Στέφανος Παπαγιάννης: Ο Δεκέμβρης του 1944 – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Η τελική έκβαση της μάχης ήταν η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ. Και αυτό ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, αν παρθούν υπόψη δύο σοβαροί παράγοντες, που έδρασαν αρνητικά για το ΕΑΜ.

Ο κομμουνιστής αξιωματικός Στέφανος Παπαγιάννης (1908-1996) γεννήθηκε στο χωριό Μαυράτο της Ικαρίας. Το 1926 μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και σε συνέχεια εντάχθηκε στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ήταν γενικός επιτελάρχης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).

Συμμετείχε στον αγώνα κατά της δικτατορίας του Μεταξά, από τη θέση του αξιωματικού του Πυροβολικού, μέσα από παράνομη αντιφασιστική οργάνωση που είχε ιδρυθεί στις Ένοπλες Δυνάμεις. Το 1942 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1946 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο, απ’ όπου δραπέτευσε το 1947 μαζί με άλλους 11 εξόριστους αξιωματικούς.

Μετά τον Εμφύλιο, έζησε στις σοσιαλιστικές χώρες, μέχρι το 1955, οπότε ήρθε παράνομος στην Ελλάδα. Πιάστηκε από την Ασφάλεια το 1956. Δικάστηκε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπίας, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Έμεινε στη φυλακή μέχρι τον Ιούνη του 1966.

Τον Απρίλη του 1967, εξορίστηκε στη Γυάρο, στη Λέρο και σε συνέχεια στον Ωρωπό. Απελευθερώθηκε το 1970 και εντάχθηκε αμέσως στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Το 1973 συνελήφθη εκ νέου, κρατήθηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στη Γυάρο μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας. Πέρασε όλες τις δοκιμασίες αλύγιστος.

Ο Στέφανος Παπαγιάννης εκλέχθηκε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ στο 9ο, 10ο και 11ο Συνέδριο.

Το 1991 κυκλοφόρησε από το εκδοτικό Σύγχρονη Εποχή το βιβλίο του Στέφανου Παπαγιάννη «Από εύελπις αντάρτης – Αναμνήσεις ενός κομμουνιστή αξιωματικού», από το οποίο παραθέτουμε το απόσπασμα που ακολουθεί, που αποτελεί κεφάλαιο του βιβλίου.

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και το πέρασμα της εξουσίας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, δεν άργησαν οι παραβιάσεις των συμφωνιών που είχαν υπογραφεί ανάμεσα στην Αριστερά και την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Σ’ αυτές τις παραβιάσεις πρόβαλλε αντίσταση ο λαός με επικεφαλής το ΕΑΜ, με διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.

Σε μια απ’ αυτές είχε κατεβεί πολύς κόσμος στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη και την πλατεία Συντάγματος σε μια ειρηνική διαδήλωση και τότε ξαφνικά το μεσημέρι της 3 Δεκέμβρη 1944, έγινε από τα κρατικά όργανα δολοφονική επίθεση κατά των συγκεντρωμένων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και περισσότεροι τραυματίες από το άοπλο πλήθος.

Το θλιβερό αυτό επεισόδιο αποτέλεσε την αρχή μιας καινούργιας συμφοράς, που έμελλε να πλήξει τη δύσμοιρη Πατρίδα μας. Και η συμφορά αυτή ήταν αποτέλεσμα της ένοπλης επέμβασης των Άγγλων, που θεώρησαν ότι έφτασε η στιγμή να δώσουν το εξοντωτικό χτύπημα στο κίνημα της εθνικής αντίστασης και κατά πρώτο λόγο στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ.

Έτσι άρχισαν τα αποκαλούμενα Δεκεμβριανά, που στοίχισαν πρόσθετες θυσίες σε αίμα και καταστροφές σε βάρος του τόπου και του βασανισμένου από τον πόλεμο και την κατοχή Ελληνικού Λαού.

Δε θα αναφερθώ στις μάχες που ακολούθησαν και στην ηρωική αντίσταση του λαού της Αθήνας και του ΕΛΑΣ. Γι’ αυτές τις μάχες έχουν γραφτεί πολλά βιβλία που περιγράφουν με λεπτομέρειες τον πόλεμο των τριάντα τριών ημερών που μας επέβαλαν οι Εγγλέζοι. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι και του Σπύρου Κωτσάκη (ψευδώνυμο «Νέστορας») που ήταν καπετάνιος του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ.

Η τελική έκβαση της μάχης ήταν η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ. Και αυτό ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, αν παρθούν υπόψη δύο σοβαροί παράγοντες, που έδρασαν αρνητικά για το ΕΑΜ.

Ο ένας ήταν ο λαθεμένος υπολογισμός των προθέσεων της ντόπιας αντίδρασης και των Εγγλέζων. Έπρεπε με βάση όλα τα δεδομένα να θεωρηθεί από πριν σχεδόν βέβαιη η επέμβαση των Άγγλων και να έχει προηγηθεί ολόπλευρη προετοιμασία, για την ενδεχόμενη αντιμετώπισή της. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι οι κύριες δυνάμεις του ΕΑΜ βρέθηκαν μακριά από την Αθήνα και μάλιστα ήταν απασχολημένες με άλλες δευτερεύουσες αποστολές, όπως π.χ. η εκδίωξη των δυνάμεων του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο.

Και οι σχετικά λίγες δυνάμεις από τον ΕΛΑΣ της υπαίθρου, που πήραν μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη, έφταναν κάθε φορά στο θέατρο των επιχειρήσεων κατά μικρά τμήματα και καταπονημένα από κουραστικές πορείες έτσι, που η συμβολή τους στην αντίσταση δεν μπορούσε να είναι αποτελεσματική.

Ακόμα και το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ με το οργανωμένο επιτελείο του, αντί να είναι κάπου στην Αττική και να διευθύνει τις επιχειρήσεις, έμεινε στην Ήπειρο. Δηλαδή παραμερίστηκε από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ που ανασυστάθηκε τότε ξαφνικά και πρόχειρα και χωρίς Επιτελείο και μέσα διαβιβάσεων, ανέλαβε τη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Έτσι στην πραγματικότητα αχρηστεύθηκε το οργανωμένο, έμπειρο και καθόλα έτοιμο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ που διατάχθηκε παράλληλα να διευθύνει τις επιχειρήσεις κατά του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Όπως λέει ο λαός μας σε παρόμοιες περιπτώσεις, είχαν αφήσει το γάμο και πήγαν για πουρνάρια.

Ο δεύτερος λόγος ήταν η μεγάλη ανισότητα σε τεχνικά κυρίως μέσα ανάμεσα στους Εγγλέζους και τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δε διέθετε παρά ελαφρά όπλα πεζικού, μερικούς όλμους και ελάχιστα πυροβόλα παλαιού τύπου. Ο αντίπαλος διέθετε άφθονο σύγχρονο οπλισμό, άρματα μάχης, αεροπορία και πυροβολικό τελευταίου τύπου.

Οι ελασίτες δεν είχαν αντιαρματικά πυροβόλα και συνέβη πολλές φορές τη στιγμή που οι άνδρες της αντίπαλης πλευράς ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, να καταφτάνουν λίγα άρματα μάχης και να τους απελευθερώνουν.

Παρ’ όλα αυτά, η αντίσταση του ΕΛΑΣ και του αθηναϊκού λαού κράτησε τριάντα τρεις ολόκληρες μέρες και η υποχώρηση των ελασιτών ήταν οργανωμένη, αν και η ταυτόχρονη μαζική έξοδος πολιτών προκάλεσε οπωσδήποτε κάποια αταξία.

Τα υποχωρούντα τμήματα του ΕΛΑΣ κινήθηκαν μέσω Νέας Φιλαδέλφειας προς Τατόι, μαζί και το επιτελείο του Α’ Σώματος του ΕΛΑΣ.

Ελασίτες ένοπλοι κάπως συντεταγμένοι και μαζί πολίτες, κυρίως γυναίκες που συνόδευαν τους άνδρες τους, όλοι μαζί ανακατεμένοι, μέσα στο σκοτάδι κάθε άλλο παρά έδιναν την εικόνα νυχτερινής πορείας στρατιωτικών τμημάτων.

Ένα μέρος από τους υποχωρούντες σταματήσαμε στα ανάκτορα των Γλίξμπουργκ στο Τατόι για λίγη ανάπαυση όταν διαπιστώσαμε, ότι δεν έχουμε καταδίωξη από τους Άγγλους και τις κυβερνητικές ένοπλες δυνάμεις.

Στο μεταξύ στα διαμερίσματα του «μεγαλειοτάτου» είχαν προηγηθεί άλλοι, που έκαναν και τη σχετική λεηλασία. Θυμάμαι μόλις ανοίξαμε μια κρεβατοκάμαρα και πατήσαμε το πόδι στο πάτωμα, σηκώθηκε ένα άσπρο σύννεφο από πούπουλα.

Εκείνοι που είχαν περάσει πιο πριν -μάλλον πολίτες- είχαν ξηλώσει το μεταξωτό ύφασμα από τα στρώματα και τα μαξιλάρια και το πήραν μαζί τους.

Ξαπλώσαμε στα μαλακά και κοιμηθήκαμε κάνα δυο ώρες για να πάρουμε μια ανάσα, ύστερα από το ξενύχτι των τελευταίων ημερών. Κάποιοι μπήκαν στα υπόγεια των ανακτόρων, όπου υπήρχε κάβα με διάφορα κρασιά πολλών ετών. Πάρθηκαν μέτρα για να μη μεθύσει ο κόσμος και έχουμε και άλλους μπελάδες.

Νύχτα ακόμα το επιτελείο του σώματος με ορισμένα τμήματα ξεκινήσαμε με κατεύθυνση τη Χαλκίδα. Φθάσαμε εκεί στη γέφυρα του Ευρίπου τις πρωινές ώρες. Στο μεταξύ μερικά εγγλέζικα άρματα μάχης είχαν κινηθεί από τον αμαξιτό δρόμο και είχαν πιάσει το πέρασμα.

Στήσαμε μόλις ξημέρωσε 2 κανόνια από την πυροβολαρχία που μας ακολουθούσε και ρίξαμε μερικές βολές. Τα τανκς, που ας σημειωθεί δε συνοδεύονταν από πεζικό, βάλανε μπρος τις μηχανές και απομακρύνθηκαν προς την Αθήνα.

Στη Χαλκίδα το προσωπικό του επιτελείου δεν έμεινε καθόλου. Τα τμήματα κινήθηκαν από τη στεριά προς τα βόρεια και μεις για να κερδίσουμε χρόνο μπήκαμε σ’ ένα μικρό καΐκι με τελικό προορισμό τη Λαμία.

Μέρα, με προσοχή ώστε να μην παρουσιάζεται κίνηση στο κατάστρωμα για το φόβο της αεροπορίας, μπήκαμε στο Μαλιακό με σκοπό να φτάσουμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου υπήρχε λιμάνι και αποβάθρα.

Φαίνεται όμως ότι ο καπετάνιος του καϊκιού δεν ήξερε καλά εκείνα τα μέρη, έκανε λάθος στην κατεύθυνση και σε μια στιγμή το καΐκι κόλλησε στην άμμο κάποιας ακτής.

Παρ’ όλες τις προσπάθειες ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει, ενώ την ίδια στιγμή πετούσε ψηλά ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Δεν υπήρχε άλλη λύση για να ξεκολλήσουμε από το να πέσουμε στο νερό όσοι ήξεραν κολύμπι, ώστε να λιγοστέψει το βάρος του καϊκιού.

Το καΐκι άλλαξε πορεία και μας έβγαλε στον Άγιο Κωνσταντίνο, απ’ όπου άλλοι με τα πόδια και οι πιο ηλικιωμένοι με αυτοκίνητα συνεχίσαμε την κίνηση προς Βορρά.

Τελικά η έδρα του Α’ Σώματος εγκαταστάθηκε στο χωριό Πλατύστομο, όπου θα έμενε προσωρινά μέχρι να ανασυγκροτηθούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

Μετά τη νίκη τους στην Αθήνα, οι Άγγλοι απόφυγαν να κινηθούν προς Βορρά με σοβαρές δυνάμεις και να εμπλακούν σε μάχες με τα τμήματα του ΕΛΑΣ.

Ο ΕΛΑΣ ηττήθηκε στρατιωτικά στη μάχη της Αθήνας, όλες όμως οι υπόλοιπες δυνάμεις του, που δεν είχαν πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά ήταν ανέπαφες και εμπειροπόλεμες για μάχες σε ορεινές περιοχές, είχε μάλιστα αναπτερωθεί και το ηθικό τους, γιατί είχαν κατατροπώσει και είχαν διαλύσει τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ, που τα υπολείμματά τους είχαν καταφύγει στα Ιόνια νησιά.

Γι’ αυτούς τους λόγους, οι Εγγλέζοι και η ελληνική κυβέρνηση απέφυγαν να εμπλακούν σε σοβαρές μάχες με τα τμήματα του ΕΛΑΣ και για αρκετό διάστημα επεκράτησε κάποιο είδος ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων.

Το χρονικό αυτό διάστημα χρησιμοποιήθηκε από τον ΕΛΑΣ για την αναδιοργάνωση των δυνάμεων του. Το χωριό που ήταν η έδρα του Α’ Σώματος Στρατού ήταν μικρό και όπως ήταν ακόμα χειμώνας, αναγκαστήκαμε να στοιβαχθούμε σαν σαρδέλες στα λίγα σπίτια μαζί με τους κατοίκους. Και τα τρόφιμα που διαθέταμε ήταν λίγα και ένα μέρος αναγκαζόμαστε να το διαθέτουμε για τους ίδιους τους κατοίκους, που κι αυτοί δεν είχαν αρκετά αποθέματα.

Τον Απρίλη ένα κλιμάκιο από το επιτελείο του Α’ Σώματος έφυγε από το Πλατύστομο για το Αγρίνιο, όπου επρόκειτο στη συνέχεια να μεταφερθεί ο σταθμός διοίκησης του Σώματος. Στο μεταξύ στο Α’ Σώμα Στρατού πέρασαν πέρα από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας και η 2η Μεραρχία του ΕΛΑΣ Αττικής και Βοιωτίας.

Στο παραπάνω κλιμάκιο ήταν ο τότε στρατιωτικός διοικητής του Σώματος Συνταγματάρχης Πυριόχος, ας σημειωθεί εδώ ότι ο Νέστορας, ο καπετάνιος του Σώματος, είχε αρρωστήσει βαριά, με τον υποδιοικητή αντισυνταγματάρχη Προκάκη και τους αξιωματικούς Σ. Παπαγιάννη, Β. Βενετσανόπουλο και Κ. Γιαννακουλόπουλο.

Μας συνοδέυσαν 2 δακτυλογράφοι, μερικοί τηλεφωνητές, ο ασυρματιστής και ένα μικρό τμήμα ασφαλείας με λίγα μουλάρια.

Κινηθήκαμε μέσω Καρπενησιού προς τα δυτικά και χρειάστηκαν αρκετές μέρες πορείας, για να φτάσουμε στο νέο προορισμό μας. Πρώτη φορά βρέθηκα σ’ αυτά τα μέρη. Χωριά μικρά πάνω σε διαδοχικούς μικρούς λόφους, τοπία μαγευτικά σαν ζωγραφιές. Το ταξίδι κουραστικό, αλλά με καλή παρέα, ευχάριστο.

Κάποτε φτάσαμε στο Αγρίνιο. Εκεί το ΕΑΜ μας παραχώρησε γραφεία και στρωθήκαμε στη δουλειά, να οργανώσουμε τη νέα έδρα του Σώματος. Αναδιοργάνωση τότε γινόταν σε όλες τις μονάδες του ΕΛΑΣ, που αυτή την εποχή είχε υπό την κυριαρχία του όλη την Ελλάδα, εκτός από την Αττική και μέρος της Βοιωτίας.

Οι Άγγλοι δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους, που απέβλεπαν στην πλήρη διάλυση και εξόντωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Όμως ήταν δύσκολο να το πετύχουν αυτό με συνέχιση της ένοπλης επέμβασης στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και για να μην υποχρεωθούν να αποσύρουν και άλλες δυνάμεις από τα κύρια μέτωπα του πολέμου και να τις μεταφέρουν στη χώρα μας, αποφάσισαν να επιδιώξουν το σκοπό τους με το Δούρειο Ίππο της συμφωνίας της Βάρκιζας.

Η ηγεσία τότε του κινήματος, παρά το γεγονός ότι είχε πικρή πείρα από τις ωμές παραβιάσεις προηγουμένων συμφωνιών, έδωσε βάση στις υποσχέσεις των Άγγλων και της κυβέρνησης της Αθήνας για ομαλή δημοκρατική εξέλιξη και δέχτηκε σε αντάλλαγμα να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ.

Έτσι δυστυχώς παραδώσαμε τα όπλα που τα τιμήσαμε τόσα χρόνια, πολεμώντας τους φασίστες κατακτητές, τους συνεργάτες τους και τους εγγλέζους επεμβασίες.

Σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της Αθήνας ένας ανώτερος αξιωματικός του κυβερνητικού στρατού με μικρό τμήμα ασφαλείας, ανέλαβε να μας συνοδεύσει στο ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο, γιατί από τότε ακόμα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται εδώ κι εκεί «αγανακτισμένοι πολίτες», που ζητούσαν να πάρουν εκδίκηση από τους κομμουνιστές για τα «εγκλήματά» τους στην κατοχή και το Δεκέμβρη, όπως έλεγαν.

Με το αυτοκίνητο που ήμουν εγώ επέστρεφαν κατά σύμπτωση στην Αθήνα από το Αγρίνιο κάμποσοι ηθοποιοί, που ο θίασός τους ήταν στην πόλη για ψυχαγωγία των ελασιτών και των Αγρινιωτών. Ανάμεσά τους ήταν ο μεγάλος καλλιτέχνης Αιμίλιος Βεάκης και άλλοι εκλεκτοί ηθοποιοί.

Ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες και στενοχώρια για τη διάλυση του ΕΛΑΣ, θα πρέπει να ήμουν τυχερός ώστε να ταξιδεύω με τέτοια παρέα.

Επειδή φορούσα και τη στολή του λοχαγού με έβλεπαν με κάποιο σεβασμό και μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, εγώ τους φαινόμουν σαν το φύλακα άγγελο, που θα τους προστατεύσει μέχρι την Αθήνα. Έτσι κάναμε αυτό το ταξίδι με άνεση και κάπου κάπου διασκεδάζαμε και λίγο με τα αστεία και τα πειράγματα, όπου κι εγώ είχα κάποια μικρή επιτηδειότητα.

Φθάσαμε στην Αθήνα αργά τη νύχτα και με μια στάση στην πλατεία Συντάγματος, όπου έγινε κάποιος έλεγχος από τους εγγλέζους αστυνομικούς με τα κόκκινα πηλήκια και τις μαγκούρες, συνεχίσαμε από την οδό Βασιλίσσης Σοφίας προς Γουδί.

Τα αυτοκίνητα ήταν σκεπασμένα με μουσαμά και εμείς από μέσα δε βλέπαμε έξω. Έτσι, όταν σταμάτησαν τα αυτοκίνητα κάπου σε άγνωστο μέρος, το γεγονός αυτό είχε προκαλέσει ανησυχία στους ηθοποιούς. Πέρασα το κεφάλι μου από το μουσαμά και κοίταξα έξω. Αν και ήταν σκοτάδι διαπίστωσα αμέσως ότι σταματήσαμε στο Γουδί.

Και τότε απευθύνθηκα στους ανήσυχους ηθοποιούς και τους είπα ότι εδώ που μας φέρανε προβλέπεται γερό κοπάνισμα με το γουδοχέρι αφού το μέρος αυτό είναι το Γουδί.

Φυσικά έφαγα κατσάδα, γιατί τέτοιες στιγμές εννοούσα να κάνω αστεία και εδώ τελείωσε αυτή η οδύσσεια. Ο συνταγματάρχης Πυριόχος βρήκε εκεί στο Γουδί ένα συνάδελφό του γνωστό, ο οποίος φρόντισε να μας κάνει διανομή κατ’ οίκον.

Εδώ που κλείνει το κεφάλαιο για την κατοχή, αξίζει να αφιερωθούν λίγα λόγια για την προσφορά στην Εθνική Αντίσταση της οικογένειας της Βασιλικής Αϊβαλιώτη. Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, που όταν ήταν ακόμα νέα την εγκατέλειψε ο άνδρας της. Είχε έξη παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια σε μικρή σχετικά ηλικία και για να τα μεγαλώσει αναγκάστηκε να κάνει την παραδουλεύτρα σε πλούσια σπίτια.

Έμενε στα Εξάρχεια στην οδό Σουλτάνη 4. Αυτό λοιπόν το σπίτι, (μονοκατοικία), είχε σε όλη τη διάρκεια της κατοχής μετατραπεί σε εργοτάξιο παραγωγής διαφωτιστικού υλικού για τοιχοκολήσεις. Επικεφαλής του συνεργείου ήταν ο γιος της Βασιλικής Νικόλαος, ο μετέπειτα πολύ γνωστός γλύπτης με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ίκαρης». Ταυτόχρονα το σπίτι ήταν μια από τις κεντρικές γιάφκες διανομής του παράνομου τύπου με υπεύθυνη την κόρη της Βασιλικής Ηρώ. Όλα τα παιδιά είχαν δραστήρια δράση αγωνιστική στην ΕΠΟΝ και ακόμα στο σπίτι της Σουλτάνη 4 είχαν βρει καταφύγιο ορισμένοι αγωνιστές, που μετά το Δεκέμβρη κινδύνευε η ζωή τους από τους τρομοκράτες.

Για όλη αυτή την προσφορά η οικογένεια της Βασιλικής πλήρωσε ακριβό τίμημα. Ύστερα από τα δεκεμβριανά από τα αγόρια πιάστηκε ο Ίκαρης και έκανε πολλά χρόνια φυλακή και ο μικρότερος ο Ηλίας στάλθηκε στην Μακρόνησο. Η Ηρώ αναγκάστηκε να ακολουθήσει στο βουνό τα τμήματα του ΕΛΑΣ που υποχώρησαν από την Αθήνα. Η Βασιλική έχει πεθάνει πριν αρκετά χρόνια. Όμως όχι μόνο οι στενοί συγγενείς αλλά και πολλοί αγωνιστές, που είχαν περάσει από τη Σουλτάνη 4 εκείνες τις δύσκολες μέρες τη θυμούνται με αγάπη και τιμάνε τη μνήμη της.

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: