«– Τι ξέρετε εσείς οι Έλληνες για μας;» – “Οι Αρμένηδες” του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

“Και μας λέγατε τότε κι αλλιώς, αλλά δεν θα το πω χάρη στο ψωμί που τρώμε. Άλλωστε και τους δικούς-σας που ήρθαν με τα ίδια καράβια τουρκόσπορους δεν τους λέγατε;”

Στις 24 του Απρίλη 1915 ξεκίνησε η Γενοκτονία των Αρμενίων και κράτησε τρία περίπου χρόνια. Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί για το γεγονός. Με αφορμή αυτό το γεγονός παρουσιάζουμε μερικά αποσπάσματα από το ταξιδιωτικό βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, «Οι Αρμένηδες, ταξίδι στη χώρα-τους και στην ιστορία-τους». Το έγραψε στην Αθήνα το 1981, από τον Σεπτέμβρη έως τον Δεκέμβρη και εκδόθηκε το 1982 από τον Κέδρο.

Η αφορμή ήταν ένα ταξίδι του στη Σοβιετική Αρμενία και γράφει σχετικά στον πρόλογο:

«Η μοίρα έταξε τους Αρμενίους σε μια δύσκολη περιοχή. Από την αρχαιότητα ως την εποχή-μας πολλοί πολέμησαν να τους φάνε και πολλές φορές τους έφαγαν κι όμως αυτή η ξύπνια φυλή, προικισμένη με πολλά χαρίσματα, κατόρθωσε να επιζήσει. Με όσα ετράβηξαν αντιστεκόμενοι σε πλήθος κινδύνους· με την έμφυτη ευγένεια που διακρίνει το έθνος-τους· με τη δραστήρια πνευματικότητά- τους και τις πολλές-τους πραχτικές ικανότητες δημιούργησαν έναν όμορφο πολιτισμό και με όλα αυτά – πάθη και έργα- κράτησαν το χρώμα-τους  μέσα στους άλλους λαούς κι έχουν πολλές φορές κερδίσει τη συμπάθειά-μας. Όπου να την αγγίξεις αυτή τη χώρα αναβρύζει συγκινητικές ιστορίες.

Μια ιδέα για όλα αυτά προσπαθώ να δώσω με το βιβλίο-μου παίρνοντας αφορμή από ένα σύντομο ταξίδι φέτος το καλοκαίρι στη σοβιετική αρμενική δημοκρατία. Όσα έμαθα εκεί πέρα μου έκαναν ένα βιβλίο για την Αρμενία ψυχική-μου ευχαρίστηση και ανάγκη. Ελπίζω όσα λέγονται εδώ μέσα σε κάτι να πλατύνουν τα όρια της γνώσης-μας για την κάποτε πολύ κοντινή και τώρα μακρινή-μας Αρμενία. Και τα όρια της αγάπης-μας».

Οδηγός του ο Νααπέτ:

«Οι Αρμένιοι, έξοχοι ταπητουργοί, αν πέσει στα χέρια τους το βιβλίο-μου θα καταλάβουν πού περνάν οι ραφές, τι ανήκει στον έναν, τι στον άλλον και δεν θα μπουν στον κόπο να κοιτάξουν γύρω-τους για βρουν έναν κάποιον Νααπέτ που διατείνομαι ότι βρήκα εγώ στο Ερεβάν».

ΑΡΜΕΝΗΔΕΣ

Η σημερινή Αρμενία είναι μια πολύ μικρή χώρα. Από τη μικρή-μας Ελλάδα το ένα τέταρτο ή και το ένα πέμπτο, μια Πελοπόννησος μπορούμε να πούμε (για την ακρίβεια μια Αλβανία). Η πρώτη εντύπωση είναι πως έπεσες σ’ έναν τόπο μικρό, μονόχρωμο κι απλό. Αυτό ως τη στιγμή που μέσα στις απλές- τους προτάσεις θ’ αρχίσεις να υποψιάζεσαι τα αινίγματά- τους που είναι πολλά. Είναι πολλά, παμπάλαια κι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας τους Έλληνες. Ακούς συχνά και τους ίδιους τους συγγραφείς- τους ν’ αναρωτιούνται ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο της πατρίδας -τους. Κι αυτός ο Νααπέτ το ωραίο -του βιβλίο για την Αρμενία το τελειώνει μιλώντας για τον αγώνα που έκανε να καταλάβει τον τόπο -του ψάχνοντας μες στις βιογραφίες των μεγάλων Αρμενίων, στα παλιά νεκροταφεία διασκορπισμένα εδώ κι εκεί σ’ όλο τον κόσμο από τη Σιγκαπούρη στην Αμερική, στα σπίτια, στους δρόμους, στα μεγάλα βουνά, στις στενωπές κοιλαδίτσες του σημερινού αρμένικου κράτους. Παντού έψαξε αλλά δε βρήκε τίποτα, στους πολλούς δρόμους που πήρε έχασε κι αυτά που είχε. Από τον καιρό του Νώε πάνω σ’ αυτά τα αινίγματα έχει βλαστήσει μια καταπληχτική ποίηση και συνεχίζεται ως τις μέρες-μας. Επίσης μια αξιοθαύμαστη ιστοριογραφία. Αυτά πρέπει να τα κοιτάξουμε κι εμείς καλύτερα. Θα προστέσω τον θρησκευτικό ζήλο του αρμένιου πατριώτη-αναπόσπαστο μέρος της ψυχικής-του ζωής μες στους αιώνες-στον εθνικό-του πολιτισμό, κυρίως στη γλώσσα-του και στη γραφή-του, την πνευματική-του πατρίδα. Φτάνοντας στη σημερινή Αρμενία στέκεσαι και κοιτάζεις όπως από την κορφή ενός βουνού που μόλις τώρα, βγαίνοντας εκεί απάνω, βλέπεις πως δεν είναι η κορφή-του, οι κορφές είναι πολλές και είναι μπροστά.

– Τι ξέρετε εσείς οι Έλληνες για μας; μου έλεγε το πρώτο βράδυ της γνωριμίας-μας ο Νααπέτ. Φοβάμαι, πολύ λίγα πράγματα. Έχω το λόγο-μου που το λέω. Εγώ τούτον τον τόπο εδώ που είναι ο τόπος-μου, τον ξέρω λίγο και σαν Έλληνας. Ναι, φοβάμαι, έχετε μείνει με κείνα που ξέρατε από τότε – με τους Αρμένηδες από το Ντουργούτι κι από την παλιά Κοκκινιά, βάλε σ’ αυτά και τον Καραμπέτ του ηθοποιού Σπαρίδη, αν τον θυμάσαι, κι εκείνων των οικογενειακών περιοδικών του ενός τάλιρου που δε λείπαν κι από τα δικά-μας σπίτια στο Ντουργούτι, στην Κοκκινιά, στην Ερυθραία…Κρίμα όμως. Τώρα ελάχιστοι από αυτούς που ρωτώ θυμούνται το Ντουργούτι και τόσα άλλα. Και η Κοκκινιά όπου γεννήθηκα δεν είναι αυτή που ήταν. Ρωτώ και για το Σκιστό που παίζαμε παιδιά. Για τ’ Άσπρα Σπίτια. Αυτά πάνε. Αλλά οι Αρμένηδες έμειναν στην αντίληψη του Έλληνα για μας…Και μας λέγατε τότε κι αλλιώς, αλλά δεν θα το πω χάρη στο ψωμί που τρώμε. Άλλωστε και τους δικούς-σας που ήρθαν με τα ίδια καράβια τουρκόσπορους δεν τους λέγατε;

Αυτά στην καρδιά του Ερεβάν. Ζεστή καλοκαιρινή νύχτα, δώδεκα-μία η ώρα στη στενόμακρη πεταλοειδή αίθουσα του ξενοδοχείου «Η Αρμενία». Στο τραπεζάκι-μας, στη μέση ακριβώς, υψωμένη στο συρματένιο-της κονταράκι η ελληνική σημαιούλα κυμάτιζε. Δε μπορούσε να μην κυματίζει: ο Νααπέτ για όλη τη νύχτα είχε δώσει απανωτές παραγγελιές στην ορχήστρα και στους δυό τραγουδιστές. Κι από αυτούς ο ένας ήταν γιος Αρμένιου επαναπατρισμένου από την Κύπρο· έπειτα ο μαιτρ ντ’ οτέλ, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, ξύπνιος συμπαθητικός πενηντάρης, πολύ περιποιημένος με τον άσπρο-του γιακά και την πεταλουδίτσα-του είπε να φέρουν ένα μπουκάλι κονιάκ από τα καλύτερα, την περίφημη μάρκα «Ανί» που ήταν μια από τις παλιές πρωτεύουσες, το Άνιον, τα χρόνια των πολέμων με το Χαλιφάτο. «Περίπου τόσων χρόνων είναι κι αυτό το κονιάκ» είπε ο μαιτρ ντ’ οτέλ αλλά πρόστεσε: «Το αγαπούσε κι ο Τσώρτσιλ». Μόλις ακούστηκε αυτό το όνομα έπεσε ξέπνοη η σημαιούλα-μας και πήγε να μας χαλάσει η βραδιά. Αυτός που έφερε το κονιάκ, παλικάρι από το Ντουργούτι, τραυματίας του Εφεδρικού είπε αμέσως: «Κακό ψόφο να’ χει». – «Έχει πεθάνει» του είπε ο μαιτρ ντ’ οτέλ. «Μωρέ κακό ψόφο να’ χει. Ένας θάνατος δεν του φτάνει». Λόγο ελληνικό μπορείς ν’ ακούσεις σήμερα στο Ερεβάν άφθονο· να πάρει φωτιά μια ολόκληρη αίθουσα. Φτάνει ν’ ανάψεις ένα σπίρτο.

– Δεν τα λέω για παράπονο αυτά, συνέχισε ο Νααπέτ. Δεν έχουμε λόγους να παραπονεθούμε εμείς. Θαυμάζω, αγαπώ, ευγνωμονώ την Ελλάδα. Είναι ο τόπος που γεννήθηκα. Εκεί άλλωστε ξαναγεννιέται ο καθένας αν αξιωθεί να μάθει δυό πράγματα για την ιστορία του κόσμου. Εμένα πάντως με γέννησε η μάνα-μου στην Ελλάδα. Το έχω και το λέω. Σ’ όλα-μου τα βιβλία δεν παραλείπω να το γράφω. Το ότι γεννήθηκα στην Ελλάδα με βοήθησε κι ακόμα με βοηθά να δω καλύτερα τον τόπο-μου, τις πληγές-του και την περηφάνια-του, τόσο πολλές οι πρώτες, τόσο μεγάλη η δεύτερη – όσο και η δική σας…

Νααπέτ θα πει αρμενικά ο Αρχιπρώτος. Είναι ο πρεσβύτης, ο προεστώς των γερόντων κι ο πατριάρχης της φυλής, η πιο μεγάλη κεφαλή. Όπου στα αρμενικά ακούγεται η κατάληξη -πετ σημαίνει ότι από κοντά περνά μια εξέχουσα φυσιογνωμία: βαρζαπέτ είναι ο δάσκαλος, βαρπέτ ο πρωτομάστορας, βαρδαπέτ ο πρώτος της πνευματικής διδιασκαλίας, ο λόγιος ιερωμένος. Ο άγιος Μεσρόπ που έφτιαξε το αρμενικό αλφάβητο κι όλοι οι μεγάλοι σοφοί των μοναστηρίων και των παλιών πανεπιστημίων ήταν βαρδαπέτες. Έπειτα, σπαραπέτ ήταν ο αρχιστράτηγος, ο μέγας Κατεπάνω των αρμενικών αρμάτων. Και αζαραπέτ ο πρώτος αξιωματούχος στην αυλή των αρμένιων βασιλιάδων, ο Λογοθέτης του Δρόμου. Αλλά και ο Καραπέτ που ξέρουμε εμείς είναι αυτός που πάει μπροστά και οδηγεί το καραβάνι – αυτά όλα αρχίσαμε να τα υποψιαζόμαστε από το πρώτο βράδυ βλέποντας με τι προσοχή οι ελληνομαθείς αρμένιοι προσέρχονταν ν’ ακούσουν αυτά που έλεγε ο Νααπέτ στο τραπέζι.

– Τα πάθη-μας είναι ανεκδιήγητα, την ιστορία-μας να την φανταστείς σαν ένα οδοιπορικό στις ατέλειωτες συμπληγάδες. Πάντα η Αρμενία βρέθηκε στο μέσον. Αποδώ κι αποκεί πιο μεγάλα θηρία από μας. Άλλοτε συμφωνούσαν μεταξύ τους κι έκοβαν τη χώρα-μας στα δυό, άλλοτε την άρπαζε όλην ο δυνατότερος και την έκανε ολοδική-του, όσο να του την πάρει ο άλλος. Άνθρωποι και φύση αυτά μας κάνουν εδώ πέρα. Κοίταξε και πώς είναι βαλμένος ο τόπος-μας: πίσω ο Καύκασος κι από το άλλο μέρος το Αραράτ. Έτσι να κάνουν πως φτερνίζονται οι δυό αυτοί γίγαντες δε μένει λίθος επί λίθου , τέτοιες καταστροφές γνωρίσαμε αλλεπάλληλες…

Πραγματικά· η Υπερκαυκασία, αυτή η βουνοπλαγιά όπου βρίσκεται το σημερινό κράτος των Αρμενίων, δεν είναι παρά ένα γοργό αρμένισμα – ένα κυματάκι λάβα ξέφυγε ξέφυγε από την τρικυμισμένη οροσειρά του Μεγάλου Καυκάσου και χύθηκε προς το Ιράν και τη Μικρά Ασία. Γρήγορα όμως συνάντησε άλλες λάβες που κατέβαιναν από τις αντικρινές βουνίσιες τρικυμίες κι ανάμεσα σ’ αυτά τα κυκλώπεια πάθη σφίχτηκε και μαρμάρωσε, αφού πρόλαβε να μοιραστεί σε δικά-της ορεινά καπετανάτα μ’ ένα πολύπλοκο σύστημα κορφές, πλαγιές κι οροσειρές. Όλη την Υπερκαυκασία τη μοιράζονται τώρα τρία μικρά κράτη, η Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Η τελευταία είναι η πιο μικρή, η πιο ορεινή και κακοπαθημένη μες στη φύση-της και την ιστορία-της. Είκοσι και πλέον οροσειρές την τεμαχίζουν κάθετα, πλάγια, οριζόντια κι εκατό τόσες κορφές δεν αφήνουν να ηρεμήσει η μεγάλη εκείνη αναστάτωση. Από τότε οι Ασύριοι εγέννησαν τους Βαβυλώνιους και οι δυό-τους μαζί τους Μήδες και τους Πέρσες. Συνέχεια ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Σελευκίδες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Πόντιοι, οι Άραβες, οι Μογγόλοι και οι Τούρκοι, πρώτα οι θηριώδεις Σελτζούκοι, έπειτα οι πιο αβροί Οσμανλήδες. Και πάλι Πέρσες, πάλι οι Ρώσοι, κατεβασιές λάβες την ξανακόβαν, την ξαναμοίραζαν. Γι’ αυτό και χάνεται κανείς εύκολα μες στην αρμένικη ιστορία και σ’ αυτά τα βουνά. Ακόμα και ο Νώε, όπως λένε, κατόρθωσε να βρει το Αραράτ με μεγάλες δυσκολίες – προτού φτάσει ως εκεί δοκίμασε ν’ αράξει σ’ άλλες κορυφές, αλλά τα ίδια βουνά του φώναζαν βλέποντάς τον να πλησιάζει: «Λάθος, όχι σε μας. Πήγαινε ψηλότερα στον πιο μεγάλο αδερφό-μας, τον Μασίς, αυτός μόνο δε θα πνιγεί». Είναι πραγματικά τύχη βουνό να βρεις έναν άνθρωπο να οδηγήσει το ταξίδι-σου με γνώση, έναν καλό οδηγό. Ο Νααπέτ έχει τη γνώση, έχει και μεράκι και μια θαυμάσια ικανότητα να ζωντανεύει τις εικόνες παραστατικά και κατασταλαγμένα. Έχει τις αρετές του καλού βιβλίου….

 

Με γνώρισε με τον Νααπέτ ο φίλος που με κάλεσε στην Αρμενία. Τον έφερε το πρώτο βράδυ να γνωριστούμε. « Με τους Έλληνες και την Ελλάδα πάντα γνωρίζεται κανείς για δεύτερη φορά» είπε ο Νααπέτ. Εννοούσε ότι την Ελλάδα την ξέρουν και προτού ταξιδέψουν ως εκεί. Μου άρεσε πολύ αυτό. Ανακαλύψαμε πάντως ότι εδώ και είκοσι τόσα χρόνια είχαμε γνωριστεί με τον Νααπέτ στη Μόσχα. Αλλά οι γνωριμίες θέλουν μια δική-τους ώρα ν’ ανθοβολήσουν.

Ο Νααπέτ μόλις αυτές τις μέρες τελείωσε ένα βιβλίο του. Έχει παραδώσει στον εκδότη τα χειρόγραφα και είναι ελεύθερος για παρέα. Με ρώτησε τι θέλω να δω.

Είπα πρώτο το Αραράτ…

 

Ανεβήκαμε να δούμε το Αραράτ από την ταράτσα του ξενοδοχείου. Ο μεγάλος Μασίς είχε μάσει γύρω-του μια αγκαλιά σύννεφα κι ήταν βυθισμένος στη σιωπή-του. Φαινόταν πολύ καλά ο μικρός. Έλαμπαν μία-μία οι χιονάτες κορδέλες-του στον γαλάζιο κώνο σαν να τις είχε χαράξει καλός γιαπωνέζος χαράκτης. Δεν έρχεται τυχαία αυτή η ανάμνηση. Το αρμένικο βουνό θυμίζει αμέσως τη γραφική κορυφή του Φουτσιγιάμα, όπως μας το έχει δώσει με τα απαλά-της χρώματα και την αέρινη γραμμή -της η γιαπωνέζικη ζωγραφική. Δεξιά, πολύ πιο χαμηλά από το σκεπασμένο μεγάλο βουνό, κάτι άλλες στρουμπουλές γαλάζιες κεφαλές μικραίνουν η μια πιο πέρα από την άλλη. Είναι κι αυτές στραμμένες κατά παράταξη προς το μέρος του Ερεβάν – εδώ λένε: «Ο αρμένικος χορός», όπως εμείς θα λέγαμετσάμικο ή καλαματιανός – κι έτσι πιασμένα από το χέρι τα βουνά αυτά χάνονται στο βάθος, στην κατεύθυνση όπου χτυπούσε άλλοτε η καρδιά της Μεγάλης Αρμενίας, η αλμυρή λίμνη Βαν, η αρχαία Θωσπίτις.

Χορταίνεις στην Αρμενία βουνά και θρύλους.

 Όπως στεκόμαστε στην ταράτσα του ξενοδοχείου, στράφηκε ο Νααπέτ λίγο ανατολικότερα κι έδειξε δυό άλλα βουνά, το ένα αντικριστά στο άλλο. Είναι η Σαμουραμάτα (οι Αρμένιοι λένε Σαμιράμ, όπως εμείς Σεμιραμίδα) και ο πεντάμορφος Αρά, ένας από τους προπάτορες του αρμενικού γένους. Αυτόν η ασυρία βασίλισσα, πρόσωπο ιστορικό του 8ου αιώνα που ο θρύλος τη βύθισε μες στις παλιότερες δοξασίες για τη θεά των ακάδων Ιστάρ, ανέβηκε από την πατρίδα-της και τον κυνήγησε με γυναικεία επιμονή να τον πιάσει και να τον κάνει δια της βίας δικόν -της – είχε πολλά ακούσει για την ομορφιά-του, τόσο που έχασε την ησυχία-της. Ο Αρά δεν την ήθελε και πήρε τα βουνά να γλιτώσει. Εκεί κάπου όπου είναι τώρα τα δυό βουνά τον έφτασε και ακούγοντας με τ’ αυτιά-της το τελευταίο όχι τον σκότωσε. Σε μια αρχαιότερη παραλλαγή ο θρύλος λέει πως η Σαμουραμάτα κλαίγοντας απάνω στο κορμί του Αρά κατόρθωσε να τον αναστήσει – συμβολίζει λοιπόν η μορφή αυτή την αιώνια άνοιξη – αλλά αργότερα η χριστιανική έκδοση έξυσε από την ιστορία τη χαρμόσυνη παγανιστική κατάληξη, όπως και πολλά άλλα, για τα οποία σήμερα λυπούνται οι Αρμένιοι επισκοπώντας τη θλιβερή-τους ιστορία. «Ο χριστιανισμός μας έκανε πολύ κακό» μου είπε εκείνη κιόλας την ημέρα ο Νααπέτ, αλλά αυτή τη σκέψη την αφήσαμε τότε για να επανέλθουμε αργότερα από μια άλλη αφορμή…

 

Σε μια τοποθεσία έξω από το Ερεβάν ένας αρχιτέκτονας έστησε μια αψίδα. Ο αρχιτέκτονας δε ζει τώρα, πέθανε νέος.

«Στηρίζαμε μεγάλες ελπίδες» μου είπε ο Νααπέτ. Η αψίδα είναι αφιερωμένη στον ποιητή Εγκισέ Τσαρέντς. Έχουν χαράξει και μερικούς στίχους-του που μιλάνε για το Αραράτ. Το νόημά -τους είναι πως δεν υπάρχει στον κόσμο επιβλητικότερο κι ομορφότερο βουνό από αυτό.

Ήταν η δεύτερη προσπάθεια-μας να δούμε την κορφή του Αραράτ.

Αφήσαμε το αυτοκίνητο κι ανεβήκαμε μια ραχούλα. Εκεί απάνω είναι η αψίδα χτισμένη με κοκκινωπό πωρόλιθο. Το μονοπάτι μας έφερε σ’ ένα σημείο όπου η αψίδα του ποιητή μεταμορφώνεται σε ρόδινη κορνίζα και μέσα εκεί παρουσιάζεται ξαφνικά ο δικέφαλος αητός της Αρμενίας.

Δυστυχώς το μεγάλο βουνό ήταν ακόμα στα σκεπάσματά του.

Η τοποθεσία είναι μοναδική γι’ αυτόν το σκοπό. Πρώτης τάξεως βίγλα. Το έδαφος κυλάει μαλακά και πάει ως κάτω βαθιά που περνά ο Αράξης ορίζοντας και τα σύνορα με την Τουρκία και πιο πέρα με την Περσία. Η ορατότητα είναι θαυμάσια, τόσο που νομίζεις πως θα δεις εκεί απέναντι τους Τούρκους στα χωράφια- τους. Λέει όμως ο Νααπέτ πως τα μέρη αυτά τα έχουν ουσιαστικά εγκαταλείψει οι Τούρκοι, δεν τα καλλιεργούν. Και τι ανάγκη τα έχουν; Τι είναι για την Τουρκία αυτές οι άνυδρες πλαγιές; Ενώ για την αρμενική οικονομία το χώμα είναι χρυσάφι και το νερό του Αράξη ακριβότερο κι από χρυσάφι. Η περίφημη κοιλάδα του Αράξη σε άλλους καιρούς δε χώριζε, μα ένωνε τον τόπο. Ένωνε κόσμους και κόσμους, τη μακρινή Δύση και τη μακρινή Ανατολή, την Ευρώπη και την Ασία.

Πραγματικά, όταν κοιτάζεις αποδώ ψηλά είναι σα να βλέπεις μια πελώρια χοάνη ανάμεσα σε ουρανό και γη, έναν μεγάλο δρόμο που άνοιξε η φύση να διαβαίνουν λαοί και έθνη. Αυτό γινόταν εδώ πέρα από κτίσεως κόσμου. Ο τόπος έχει φως και άπλα, πολύ μεγάλη ευρυχωρία. Σ’ όποιο σημείο να σταθεί το μάτι-σου οι γραμμές-του σε παίρνουν ήσυχα και σε πάνε πιο μέσα, πιο πέρα. Ακόμη και τ’ αντικρινά βουνά, παρόλο τους το ύψος, είναι κι αυτά οριζοντιωμένα, μακρουλά, χαϊδεμένα, προχωρούν όχι απάνω προς τον ουρανό – αυτό το παιχνίδι το έπαιξαν κάποτε και το χόρτασαν, το σταμάτησαν – αλλά τα μεν στην ανατολή, τα δε στη δύση. Είναι κι αυτά σε μια ανθρώπινη πορεία. Η ιδέα του δρόμου δεσπόζει σ’ όλα. Και η κοιλάδα με το ποτάμι σβήνει πέρα μακριά χωρίς εμπόδια. Αφήνει μια αίσθηση πως κάπου εκεί κοντά είναι φωτεινές θάλασσες και τα ταξίδια αποκεί και πέρα πάνε με τα καράβια.

Βέβαια οι θάλασσες είναι μακριά και το υψόμετρο μεγάλο. Είμαστε στα χίλια μέτρα, αλλά στο πανύψηλο τείχος που σχηματίζουν  τα βουνά  από τα ορεινά συγκροτήματα του Καυκάσου ως κάτω στον περσικό κόλπο αυτή εδώ είναι η πιο μεγάλη πύλη ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Χρόνο να έχεις να στρωθείς εδώ απάνω και ν’ αφήσεις αναδρομικά να περνάν από μπροστά-σου οι φυλές, οι στρατοί, τ’ αμέτρητα καραβάνια που διαβήκαν αποδώ μέσα· αρμένιοι, πέρσες, ρωμιοί έμποροι· μεγάλοι γνωστοί ταξιδευτές κι άλλοι πιο μικροί κι άγνωστοι· πέρσες, άραβες, τούρκοι φοροεισπράχτορες· σύριοι και βυζαντινοί καλόγεροι· ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και πίσω από κείνον οι λεγεώνες του Αντωνίου να μπαίνουν και να ρημάζουν τα Αρτάξατα, δυό βήματα μόλις πιο κάτω· οι χίλιοι-μύριοι του Ξενοφώντα· τέλος κι ο πατέρας της Ιστορίας απάνω σε μια καμήλα κι οι επίλεκτοι αρμένιοι τοξότες αφ’ ίππων, που κατεβαίνουν στο ποτάμι να σμίξουν το στρατό των Μήδων και μέσα από τον Αράξη να τραβήξουν για τα βουνά του Μπιουρακάν και του Πόντου ως τον Ελλήσποντο και τις Θερμοπύλες . « Όλοι αποδώ πέρασαν» λέει ο Νααπέτ. «Αποδώ, κι ας μη σου κακοφανεί, διάβηκε κάποτε κι ο μακρινός πρόγονος με την αρμένικη μύτη του ποιητή-σας Καβάφη. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Κοίταξε εκεί πέρα στο βάθος, σε κείνα τα γκρίζα βουνά, όπου μαυρίζουν σειρές – σειρές κάτι σκοτεινές τρύπες. Είναι σπηλιές. Εκεί είχαν τα λημέρια-τους οι ληστές που λήστευαν τα καραβάνια, ο φόβος κι ο τρόμος για κείνους που θα περνούσαν αποδώ χωρίς ισχυρή συνοδεία…»

Αυτά όμως είναι τόσο παλιά. Τους αφιερώνει λίγα λόγια για μια σύντομη ενημέρωση. Και πάλι γυρίζει εκεί που κοιτάζαμε και πριν, στην κορυφογραμμή του Αραράτ και των άλλων χαμηλότερων βουνών που χάνονται μες στην Τουρκιά:

«Η Αρμενία είναι αποκεί και πέρα, αποκεί αρχίζει. Εμείς εδώ τι είμαστε; Αν κάθε χώρα για να λειτουργήσει κανονικά πρέπει να είναι ένας ολοκληρωμένος οργανισμός, όπως είναι ας πούμε το σώμα του ανθρώπου, εμείς εδώ με το σημερινό μας κράτος είμαστε «ό,τι απόμεινε», είμαστε το πολύ – πολύ ένα κεφάλι μόνο κι αυτό όχι ολόκληρο, αλλά για την ακρίβεια το καύκαλο-του. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσεις ρίχνοντας μια ματιά στο χάρτη. Δες πού φτάνουν τα όρια του αρμενικού οροπεδίου που έχει ακριβώς στη μέση αυτά τα βουνά εκεί πέρα, το συγκρότημα του Αραράτ. Είναι μια μεγάλη ορεινή χώρα. Αλλά με τα ποτάμια-της, με τις κοιλάδες-της, τους σιτοβολώνες-της, τα λιβάδια-της, όλα όσα χρειάζονται για να θρέψει το λαό-της. Μια έκταση περίπου τετρακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα, λογαριάζοντας και τούτη τη γωνιά, που είμαστε δεν είμαστε τριάντα χιλιόμετρα. Να λοιπόν η δική μας χαμένη πατρίδα, από το Αραράτ και πέρα. Λογάριαζε δεξιά ως την ποταμιά του Ευφράτη, περίπου ως εκεί που ήταν η παλιά Κομμαγηνή, έπειτα ευθεία στην ανατολή, πάνω από τα βουνά της Έδεσσας και τον άνω ρου του Τίγρη ως τη λίμνη Ούρμια, την αρχαία Ματιανή. Εκεί ήταν τα σύνορα με το περσικό οροπέδιο…

Εκεί μέσα είναι οι βωμοί-μας, οι πηγές που τώρα δε λαλούν, τα εριεπωμένα- μας μαντεία…Αλλά ας αφήσουμε τη γεωγραφία, ρώτα κι εδώ τώρα τους ζωντανούς. Ρώτησε όποιον θέλεις. Μόνο οι δύο στους δέκα θα σου πουν πως ο πατέρας-τους κι ο παππούς-τους γεννήθηκαν κάπου εδώ στη σημερινή Αρμενία. Οι νέοι ναι, αλλά εμείς οι παλιοί είμαστε ξενοφερμένοι. Οι πιο πολλοί από τις αρμένικες περιοχές που είναι εδώ κοντά. Οι άλλοι δεν πρόλαβαν. Τους έφαγε το μαχαίρι του Τούρκου και του Κούρδου, άλλοι χάθηκαν στα βουνά και στις ερήμους…»

 

…Γυρίσαμε στην πόλη κάτω από ξαφνική βροχή. Ο φίλος-μας είχε κουραστεί, φαινόταν λυπημένος. Ο σωφέρ τράβηξε ίσια στο ξενοδοχείο. Ενώ πήγαινε να παρκάρει απότομα ξύπνησε ο Νααπέτ. «Τσε, τσε!» (Όχι) είπε στο σωφέρ και γέρνοντας του έδωσε οδηγίες. «Θέλω να δεις κάτι ακόμα» γύρισε σε μένα.

Ανεβαίνουμε έναν πράσινο λόφο.

– Όταν ήρθαμε από την Ελλάδα αυτά τα δέντρα δεν υπήρχαν. Ήταν σωρός πέτρες όπως όλα εδώ πέρα. Μας είχαν στεγάσει στον προσφυγικό συνοικισμό. Εμάς, μικρά παιδιά, μας φέραν εδώ στο λόφο και τον καθαρίζαμε από τις πέτρες. Τον σκάβαμε, τον ποτίζαμε, φυτεύαμε τα δέντρα που βλέπεις. Δεν ξέρω πόσα έχω φυτέψει με τα χέρια -μου…

Ανηφορικό δασάκι. Το έδαφος φαίνεται πολύ σκληρό. Εδώ κι εκεί είναι γυμνό, μεγάλες πέτρινες φλούδες χάνονται και ξαναβγαίνουν, τα δέντρα μεγαλώνουν αργά.

Σ’ αυτό το λόφο είναι το μνημείο των πεσόντων στις μεγάλες σφαγές, το Μνημείο του Γκενοσίντ. Η συνταραχτικότερη λέξη στο λεξιλόγιο των Αρμενίων. Μπορεί να μην ξέρει ο Αρμένιος και δεν ρωτά να μάθει πού τη βρήκαν και του την έφεραν, τούρκικη είναι, ελληνική, φράγκικη, ρώσικη. Τώρα είναι ολοδική-του. Την ξέρουν όλοι μεγάλοι και μικροί, όπως κάθε άλλη λέξη που την άκουσαν από τη μητέρα -τους. Όταν την προφέρουν δεν ακούς να κάνουν διάκριση από τις δικές-τους λέξεις. Ρώτησα τον Νααπέτ: δεν έχουν μια -δυό τέτοιες λέξεις δικές τους; Έχουν και παραέχουν. Είχαν κι απ’ αυτά ένα σκασμό οι παππούδες-τους. Είχαν κι απ’ αυτά ένα σκασμό οι παππούδες-τους. Γκενοσίντ δεν είχαν. Το Γκενοσίντ είναι ένα και μοναδικό – το τραγικό 1915 και 1916, ενάμισι εκατομμύριο ψυχές, όλες κάτω, θερισμένες από το δρεπάνι της πιο μεγάλης συμφοράς – από την πείνα, από το μαχαίρι, σπασμένα κεφάλια στις χαράδρες, οι σκοτωμένοι αρμένιοι διανοούμενοι της Κωνσταντινούπολης, τ’ άδεια σπίτια, τα ξεκληρισμένα δώδεκα αρμενικά βιλαέτια. Τα άλλα πριν απ’ αυτό ήταν κάτι πολύ διαφορετικό: ήταν δηώσεις, σφαγές, κατατρεγμοί, πογκρόμ. Ήταν ντζαρτ, κοτουρούμ, κορτσανούμ, πάρα πολλά τέτοια επί του απαίσιου Αβδούλ Χαμίτ κι έπειτα από τους Νεότουρκους ως αυτή την τελευταία καταστροφή.

Το μνημείο είναι από τα λιτά το λιτότερο. Αλλά είναι ακριβώς η λιτότητα όπου η τέχνη συναντιέται όμορφα με την αλήθεια-της.

Είμαστε σ’ ένα στρογγυλό χώρο που είναι κλειστός και ανοιχτός μαζί – δώδεκα μεγάλα δάχτυλα γύρω – γύρω μας δείχνουν αυτό που πρέπει να κάνουμε: να προχωρήσουμε ως το κέντρο και να σκύψουμε σιωπηλά πάνω στη φλόγα που σιγοκαίει. Είπα δάχτυλα. Για την ακρίβεια είναι δώδεκα μεγάλες πλάκες από γρανίτη, εφτά ή οχτώ μέτρα ύψος – μια για το κάθε ξεκληρισμένο βιλαέτι. Και τίποτα δε δείχνουν, ούτε λένε. Είναι κι αυτές οι πέτρες προσκυνητές σαν εμάς, από κάπου ήρθαν κι έσκυψαν πάνω από τη φλόγα.

Όλα τα έχουν μετρήσει όπως ξέρει να μετράει ο καλός τεχνίτης. Απόξω, όσο πλησιάζουμε μέσ’ από τον ανοιχτό χώρο, ένα είδος πλατεία στην κορυφή του λόφου, οι πλάκες δε φαίνονται τόσο μεγάλες όσο είναι στην πραγματικότητα. Ούτε μπορεί κανείς να συλλάβει σωστά την κλίση-τους, την κίνησή-τους. Περνώντας ανάμεσά-τους κατεβαίνουμε λίγα σκαλάκια. Κατεβαίνοντας νιώθουμε αυτά τα πελώρια χατσκάρ να πέφτουν εμπρός και να σταματούν, όπως γέρνει κανείς να δεηθεί ή να σκεφτεί. Πιο στενωπά στην επίπεδη κορυφή-τους, παρά στη βάση-τους, γράφουν κι εκεί απάνω έναν κύκλο μέσα στον οποίον ο ουρανός έρχεται και μας σκεπάζει σαν ένας τρούλος του λιτού αυτού οικοδομήματος.

Τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει – μόνο εμείς και η φωτιά, η ομαδική ψυχή – τόσων αδικοχαμένων.

Τρέμει η καρδιά-σου μ’ αυτά που σκεφτεσαι, μ’ αυτά που έγιναν.

Και σκέφτεσαι μαζί με τ’ άλλα πόσο η τέχνη κερδίζει όταν την οδηγεί μεγάλο και υπεύθυνο αίσθημα. Πραγματικά βουρκώνουν τα μάτια σου. «Έτσι γίνεται με όλους, λέει ο Νααπέτ. Έχω φέρει Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς…Όλοι το ίδιο…»

Ανεβαίνουμε τα σκαλάκια. Πιο πέρα μια πέτρινη ακίδα τινάζεται ψηλά σαΐτα σαράντα ως πενήντα μέτρα ύψος, ιδέα της έξαρσης και της ανάτασης.

Στεκόμαστε λίγο κι εκεί μπροστά σ’ αυτή την άλλη ιδέα, ώσπου νιώθω το Νααπέτ να με τραβά: «Άστο αυτό».

Με πάει ως την άκρη της πλατείας, εκεί που το έδαφος παίρνει κάπως απότομα την κατηφοριά. Με σταματά ανάμεσα σε δυό δέντρα: «Κοίτα τώρα εκεί».

Ο ουρανός καθάρισε απόλυτα. Αποκεί ψηλά είδα επιτέλους το Αραράτ.

Ήταν χωρίς τα σύννεφά -του, μόνο τα χιόνια. Η μεγάλη κορυφή ολοκάθαρη ως πάνω σ’ ένα σημείο απίστευτο. Απίστευτα ήταν όλα-του μαζί, το ύψος, ο όγκος, ο τρόπος που όλη αυτή η μάζα, αυτό το πελώριο χατσκάρ, γράφεται στον ουρανό χάρη ακριβώς στα αιώνια χιόνια -του, αλλιώς θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις πού τελειώνει το βουνό κι αρχίζει ο ουρανός.

Είναι μεγάλο απερίγραπτα κι επιβλητικό…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: