«Τι να έκανε ένας Κοτζιούλας ποιητής, εκεί με τους γραβατωμένους. Εγώ δεν είχα γραβάτα…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Σε ένα πέρασμα του αντάρτη ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα από τη Χώσεψη, σπεύδει να τον συναντήσει ο ανταρτοεπονίτης Χρήστος Νταβαντζής, από τους κατοίκους του χωριού. Προσέχει ότι τα παπούτσια του ποιητή είναι σε κακή κατάσταση και τον πηγαίνει στον αδερφό του, Γιώργο Νταβαντζή, που εκτός από μαχητής του ΕΛΑΣ ήταν και τσαγκάρης…

Ο Τζουμερκιώτης ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας συμμετείχε στην Αντίσταση στην Ήπειρο από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Βγαίνοντας στο βουνό θα βρεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη, οργανώνει το Καλλιτεχνικό Τμήμα της 8ης Μεραρχίας Ηπείρου του ΕΛΑΣ και ιδρύει τον περιοδεύοντα θίασο «Λαϊκή Σκηνή», παρουσιάζοντας το Θέατρο στα βουνά.

Σε ένα πέρασμά του από τη Χώσεψη, σπεύδει να τον συναντήσει ο ΕΠΟΝίτης, – ΕΛΑΣίτης Χρήστος Νταβαντζής, από τους κατοίκους του χωριού. Ο νεαρός αντάρτης προσέχει ότι τα παπούτσια του ποιητή είναι σε κακή κατάσταση και τον πηγαίνει στον αδερφό του Γιώργο Νταβαντζή, που εκτός από μαχητής του ΕΛΑΣ ήταν και τσαγκάρης. Δεκαετίες μετά ο αγωνιστής της Εθνικής αντίστασης καταγράφει στο βιβλίο του «Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής» τη γνωριμία του με τον Γιώργο Κοτζιούλα.

Γεννημένος πριν από 94 χρόνια στη Χώσεψη Άρτας (σημερινή ονομασία Κυψέλη), χωριό με φτωχούς κατοίκους και με μεγάλη προσφορά στην Εθνική Αντίσταση, ο Χρήστος Νταβαντζής βίωσε από τα πρώτα του βήματα την φτώχεια και την κοινωνική αδικία. Σε εφηβική ηλικία οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και προσχώρησε στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ  και στο ΚΚΕ.

«Αυτό το βιβλίο το έγραψα για να μάθουν οι νεότεροι την ιστορία και την  προσφορά του χωριού μας και να γνωρίζουν πως πολλοί αγωνιστές έδωσαν την ζωή τους για ένα καλύτερο αύριο, για τους φτωχούς εργάτες, αγρότες, υπαλλήλους και κάθε λογής βιοπαλαιστή. Κάποιοι από αυτούς είχαν τις δυνατότητες και τα προσόντα να ζήσουν πολύ καλά μέσα σε αυτή την κατάσταση και στο καπιταλιστικό σύστημα αλλά δεν το θέλησαν· διάλεξαν τον δύσκολο αλλά τίμιο δρόμο της προσφοράς και της θυσίας και έγιναν πρωτοπόροι στον αγώνα για λευτεριά και κοινωνική δικαιοσύνη. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τους ξεχνάμε.  Όχι όμως με λόγια αλλά με έργα, ακολουθώντας τα βήματά τους στον τίμιο δρόμο που χάραξαν», σημειώνει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του ο συγγραφέας. Λεπτομέρειες για το βιβλίο και πώς θα το αποκτήσετε δείτε εδώ:

“Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής” του Χρήστου Νταβαντζή – Πολύτιμη και αυθεντική μαρτυρία για την Εθνική Αντίσταση και την αθάνατη εποποιία του ΔΣΕ

Ακολουθεί το απόσπασμα από το βιβλίο:

“Στη συνέχεια ο ΕΔΕΣ εδραιώθηκε δυτικά, πέρα απ’ τον Άραχθο. Ο ΕΛΑΣ αναδιοργανώθηκε στην περιοχή ανατολικά του Αράχθου, στα χωριά μας. Το 3/40 Σύνταγμα (τα τμήματα δηλαδή του ΕΛΑΣ που είχαν απομείνει από την επίθεση του Ζέρβα) ανασυγκροτήθηκε και όπου υπήρχαν εστίες ΕΔΕΣιτών στα Τζουμέρκα κυνηγήθηκαν  από ενισχύσεις που έρχονταν από τη Θεσσαλία με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη.

Το αρχηγείο του 3/40 Συντάγματος του ΕΛΑΣ εγκαταστάθηκε στο χωριό μας, στο σπίτι του Νικολάου Τόσκα, το τηλεφωνικό κέντρο στο σπίτι του Δημήτρη Πουρναρά και στο σπίτι της Μαρίας Τζούμα εγκαταστάθηκε η Περιφερειακή Επιτροπή Ηπείρου του ΕΑΜ.

Η Περιφερειακή Επιτροπή αποτελούνταν από τους Κώστα Ξανθό (πραγματικό όνομα Κώστας Κολιγιάννης), Μίμη Γεωργονίκο, Βαγγελίτσα Νάση, Χρήστο Λαμπράκη, Τέλη Αράπη. Αυτοί είχαν και γραφομηχανή και διακινούσαν  διάφορα έντυπα για ενημέρωση και καθοδήγηση της Αντίστασης. Μερικά από αυτά τα έντυπα τα διακινούσα κι εγώ σε ορισμένες περιοχές. Είχαμε και ραδιόφωνο ―το είχε φέρει ο Γεωργονίκος― στην πλατεία του χωριού. Τροφοδοτούταν με ρεύμα από μπαταρία που φορτιζόταν από δυναμό που κινούταν με νερό. Αυτό το είχε φτιάξει ο Γιάννης Τζούμας μ’ έναν άλλο συναγωνιστή που το ψευδώνυμό του ήταν Ραδοβυζηνός. Απ’ το ραδιόφωνο ακούγαμε τις ειδήσεις από Κάιρο και  Λονδίνο. Το σχολείο έγινε νοσοκομείο. Στη συνέχεια τμήμα του ΕΛΑΣ απ’ τη Θεσσαλία έφερε μια πυροβολαρχία και εγκαταστάθηκε στον Αη Θανάση,  πάνω απ’ το νεκροταφείο.

Μερικές βδομάδες αργότερα έφτασε στη Χώσεψη ένα τμήμα του ΕΛΑΣ απ’ τη Θεσσαλία, με δυο πυροβόλα όπλα που είχαν πάρει απ’ τους Ιταλούς  που είχαν παραδοθεί. Επικεφαλής του τμήματος ήταν οι αξιωματικοί Στέφανος Πλούτσος, ανθυπολοχαγός και ο λοχαγός Γεώργιος Γκίκας. Ο Γκίκας ανέλαβε φρούραρχος στο χωριό. Ζήτησε τον αδελφό μου τον Λευτέρη να τον έχει μαζί του, να τον στέλνει σε διάφορες υπηρεσίες που χρειαζόταν. Εγώ ήμουν στη διάθεση της κομματικής οργάνωσης του χωριού και του εφεδρικού ΕΛΑΣ, καθώς και ο Μάνθος Αγγέλης, ο οποίος είχε κι ένα πρόβλημα με το πόδι του και οι υπηρεσίες του ήταν κάπως περιορισμένες. Υπεύθυνος του ΕΑΜ έγινε ο αδελφός μου ο Γιώργος Νταβαντζής.

Μια μέρα ήμουν στην πλατεία.  Είχαν οπισθοχωρήσει οι ζερβικοί  και είχε έρθει ένα κλιμάκιο στο χωριό με τον Άρη Βελουχιώτη. Εμένα με χρησιμοποιούσαν σαν σύνδεσμο, δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα η ΕΤΑ. Χειμώνας καιρός ήταν. Κάποια στιγμή είπαν «ήρθε ο Κοτζιούλας, ο ποιητής». Γνωστό το όνομα, το είχα ακούσει κι εγώ. Πήγα να τον δω.

«Τι να έκανε ένας Κοτζιούλας ποιητής, εκεί με τους γραβατωμένους. Εγώ δεν είχα γραβάτα…» - Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ο αντάρτης ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας

Όπως έγραψε αργότερα στο βιβλίο[1] του τον κυνηγούσαν οι ζερβικοί κι αυτός ρίχτηκε στο φουσκωμένο ποτάμι για να περάσει στη μεριά τη δική μας. Με κίνδυνο της ζωής του πέρασε τον Άραχθο και μόλις βγήκε ζήτησε να συναντήσει τον Άρη και του έστειλε ένα σημείωμα. Ο Άρης μόλις διάβασε το σημείωμα του έστειλε ρούχα και άλογο. Τον πήραν, τον πήγαν στον Άρη και αφού κουβέντιασαν βγήκε ο Άρης και είπε «γράψτε και τον Γιώργο στο συσσίτιο και ψάξτε να βρείτε κάνα ρούχο να τον ντύσετε γιατί τον βλέπετε πώς είναι». Ο Κοτζιούλας είχε χάσει τα ρούχα του στο ποτάμι απ’ τη δύναμη του νερού και βγήκε στην όχθη σχεδόν γυμνός.

Όταν τον είδα φόραγε μια παλιά καμπαρτίνα γκρι μακριά. Ήταν και ψηλός και περπατούσε κάπως σκυφτά. Φόραγε κάτι άρβυλα σε κακή κατάσταση, ανοιγμένα μπροστά. Ένας που τα είδε  ―δε θυμάμαι ποιος― του λέει ότι θα βάζουν νερό. «Τι να κάνουμε», του λέει ο Κοτζιούλας, «αυτά βρέθηκαν, αυτά μου έδωσαν, που να τα βρούμε τα καλά;». Τότε επεμβαίνω εγώ και τους λέω να τον πάω στον αδελφό μου τον Γιώργο, που εκτός από υπεύθυνος του ΕΑΜ  ήταν και τσαγκάρης, να τα φτιάξει. Τον πήρα και τον πήγα πέρα στο μαγαζί του Γιώργου, στο «Κοτσέκι» και του λέω ο συναγωνιστής ο ποιητής από δω έχει πρόβλημα με τα παπούτσια του, κοίτα τι μπορεί να γίνει.

― Τι έγινε; του λέει ο αδελφός μου.

― Άστα. Είχα ιστορίες, το πώς γλίτωσα… Ήμουν κρυμμένος μια βδομάδα απέναντι στην Πλατανούσα, εκεί που έγινε η κατολίσθηση.[2]  Βρήκα μια σπηλιά και κρύφτηκα μερικές μέρες και μετά δε  μπορούσα να  μείνω άλλο εκεί κι αποφάσισα και κατέβηκα στο ποτάμι, στον Άραχθο. Μπήκα μέσα και μου τα πήρε όλα το νερό. Ευτυχώς που κατάφερα και βγήκα απέναντι.

Έβγαλε τα παπούτσια του και τα πήρε ο αδελφός μου και τα επιδιόρθωσε.

― Που θα κοιμηθείς; του λέει ο Γιώργος.

― Δεν ξέρω, θα δω.

― Δεν έχεις να δεις τίποτα. Θα κοιμηθείς στο σπίτι μου, θα βολευτούμε.

Τον κράτησε δυο ή τρεις βραδιές ο Γιώργος  Νταβαντζής στο σπίτι του.

Μετά το τσαγκάρικο ξαναείδα τον Κοτζιούλα μια φορά στην πλατεία του χωριού και χαιρετηθήκαμε και από τότε τον έχασα, δεν τον ξανασυνάντησα.

«Τι να έκανε ένας Κοτζιούλας ποιητής, εκεί με τους γραβατωμένους. Εγώ δεν είχα γραβάτα…» - Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ο Χρήστος Νταβαντζής – Αριστερά, σκοπός στη διοίκηση του τμήματος ΕΤΑ (Επιμελητεία Του Αντάρτη) στη Φιλιππιάδα

Μετά από χρόνια, το 1954 με  ’55,  συναντάω τον Χρήστο Λαμπράκη στην οδό Ακαδημίας και μου είπε ότι ο Κοτζιούλας είναι άρρωστος και αν θέλω να πάμε να τον δούμε. Ήταν στην Πεντέλη, φυματικός. Κανονίσαμε για την επόμενη μέρα, πήραμε κι ένα κουτί γλυκά και πήγαμε. Στην  Πεντέλη τότε υπήρχε ένα σανατόριο για φυματικούς. Πήγαμε και τον βρήκαμε σε μια παράγκα, μάλλον ξύλινη. Μικρή παράγκα, ένα κρεβατάκι είχε μέσα, λίγα πράγματα και κάτι χαρτιά που έγραφε.  Δεν πήγαμε παραμέσα. Ήταν χάλια, σε πολύ άσχημη κατάσταση. Τον Λαμπράκη τον γνώρισε, εμένα όχι.

― Εσύ ποιος είσαι; δε σε θυμάμαι, μου λέει.

― Είμαι  ο Χρήστος Νταβαντζής, αδερφός του Γιώργου, απ’ τη Χώσεψη.  Δε θυμάσαι που σε πήγα και σου έφτιαξε τα παπούτσια;

― Α ναι! Τι κάνεις ρε παιδί μου; Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;

― Όπως βρέθηκαν όλοι.

― Μη με πλησιάζετε, από μακριά. Ούτε σας χαιρετάω. Όταν θα έρχεστε εδώ να μη με χαιρετάτε, είμαι φυματικός.

― Ρε Γιώργο, μη λες τέτοια πράγματα, του λέει ο Λαμπράκης.

― Αυτό που σας λέω!

Καθίσαμε σε απόσταση και κουβεντιάσαμε λίγη ώρα, του δώσαμε και τα γλυκά και φύγαμε. Ξαναπήγαμε και δεύτερη φορά μετά από δεκαπέντε-είκοσι μέρες.  Από τότε δεν τον ξαναείδα. Μετά από καιρό πήγα στην κηδεία του. Με ειδοποίησε ο Λαμπράκης και πήγαμε στο νεκροταφείο της Πεντέλης. Εκεί είδα και τη γυναίκα του, δεν την ήξερα, ωραία γυναίκα, ψηλή, μαυροφόρα, δεν την ξανασυνάντησα μετά.

Ο Χρήστος Λαμπράκης μου διηγήθηκε και ένα περιστατικό με τον Κοτζιούλα. Το 1945, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, είχαν μαζευτεί στο σπίτι του στρατηγού Νάση, στην οδό Σουλίου, ο Χρ. Λαμπράκης, ο Τέλης Αράπης ο γιατρός, ο Γιώργος Ρακόπουλος, δάσκαλος απ’ τους Ναζαίους και άλλοι και κουβεντιάζανε στο σαλόνι. Ήρθε, λέει και ο Κοτζιούλας, μπήκε μέσα, τους χαιρέτησε, κάθισε λίγο χωρίς να μιλάει και μετά εξαφανίστηκε. Στην κουβέντα αυτοί δεν κατάλαβαν πότε έφυγε. Έψαξαν και δεν τον βρήκαν, είχε φύγει απ’ το σπίτι.

Μετά από λίγες μέρες ο Λαμπράκης συνάντησε τον Κοτζιούλα και τον ρώτησε γιατί έφυγε κι αυτός του είπε: «τι να έκανε ένας Κοτζιούλας, ποιητής, εκεί με τους γραβατωμένους. Εγώ δεν είχα γραβάτα»! Είχε νιώσει άβολα   ανάμεσά τους, έκανε ότι πάει στην κουζίνα,  από κει κατέβηκε  στον ακάλυπτο και στην κεντρική είσοδο κι έφυγε.

«Καλά σας έκανε» είπα στον Λαμπράκη μόλις μου διηγήθηκε το συμβάν.  «Αν μας έκανε καλά…» λέει, «μας ξεφτίλισε»!…

[1] Γ. Κοτζιούλα, Όταν ήμουν με τον Άρη (αναμνήσεις), εκδόσεις Θεμέλιο.

[2] Η κατολίσθηση είχε γίνει όταν εγώ πήγαινα ακόμα στο σχολείο.  Έλεγαν τότε  ότι  έπεσε από πάνω ολόκληρο  το βουνό και πως από θαύμα δεν πήρε το χωριό κάτω να το σαρώσει. Φαινόταν και από τη Χώσεψη.”

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: