Θηρασιά, Θηρασιά, θα σε κλέψω μια βραδιά…

Αν έχεις βαρεθεί να διαβάζεις θερινά αφιερώματα για διακοπές σε μαγικά νησιά και ονειρεμένα μέρη, μην ανησυχείς. Η Θηρασιά δεν είναι κάτι από τα παραπάνω. Και για αυτό ακριβώς είναι μοναδική στο είδος της…

Σε μαγικά νησιά θέλω να βρεθούμε…

Αν έχετε βαρεθεί τα διακοπικά αφιερώματα σε εξωτικά μέρη, με ονειρικές παραλίες και μοναδικά τοπία, που εξηγούν πόσο ωραία μπορείς να περάσεις σε διάφορα νησιά και θέρετρα, όχι όμως πού θα βρεις τα χρήματα για όλα αυτά, ένα αφιέρωμα στη Θηρασιά είναι ίσως αυτό που χρειάζεστε. Όχι γιατί είναι φτηνό το νησί -κάθε άλλο- αλλά γιατί είναι πρακτικά αδύνατο να κάνει κάποιος το λάθος να την επισκεφτεί και να φύγει ενθουσιασμένος, εκτός κι αν ψάχνει ένα ησυχαστήριο, για να γράψει το βιβλίο του, αντλώντας έμπνευση από το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.

Στα αντίστοιχα αφιερώματα σε νησιά-“αουτσάιντερ”, πέφτεις πάνω σε κλισέ τίτλους για “κρυμμένους θησαυρούς”, “το μυστικό του Αιγαίου” κτλ. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Αν δεν ακούς πολλά για τη Θηρασιά, είναι γιατί οι περισσότεροι δεν έχουν κανένα λόγο να πάνε εκεί, και όσοι βρέθηκαν κατά λάθος, δε θέλουν να μιλάνε για αυτό και δεν έχουν λόγους να το θυμούνται.

Η Θηρασιά είναι το μικρό αδελφάκι της Θήρας και το κομμάτι του νησιού που αποκολλήθηκε από το υπόλοιπο, μετά την έκρηξη του ηφαιστείου πριν από 3,5 χιλιάδες και βάλε χρόνια -αυτή που μπορεί να προκάλεσε τσουνάμι, εμπνέοντας το μύθο της διάνοιξης της Ερυθράς θάλασσας από το Μωυσή, και είναι πιθανό να ευθύνεται για την ανεξήγητη τάση των κατοίκων του Ηρακλείου να στρέφουν την πλάτη τους προς τη θάλασσα, για να μη θυμούνται τα δεινά που υπέφεραν εξαιτίας της- και γκρέμισε το ενδιάμεσο, συνδετικό μέρος. Αλλά αν το ηφαιστειακό τοπίο της Σαντορίνης έχει φανατικούς θαυμαστές και αρκεί για να το κατατάξει στις προτάσεις πολλών τουριστικών οδηγών με τα καλύτερα μέρη του κόσμου που πρέπει να επισκεφτεί κανείς στη ζωή του, η Θηρασιά είναι απλώς… κρανίου τόπος -από τουριστικής άποψης- με δανεική ζωή από την Οία απέναντι, σε ένα και μόνο σημείο, με προθεσμία λήξης το τελευταίο καραβάκι το απόγευμα, για να γίνει ξανά κολοκύθα, μόλις πέσει το φως της νύχτας, ως το επόμενο πρωί.

Αν είσαι στην Οία, μπορείς να περάσεις τη μισή σου μέρα στη βιτρίνα του νησιού και να μην καταλάβεις τίποτα από την πραγματική του εικόνα. Αν είσαι ήδη στο νησί όμως, μπορείς να φτάσεις εκεί μόνο με καραβάκι από το λιμάνι στην άλλη μεριά, ή να κατέβεις από τη Χώρα ένα στριφογυριστό δρόμο σα φιδάκι, που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ κι ας βλέπεις τη θάλασσα ακριβώς κάτω σου, να σε περιμένει. Κι αν στο κατέβασμα κάνεις απλώς υπομονή και κατρακυλάς, τι γίνεται στην επιστροφή, όπου μες στο κατακαλόκαιρο είναι σχεδόν απαγορευτική η άνοδος; Την απάντηση στη δίνουν τα πιο υπομονετικά ζώα του κόσμου, τα συμπαθέστατα γαϊδουράκια -που αν δεν κάνω λάθος είχαν γίνει θέμα που απασχόλησε την επικαιρότητα, εξαιτίας της παρέμβασης φιλόζωων για την κακομεταχείρισή τους. Και αν για κάποιο λόγο δεν τα συνάντησες κατεβαίνοντας, υποψιάζεσαι όμως την παρουσία τους, βλέποντας τα σημάδια που αφήνουν καταγής στο δρόμο -θαρρείς για να μη χαθούν- ενώ κάνουν τη φυσική τους ανάγκη.

Εξάλλου, τα ίδια ακριβώς σημάδια συναντάς και στη Χώρα, αφού κανείς δεν κάνει τον κόπο -ή δεν έχει λόγο- να τα μαζέψει άμεσα, και έτσι κάνεις ένα μικρό ταξίδι στο χώρο κι αντιλαμβάνεσαι πόσο διαφορετικά έμπαινε σε άλλες -όχι και τόσο μακρινές- εποχές το πρόβλημα της ρύπανσης από τα καύσιμα των “οχημάτων”.

Η Χώρα είναι από μόνη της άλλο ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και απολύτως ξεχωριστή στο είδος της, σαν τον παλαίμαχο Στέλιο Μανωλά -και όχι απλά επειδή μοιράζονται το ίδιο όνομα. Δεν πρέπει να υπάρχει, για παράδειγμα, άλλη Χώρα στη χώρα μας, που να μην έχει μια κεντρική πλατεία ή ένα καφενείο τουλάχιστον, για να ρωτήσεις τους μπαρμπάδες πώς θα βρεις το σπίτι με τα μοναδικά ενοικιαζόμενα δωμάτια, ενός Ελληνο-Αμερικανού, που έρχεται να σε παραλάβει με το βανάκι του από το λιμάνι. Και στα δωμάτιά του νιώθεις πως είσαι στο μπαλκόνι του Αιγαίου, με θέα τη Σαντορίνη και την Ίο, και ένα τρομερό ηλιοβασίλεμα προς τη μεριά της Μήλου στο βάθος, όπου έχεις δύο επιλογές. Ή να κοιτάξεις δυτικά τη θάλασσα να καταπίνει λαίμαργα το κόκκινο χάπι της, καθώς κάνει βουτιά ο ήλιος. Ή να γυρίσεις από την άλλη πλευρά, προς την Οία, και να δεις ένα “φαντασμαγορικό” τουριστικό θέαμα, με δεκάδες φλας να αστράφτουν ανά δευτερόλεπτο, από τους συνωστισμένους τουρίστες της Σαντορίνης, λες και βλέπουν τελικό Μουντιάλ ή Τσάμπιονς Λιγκ.

Τουλάχιστον η Χώρα έχει εκκλησία και ιερέα, που σου δίνει αφορμή για “Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας”, πάνω στα μονοπώλια και το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Γιατί ως γνωστόν, το μονοπώλιο είναι οικονομική σχέση με γιγάντια μεγέθη, επιχειρήσεις και συμφωνίες ομίλων (τραστ, κονσόρτσιουμ κτλ) που τείνουν να μονοπωλήσουν την παγκόσμια αγορά, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχουν σφοδρό ανταγωνισμό -με τον οποίο έρχονται σε συνεννόηση για να ελέγξουν έναν κλάδο, αλλά εξακολουθούν να συγκρούονται. Ο μπακάλης -από την άλλη- που “μονοπωλεί” την αγορά σε ένα χωριό ή μια Χώρα, δεν μπορεί ποτέ να κυριαρχήσει σε μια χώρα ολόκληρη και δεν ανήκει στην οικονομική κατηγορία του μονοπωλίου, απλά και μόνο επειδή είναι το μοναδικό κατάστημα της περιοχής. Μονοπώλιο ή μη βέβαια, δεν παύει να είναι έμπορος. Και το μικρό του μέγεθος δεν τον κάνει καλύτερο άνθρωπο, όταν εκμεταλλεύεται τη θέση του, για να ρίξει τρελό καπέλο στις τιμές -και αν δε σου αρέσει, η μόνη επιλογή που έχεις είναι να πάρεις το καραβάκι για την Οία απέναντι και να τα βρει ελαφρώς φτηνότερα. Και αν η ιδιότητα του καταστηματάρχη συμπίπτει με αυτήν του παπά του χωριού, καταλαβαίνεις πόσο αδαμάντινος χαρακτήρας είναι.

Ρε παιδιά, κάνα καφενείο παίζει;

Σε ευθεία αντίθεση -πάντως- με αρκετούς πιστούς της ενορίας του, που μπορεί να σε σκλαβώσουν με την εξυπηρέτησή τους, ακόμα και για τα πιο εξεζητημένα πράγματα, όπως πχ την ιδιαίτερη “υπηρεσία” παραγγελιών, που αντικαθιστά τους κλασικούς ντελιβεράδες. Το γυράδικο (σουβλατζίδικο -δε θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα) στο λιμάνι γνώριζε πως είμαστε οι μοναδικοί τουρίστες στο νησί -τέλη Αυγούστου- και αντί να μας φέρει το φαγητό (Μωάμεθ) προσφερόταν να μεταφέρει εμάς (το βουνό) στο μαγαζί του και να μας γυρίσει πίσω δωρεάν, για να μην πάει χαμένη η μέρα του. Και εδώ οι τιμές ήταν αρκετά πιο φυσιολογικές και όχι (αντιδιαλεκτικά) αποκομμένες από την ποιότητα.

Οι παραπάνω περιγραφές εστιάζουν συνειδητά μόνο στα αξιοπερίεργα σημεία που μπορεί να συναντήσει κανείς στο νησί και κατά μία έννοια το καθιστούν μοναδικό. Κι αν κάπου έχουν μια δόση υπερβολής και αρνητισμού απέναντι στο νησί, φταίει η ζέστη, τα (τιμο)λόγια του παπά, και η απίθανη έμπνευση μιας φίλης -τι τους θέλεις τους εχθρούς- για το νησί, γιατί την είχε σημαδέψει η σκηνή μιας ταινίας που είχε γυριστεί εκεί. Κανείς δε θυμάται την ταινία, κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει όμως την παρουσία του στη Θηρασιά. Και ας μην είχε καμία -ούτε μία- παραλία που να μας αποζημίωσε και να δικαιολογούσε τη φήμη των Κυκλάδων.

Έχοντας τώρα λοιπόν τα δεδομένα υπόψη σου, φίλε αναγνώστη, μπορείς να κρίνεις και να πάρεις την τύχη στα χέρια σου. Μπορείς πχ να διαλέξεις απλώς μια βόλτα με το καραβάκι από την Οία, για μισή μέρα, σε μια πανάκριβη τουριστική αθλιότητα (το σημείο-βιτρίνα όπου και καταλήγουν τα καραβάκια). Ή να επιλέξεις να μείνεις για περισσότερες μέρες -έστω και δύο- και να ζήσεις μια εμπειρία διαφορετική από τις άλλες, που τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Εσύ αποφασίζεις…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: