Ήταν αναπόφευκτη η πανδημία; – Ασύμφορη έκριναν την έρευνα για πρόληψη οι φαρμακευτικές εταιρείες

Αποκαλύπτεται καθημερινά πως η επιστήμη θα ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη γι’ αυτήν την πανδημία, θα βρισκόταν πιο κοντά σε μια θεραπεία ή ένα εμβόλιο και λιγότεροι άνθρωποι θα είχαν χάσει τη ζωή τους, αν η καινοτομία και η έρευνα δεν καθορίζονταν από τον ανταγωνισμό και τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών.

Με το ξέσπασμα της πανδημίας ξεκίνησε και η κούρσα για την ανάπτυξη εμβολίου και θεραπείας κατά του νέου κορονοϊού, καθώς τα καπιταλιστικά κράτη και οι μεγάλοι φαρμακευτικοί όμιλοι του κόσμου «μυρίστηκαν» χρήμα.

Την ίδια στιγμή, αποκαλύπτεται καθημερινά πως η επιστήμη θα ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη γι’ αυτήν την πανδημία, θα βρισκόταν πιο κοντά σε μια θεραπεία ή ένα εμβόλιο και λιγότεροι άνθρωποι θα είχαν χάσει τη ζωή τους, αν η καινοτομία και η έρευνα δεν καθορίζονταν από τον ανταγωνισμό και τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών.

Αποκαλύπτεται – με αφορμή και τη σημερινή πανδημία – πως το κυνήγι του κέρδους όχι μόνο δεν «τραβάει μπροστά» την επιστήμη, αντίθετα η επιστημονική πρόοδος και οι καρποί της για την ανθρωπότητα φρενάρονται σημαντικά από το γεγονός ότι η έρευνα, η παραγωγή και η διακίνηση φαρμάκων και θεραπειών βρίσκονται στα χέρια μονοπωλιακών ομίλων και δεν αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που ανακοίνωσε πανηγυρικά ότι 7,4 δισ. ευρώ θα διατεθούν για την ανάπτυξη εμβολίου και τη χρηματοδότηση βιομηχανιών που θα το παράξουν, όλα τα προηγούμενα χρόνια, μαζί με τις ευρωπαϊκές φαρμακοβιομηχανίες απέρριπταν επιστημονικές προτάσεις για την αντιμετώπιση πανδημιών, τη μελέτη κορονοϊών και άλλων παθογόνων, την προετοιμασία για ανάπτυξη εμβολίων, αντιβιοτικών κ.λπ., επειδή δεν θεωρούνταν αρκετά επικερδείς επενδύσεις…

Οι λαοί πληρώνουν, οι φαρμακευτικοί όμιλοι κερδίζουν

Πιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συστήσει ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων της φαρμακοβιομηχανίας και χρηματοδότησης «κατά παραγγελία» ερευνητικών προγραμμάτων ανάλογα με την αναμενόμενη κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων.

Στο επίκεντρο των αποφάσεων βρίσκονται πάντα τα οικονομικά συμφέροντα των φαρμακευτικών ομίλων, αφού κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το κέρδος. Ενδεικτικά, εδώ και χρόνια, δεν δόθηκε καμία στήριξη στην έρευνα θεραπειών για μολυσματικές ασθένειες, επειδή είναι λιγότερο επικερδείς, σε σχέση με τα χρόνια νοσήματα, που έχουν εξασφαλισμένη κερδοφορία σε βάθος χρόνου.

Το πρόγραμμα ονομάζεται «Πρωτοβουλία για Καινοτόμα Φάρμακα» (IMI) και από το 2007 αποσκοπεί στην ενίσχυση της έρευνας καινοτόμων φαρμάκων στην Ευρώπη για λογαριασμό μεγάλων φαρμακευτικών ομίλων, στον ανταγωνισμό τους με άλλα μονοπώλια. Ουσιαστικά, είναι ένας έμμεσος τρόπος χρηματοδότησης της φαρμακοβιομηχανίας διά της «πλαγίας οδού», μέσω της έρευνας.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της ΙΜΙ, ο τρέχων προϋπολογισμός της ανέρχεται σε 5,3 δισ. ευρώ. Τα μισά χρήματα προέρχονται από την ΕΕ – χρήματα των λαών της Ευρώπης – και κατευθύνονται σε πανεπιστήμια, εργαστήρια και ιδρύματα, ενώ οι ευρωπαϊκές φαρμακευτικές εταιρείες (EFPIA) δεν δίνουν δεκάρα, αλλά συμμετέχουν σε «είδος» παρέχοντας, για παράδειγμα, τα εργαστήριά τους. Στη συνέχεια, βέβαια, οι φαρμακευτικές εταιρείες καρπώνονται όλα τα αποτελέσματα της έρευνας επιβάλλοντας πατέντες και πουλώντας ακριβά φάρμακα, εμβόλια και θεραπείες.

Επιπλέον, καθορίζουν και την κατεύθυνση της έρευνας, ανάλογα με το ποια επένδυση θεωρείται συμφέρουσα και αναμένεται να αποφέρει τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία. Οπως προκύπτει από έκθεση των οργανώσεων «Global Health Advocates» και «Corporate Europe Observatory», η ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία έχει απορρίψει επιστημονικές προτάσεις χρηματοδότησης της έρευνας για πρόληψη πανδημιών.

Η ΙΜΙ είναι η μεγαλύτερη Σύμπραξη Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στον κόσμο στην ιατρική – φαρμακευτική επιστήμη. Περισσότερες από 1.200 εταιρείες, ερευνητικά ιδρύματα, οργανώσεις ασθενών (που στην πραγματικότητα είναι «λόμπι» της φαρμακοβιομηχανίας) και ρυθμιστικές αρχές συμμετέχουν στα διάφορα έργα. Φαρμακευτικές εταιρείες – μεγαθήρια, όπως οι «GlaxoSmithKline», «Bayer», «Sanofi», «AstraZeneca», «Pfizer», «Novartis», «Lilly», «Johnson & Johnson», κάνουν «κουμάντο» στο πού θα κινηθούν τα κονδύλια για την καινοτομία και έρευνα, ενώ το ΔΣ της ΙΜΙ απαρτίζεται από υπαλλήλους της Κομισιόν και εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA).

Εξάλλου, 6 από τις 7 συμβουλευτικές ομάδες στο τελευταίο πρόγραμμα IMI αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από εκπροσώπους της φαρμακευτικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένης της ομάδας που ασχολείται με τον έλεγχο των λοιμώξεων, με βιτρίνα και χρηματοδότη την Κομισιόν.

Η αντιμετώπιση της πανδημίας θα γινόταν με καλύτερους όρους

Σύμφωνα με τα επιστημονικά επιχειρήματα, η έρευνα θα μπορούσε «να διευκολύνει την ανάπτυξη και την κανονιστική έγκριση εμβολίων κατά παθογόνων προτεραιότητας, στο μέτρο του δυνατού, πριν συμβεί μια πραγματική εστία». Συγκεκριμένα, αποσκοπούσε στην ανάπτυξη προσομοιώσεων σε υπολογιστές και στην ανάλυση ζωικών μοντέλων με στόχο να επιταχυνθεί η ανάπτυξη εμβολίων σε περίπτωση πανδημίας.

Τα πρακτικά μιας συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΜΙ το 2018 αποκαλύπτουν ότι η πρόταση – που είχε κατατεθεί το 2017 – δεν έγινε αποδεκτή. Η ΙΜΙ αποφάσισε επίσης να μη χρηματοδοτήσει με τον Συνασπισμό Καινοτομιών Επιδημιολογικής Ετοιμότητας (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations – CEPI) έρευνα για την προετοιμασία κατά επιδημιών, όπως των κορονοϊών MERS και SARS.

Αλλωστε, καμιά φαρμακοβιομηχανία (ανάμεσά τους οι «Johnson & Johnson», «Pfizer», «Takeda») δεν συμφώνησε να γίνει «εταίρος» του CEPI στην έρευνα και παραγωγή εμβολίων ή θεραπειών για μια επιδημία που ενδεχομένως να μην ξεσπάσει ποτέ, χωρίς εγγυήσεις κερδοφορίας και χωρίς να κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα της έρευνας.

Σήμερα, η ανάπτυξη ενός εμβολίου για τον νέο κορονοϊό θα ξεκινούσε με καλύτερους όρους και ενδεχομένως ένα αποτελεσματικό εμβόλιο να ήταν έτοιμο συντομότερα, αλλά για τους φαρμακευτικούς ομίλους η έρευνα για πρόληψη κρίθηκε οικονομικά μη «ενδιαφέρουσα».

Από την άλλη, εγκρίθηκαν ερευνητικά προγράμματα για τη φυματίωση, αυτοάνοσα νοσήματα, την ψηφιακή υγεία, προφανώς με μεγαλύτερο οικονομικό και επενδυτικό ενδιαφέρον. Κυρίως επιδοτούνται από την ΙΜΙ έρευνες για το Αλτσχάιμερ, τον καρκίνο ή τον διαβήτη, έρευνα που είναι επίσης σημαντική, αλλά αποκτά προτεραιότητα επειδή τα προϊόντα της είναι άμεσης κατανάλωσης και προσφέρουν κέρδος εδώ και τώρα. Σ’ αυτούς τους τομείς προσανατολίζουν έτσι κι αλλιώς την έρευνα οι φαρμακοβιομηχανίες, με ή χωρίς χρηματοδότηση από την ΕΕ.

Αλλοι τομείς έρευνας που επίσης δεν χρηματοδοτούνται, αν και προτείνονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), είναι π.χ. η ελονοσία, το AIDS, οι καρδιακές παθήσεις, νέα αντιβιοτικά, φάρμακα για εγκεφαλικό επεισόδιο κ.ά.

Μόλις το Γενάρη η Κομισιόν ενέκρινε 72 εκατ. ευρώ στην ΙΜΙ για την αναζήτηση δραστικών ουσιών κατά του Covid-19 και «καινοτομίες για την επιτάχυνση της ανάπτυξης και παρασκευής εμβολίων», αφότου οι φαρμακευτικές εταιρείες «μυρίστηκαν» εξασφαλισμένα κέρδη και ενώ ήδη εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους.

«Ηταν σαφές ότι οι κορονοϊοί θα αποτελούσαν απειλή»…

Το γεγονός ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ο μόνος τρόπος για ένα εμβόλιο να βγει από το εργαστήριο είναι να παραχθεί μαζικά και να πωληθεί από μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, αποτελεί «σημαντική πρόκληση για την ανάπτυξη εμβολίων που σώζουν ζωές», εξηγούν οι επιστήμονες.

Οι εκ φύσεως προτεραιότητες των φαρμακοβιομηχανιών (κερδοφορία, πατέντα κ.λπ.) ουσιαστικά εμποδίζουν την επιστήμη να κινηθεί γρήγορα για να αναπτυχθούν και να διανεμηθούν αποτελεσματικά εμβόλια όταν εμφανιστεί ένας νέος ιός. Ακόμη, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένα εμβόλιο δεν βγήκε ποτέ από το εργαστήριο στην «αγορά» ή η έρευνα για μελλοντικές επιδημίες σταμάτησε, επειδή δεν συνέφερε τις εταιρείες. Οι επιδημίες άλλων ιών – SARS, MERS, Zika – προκάλεσαν αντίστοιχες «κούρσες» ανταγωνισμού για εμβόλιο, αλλά τελικά δεν υπήρξε επιχειρηματικό κίνητρο για δοκιμές και παραγωγή τους.

Οι φαρμακοβιομηχανίες δεν ενδιαφέρονται για εμβόλια που θα εξαλείψουν έναν ιό και στη συνέχεια δεν θα πωλούνται κάθε χρόνο για πάντα. Για παράδειγμα, το 2016 το ερευνητικό κέντρο «Baylor College of Medicine» ανέπτυξε υποψήφιο εμβόλιο για τον κορονοϊό SARS, αλλά «το επιχειρηματικό ενδιαφέρον ήταν ουσιαστικά εξαφανισμένο», εξηγεί ο Πίτερ Χότεζ του «Baylor», προσθέτοντας ότι SARS και Covid-19 είναι «κατά περίπου 80% παρόμοιοι». Ιδανικά «θα είχαμε ένα εμβόλιο κορονοϊού έτοιμο εγκαίρως γι’ αυτήν την πανδημία και θα υπήρχε μια διαδικασία για να δοκιμαστεί», σημειώνει.

Μετά την εξάλειψη των SARS και MERS οι επιστημονικές έρευνες ουσιαστικά σταμάτησαν λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος. Ο Τζέισον Σβαρτζ, καθηγητής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Γέιλ, επισημαίνει πως «αν δεν είχε εγκαταλειφθεί το πρόγραμμα έρευνας για τον SARS, θα είχαμε πολύ περισσότερα από αυτό το θεμελιώδες έργο ώστε να τα εφαρμόσουμε σ’ αυτόν το νέο, παρόμοιο κορονοϊό».

Η ερευνητική πρόοδος φρέναρε παρότι μετά την εμφάνιση των MERS και SARS «ήταν σαφές ότι οι κορονοϊοί θα αποτελούσαν απειλή», λέει ο Μπάρνεϊ Γκάχαμ, αναπληρωτής διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Εμβολίων στο Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων (NIAID) των ΗΠΑ.

Από: Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: