Ο άγνωστος δρόμος της Βαγγελίτσας

Τα χωριά μας καμένα, τα σπίτια μας το ίδιο, τώρα… κινδύνευε και η ζωή μας. Μας δίνανε στους Αντάρτες όπως, όπως για να μας σώσουν. Μας δίνανε για να μας γλιτώσουν από το κακό που έρχεται. Κάποια στιγμή, μας μάζεψαν οι Αντάρτες…

Παιδί του 48 και αυτή. Από το χωριό Δίλοφο του Έβρου. Μικρή Μόσχα το έλεγαν στα χρόνια του πολέμου. Εγώ δεν ήξερα τι θα πει αυτό. Το άκουγα όμως…

Κάπως έτσι αρχίζουμε την κουβέντα και γίνεται όλο και πιο συναρπαστική. Και συνεχίζει η Βαγγελίτσα:

«Εγώ, μικρό παιδί ήμουν. Από αγροτική οικογένεια, με πολλά παιδιά όπως ήταν τότε. Πέντε αγόρια κι εγώ το κορίτσι της οικογένειας. Τα δύο μεγάλα αδέρφια μου έφυγαν στο βουνό κυνηγημένα βέβαια. Η ιστορία μου είναι πορεία μικρού παιδιού στη δίνη του πολέμου. Όπως θυμάμαι, ξαφνικά μας πήρανε τα μικρά αδέρφια και μένα. Ξέρεις, τα παλικάρια της Φρειδερίκης… ήταν. Οι γονείς μας δεν ήξεραν τίποτα. Λίγες μέρες πριν ζούσαμε τον τρόμο στο χωριό μας. Οι  ΜΑΥδες χτυπούσαν παντού. Μεγάλη αναστάτωση είχαμε στα σπίτια μας, στα χωριά μας. Βάζανε φωτιές παντού. Καίγανε σπίτια και χωριά. Βασάνιζαν και χτυπούσαν… Έτσι φύγανε τα μεγάλα μου αδέρφια στο βουνό, για να σωθούν. 

Ο μπαμπάς μου δεν έφυγε γιατί είχε και άλλα μικρά παιδιά. Τον βασανίζανε όμως καθημερινά. Ξύλο και πάλι ξύλο. Του ξεριζώσανε τα μουστάκια τρίχα, τρίχα. 

Περνούσαν από σπίτι σε σπίτι οι ΜΑΥδες και ρωτούσαν που είναι ο άντρας σου, που είναι τα παιδιά σου… Και μετά, εδώ φωτιά… εκεί φωτιά. Και ο κόσμος αλαφιασμένος.

Όταν μας μάζεψαν της Φρειδερίκης τα παλικάρια, μας στοιβάσανε σαν τα πρόβατα στο βαγόνι και με τραίνο φτάνουμε στην Αλεξανδρούπολη. Το τι γινότανε εκεί μέσα δεν περιγράφεται… Μάτια πλημυρισμένα. Μάτια βουρκωμένα. Μάτια καρφωμένα στο ΓΙΑΤΙ, ΓΙΑΤΙ, ΓΙΑΤΙ. Έτσι φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Ήμασταν πολλά, μα πάρα πολλά παιδιά. Μας βάλανε σ’ ένα σχολείο.  Αυτή ήταν και η αιτία όπως έμαθα αργότερα που οι Αντάρτες ανατίναξαν γέφυρα λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη. Ήθελαν να σταματήσουν αυτό το κακό»… 

Και δε μπορώ να μην ρωτήσω το Τι και το Πώς, εγώ που μουδιάζω όταν ακούω αυτή την Ιστορία . Και μετράω γρήγορα στο μυαλό μου τα χρόνια που περάσανε. Ακούω την Βαγγελίτσα να τα λέει σα να ήταν χτες. Κι όμως, περάσανε 65 χρόνια. Και τότε δεν κρατιέμαι… και πάλι την ρωτώ πως τα θυμάται τόσο ζωντανά… Και η Βαγγελίτσα δεν αργεί: «Τα θυμάμαι γιατί χρόνια τα συζητούσαμε και με την μαμά μου και μου έμειναν βαθιά χαραγμένα κάποια πράγματα και γεγονότα». 

Λίγη ανάσα παίρνουμε και συνεχίζουμε αυτή την συναρπαστική αλλά ταυτόχρονα πονεμένη Ιστορία Πολέμου. Επανερχόμαστε στο θέμα μας.

«Κάποια παιδιά από το σχολείο που μας κρατούσαν έφυγαν με τραίνα προς Αθήνα ίσως και πιο κάτω… σε άγνωστο ταξίδι Ζωής. Έφυγαν πριν την ανατίναξη της γέφυρας… Εμείς, περιμέναμε τη σειρά μας… Δεν προλάβαμε να φύγουμε από εκεί και πιο κάτω. Σταματήσαμε στην Αλεξανδρούπολη. Ακόμη, ήμασταν πολλά παιδιά. Μάς κλείσανε θυμάμαι εκεί στο σχολείο, μάς δώσανε παπούτσια, ρούχα, μακριά φουστάνια και μάς έλεγαν πως δε μάς θέλουν οι γονείς μας. Όταν όμως έμαθαν οι γονείς μας πως είμαστε ακόμη στην Αλεξανδρούπολη, τότε… ήρθαν όπως, όπως εκεί… στο σχολείο. Δεν ξέρω πως. Ξέρω μόνο πως η μαμά μου για να μας πάρει πίσω, μας αγόρασε με λίγες λίρες πληρώνοντας τους φύλακες»…

Ε, ΟΧΙ… Δεν αντέχω και τούτο πάλι. Δηλαδή, πλήρωσε η μάνα σας για να πάρει πίσω τα παιδιά της; Τα δικά της παιδιά; Ρωτώ γεμάτη  πίκρα και οργή.

«Ναι, Ναι… ήταν κι άλλες 3 με 4 γυναίκες, μανάδες κι όλες για τον ίδιο σκοπό. Λαχτάρα μεγάλη, οργή… Μπόρεσαν όμως και μας πήρανε… Και τώρα… για πού; Γυρνούσαμε θυμάμαι με τα πόδια σε κείνα τα άγνωστα για μένα μέρη. Πηγαίναμε πότε εδώ και πότε εκεί. Όχι βέβαια με τραίνο και αυτοκίνητο… Μόνο περπατούσαμε. Δεν ξέρω μετά από πόσο καιρό φτάσαμε σε κάποιο χωριό. Και μετά… ήμασταν και  τυχεροί. Δεν άργησαν, οι Αντάρτες δεν κάθισαν. Σπίτι, σπίτι μιλούσαν με τους γονείς μας. Και τότε, τι να κάνανε οι γονείς μας; Τα χωριά μας καμένα, τα σπίτια μας το ίδιο, τώρα… κινδύνευε και η ζωή μας. Μας δίνανε στους Αντάρτες όπως, όπως για να μας σώσουν. Μας δίνανε για να μας γλιτώσουν από το κακό που έρχεται. Κάποια στιγμή, μας μάζεψαν οι Αντάρτες. Θυμάμαι πως περάσαμε τον ποταμό Έβρο όπως τα άκουγα τότε, μικρή. Ξέρεις, με τα πόδια μέσα απ’ τα νερά. Και μας φωνάζανε γρήγορα, γρήγορα. Τρέχαμε σαν κυνηγημένοι… Ακόμη οι φωνές με το γρήγορα, γρήγορα είναι στα αυτιά μου, κι ας περάσανε 65 χρόνια από τότε. Ήταν καλοκαίρι θυμάμαι γιατί το νερό ήταν ρηχό εκεί, στο πέρασμά μας… στον Έβρο. Τότε λιγοστεύανε τα νερά λόγω ξηρασίας του καλοκαιριού. Και πώς να μην θυμάμαι τούτες τις στιγμές όταν περνούσαμε το ποτάμι; Εκεί, μέσα στο νερό, έχασα το παπουτσάκι μου και φώναζα, φώναζα όσο μπορούσα ΕΧΑΣΑ, ΕΧΑΣΑ, ΕΧΑΣΑ… κι από την λαχτάρα μου δεν έβγαιναν και άλλες λέξεις. Και τότε … οι συνοδοί μας τρέχανε, τρέχανε να με προλάβουν. Και τους άκουγα να λένε Μη φωνάζεις, Μη φωνάζεις, θα μας ακούσουν… Και μου βάζανε γρήγορα το χέρι στο στόμα για να σταματήσω. Κι εγώ… πώς να καταλάβω αυτό που μου συμβαίνει; Πώς να καταλάβω πως είμαστε κυνηγημένοι; Μόνο τα χάδια των Ανθρώπων που μας συνόδευαν στην πεζοπορία αυτή με καθησύχασαν για λίγο. Θυμάμαι τις καλαμιές. Εκεί, μέσα, κρυβόμασταν. Δεν έπρεπε ούτε να κουνηθούμε. Εκεί, μέσα στις καλαμιές στεκόμασταν ακίνητοι, εμείς τα παιδιά. Κι ήμασταν τόσο κουρασμένα, που πραγματικά δεν είχαμε κανένα επεισόδιο. Τώρα ξέραμε να φυλάξουμε την ψυχή μας. Ξέραμε πως οι ΜΑΥδες ακόμη στην όχθη του ποταμού μας περιμένουν έτοιμοι να μας αρπάξουν. Το δύσκολο ήταν πως στην όχθη κάπου αλλού μας περίμεναν και οι Τούρκοι γείτονες μας… Βλέπεις, ο Έβρος έχει σύνορα και με Βουλγαρία και με Τουρκία. 

Επιτέλους. Μπήκαμε στη Βουλγαρία. Τότε, βλέπουμε αυτοκίνητα να πλησιάζουν. Ήταν μεγάλα. Ίσως και έτσι να τα βλέπανε τα δικά μας ματάκια. Εκεί, κοντά μας σταματάνε. Τότε βλέπουμε από μέσα να κατεβαίνουν στρατιώτες. Ίσως για ασκήσεις… Και τώρα, είναι η σειρά μας. Μας βάζουν μέσα ένα, ένα… Ήταν κλειστά τα αυτοκίνητα. Αργότερα έμαθα πως ήμασταν στο  Σφίλιγκραντ της Βουλγαρίας. Και από εκεί, πάλι το μακρινό μας ταξίδι… Και συνεχίζουμε ως τη Σόφια. Τώρα, δε μας κυνηγάνε. Σα να μην φωνάζουν εκείνο το Σιγά, Σιγά στις καλαμιές… εκείνο το γρήγορα και πιο γρήγορα. Δεν ακούω. Κάτι αλλάζει…

Εκεί στη Σόφια κατεβήκαμε. Μας βάλανε στη σειρά ανάλογα με το ύψος και την ηλικία μας… Εκεί, είχα κοντά μου και τον αδερφό μου τον Γιάννη. Ήταν πιο μικρός. Στη Βουλγαρία πέρασε και ο μπαμπάς μου. Ήταν άγνωστο που… 

Τον αδερφό μου ήθελαν να τον πάρουν. Κάπου αλλού θα πήγαινε. Ίσως με την ηλικία του. Μα η μαμά μας τώρα πια δεν το άντεχε και αυτό. Δεν ήθελε να τον αφήσει από κοντά της. Έκλεγε κι έλεγε πως έδωσε στον Αγώνα τα δύο μεγάλα της παιδιά και τώρα… εμάς δεν μπορεί, δεν το αντέχει. Μας κράταγε σφιχτά. 

Εκεί χωρίσαμε. Η μαμά μας φεύγει και φτάνει στη Σινάια της Ρουμανίας. Εγώ, έφτασα στο Γκάμπροβο της Βουλγαρίας. Ο μικρός μου αδερφός έφτασε στο Μπάνκε της Βουλγαρίας. Σκορπίσαμε σαν τα πουλιά. Μετά έφυγα για την πόλη Στάρα Ζαγκόρα. Εκεί είχα και περιπέτειες. Ήμουν από εδώ και από εκεί… και πολλές φορές κρυφά… Ήθελαν βλέπεις να με προστατεύσουν. Έπαιρναν και τα μέτρα τους. Ξέρεις, είχαν ευθύνες πολλές. Τώρα πήγαινα και στο σχολείο. Το 1952 αρχίσαμε να πηγαίνουμε και σε κατασκηνώσεις. Άγνωστα πράγματα για μας… Εκείνη τη χρονιά του ’52 αρρώστησα από σκωληκοειδίτιδα .

Ήμουν παιδί βλέπεις. Δεν έδινα και σημασία. Άλλωστε που και σε ποιόν να το πω; Όλοι τρέχανε πάνω, κάτω… Με πήγαν στο Νοσοκομείο. Δεν ξέρω που και πως η Οργάνωση των Ελλήνων Προσφύγων βρήκαν τον μπαμπά μου. Ήρθε όπως, όπως… Εγώ όμως μεγάλωσα. Ήμουν στην Τετάρτη δημοτικού. Σα να περάσανε πολλά χρόνια. Άρχισα να ξεχνάω τους γονείς μου, τη φυσιογνωμία τους…

Εκεί στο Νοσοκομείο, μου είπαν πως ήρθε ο μπαμπάς μου. Εγώ, σηκώθηκα να πιω νερό κι εκεί δεν ξέρω τι άλλο έκανα… Ήμουν βαριά άρρωστη. Που και πώς να τον γνώριζα; Είδαν τόσα και τόσα τα ματάκια μου. Έβλεπα μπροστά μου έναν άνθρωπο με μεγάλα μουστάκια, ντυμένος με χλαίνη ακόμη, αδύνατος και ταλαιπωρημένος. Άγνωστος για μένα. Μου φαίνονταν πως περάσανε χρόνια και χρόνια. Εκεί, στο Νοσοκομείο έβλεπα τον πατέρα μου σαν έναν ξένο. Και τον ρωτούσα απορημένη ποιός είναι… Κι έλεγα στον διπλανό μου πως δεν τον ξέρω, δεν τον γνωρίζω… Και το κεφάλι μου κάτω… Κι αυτός να μου φωνάζει πνιγμένος στα δάκρυα πως είναι ο πατέρας μου.

Ήταν σκηνές απίστευτες. Στιγμές Αληθινές. Στιγμές γεμάτες πόνο. Και τότε, λίγο αργότερα μου ανακοίνωσαν πως φεύγω για Ρουμανία. Δε χάρηκα στην αρχή. Είπα πως δε θέλω να πάω στη χώρα αυτή γιατί μόνο μαμαλίγκα θα τρώω. Έτσι άκουγα… Μόνο κατσαμάκι  τρώνε εκεί. Και ήρθε η ώρα. Ο Ερυθρός Σταυρός, μας ενημέρωσε πως εγώ και ο αδερφός μου θα πάμε στη Ρουμανία και μαζί μας θα είναι ακόμη ένας αδερφός μας. 

Και τότε, αρχίζει πάλι το ταξίδι της ζωής μας. Μας άλλαξαν, μας καθάρισαν, μας δώσανε καινούργια ρουχαλάκια και μας κούρεψαν… Σα να μας βγάλανε από το κουτί. Καθαρά, περιποιημένα παιδιά. Έτοιμα για τη ζωή… Και ταξιδεύουμε με το τραίνο μέχρι το Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Εκεί μας παρέλαβε άλλος. Και πηγαίναμε από άγνωστο σε άγνωστο μέρος κι από πόλη σε πόλη. Όλα καινούργια για μας. Είχαμε και αδερφό στην πόλη Κραϊόβα. Δούλευε εκεί, στο εργοστάσιο Ηλεκτροπουτέρε. Φτάσαμε στο Σταθμό. Ξέραμε, πάλι κάποιος θα μας περιμένει. Κοιτάγαμε πότε αριστερά και πότε δεξιά… Και ξαφνικά βλέπουμε κάποιον να μας κοιτάει πότε μπρος και πότε πίσω. Και πότε γύρω, γύρω.

Κάποια στιγμή μας πλησιάζει. Μας ρωτάει Ελληνικά. Έλα Χρήστο ακούμε ξαφνικά. Πότε ήρθες; Και τότε βεβαιώνεται. Μας ρωτάει πάλι για σιγουριά… Μήπως και είμαστε τα παιδιά της θείας Χρυσής… Ναι, Ναι, πεταγόμαστε. Αρχίζει μέσα να φτερουγίζει η καρδία μας. Καιρό είχαμε να ακούσουμε αυτόν τον χτύπο της καρδιάς μας. Και τότε, μας παίρνει από το χέρι και φεύγουμε. Πρώτη φορά αισθανόμαστε το χέρι σωτηρίας μας τόσο έντονα. Μα τόσο έντονα. Ήταν το κάτι άλλο. ΠΗΓΑΙΝΑΜΕ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ. 

Μετά από τόσες ταλαιπωρίες αρχίσαμε να ακούμε άγνωστες λέξεις μέχρι τότε… Τώρα, άκουγα να λένε «το σπίτι μας». Καιρό είχα να την ακούσω. Ίσως από το χωριό μου… Και πάλι ήμουν παιδί ακόμα… Φτάνουμε σ’ ένα σπίτι. Εκεί, η μαμά μου μόλις λούστηκε κι έκανε τις δουλειές της αμέριμνη. Δεν ήξερε τίποτα. Δεν περίμενε κανέναν. Και την ρωτάει ο συνοδός μας πειράζοντάς την… έτοιμη είσαι; Περιμένεις επισκέπτες; Και η μαμά μου δεν αργεί. Και βέβαια, χίλιοι καλοί χωράνε στο σπιτικό μας.

Ακόμη δεν κατάλαβε τι την περιμένει… Μαζεύει πάνω γρήγορα, γρήγορα τα βρεγμένα μαλλιά της. Έτσι, δεμένα τα μαλλάκια της, έτοιμη να υποδεχτεί τους επισκέπτες… Και τότε ακούμε πάλι, ΘΕΙΑ  ΧΡΥΣΗ… ξέρεις, δεν είμαι μόνος, έχω μαζί μου και άλλους δύο που δεν έχουν που να πάνε απόψε… Δεν μας γνώρισε ακόμα. Μεγαλώσαμε κιόλα. Εγώ ήμουν κουρεμένη σαν αγόρι αλλά και ντυμένη σαν αγόρι. Ήμουν 9 με 10 χρονών κι έδειχνα για επτά. Μικρό και αδύνατο. Ταλαιπωρημένη  και από την αρρώστια μου. Κουρασμένη. Είναι ήρεμη ακόμη η μάνα μας. Δεν μας γνωρίζει… Μας πλησιάζει και μας ρωτάει ποια παιδιά είμαστε… τίνος είμαστε… Στην αρχή είμαστε σφιγμένα. Ούτε εμείς ξέρουμε τίποτα. Καθόμαστε δίπλα, δίπλα… Χαλαρώνουμε σιγά, σιγά. Λένε και κάνα αστειάκι μεταξύ τους οι μεγάλοι… Και τότε, γέλασα… Εκεί η μάνα μας πάγωσε. Κόντεψε να μείνει. Τότε και μόνο τότε με γνώρισε από τα δόντια μου. Ήταν μπροστά με λίγο κενό… Και ήταν το σημάδι της μάνας μου. Ήταν στιγμές που δεν περιγράφονται με λόγια. Ήταν η μάνα που κατέρρευσε… Ήταν η στιγμή που κι εγώ τα έχασα. Τότε κατάλαβα. Κατέρρευσα. Ντρεπόμουν να της πω και μαμά. Είχα πει μαμά στις γυναίκες που με φρόντιζαν. Εκεί, στους Παιδικούς Σταθμούς. Και τώρα δεν τη γνώριζα, δεν την ήξερα. Την άλλη μέρα ήρθε πάλι ο Χρήστος. Ήταν από τα δικά μας μέρη, από τον Έβρο. Ήξερε τον αδερφό μου από το βουνό. Ήταν μαζί. 

Εγώ, ακόμη να συνέλθω. Έπρεπε να ζήσω την πραγματικότητα. Ακόμη ντρεπόμουν και χωνόμουνα πότε κάτω από τα κρεβάτια και πότε πίσω από την πόρτα. Σ’ αυτό το σπίτι μεγάλωσα μέχρι την έβδομη τάξη του δημοτικού. Και τώρα, μεγάλη πια, φεύγω για την πόλη Σιμπίου και μετά στην πόλη Οράντια όπου ξανασμίξαμε οικογενειακά. Εδώ και παντρεύτηκα. Ρουμάνος ο σύζυγος. Αρχίσαμε με πολύ σκληρή δουλειά να κτίζουμε τα όνειρά μας, το σπίτι μας. Αγοράσαμε και σπίτι εκεί στη Ρουμανία. Και ήταν μεγάλο. Με τέσσερα δωμάτια. Αγοράσαμε και δύο αυτοκίνητα. Αποκτήσαμε και δύο διαμάντια. Αγόρι και κορίτσι. Και μας χτυπάνε την πόρτα τα γεγονότα. Πέφτει η χούντα. Προβληματισμός μεγάλος στους ξενιτεμένους. Κουβέντα πολύ στα σπίτια μας. Έντονες κουβέντες παντού. Πολλά τα χρόνια της ξενιτιάς. Και τώρα εμείς αρχίζουμε νοητά και πάλι να σχεδιάζουμε το ταξίδι της επιστροφής. Δεν ήταν ίδιο με τα ταξίδια που γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια.

Τώρα, εμείς αποφασίζουμε για το ταξίδι στην Πατρίδα. Είναι το ταξίδι της επιστροφής. Και δεν αργούνε τα χαρτιά… Και ο Επαναπατρισμός μου είναι γεγονός. Και ήταν τότε που μόλις στη Ρουμανία επί Τσαουσέσκου, ψηφίστηκε νόμος που μπορούσα να φύγω για την Ελλάδα, αλλά όχι με αποσκευές. Ήταν στα τέλη του 1989 με 90. 

Εμείς όμως δουλέψαμε σκληρά και για πολλά χρόνια. Και κάναμε και μεγάλο νοικοκυριό. Επιτρέπονταν μόνο δύο βαλίτσες στα χέρια μας…

Ό άντρας μου δούλευε Ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα Κι εγώ δούλευα. Ήμουν Υπάλληλος διοικητικός. Ήμουν πρωτοπόρα πολλές φορές. Εδώ φωτογραφίες, εκεί φωτογραφίες πρωτοπορίας. Και τώρα τα μαζεύουμε για την Πατρίδα. Το μυαλό μου πήγαινε πότε στο χτες και πότε στο αύριο. Θυμόμουν τα περπατήματα στις καλαμιές. Και τώρα ήρθε πάλι η ώρα μας, η στιγμή μας. Ήμουν 4 με 5 χρονών τότε, κι αυτό το ξέρω όχι στην πραγματική  διάσταση των χρόνων… Κι όταν ρωτούσα πολλές φορές τη μάνα μας για το πότε γεννήθηκα… μου έλεγε ΤΟΤΕ, που ήρθαν οι Γερμανοί. Και όταν τη ρωτούσα ποιόν μήνα… άκουγα ΟΤΑΝ μαζεύαμε τα σταφύλια. Ακόμη και τώρα υποθέτω πως ήταν το 40 με 42 όταν γεννήθηκα. Στην πόλη μας μείναμε από τους τελευταίους Έλληνες.

Επαναπατριστήκαμε μαζί με τη Νίκη του βουνού όπως άκουγα να τη φωνάζουν. Αλλά μπερδεμένη ήμουν γιατί πότε Νίκη και πότε Ελένη άκουγα να τη φωνάζουν… Αργότερα έμαθα πως το Νίκη ήταν στο βουνό, στον Εμφύλιο και το Ελένη ήταν όνομα στα χαρτιά της… στο χωριό της. Πάλι η Νίκη (Ελένη Τσιομπανίδου) μας βοήθησε. Μας πήρε τα πράγματα, τις αποσκευές μας στο βαγόνι τους. Μαζί με τα δικά της ήταν και τα δικά μας.

Και τώρα αποχαιρετούμε την Ρουμανία, τη χώρα που μας αγκάλιασε. Και τώρα… αρχίζουν άλλα προβλήματα. Και που να πάμε; Που να τα αφήσουμε; Στα πεζοδρόμια της Αθήνας; Αφήσαμε σπίτι, αυτοκίνητα… και ήρθαμε στην Ελλάδα με δύο βαλίτσες στο τραίνο. Αντέξαμε. Ο χρόνος πέρασε. Στην αρχή δούλευα ως αποκλειστική νοσοκόμα. Μέρα νύχτα στη δουλειά. Το ίδιο και η κόρη μου. Είχε βγάλει τη σχολή νοσοκόμων στη Ρουμανία. Ο γιος μας ήταν στην έκτη δημοτικού. Μόλις ξεπετάχτηκε , άρχισε και αυτός να τρέχει. Δούλευε όπου, όπου. Δε σταματούσε. Πηγαίναμε από μια δουλειά στην άλλη. Δύσκολα ανταμώναμε στο σπίτι. Βρήκαμε κι ένα σπίτι αρκετά μεγάλο. Δεν ξέραμε από ενοίκια στη Ρουμανία. Τώρα πληρώναμε πολλά. Ήταν τα ενοίκια που δεν ξέραμε». 

Και ανάσα δεν παίρνουμε με την Βαγγελίτσα. Ήταν μακρύς ο δρόμος: Ελλάδα – Βουλγαρία – Ρουμανία και πάλι Ελλάδα… Και συνεχίζω να ακούω.

«Αποφασίζω και τολμώ… πηγαίνω στην Τράπεζα. Και λέω πως είμαι Πολιτικός Πρόσφυγας. Επαναπατρίστηκα. Ήρθα από τη Ρουμανία. Μεγάλες κουβέντες για την εποχή εκείνη. Ήταν πόνος ψυχής. Ήταν τα στοιχεία μου. Ήταν η ταυτότητά μου. Ναι, ήταν και τίτλος τιμής που δεν τον έκρυβα. Και συνεχίζω χωρίς παύση… έχω και δύο παιδιά και ο άντρας μου είναι Ρουμάνος. Θέλω λεφτά για να αγοράσω σπίτι. Ο  Άνθρωπος, ο Υπάλληλος, με άκουγε με προσοχή. Με κοίταγε, με ξανακοίταγε και στο τέλος αρχίζουν οι ερωτήσεις.

Έχεις αυτοκίνητο;

ΔΕΝ έχω απαντώ.

Έχεις χωράφια;

 Ναι απαντώ γρήγορα. Χαρούμενη. Είναι στο χωριό μου στο Δίλοφο, πάνω στον Έβρο.

Ας είναι καλά ο Άνθρωπος. Ίσως τον συγκίνησε η ιστορία μου. Όλο δεν και δεν του απαντούσα. Αφού δεν είχα και τίποτα. Και τότε δεν αργεί. Τηλεφωνεί στην Κοινότητα και ζητάει Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις. Μου δίνει κουράγιο. Ήθελε να με βοηθήσει. Το καταλάβαινα. Θα τα βρούμε όλα. Δεν είναι τίποτα. Και τότε, εκεί στην Τράπεζα αποφασίζουν να με βοηθήσουν. Και παίρνω τα χαρτιά της Κοινότητας. Και τι να δω… Αντί για Παυλίδου που είχαμε το επίθετο, μόνο εγώ είμαι Παυλάκη… Άλλο πάλι τούτο. Και τρέχει το μυαλό μου πίσω στο χρόνο. Και λέω φωναχτά πως γεννήθηκα ΤΟΤΕ με τους Γερμανούς, τον μήνα που μαζεύαμε τα σταφύλια και τώρα… από Παυλίδου γίνομαι Παυλάκη»

Ακούω τη Βαγγελίτσα. Είναι ψύχραιμη. Δάκρυα με πλημυρίζουν. Ξέρω κι εγώ από Επαναπατρισμό. Άλλες εμπειρίες έχω. Αλλά τούτα εδώ που ακούω με σοκάρουν. Κρατιέμαι. Δε θέλω να φανώ. Και συνεχίζουμε μουδιασμένες την κουβέντα μας και πάμε παρακάτω.

«Έχασα και το 40-42 και τώρα διαβάζω γεννημένη το 1937. Δηλαδή, φορτώνομαι και πέντε χρόνια παραπάνω. Υποθέτω πολλά. Δεν το πιστεύω. Όλα τα αδέρφια μου και οι γονείς γράφονται Παυλίδης και μόνο εγώ είμαι Παυλάκη. Προσπαθώ να λύσω το γρίφο. Σταματώ στην ηλικία μου και τότε θυμάμαι πως ο αδερφός μου Βαγγέλης γεννήθηκε το ’37 και του βάλανε δική μου χρονολογία.  Του κόψανε και πέντε χρόνια. Ίσως να μας μπέρδεψαν. Ίσως και να κάψανε τα χαρτιά της Κοινότητας όπως και τα σπίτια μας. Τότε, στα χρόνια του πολέμου, οι ΜΑΥδες κάψανε τα πάντα στο χωριό μας. Ξέρουμε πως κι εδώ στην Πατρίδα θα τα καταφέρουμε. Να όμως που δεν πρόσεχα την υγεία μου. Δουλεύαμε σαν τα σκυλιά. Και τότε , δεν αργεί το μπαι μπας. Και κάνουμε την επέμβαση και μέσα στο μήνα πάω στη δουλειά. Πουθενά δεν μπορούσα να πω τον πόνο μου. Δεν είχα και χρόνο. 

Ήταν τότε που σπούδαζα και παιδί στο Πανεπιστήμιο. Η κόρη μας και αυτή δούλευε κι έτρεχε για αναγνώριση Πτυχίου. Τώρα το σπίτι ήταν δικό μας. Τελείωσε και ο γιός μας. Κι εγώ ακόμη άρρωστη είμαι. Σκέπτομαι πολλά. Θυμάμαι στη Ρουμανία ήμουν η Γρεκοαικα, η Ελληνίδα. Και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήρθα στην Ελλάδα και ήμουν η Ρουμάνα για τους Έλληνες. Τώρα δεν είχα κανένα όνομα όπως βλέπεις. Έβγαζα μάτι… Μόλις ήρθα στην Ελλάδα και αγόρασα σπίτι μου έλεγαν. Εγώ ήξερα πως… Τώρα είναι όλα καλά αλλά πέρυσι έχασα τον άντρα μου. Και αυτό είναι το πιο δύσκολο. Ζούμε στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Εκεί είναι τα παιδιά μας. Και συνεχίζω και κουβαλάω βαριές αναμνήσεις.

Δεν τα λέω Άννα μου για να κλαφτούμε. Τα λέω γιατί πολλοί, μα πάρα πολλοί δεν γνωρίζουν την Ιστορία μας αυτή. Δεν γνωρίζουν την Ιστορία του Εμφυλίου που είναι και σύγχρονη, Αληθινή. Η γενιά μας περπάτησε τον χρόνο με βάσανα, με πόνο και καημούς και δεν τα έβαλε κάτω. Αυτό είναι μόνο ένα κομμάτι της Ιστορίας και αυτό μόνο θέλω να θίξω». 

Και τώρα εγώ, τι να πω; Ακούω, γράφω, καταγράφω γεγονότα μιας εποχής. Ακούσαμε από τους γονείς μας, από τα παιδιά του ’48 και τελειωμό δεν έχουν. Η Ιστορία της Βαγγελίτσας δεν σηκώνει πολλά. Σταματώ εδώ και την ευχαριστώ για την γνωριμία μας, για την κατάθεση ψυχής.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: