Η Αλχημεία του Λόγου – Αρθ. Ρεμπώ

Αγάπησα την έρημο, τους ξερούς οπωρώνες, τα φτηνομάγαζα, τα δυνατά ποτά. Σύρθηκα στους δημόσιους δρόμους και με κλειστά τα μάτια παραδόθηκα στον ήλιο, στο Θεό της Φωτιάς.
Ρεμπώ, 20 Οκτωβρίου 1854 – 10 Νοεμβρίου 1891

Και τώρα η σειρά μου. Η εξιστόρηση μιας τρέλας μου.

Για πολύ καρό καυχήθηκα πως κάθε πιθανού τόπου ήμουν ο κυρίαρχος και ως γελοιότητες χαρακτήριζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποιήσεως.

Αυτά που μ΄ άρεσαν ήταν: τα παράλογα έργα ζωγραφικής, τα διακοσμητικά στις εξώπορτες, τα σκηνικά, οι μεταμφιέσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα διαφημιστικά φυλλάδια, οι λαϊκοί διάκοσμοι, η ντεμοντέ λογοτεχνία, τα Λατινικά της εκκλησίας, τα ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία, οι νουβέλες της γιαγιάς, τα παραμύθια, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλαιές όπερες, τ΄ ανόητα ρεφρέν και οι αφελείς ομοιοκατάληκτοι ρυθμοί.

Ονειρεύτηκα σταυροφορίες, εξερευνητικά ταξίδια που κανείς δεν είχε υπόψη του, ανιστόρητες δημοκρατίες, καταπνιγμένους θρησκευτικούς πολέμους, επαναστάσεις των ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων. Πίστευα σ’ όλα τα μάγια.

Η Αλχημεία του Λόγου – Αρθ. Ρεμπώ

Ο Ρεμπώ από τον Ρεμπώ

Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο! Το Άλφα για το μαύρο, το Έψιλον για το λευκό, το Ιώτα για το κόκκινο, το Όμικρον για το κυανό, το Ύ(U)ψιλον για το πράσινο. Οριοθέτησα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου, και, με ενστικτώδεις ρυθμούς, κολακεύτηκα με την ανακάλυψη μιας ποιητικής γλώσσας, που σήμερα ή αύριο, όλοι θ’ αναγνώριζαν. Και κράτησα για μένα τη μετάφρασή της.

Αρχικά ήταν κάτι σαν έρευνα. Έγραψα για σιωπές, για νύχτες, έδωσα λέξεις στ’ απερίγραπτο, σταμάτησα την περιδίνηση.

Πολύ πιο μακριά κι απ΄ τα πουλιά, τις αγέλες και τις χωριατοπούλες
Τι να’ πια άραγε, στα ρείκια που γονάτισα
με ιτιές άγουρες τριγυρισμένος
καταμεσής  μιας πράσινης και χλιαρής απογευματινής ομίχλης;   

Τι θα μπορούσα να ρουφήξω  απ’ το νεαρό πουλί
-Φτελιές δίχως φωνή, λιβάδια δίχως άνθους, συννεφιασμένος ουρανός!
Να μεθύσω με τούτες τις κιτρινισμένες κολοκύθες,
μακριά απ΄ την καλύβα Αγάπη μου;
Λίγο χρυσό πιοτό σε κάνει να ιδρώνεις.
Ως πανδοχείου έμοιαζα φτηνό σημάδι
-Το βράδυ, μια θύελλα  δάγκασε τον ουρανό.
Οι χυμοί των δένδρων στέγνωσαν σε αμμουδιές παρθένες,
και ο αέρας του Θεού  πάγωσε τις λίμνες
Κλαίγοντας, αντίκρισα το χρυσό,
– να το γευτώ όμως αδύνατο.  

***  

Τέσσερις, ξημερώνοντας καλοκαίρι,
κι η απουσία της αγάπης παρατείνεται.
Κάτω από θάμνους αναθυμιάζει
τ’ άρωμα γιορτινής νυχτός.   

Εκεί πέρα, στη θεόρατη ξυλαποθήκη
Με τον ήλιο των Εσπερίδων,
Ξεμπράτσωτοι πιάνουν δουλειά οι ξυλοκόποι.   

Και στις βαλτώδεις έρημους τους, ήσυχα,
ανεκτίμητης αξίας  φατνώματα κατασκευάζουν
όπου η πόλη ουρανούς ψεύτικους θα ζωγραφίσει.   

Ω  τούτοι οι  εργάτες,
θελκτικοί Σκλάβοι Βαβυλώνιου Βασιλέα,
Αφροδίτη! Άσε για μια στιγμή τους εραστές
που’ χουν ψυχές στεφανωμένες.   

Βασίλισσα των ποιμένων με τ’ ακριβότερο ποτό
ξεδίψασε τους γρήγορα,
που τώρα αναπαύονται
καρτερώντας να βουτηχτούν στη θάλασσα καταμεσήμερο.     

Η Αλχημεία του Λόγου – Αρθ. Ρεμπώ

Ο Ρεμπώ από τον Πικάσο

Το παλιομοδίτικο στυλ ποίησης έπαιξε πάντα έναν σημαντικό ρόλο στην αλχημεία του λόγου μου.

Εθίστηκα στις στοιχειώδεις παραισθήσεις:  Θα μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω ένα μουσουλμανικό τέμενος αντί ενός εργοστασίου, μία ορδή αγγέλων τυμπανιστών, άμαξες με άλογα στα μονοπάτια τ’ ουρανού, ένα ατελιέ στο βυθό μιας λίμνης· σημεία και τέρατα. Ο τίτλος μίας επιθεώρησης με γέμισε δε δέος.

Και έτσι εξήγησα τις μαγικές σοφιστείες μου μεταγράφοντας τις λέξεις σε οράματα! 

Τελικά, άρχισα να θεωρώ την αναταραχή του μυαλού μου ως ιερό πράγμα. Αδρανούσα χτυπημένος από ένα τυραννικό πυρετό: Φθόνησα την ευδαιμονία των ζώων – κάμπιες, οι οποίες απεικονίζουν την αθωότητα της αγέννητης ψυχής, τυφλοπόντικες, ο λήθαργος της παρθενίας! 

Ξίνισα. Αποχαιρέτησα τον κόσμο με σχεδιάσματα σα μπαλάντες:    

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΟ ΨΗΛΟΥ  ΠΥΡΓΟΥ  

Σιμώνει, σιμώνει
η εποχή που θα παρθούμε   

Τόσο πολύ περίμενα
Λησμόνησα τα πάντα
Φόβοι και βάσανα στους ουρανούς χαθήκαν
και μια δίψα αρρωστημένη θολώνει τις φλέβες μου.   

Σιμώνει, σιμώνει
η εποχή που θα παρθούμε   

Σαν λιβάδι που το σκεπάζει η λήθη
κατάφυτο και ανθισμένο λιβάνια και ζιζάνια,
στο τρελό βουητό των αλογόμυγων.   

Σιμώνει, σιμώνει
η εποχή που θα παρθούμε   

Η Αλχημεία του Λόγου – Αρθ. Ρεμπώ

Ο Ρεμπώ από τον Βερλαίν

Αγάπησα την έρημο, τους ξερούς οπωρώνες, τα φτηνομάγαζα, τα δυνατά ποτά. Σύρθηκα στους δημόσιους δρόμους και με κλειστά τα μάτια παραδόθηκα στον ήλιο, στο Θεό της Φωτιάς.

«Στρατηγέ: αν σας περίσσεψε κάποιο κανόνι στα ερείπια των προμαχώνων σας, ρίξε μας σβώλους και σμυρίγλια γης ξερής. Σπάστε τις βιτρίνες των πολυτελών καταστημάτων! Και τα ατελιέ!  Κάντε την πόλη να φάει τη σκόνη της. Οξειδώστε τους φτερωτούς δαίμονες που στέκουν στις υδρορροές. Γεμίστε τα μπουντουάρ με τη φλογερή σκόνη των ρουμπινιών…»

Ω! Η σκνίπα! Μεθυσμένος στα ουρητήρια του πανδοχείου, ερωτοχτυπημένος με νηπενθές που μια αχτίδα φωτός διαλύει!

Αρθούρου Ρεμπώ (1854-1891) Μια εποχή στην κόλαση
Μετάφραση : Χριστόφορου Λιοντάκη
Eκδόσεις Γαβριηλίδης

Δες και αυτό:
Ο Αρθούρος Ρεμπώ και η Παρισινή Κομμούνα

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: