Ποια μνήμη, ποιο ταλέντο;

Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία και ο καλλιτέχνης κοινωνικός άνθρωπος που ενστερνίζεται ή απορρίπτει ιδέες του περιβάλλοντός του κι αυτό, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκει, αντανακλάται στο έργο του. Γι’ αυτό, ποια σημασία έχει ένα ταλέντο αν δεν δοξάζει τις μεγάλες ανθρώπινες αξίες;

Αυτόν τον Οκτώβρη, με τηλεοπτικά αφιερώματα για την 75η επέτειο απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, με δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας για τον εορτασμό της επετείου του ΟΧΙ, συγκεκριμενοποιείται όλο και πιο ξεκάθαρα η ιστορική εκδοχή που υιοθετείται από την κυρίαρχη εξουσία για τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής.

Κι αν τα ντοκιμαντέρ στη δημόσια τηλεόραση αναδείκνυαν τον ρόλο του ΕΑΜ στην εθνική αντίσταση, οι σχολιαστές που προσκαλούνταν ισορροπούσαν προς τον κυρίαρχο λόγο που είναι επιφυλακτικός, στην καλύτερη περίπτωση, για το ρόλο της αντίστασης και αμφισβητεί, όταν δεν αρνείται, τη σημασία της. Κι αν το 1940, με πρωτοφανή ενθουσιασμό, έσπευσαν οι χιλιάδες λαού να πολεμήσουν εναντίον του ιταλικού φασισμού, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, περιορίστηκε στο μήνυμά του στην ενότητα του έθνους ως «νέο καύσιμο για αυτό τον νέο πατριωτισμό της ευθύνης, τον υγιή πατριωτισμό». Από την άλλη, η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως στο μήνυμα προς την εκπαιδευτική κοινότητα, πέρα από την ιστορική της άγνοια, προβληματίζεται για τον λαϊκισμό, την αποξένωση, τον ατομικισμό, ενώ κατονομάζει τις «δυνάμεις του μίσους και της βίας» σαν τον εχθρό εναντίον του οποίου πολέμησαν οι Έλληνες. Και συμπληρωματικά, η υφυπουργός Εργασίας Δ. Μιχαηλίδου, στο μήνυμά της συγχέει πόλεμο και εθελοντισμό με τσιτάτα ξεσηκωμένα από το διαδίκτυο.

Και κάπως έτσι συμβάλλουν όλοι στην αναμόρφωση της συλλογικής μνήμης. Όχι μόνο με την άγνοια, που συνιστά αδιαφορία, σχεδόν περιφρόνηση, προς τους αποδέκτες αυτών των μηνυμάτων, και την αστοχία των δηλώσεων που μάλλον ενσυνείδητη σκοπιμότητα αποκαλύπτει, αλλά και την αυθαίρετη ερμηνεία ιστορικών γεγονότων, αρκεί να εξυπηρετείται ο επιδιωκόμενος στόχος, που είναι: Να φεύγει από το πρώτο πλάνο ο φασισμός, να υποβιβάζεται ο τιτάνιος αγώνας του λαού, με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, σε δράσεις εθελοντικών οργανώσεων, και ν’ απαιτείται ενότητα που ταυτίζεται με συναίνεση του πολιτικού συστήματος σε δευτερεύοντα ζητήματα. Και με τέτοιο ή παρόμοιο λόγο, που η γλώσσα του μιμείται θαυμάσια τη δική μας άρθρωση ώστε να μας είναι οικείος, η απειλή έχει μεταμφιεστεί, ο εχθρός έχει προστατευτεί. Κι έτσι διαφθείρονται αξίες, απορροφώνται ιδεολογίες, με προσεταιρισμό της ιστορικής μνήμης του λαϊκού κινήματος, για να αποβληθούν ως τερατογενέσεις. Και διευρύνεται και στο χώρο των ιδεών το πεδίο όπου επιβάλλεται η κυρίαρχη εξουσία, επωφελούμενη από την απάθεια ή αδιαφορία μας. Η λήθη ή αλλοιωμένη μνήμη είναι πάντα ευνοϊκή στην επώαση του φασισμού.

Και αν είναι μια μακρά ιστορία η ανασύνθεση του αγωνιστικού παρελθόντος, ώστε να ταυτίζεται με τις προοπτικές της κυρίαρχης τάξης, στις μέρες πια της Νέας Δημοκρατίας, μετά τη μεσολάβηση της εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ που με τη δράση του απαξίωσε αγώνες και οράματα της Αριστεράς, έχει ετοιμαστεί το έδαφος για μια νέα εκδοχή του παρελθόντος που να δικαιώνει τις πιο αντιδραστικές επιλογές. Σ’ αυτή τη διαδικασία παραφθείρονται γεγονότα και παραστάσεις, μεγεθύνεται ό,τι μπορεί να αμαυρώσει λαϊκούς αγώνες, που έχουν ταυτιστεί με τους αγώνες της αριστεράς και ιδιαίτερα των κομμουνιστών, ώστε να στερέψει η τροφοδότηση της πολιτικής ριζοσπαστικότητας.

Γι’ αυτό και δεν είναι αποκομμένη, αλλά συνάδει με τα αιτήματα της κυρίαρχης αντίληψης, η απόφαση του Δ. Λιγνάδη, διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, να μετονομάσει Σκηνή του Ρεξ σε Ελένη Παπαδάκη, τιμώντας τη μνήμη της ηθοποιού. Η απόφασή του, πέρα από όποιες άδηλες σκοπιμότητες και ανομολόγητους στόχους, δεν κάνει άλλο παρά να συγκεκριμενοποιεί διάχυτες αντιλήψεις και ιδέες που επικεντρώνονται στην ατομική ανάδειξη και, όχι λιγότερο, και στον ωφελιμισμό της αγοράς, που επεκτείνονται αντίστοιχα στην αξία του καλλιτέχνη και στο ρόλο της τέχνης στην κοινωνία.

Μόνο που η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία και ο καλλιτέχνης κοινωνικός άνθρωπος που ενστερνίζεται ή απορρίπτει ιδέες του περιβάλλοντός του κι αυτό, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκει, αντανακλάται στο έργο του. Γι’ αυτό, ποια σημασία έχει ένα ταλέντο αν δεν δοξάζει τις μεγάλες ανθρώπινες αξίες;

Επειδή όμως το παρελθόν ρίχνει τη βαριά σκιά του τόσο πάνω σε πεδία του παρόντος όσο και του μέλλοντος, είναι κι αυτός ένας τρόπος, επαναφέροντας στο προσκήνιο τη δολοφονία της μεγάλης ηθοποιού, να ανασυντεθεί το παρελθόν με διαφορετική αφορμή αλλά με ίδιο στόχο, την αμφισβήτηση της ηρωικής αντίστασης, ώστε να αμαυρωθεί το ΕΑΜ και η δράση του. Γιατί αλάνθαστος τρόπος χειραγώγησης είναι η αποκοπή από το αγωνιστικό παρελθόν με τη δημιουργία καχυποψίας για κάθε αγωνιστική δράση και την αλλοίωση της συλλογικής μνήμης γι’ αυτό, βραχυκυκλώνοντας ηρωικά αντανακλαστικά.

Κι αν τα γεγονότα δεν αλλάζουν, όμως οι ερμηνείες και οι σκοπιμότητες διογκώνουν, υποβαθμίζουν ή αποσιωπούν πτυχές τους. Η ηθοποιός, με αναμφισβήτητη την καλλιτεχνική της αξία, σε καιρούς ματωμένους προτίμησε καριέρα και συγχρωτισμό με τους εχθρούς, που ήταν υπεύθυνοι για την πείνα και τις εκτελέσεις χιλιάδων Ελλήνων, τροφοδοτώντας η συμπεριφορά της, μέχρι τα χρόνια μας, τον προβληματισμό για το ρόλο, σε χαλεπούς καιρούς, των καλλιτεχνών και των διανοούμενων γενικά, και για τη στάση τους απέναντι σε λαϊκούς αγώνες. Η επίκληση στο μεταχειρισμένο δόγμα η Τέχνη για την Τέχνη στέκεται σανίδα σωτηρίας, πράξη και κατοχύρωση, για την προσαρμοστικότητα των διανοούμενων και καλλιτεχνών κάθε φορά όταν παρουσιάζεται το ηθικό δίλημμα μιας κατοχής, μιας δικτατορίας, μιας ιδιαίτερης κοινωνικής κατάστασης.

Ακόμα κι ο ενστερνισμός της άποψης για την αυθυπαρξία της τέχνης και την ανεξαρτησία της από κάθε υλιστική, ωφελιμιστική ή παιδαγωγική σκοπιμότητα αφήνει σε καιρούς φρίκης αναπάντητες τις απορίες: πώς μπορεί η τέχνη να λειτουργήσει σε μια εποχή όπου όλα χρησιμεύουν, όλα επιστρατεύονται από τους ναζί για ένα μόνο σκοπό, προς μια μόνο κατεύθυνση, αντίθετη προς κάθε ανθρώπινη αξία, όπως συνέβαινε στην κατακτημένη Ελλάδα της κατοχής; Πώς μια τέτοια τέχνη δεν θα μεταμορφωνόταν από αυτοσκοπός σε μέσο ενός αλλότριου σκοπού που δεν εξυπηρετούσε παρά τους ναζί κατακτητές, απέναντι και εχθρικά στον υποδουλωμένο λαό;

Σε καιρούς που η φρίκη ήταν ανείπωτη, να αποβάλει η τέχνη κάθε τι που δεν συμπορεύεται με τις ιδέες που επιβάλλονται, να αυτοεγκλωβίζεται σε ό,τι θεωρείται καθαρή τέχνη, όπου καταδικάζεται κάθε σύνδεση με την πραγματικότητα από όπου εκπορεύεται, ήταν επιλογή που συνέβαλε στην προσπάθεια των κατακτητών να επιβάλουν τον τρόπο ζωής που ήθελαν με κάθε τρόπο και με τη βία. Και εφόσον η ελευθερία είναι προϋπόθεση του πνεύματος, δεν θα έπρεπε να είναι αυτονόητη η αφοσίωση διανοούμενων και καλλιτεχνών στην ελευθερία, αφού αυτή είναι όρος της ουσιαστικής ύπαρξής τους;

Οι συμπληγάδες για καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής εκείνης ήταν αναπόφευκτες, γιατί κανένα ξέφωτο δεν υπήρχε που να κάνει να φαίνονται τα πράγματα απλά, πέρα απ’ αυτό της συνεργασίας με τον εχθρό, όταν η συνειδησιακή ευαισθησία τους δεν ήταν αρκετή για να τους βγάλει έξω από τον κλειστό προσωπικό τους χώρο, για να πάρουν θέση και να αναλάβουν τον κοινωνικό τους ρόλο. Όταν λοιπόν βρίσκεται κανείς μπροστά στην πλημμυρίδα του παραλογισμού και της βίας που σαρώνει όλα τα επιχειρήματα και τις υπεκφυγές, ποιο ταλέντο μπορεί να στέκει υπεράνω;

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: