και τόσο ηθικά άψογα.2

Η διατήρηση στη ζωή ενός περιοδικού, όπως η «Δ.τ.Π.», η συνεχής κι αδιάκοπη τροφοδότησή του με τόσο ποικίλη ύλη, η αγωνιώδης προσπάθεια ανταπόκρισής του στα γούστα του αναγνωστικού του κοινού, ανανέωσης κι εκσυγχρονισμού του, αυτά και μόνο, είναι αρκετά για ν’ απορροφήσουν εξολοκλήρου την πνευματική δραστηριότητα ενός ανθρώπου, όσες πνευματικές δυνάμεις κι αν διαθέτει κι όσο ευρύς κι αν είναι ο κύκλος των δυνατοτήτων και των γνώσεων του. Ωστόσο αυτό είναι δυνατό να ισχύει για τον οποιοδήποτε, όχι όμως και για τον Γρηγ. Ξενόπουλο, που τα κατάφερε θαυμάσια όχι μόνο τούτο το περιοδικό επάξια να κρατήσει, όπως κράτησε για μεγάλο διάστημα (από το 1927 ως το 1935) και το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», αλλά και ν’ αρδεύει το χώρο του νεοελληνικού αναγνωστικού κοινού με πλήθος λογοτεχνικά έργα, κυρίως μυθιστορήματα και θεατρικά, μ’ ένα ρυθμό που δεν είχε ξαναπαρατηρηθεί ποτέ ως τότε στα νεοελληνικά Γράμματα.

Ένα τέτοιο περιοδικό, που απευθύνεται και προσπαθεί να σταδιοδρομήσει σ’ ένα χώρο οπωσδήποτε ειδικό, είναι φυσικό ν’ απαιτεί, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό, κατοχή των προβλημάτων που συνδέονται με τη μορφή και το περιεχόμενο της πνευματικής τροφής που παρέχεται και που δεν μπορεί να είναι άσχετη με την αισθαντικότητα και την αντιληπτικότητα της ηλικίας στην οποία απευθύνεται ούτε με τις ψυχολογικές, παιδαγωγικές και άλλες αρχές, που αναγκαστικά πρέπει να το διέπουν και να προσανατολίζουν τη δραστηριότητα του. Κι ο Γρηγ. Ξενόπουλος ούτε σχετική πείρα είχε ούτε ειδική κατάρτιση πάνω σ’ αυτό. Κι όμως, στηριγμένος, πιθανότατα, στο αλάνθαστο αισθητήριό του και την ικανότητά του να προσαρμόζεται σε καθετί το νέο και ν’ ανταποκρίνεται στις οποιεσδήποτε απαιτήσεις, δε δίστασε να δεχτεί την πρόταση του Ν. Παπαδόπουλου και ν’ αναλάβει την αρχισυνταξία του περιοδικού.

Και δόθηκε σ’ αυτό ολόψυχα, απ’ τα τριάντα του σχεδόν χρόνια κι ως την τελευταία του πνοή, κι αναλώθηκε σ’ αυτό, του έδωσε τον καλύτερο εαυτό του. Θα του ταίριαζε, σίγουρα, το βιβλικό: «ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με».

Οδηγός του, φυσικά, ήταν κάποια ξένα παιδικά περιοδικά και κυρίως το γαλλικό “Semaine de Sujette”, απ’ το οποίο ο Γρηγ. Ξενόπουλος αναδημοσίευε αρκετά διηγήματα και μυθιστορήματα, καθώς και άλλη ύλη. Η επαφή του αυτή με τη γαλλική κουλτούρα, συνδυασμένη με τον γενικότερο προσανατολισμό της ελληνικής αστικής τάξης την εποχή εκείνη, σημαδεύουν και τον ιδεολογικό προσανατολισμό της «Δ.τ.Π.». Γράφει σχετικά ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος:

«…Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων το περιοδικό είχε ένα χαρακτήρα απροκάλυπτα γαλλόφιλο. Σε τούτο ίσως να επέδρασε και το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος παιδικών έργων του καιρού εκείνου ήτανε ο Ιούλιος Βερν, που η πολωνική καταγωγή του, η γαλλική μόρφωσή του και η χρονική περίοδος της συγγραφής των έργων του (γράφει κυρίως μετά την ήττα της Γαλλίας του 1870) τον κάνουν ιδιαίτερα πολέμιο της Γερμανίας. Σε ένα μυθιστόρημα μάλιστα, τα «Πεντακόσια εκατομμύρια της Μπεγκούμ», ο Βερν αντιπαραθέτει, με μόλις καλυπτόμενη μεροληψία, τη γερμανική εργατικότητα, μεθοδικότητα και πειθαρχία στο γαλλικό πνεύμα της επινοητικότητας, του αυτοσχεδιασμού και του φιλελευθερισμού. Αλλά και σε όλα του τα μυθιστορήματα ο «καλός» είναι πάντα Γάλλος, ενώ ο «κακός» είναι ξένος. Αυτό γίνεται σιγά-σιγά παράδοση στη «Διάπλαση», έτσι που όλα· τα μυθιστορήματα (όχι μόνο του Ιουλίου Βερν, αλλά και άλλων συγγραφέων) να έχουν έναν έκδηλα γαλλόφιλο χαρακτήρα».3

Γρήγορα όμως από τις στήλες του περιοδικού άρχισε να εμφανίζεται υλικό ντόπιο, ελληνικό. Γύρω του μαζεύτηκαν και το πλαισίωσαν μια σειρά από νέους, μόλις εκκολαπτόμενους συγγραφείς (απ’ τον Τέλλο Άγρα ως το Μιχ. Στασινόπουλο και τον Π. Χάρη), που του έδωσαν ζωντάνια κι ελληνικό χρώμα. Και είναι απόδοση δικαιοσύνης να του προσμετρηθεί στην όλη προσφορά του και τούτη η πολύ σπουδαία, ότι στάθηκε ο δάσκαλος για πάμπολλους νέους στο χώρο της λογοτεχνίας. Με τη διακριβωμένη γνώση του πάνω σε θέματα λογοτεχνίας, είχε την υπομονή, μέσ’ απ’ τη στήλη της αλληλογραφίας του περιοδικού, να επισημαίνει βασικές αδυναμίες και λάθη στα κείμενα που του στέλνονταν, να διορθώνει, όταν αυτό χρειαζόταν, να συμβουλεύει και με γενικότερες οδηγίες και προτροπές να καθοδηγεί, να διαμορφώνει και να οξύνει τυχόν ευαισθησίες, να ισχυροποιεί τα ταλέντα, να δείχνει το δρόμο προς την τελειότητα και την αληθινή Τέχνη.

Βέβαια, ήταν φυσικό, με όλα τούτα, αν μάλιστα πάρει κανείς υπόψη του και τη διαφορά ηλικίας ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνους που συμβούλευε, να επιβάλλει στις πλείστες των περιπτώσεων τις απόψεις του και να διαμορφώνει προς την κατεύθυνση που αυτός, τελικά, ήθελε. Και πολλές φορές, όπως συνέβη στην περίπτωση του Τέλλου Άγρα, η επίδρασή του υπήρξε, γενικά, «κατασταλτική», όπως σημειώνει σχετικά και ο Μήτσος Λυγίζος, που αναφέρει ότι, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, του Τέλλου Άγρα, η «ξενοπούλεια» τακτική μπόρεσε να του καταστείλει τις πνευματικές ανησυχίες και να τον στρώσει».4 Τον έκαμε να βλέπει τον κόσμο όχι με τα δικά του μάτια, μα με τα μάτια του δασκάλου του. Χάρη στην τακτική του Ξενόπουλου, ο Τ. Άγρας αναγκάστηκε να κάμει μια φοβερή αναδίπλωση. «Έκαμε, όπως λέει ο Κ. Στεργιόπουλος, μια ενέργεια προς τα μέσα».5 Μα αυτό, όπως βεβαιώνει πάλι ο ίδιος μελετητής, τον έφερε αν όχι σε διχασμό της προσωπικότητάς του, πάντως σε μια «διάσταση με τον εαυτό του». Η παραδοχή της ήττας του στη σύγκρουση με το δυνατότερό του τον γεμίζει θλίψη, τον κάνει έναν «απελπισμένο» της ζωής και της πράξης. Ο Τέλλος Άγρας συντάχθηκε με μιαν ιδεολογία που, πιθανότατα, δεν ήταν στα μέτρα του. Κι έχουμε τη γνώμη πως αυτή η «ιδεολογία» επηρέασε όχι μόνο τον Τέλλο Άγρα αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της λεγάμενης «Γενιάς του Τριάντα», της οποίας είναι δυνατό να πούμε πως υπήρξε ο «πνευματικός πατέρας», όπως μας δόθηκε η ευκαιρία να το δείξουμε σε άλλη εργασία μας.6

Ξεπερνώντας, σαν αντιπαιδαγωγικό και παρωχημένο, τον τύπο τού «καλού παιδιού», όπως τον ήθελε ως τότε η ημιφεουδαλική ελληνική κοινωνία, προσπαθεί να δημιουργήσει μέσ’ απ’ τα γραπτά του και από τις σελίδες της «Δ.τ.Π.» έναν άλλο τύπο, ένα άλλο πρότυπο συμπεριφοράς, έτσι όπως θα το ήθελε η ανερχόμενη ελληνική άρχουσα, αστική, τάξη των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το πρότυπο αυτό μας το δίνει ο Γρηγ. Ξενόπουλος σ’ ένα σημείωμά του στη «Δ.τ.Π.» (τ.33/16-7-1922). Απευθυνόμενος στους νεαρούς συνδρομητές του περιοδικού, που, στην πλειονότητά τους, ανήκαν σε παιδιά της αστικής ή της μεσοαστικής τάξης, και που τους είχε ονοματίσει «Διαπλασόπουλα», γράφει:

«Διαπλασόπουλο είναι το παιδί της καλής ελληνικής οικογένειας, που, είτε πλούσιο είτε απλώς εύπορο είτε, καμιά φορά, και φτωχό, ανατρέφεται με τη μεγαλύτερη προσοχή κι επιμέλεια· το παιδί που οι καλοί του γονείς και συγγενείς, ξέροντας τι θα πει «Διάπλασις» κι ανατροφή, δεν του αφήνουν στα χέρια του, όταν είναι μικρό, παρά το περιοδικό μας, τις εκδόσεις του και τα βιβλία του σχολείου, το παιδί που διακρίνεται τόσο στη «Διάπλαση» όσο και στο σχολείο, που διαπρέπει στους διαγωνισμούς, που προβιβάζεται με άριστα ή λίαν καλώς· το παιδί που δεν κάνει παρά το καθήκον του και δεν δείχνει παντού, και προπάντων στο δρόμο, παρά τη σεμνότερη και κοσμιότερη συμπεριφορά… το παιδί, τέλος, που γίνεται ύστερα ένας λαμπρός επιστήμονας, ένας διαπρεπής λόγιος ή καλλιτέχνης, ένας τίμιος έμπορος, τραπεζίτης ή βιομήχανος, ένας τέλειος άνθρωπος του κόσμου, μορφωμένος και καλαίσθητος, ένας καλός οικογενειάρχης, ένας χρήσιμος πολίτης. Το ίδιο και τα κορίτσια, οι «Διαπλασοπούλες» …Τα Διαπλασόπουλα είναι σπάνια, εξαιρετικά, εκλεκτά παιδιά, η αφρόκρεμα της παιδικής κοινωνίας κι η αληθινή της πνευματική αριστοκρατία».

Από τα παιδιά αυτά, τα «πλούσια» ή «απλώς εύπορα» – καμιά φορά και φτωχά – περίμενε ο Γρηγ. Ξενόπουλος να βγουν οι αυριανοί – σημερινοί – ηγέτες, τα πνευματικά, οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά κ.λπ., στελέχη της ανορθούμενης χώρας. Και οι περιστάσεις μάλλον τον δικαίωσαν…

Ο Γρηγ. Ξενόπουλος ο ίδιος δημοσίευε στο περιοδικό όχι μόνο μεταφράσεις ξένων έργων για παιδιά και νέους αλλά και δικά του, πρωτότυπα, διηγήματα και μυθιστορήματα, κρατούσε την αλληλογραφία με τους αναγνώστες του περιοδικού, έγραφε σ’ αυτό ειδικές, εκλαϊκευτικές μελέτες, όπως για τη «Στιχουργική», ταξιδιωτικές εντυπώσεις κ.ά., και κυρίως κρατούσε τον παλμό του περιοδικού και την επαφή του με το παιδικό αλλά και το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό με τις περίφημες «Αθηναϊκές Επιστολές» του, που ήταν κάτι ανάμεσα στο χρονογράφημα, το σχολιασμό και το μελέτημα, κι όπου έβρισκαν τη θέση τους, αναλύονταν και σχολιάζονταν επίκαιρα πνευματικά θέματα και ζητήματα. Τις υπόγραφε με το ψευδώνυμο «Φαίδων», όπως υπόγραφε άλλα κείμενά του με τα ψευδώνυμα «Κίμων Αλκίδης» και «Κυρα-Μάρθα». Οι επιστολές αυτές είναι ενδιαφέρουσες όχι μονάχα για την απλότητα, τη σαφήνεια και τη νηφαλιότητά τους μα και για το γεγονός ότι αποτελούν έναν αρκετά αξιόπιστο καθρέφτη της πνευματικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής της εποχής του.

Το άλλο έργο του, είτε διάσπαρτο στις σελίδες της «Δ.τ.Π.» είτε δημοσιευμένο σε βιβλία, διακρίνεται σε:

α. Μικρές Ιστορίες, που ο ίδιος τις χαρακτήριζε «Αναγνώσματα δια πολύ μικρά παιδιά» και που συνήθως τις υπόγραφε με το ψευδώνυμο «Κυρα-Μάρθα». Και τέτοιες είναι: «Η συνομιλία των παιγνιδιών», «Το ατέλειωτο παραμύθι», «Το ποτάμι» κ.ά., που άρχισαν να δημοσιεύονται στη «Δ.τ.Π.» από τις αρχές του Γενάρη του 1897 κι έπειτα.

β. Διηγήματα, που τα πιο πολλά τους δημοσιεύτηκαν στη «Δ.τ.Π.».

γ. Μυθιστορήματα, όπως «Ο Αλούπης και ο Κουνέλης», «Η αδελφούλα μου», που δημοσιεύτηκε και σε βιβλίο, με 24 σκίτσα του Αν. Βώττη, το 1923, «Ο Μπέμπης αρχιλήσταρχος – Θηριοτροφείο Τοτού και συντροφιά», κι αυτό δημοσιευμένο σε αυτοτελή τόμο (στην 3η έκδοση το 1932), «Ένα παιδί με τρεις οικογένειες», που δημοσιεύτηκε στη «Δ.τ.Π.» σε συνέχειες από τις 22-12-1928 ως τις 21-9-1929, με φανερές επήρειες από το «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορα Μαλό, «Ο Λιχουδάκης», «Ο Τοτός και ο λαγός του», «Ο Κωστάκης θέλει – ο Κωστάκης δεν θέλει», «Λιλή, Παυλής και Σία», «Ο καλός Γιαννάκης», «Κίτσος, ο νάνος του βασιλιά», «Το μαγεμένο ρόδο», «Τα κατορθώματα του κουτο-Μικέ», «Κι άλλος Κουτομόγιας», «Ο υποβολέας», «Τίμος ο τεμπέλης και Τζαναμπέτης ο κεφάλας», «Εφτά μ’ ένα χτύπημα», «Τ’ όνειρο του κυρ Ηλία» και άλλα.

δ. Παραμύθια, τα περισσότερα δημοσιευμένα στα τεύχη της «Δ.τ.Π.», πρωτότυπα ή σε διασκευή από λαϊκά ή ξένα.

ε. Θεατρικά, κυρίως μονολόγους ή μονόπρακτα δραματάκια και κωμωδιούλες. Σχεδόν το σύνολό τους έχει δημοσιευτεί στις σελίδες της «Δ.τ.Π.». Συγκεντρωμένα, δημοσιεύτηκαν σε δυο τόμους, με τον γενικό τίτλο «ΠΑΙΔΙΚΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ», τον ένα το 1906, με εκδότη το διευθυντή της «Δ.τ.Π.» Νικ. Παπαδόπουλο και το δεύτερο το 1926, με εκδότη τον Ι.Δ. Κολλάρο – «Εστία».

στ. Αναγνωστικά τον Δημοτικού, όπως τα:

-Ο ΚΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, αναγνωστικό Β’ Δημοτικού, με συνεργασία Γ. Κονιδάρη.

-Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, αναγνωστικό Ε’ Δημοτικού, με συνεργασία Αρ. Κουρτίδη και Γ. Κονιδάρη, εκδ. 1927.

-ΤΟ ΚΑΛΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ, αναγνωστικό Β’ Δημοτικού, με συνεργασία Γεωργίας Ταρσούλη και Κ. Καραδήμα, 3η έκδοση 1931.

ζ. Μεταφράσεις, κυρίως μυθιστορημάτων, διηγημάτων και παραμυθιών. Κατά προτίμηση, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, μετέφρασε και δημοσίευσε σε συνέχειες έργα Γάλλων συγγραφέων, όπως τα: «Ο ακόλουθος του Μεγάλου Ναπολέοντος» της Ευδοξίας Ντυπουί, «Η Ασπρούλα» της Βέρθας Βαδιέ, «Η οικογένεια Μαντζουράνα» του Αιμέ Ζιρόν, «Οι χρυσοθήραι της Αφρικής» του Αντρέ Λορί, «Αι περιπέτειαι του Ρογήρου» του Ζακ Λεμαίρ, «Η χρυσοφόρος φλεψ» του Αντρέ Λορί, «Ο εγγονός του αυτοκράτορος» του Αρτούρ Ντουρλιάκ, «Ο πετρομαζευτής» του Αιμέ Ζιρόν, «Ο Πέτρος Ριονσαί» του Αντρέ Βαλντέ, «Ο μικρός τζόκεϋ» του Ζυλ Σανσέλ, «Η Κρινιώ» του Ε. Λομάν, «Ο Λουλού εις το Μαρόκον» του Ζυλ Σανσέλ, το αστυνομικό «Ερβελίν κατά Πλοκ» του Ραφαέλ Λιγκτόν, «Ο μικρός μετανάστης» του Ζυλ Σανσέλ, «Ο μικρός Ερρίκος Δαλλινί» του ίδιου, «Η μυστηριώδης νήσος» του Ιουλίου Βερν, το «Έξω απ’ τη φωλιά» της Μ. Ζιραρντέ, το «Δεύτερη πατρίδα» του Ιουλίου Βερν, το «Χωρίς οικογένεια» του Εκτόρ Μαλό, «Ο μικρός εθελοντής» του Ντανρί, «Το παιδί της μαύρης μάσκας» του Ζυλ Σανσέλ, «Η Διονυσία» του Α. Λαγκούστ, «Η Ανθούλα» της Α. Ζενεβρέι (σε συνεργασία με τον Αρ. Κουρτίδη), «Η κόρη του γερο-Θωμά» της Κολόμπ (με συνεργασία), «Ο Τζακ» του Αλφόνς Ντοντέ (διασκευή), το «Διετείς διακοπαί» του Ιουλίου Βερν (με συνεργασία Π.Ι.Φ.), «Ο μάγος των φιδιών» του Λεόν Λαμπρύ, «Ο Ειρηνικός» του Μορίς Σαμπάν, «Ο μουστάκας» του Α. Ζεριόλ, «Ο κληρονόμος του Ροβινσόνα» του Αντρέ Λορί, «Ο αετός και το άστρο» της Μαργκερίτ Μπουρζέ, «Από το άλλο μέρος του μαντρότοιχου» της Μπερθ Μπερνάζ, «Η Οδύσσεια του Φουφούλη» της Ζαν Ζιράντ, «Οι εξωφρενικές περιπέτειες του Πέτρου Αντι-φέρ» του Ιουλίου Βερν, «Οι τρεις μικροί σωματοφύλακες» του Αιμ. Ντεβό (με συνεργασία Π.Ι.Φ.), «Οι όρνιθες του Ταϊκούν» (κατά παράφράση), «Το μυστήριο της ξανθής κούκλας» της Μ. Π. Σορεντίν, «Όταν αναστήθηκε το μαμούθ» του Ιουλίου Βερν, «Ο Γιάννης Καστέρας» του Αλ. Μπαντέν, «Οι κηδεμόνες της Νουντούς» της Ζακελίν Ντυσέ, όπως και αρκετά μη Γάλλων συγγραφέων: «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζ. Σουίφτ, ο «Δον Κιχότης» του Θερβάντες, «Η βεντέτα» του Α. Φέργκιουσον, «Οι μικροί Ροβινσόνες του βράχου» της Α. Ζενεβρέι και αρκετά άλλα, επώνυμων κι ανώνυμων, κατά ελεύθερη απόδοση ή διασκευή. Ο μελλοντικός μελετητής του έργου του χρειάζεται μεγάλη υπομονή, για να το αποδελτιώσει, να το καταγράψει και να το αξιολογήσει όλο.

Επιχειρώντας πάντα, με σχετική επιφύλαξη, κάποιαν αποτίμηση του πλουσιότατου έργου του, έτσι καθώς διατρέχουμε τον απέραντο λειμώνα της, προσωπικής ιδιαίτερα, δημιουργίας του, ιδωμένης από την πλευρά της προσφοράς του στην Παιδική Λογοτεχνία του τόπου μας, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι ο Γρηγ. Ξενόπουλος:

α. Από άποψη θεματολογική

1.Στέκεται, βασικά, σε θέματα της οικογενειακής και σχολικής ζωής του παιδιού και ιδιαίτερα του παιδιού της αστικής ή μεσοαστικής ελληνικής οικογένειας. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρόδρομος του ελληνικού αστικού παιδικού μυθιστορήματος.

2.Προσπάθησε ν’ αποκολλήσει το παιδικό λογοτέχνημα από τον άμεσο και οχληρό διδακτισμό. Την όποια διδαχή τη θέλησε να βγαίνει μέσ’ απ’ τη δράση και τις περιπέτειες των ηρώων των λογοτεχνικών έργων.

β. Από άποψη υφολογική και μορφολογική

1.Εισάγει μια μετρημένη και σχετικά συντηρητική γλώσσα στα έργα για παιδιά, που με τον καιρό γίνεται όλο και πιο απλοποιημένη.

2.Κρατά πάντα ένα ύφος απλό, σχετικά λιτό, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, οικείο κι εύκολα αποδεκτό απ’ το κάθε παιδί.

3.Εισάγει μες στο παιδικό λογοτέχνημα το έξυπνο αλλά και άκακο χιούμορ, που το θεωρεί απαραίτητο στοιχείο της Παιδικής Λογοτεχνίας.

Βέβαια, το όλο έργο του, και συνακόλουθα και αυτό που αφορά τα παιδιά, δεν ξεπερνά, γενικά, το επίπεδο της μετριότητας. Αλλά κι ο ίδιος «ήταν συντηρητική, μετρημένη και πειθαρχημένη συγγραφική ιδιοσυγκρασία», όπως λέει ο Απ. Σαχίνης.7 Γι’ αυτό και, όπως συμπληρώνει ο Mario Vitti, «απέφευγε κάθε νεωτερισμό που θα μπορούσε να ξενίσει».8 Ήθελε πάντα να κρατά τις ισορροπίες. Τομές και νέους δρόμους στον πνευματικό χώρο χαράζουν μόνο οι ηφαιστειακές φύσεις, αυτές που φέρνουν πάνω τους τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας. Κι ο Ξενόπουλος το είχε κι ο ίδιος συνειδητοποιήσει πως δεν ανήκε στην κατηγορία αυτή των πνευματικών δημιουργών. Σε μιαν απάντησή του στον Τίμο Μαλάνο, που έβρισκε πολλή εξωτερικότητα σε μερικά από τα έργα του, έλεγε: «Την εξωτερικότητα αυτή την έχουν, πραγματικά, τα περισσότερα έργα μου. Και τα καλύτερα, είναι κάπως εξωτερικά, κάπως άβαθα. Και ξέρετε γιατί; Να σας το πω αυτό, αν και πολλές φορές το είπα: γιατί δεν είμαι μεγάλος συγγραφέας. Ξέρω τον τρόπο, μα δεν έχω τη δύναμη. Και ξέρετε πάλι γιατί δεν είμαι μεγάλος συγγραφέας; Γιατί γεννήθηκα μέτριος. Η φύση δεν θέλησε να μου χαρίσει παρά ένα κάποιο ταλέντο, όχι μεγαλοφυΐα. Κι αυτό, βέβαια, χρήσιμο, ίσως μάλιστα και πολύτιμο. Κι έβαλα όλη μου τη θέληση, από παιδί ως σήμερα, να το καλλιεργήσω. Κι ολοένα το καλλιεργώ, χωρίς να κάμω τίποτ’ άλλο στη ζωή μου. Αλλά, βλέπετε, η θέληση μόνο δεν αρκεί».

Συγκινητική κι άξια διδαχής έκφραση αυτογνωσίας, που δίνει και το μέτρο της προσφοράς του στην Παιδική Λογοτεχνία. Η γενιά που γαλουχήθηκε από το λαγαρό και μετρημένο λόγο του σίγουρα του χρωστά πολλά.

 

Σημειώσεις

1.Τροβάς Διον., Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Βασιλείου», Αθήνα 1984.

2.Για να κυκλοφορήσει τότε ένα παιδικό περιοδικό, χρειαζόταν η έγκριση του «επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείου». Κι όσο για τους εκδότες της «Δ.τ.Π.», κατάφεραν ν’ αποσπάσουν αυτή την έγκριση, που, ανάμεσα στ’ άλλα, περιλάμβανε και τη γνωμοδότηση πως το περιοδικό τους «περιέχει εΰχυμον και εύληπτον ύλην, χρήσιμον προς επίρρωσιν του θρησκευτικού ιδίως αισθήματος των παίδων και επιτήδειον προς ηθικήν αυτών μόρφωσιν». Και δε φτάνει αυτό, παρά έγραψαν στο πρώτο κιόλας φύλλο του περιοδικού ότι η «Εφημερίς των Παίδων» έχει απαγορευθεί «υπό τε της Ιερός συνόδου και του επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείου». Στη, μάλλον, συκοφαντική τούτη πληροφορία αντέδρασε ο Μ. Καλαποθάκης, υποστηρίζοντας από το φύλλο του Μαρτίου του 1879 της «Ε.τ.Π.», σελ. 792, ότι η «Ε.τ.Π.» ουδέποτε και ούτε υπό της Ιερός Συνόδου ούτε υπό του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών απηγορεύθη (τους παρακαλούμεν δε να δημοσιεύσωσι τας περί τούτου εγκυκλίους)». Και η κονταρομαχία των εκδοτών των δυο παιδικών περιοδικών συνεχίστηκε. Απ’ αυτή αποδείχτηκε ότι, απλούστατα, ο Μ. Καλαποθάκης δεν μπόρεσε να εκμαιεύσει «σύσταση», διότι του είχε προσαφθεί, ποιος ξέρει από ποιον, η κατηγορία, ότι ήταν «ευαγγελικός». Και, βέβαια, ύστερ’ απ’ αυτό, το αποτέλεσμα φαίνεται πως είχε κριθεί.

3.Φραγκόπουλος, Θ.Δ., «Ιδεολογικοί προσανατολισμοί της “Διάπλασης των Παίδων”», «Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας», τόμος 1, 1986 και «Νεοελληνικός Λόγος», τ. 28/1983.

4.Λυγίζος, Μήτσος, «Ο χαρακτήρας της ποίησης του Τέλλου Άγρα», «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», τ. 3, 1945-46.

5.Στεργιόπουλος, Κ., Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, «Βάκων», Αθήνα 1967.

6.Σακελλαρίου, Χάρης, Ο Τέλλος Άγρας και η Παιδική Λογοτεχνία, εκδ. «Φιλιππότης», Αθήνα 1986.

7.Σαχίνης, Απόστολος, Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα, «Εστία», Ε’ έκδοση 1980.

8.Vitti Mario, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, «Οδυσσέας», Αθήνα 1978.

*Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, εκπαιδευτικός και πολυγραφότατος συγγραφέας, ο Χάρης Σακελλαρίου (1923-2007), στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας συνεργάστηκε με τον μεγάλο παιδαγωγό Μιχ. Παπαμαύρο για το Αναγνωστικό της ΠΕΕΑ των Ε΄ – ΣΤ΄ τάξεων «Ελεύθερη Ελλάδα», όπου δημοσιεύτηκαν κείμενά του.  Τον Μιχ. Παπαμαύρο τον είχε καθηγητή, όπως και τον Κώστα Σωτηρίου, στο «Παιδαγωγικό Φροντιστήριο» της ΠΕΕΑ.  Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τις σπουδές του και από το 1951 έως το 1986 υπηρέτησε ως δάσκαλος, διευθυντής σχολείων, επιθεωρητής, σχολικός σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικός συνεργάτης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και μέλος επιτροπών για τη σύνταξη των προγραμμάτων των γλωσσικών μαθημάτων και των αντίστοιχων βιβλίων «Η Γλώσσα μου». Υπήρξε διευθυντής της ετήσιας έκδοσης «Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας», που κυκλοφορούσε από το 1986 έως το 2002.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: