“Η γνώση αναπτύσσεται και προοδεύει μόνο ως δημόσιο αγαθό” – Απόφαση της Συνέλευσης του ΠΤΔΕ στο ΑΠΘ

Ανακοίνωση της συνέλευσης των καθηγητών του ΠΤΔΕ για τις επικείμενες αλλαγές στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Η κυβέρνηση, δια της Υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως, έχει παρουσιάσει τις βασικές επιδιώξεις της για την ανώτατη εκπαίδευση, που μπορούν να συνοψιστούν στη δημιουργία ενός πανεπιστημίου αυτόνομου, αυτοδιοικούμενου, αξιολογούμενου, ανταγωνιστικού και εξωστρεφούς.

Οι επιδιώξεις αυτές πρόκειται να προωθηθούν με μέτρα τα οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην «απελευθέρωση» των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα, την προώθηση συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τη δημιουργία εταιριών για την επιχειρηματική εκμετάλλευση της παραγόμενης γνώσης και την ενίσχυση της διασύνδεσης των ΑΕΙ με την αγορά εργασίας. Στις σχετικές με τα προηγούμενα αλλαγές που προτίθεται να υλοποιήσει η κυβέρνηση, περιλαμβάνονται η διεύρυνση της αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα και η σύνδεση των αποτελεσμάτων της με τη δημόσια χρηματοδότηση, η ενίσχυση του ελεγκτικού ρόλου της ΑΔΙΠ, η σύναψη προγραμματικών συμφωνιών του Υπουργείου Παιδείας με τα πανεπιστήμια και η καθιέρωση ανώτατου χρονικού ορίου ολοκλήρωσης των προπτυχιακών σπουδών.

Έχοντας υπόψη ότι οι αλλαγές οι οποίες έχουν ήδη συντελεστεί στα ΑΕΙ και αυτές που επιδιώκεται να υλοποιηθούν συνδέονται ποικιλότροπα με οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές αντιλήψεις, εκφράζοντας στρατηγικές με νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό πρόσημο, και με δεδομένο ότι στην παράδοση και αποστολή του πανεπιστημίου εγγράφεται οργανικά ο αναστοχασμός επί όλων των κρίσιμων εξελίξεων στην κοινωνία και την εκπαίδευση, αντί της άκριτης αποδοχής τους ως φυσικών φαινομένων, θεωρούμε αναγκαίο να απευθυνθούμε στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στις φοιτήτριες και τους φοιτητές, σε όλη την κοινωνία, παρουσιάζοντας τις απόψεις μας επί των σχεδιαζόμενων αλλαγών.

Η αυτονομία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων την οποία επαγγέλλεται η κυβέρνηση αφορά ουσιαστικά την ενίσχυση της υπαγωγής τους στους κανόνες της αγοράς, εντός της οποίας θα πρέπει να αναζητούν τους αναγκαίους για τη λειτουργία τους πόρους. Η κυβέρνηση αξιοποιεί την οικονομική κρίση και την καταστροφική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης για να ωθήσει τα πανεπιστήμια σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από πρακτικές εμπορευματοποίησης του διδακτικού και ερευνητικού τους έργου. Όμως, η συσσωρευμένη διεθνής εμπειρία και γνώση αναφορικά με τις συντελούμενες διαδικασίες νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας καταμαρτυρούν το γεγονός ότι ακριβώς εκείνο που έχουν ως συνέπεια είναι η απώλεια της αναγκαίας για την πλειονότητα της κοινωνίας αυτονομίας του πανεπιστημίου, της αυτονομίας της έρευνας και της διδασκαλίας από αγοραία συμφέροντα και επιδιώξεις, της αυτονομίας του ερευνητικού και διδακτικού προσωπικού από γραφειοκρατικούς και οικονομικούς εξαναγκασμούς που ωθούν στην παραγωγή εμπορεύσιμων αποτελεσμάτων.

Οι επιδιώξεις της κυβέρνησης δεν συνιστούν κάτι καινούριο, δεν αφορούν κάποια ριζικά διαφορετική πολιτική εν συγκρίσει με εκείνες που εφαρμόζονταν μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τη συστηματική προσπάθεια περαιτέρω αποσάθρωσης του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα μεταλλάσσονται σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, με συνέπειες αρνητικές για τα ιδρύματα και την πλειονότητα της κοινωνίας, ίδιες με αυτές σε άλλες χώρες, οι οποίες έχουν καταγραφεί σε πολλές έρευνες και μελέτες διεθνώς.
Τα ΑΕΙ στη χώρα μας βρίσκονται αντιμέτωπα με την καθημερινή υποβάθμιση των υποδομών τους, με μεγάλες ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, τη στιγμή που σημαντικό μέρος των φοιτητριών και φοιτητών δυσκολεύονται να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους, ενώ η παρατεταμένη οικονομική κρίση αποσταθεροποιεί τις επαγγελματικές προοπτικές, απαξιώνοντας τις σπουδές και τα πτυχία τους.

Όπως είναι πλέον εμφανές διεθνώς και στην Ελλάδα οι πρακτικές διαρκούς αξιολόγησης του ερευνητικού έργου, συνυφασμένες με ανταγωνιστικές διαδικασίες επίδειξης επιδόσεων, σε συνάρτηση με την αύξηση των μορφών επισφαλούς εργασίας στα ΑΕΙ οδηγούν σε προσπάθεια συσσώρευσης ποσότητας δημοσιεύσεων και γενικά επίτευξης ποσοτικών αποτελεσμάτων, όσον αφορά ετεροαναφορές, συμμετοχές σε συνέδρια και προγράμματα. Επιβάλλεται στα πανεπιστήμια ένα σύστημα γραφειοκρατικής παρακολούθησης του ερευνητικού έργου, το οποίο επιδιώκει να μετρήσει την «παραγωγικότητά» τους ως εάν να ήταν εργοστάσια με γραμμή παραγωγής φορντικού τύπου. Και ενώ επισήμως δίνεται έμφαση στην ποιότητα, τελικά το γραφειοκρατικό σύστημα αξιολόγησης καταγράφει επιδερμικά και στερεότυπα ποσοτικά μεγέθη και ωθεί το ακαδημαϊκό προσωπικό στην επίτευξη ανάλογων αποτελεσμάτων, σε βάρος του ουσιαστικού ερευνητικού έργου. Αισθητή, πλέον, είναι η υποχώρηση των μακρόπνοων ερευνητικών εγχειρημάτων στις κοινωνικές επιστήμες, η αντικατάσταση της κριτικής οξυδερκούς ανάλυσης κρίσιμων κοινωνικών φαινομένων και προβλημάτων από την άκριτη παράθεση πληροφοριών και παραθεμάτων, την κομφορμιστική επανάληψη κοινοτοπιών.

Η διαρκώς πιο στενή σύζευξη των πανεπιστημίων με τον επιχειρηματικό κόσμο, ο προσανατολισμός της ερευνητικής δραστηριότητας στη διεκδίκηση ιδιωτικής χρηματοδότησης, η υπαγωγή της γνώσης που παράγεται στα ΑΕΙ σε καθεστώτα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, προκειμένου να αξιοποιηθεί ως ανταγωνιστικό εργαλείο στην αγορά, επιφέρουν ριζική αναδιάρθρωση στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενισχύουν εκτενώς ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των μελών της, διαμορφώνουν τομείς, τμήματα και σχολές πολλών ταχυτήτων.
Η μετάλλαξη του πανεπιστημίου σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση πλήττει σαφώς και το διδακτικό έργο. Η αναγωγή της σχέσης των διδασκόντων προς τους διδασκόμενους σε εμπορευματική σχέση προς πελάτες-καταναλωτές συνιστά αποξένωση των μεν από τους δε, κατάρρευση των παιδαγωγικών δεσμών και παρακμή της διδασκαλίας σε τυποποιημένη διαδικασία μετάδοσης πληροφοριών, ταξινομημένων σε κατακερματισμένες ενότητες.

Συχνά τα πανεπιστήμια ενοχοποιούνται για τη μη αντιστοιχία των σπουδών που προσφέρουν με την αγορά εργασίας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα τα ελληνικά πανεπιστήμια παρακολουθούν όλες τις βασικές τάσεις στην επιστήμη και την τεχνολογία. Η αγορά εργασίας είναι εκείνη που δεν ακολουθεί παντού και πάντα τις τάσεις της επιστήμης και τις δυνατότητες της τεχνολογίας, αλλά, λειτουργώντας με όρους ιδιωτικής κερδοφορίας και ανταγωνισμού, κινείται με χαώδη, εξόχως απρόβλεπτο τρόπο. Δεν είναι, λοιπόν, τα πανεπιστήμια εκείνα τα οποία βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις δυνατότητες και ανάγκες της εποχής. Τα πανεπιστήμια σαφώς δεν ευθύνονται για την παρατεταμένη οικονομική κρίση, την απουσία επενδύσεων, την ανεργία και την επισφαλή-ελαστική απασχόληση. Η πίεση προς αυτά να προσαρμοστούν στη διαρκώς απρόβλεπτη αγορά εργασίας, στα ιδιωτικά συμφέροντα μιας εγγενώς ανεξέλεγκτης οικονομίας, θα έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της προσφερόμενης επιστημονικής μόρφωσης, της συστηματικότητας και της ευρύτητας των σπουδών, τη μετατροπή τους σε ιδρύματα στοιχειώδους κατάρτισης.

Δεδομένων των παραπάνω, η συζήτηση για τον ρόλο και την αποστολή του πανεπιστημίου δεν μπορεί να παραγνωρίζει αυτό που αποτελεί θεμελιώδη κοινό τόπο για την επιστήμη, ότι η γνώση αναπτύσσεται και προοδεύει μόνον όταν δημιουργείται, μεταδίδεται και διαχέεται στην κοινωνία ως δημόσιο αγαθό, μόνον όταν οι ερευνητές εργάζονται δημιουργικά, εντός συνθηκών που διασφαλίζουν τη μεταξύ τους επικοινωνία και συνεργασία, την πολύπλευρη ανάπτυξή τους ως προσωπικοτήτων. Εντός θεσμικών πλαισίων τα οποία διευκολύνουν τον προσανατολισμό των ακαδημαϊκών σπουδών σε ουσιώδη ζητήματα και κρίσιμα προβλήματα της κοινωνικής πλειονότητας και όχι σε ιδιοτελείς επιχειρηματικές επιδιώξεις. Η επιστημονική γνώση αναπτύσσεται και προοδεύει μόνο σε συνάρτηση με την ακαδημαϊκή εκπαίδευση και με παιδαγωγικές σχέσεις οι οποίες υπηρετούν τη μύηση των φοιτητριών και των φοιτητών σε θεμελιώδη επιστημονικά πεδία και παραδόσεις, προσφέροντας συγκροτημένη και σφαιρική μόρφωση, καθιστώντας τους νέους ανθρώπους όχι απλώς φορείς γνώσης, αλλά και αυτόνομους δημιουργούς της.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: