Μάου (Χαρίση) Δήμητρα, λοχίας πεζικού της VII Μεραρχίας – Μετάλλιο Ανδρείας ΔΣΕ

Ο δρόμος του Αγώνα ήταν μακρύς. Ποιος αντέχει να περπατήσει τούτη τη διαδρομή; Έβρος, Κομοτηνή, Ξάνθη, Σέρρες… Γράμμος και Βίτσι; Και πίσω κάποιες φορές… Πόσα νιάτα, πόσους γιους και θυγατέρες έδωσε ο μακρινός Έβρος στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ…

Μια ακόμη έκπληξη με περίμενε στο δρόμο των ιστορικών αναζητήσεών μου. Από πού να αρχίσω; Πού να πάω και πού να σταματήσω; Το ίδιο μονοπάτι θα πάρω, αυτό της ανάγνωσης και όπου με βγάλει… 

Ξεκίνησα απ’ το περιοδικό «Εθ. Αντίσταση». Εδώ, στο τεύχος 131 του περιοδικού ανατρέχω πολλές φορές. Είναι ο οδηγός των αναζητήσεών μου όπως συνηθίζω να λέω συχνά. Είναι η εργασία και μελέτη με θέμα τα Μετάλλια του ΔΣΕ, του φίλου μου Γ. Ζελιλίδη. Και πάλι στο πέρασμα των σελίδων πάω ένα βήμα μπρος και ένα βήμα πίσω. Σταματώ σ’ ένα περίεργο όνομα. Κάτι μου λέει, κάπου το άκουσα, κάποιος κάτι παραπάνω θα ξέρει. Κι όμως, αυτό το επίθετο κάπου το άκουσα… μού είναι γνωστό και ας μην ξέρω τίποτα άλλο.

Ωχ… και φτάνω στη σελ. 53 του περ. της Εθ. Αντίστασης, Αριθ. κατά σειρά 273 και ονοματεπώνυμο: 

*Μάου (Χαρίση) Δήμητρα, λοχίας πεζικού της VII Μεραρχίας (18-7-1949, Αρ. φύλλου Εφημερίδας βουνού 70) Μετάλλιο ΑΝΔΡΕΙΑΣ. Και προχωράω τώρα σίγουρη πως έκανα ένα βηματάκι στην έρευνα και η χαρά μου δεν περιγράφεται… 

Συνεχίζω να διαβάζω ένα ένα τα ονόματα των αγωνιστών που πήραν μετάλλιο του ΔΣΕ. Σταματώ στη σελ. 61 του περιοδικού (τεύχος 131)… όπου διαβάζω:

**Μάου (Χαρίση) Αθανασία ΤΝ, μαχήτρια 18ης Ταξιαρχίας (24-6-1949, Αριθ. Φύλλου 66 της Εφημερίδας Προσωρινής Κυβέρνησης (βουνού). Παράσημο ΗΛΕΚΤΡΑΣ.

Και προχωρώ χαρούμενη για το κατόρθωμά μου…  και τώρα κρυφοελπίζω πως κάτι ακόμα θα βρω… Και δεν προλαβαίνω να χαρώ και  φτάνω στη σελ. 66 του περ. και πάλι Μάο διαβάζω. Ε, όχι… κάτι δε διαβάζω σωστά λέω ψιθυριστά… Είναι η πρώτη μου αντίδραση. Γούρλωσα τα μάτια μου. Κοντοστέκομαι. Λίγες ανάσες παραπάνω παίρνω και πάλι σημειώνω: 

***Μάος (Χαρίσης) Βασίλης, Ανθυπολοχαγός πεζικού της 18ης Ταξιαρχίας (11-7-1949, Αριθ. Φύλλου 68) Μετάλλιο για καταστροφή ΤΑΝΚΣ. 

Και τώρα;;; 

Πώς θα μάθω κάτι παραπάνω; 

Ποιούς θα βρω μετά από τόσα χρόνια; 

Πόσοι είναι ζωντανοί; 

Πόσο ακόμα θα μας απλώνουν το χέρι βοήθειας; Βροχή οι ερωτήσεις μου και το μούδιασμα είναι μεγάλο. Κουβέντα με την ψυχή μου κάνω. Μονολογώ και ψάχνω τον τρόπο αναζήτησης. Κάνω την πρώτη σκέψη… Να δω αν το όνομα πατρός  είναι Χαρίσης (το ίδιο) στους τρεις μαχητές με το επίθετο Μάου. ΝΑΙ, αυτό είναι, ΧΑΡΙΣΗΣ και είναι το ίδιο και στους τρεις Μάου… Από κάπου θέλω να πιαστώ. Τσεκάρω έναν έναν ξεχωριστά. Κι εδώ μένω άφωνη. Η Δήμητρα, η Αθανασία και ο Βασίλης Μάος είναι παιδιά του Χαρίση. Ένα σφίξιμο με έπιασε κι ένας κόμπος που καρφώθηκε στο λαιμό και δεν έλεγε να φύγει. Θέλω να αποφύγω τα δάκρυα. Θέλω να σταθώ ψύχραιμη και να συνεχίσω. Έχω το πρώτο συμπέρασμα.

Ναι, είναι αδέρφια. Μια ελπίδα άρχισα να έχω… Ο νους μου τρέχει στο επόμενο βήμα. Και τρέχω τώρα να πιάσω τις σκέψεις μου. Δεν είναι και εύκολο. Δεύτερη σκέψη κάνω. Θα πιάσω έναν έναν τους αγωνιστές που γνωρίζω και μιλάμε τα της Ιστορίας… Θα τους ρωτάω αν γνώρισαν μαχητές με το επίθετο Μάου και Μάος. 

Γνώρισα αρκετούς τούτα τα χρόνια των αναζητήσεών μου. Και πού το ξέρεις; Κάπου θα βρεθεί η αρχή έλεγα στο ΕΙΝΑΙ μου. Κι εδώ, στην προσπάθειά μου έρχεται η στιγμή που μαρμαρώνω. Ναι. Ένα ΝΑΙ ακούω στο τηλέφωνο και η καρδιά μου θα βγει. Πώς να το πιστέψω; Η αγωνίστρια Φανή Γκίτη κάτι ξέρει, κάτι γνωρίζει. Την βλέπω τακτικά. Και τότε μουδιάζω. Πώς είναι δυνατόν;;;… Πάλι γυρνάω στον Έβρο… Εκεί, στην πατρίδα της μάνας μου πάλι περπατώ νοητά. Νόμιζα πως ξέρω πολλές ιστορίες του εμφυλίου πολέμου και τώρα ανακάλυψα πόσο λίγες είναι οι γνώσεις μου. Και πού να φανταστώ… το χωριό Ελληνοχώρι – Διδυμοτείχου Έβρου. Εκεί που πήγαινα ως γεωπόνος και υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας στη δεκαετία του ογδόντα. Γνώριζα ότι οι κάτοικοι της περιοχής είχαν μεγάλη συμμετοχή στον αγώνα του λαού ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές και αργότερα στο ΔΣΕ. 

Οι ιστορικές αναζητήσεις μου δεν σταμάτησαν ποτέ. Ιστορικοί και μελετητές της Ιστορίας έγραψαν και μας έδωσαν εργαλεία εργασίας ενημέρωσης και γνώσεις. Από την μελέτη για τα Μετάλλια του ΔΣΕ, του Γιώργου Ζελιλίδη, έμαθα για τα  τρία αδέρφια με μετάλλια του ΔΣΕ στο ίδιο σπίτι, στην ίδια οικογένεια. Και τότε η ελπίδα πως κάτι ακόμα θα βρω αρχίζει και με γαργαλάει. 

Τώρα, μαζί με την αγωνίστρια Φανή από τον Έβρο και αυτή, θα ψάξουμε και κάτι θα βρούμε. Και δεν αργούν τα πρώτα μαντάτα. Έχουμε ευχάριστα νέα. Ένα τηλ. βρήκαμε και πιάσαμε την αρχή. Τηλέφωνο Βόλου βλέπω και δεν αργώ. Πρώτη επαφή με την Αθανασία, κόρη της Δήμητρας Μάου. Η γνωριμία μας κρατάει λίγο. Συλλογιέμαι και δεν το πιστεύω. Μου ξεφεύγουν σκόρπιες σκέψεις: 

Είμαστε δύο κόρες με μαμάδες από τον Έβρο, αντάρτισσες του ΔΣΕ, η μια έζησε πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία, η άλλη έζησε πρόσφυγας στη Βουλγαρία. 

Λίγες κουβέντες είπαμε και βρήκαμε πολλά κοινά… Και δεν αργούμε να μπούμε στο θέμα μας που είναι η ΙΣΤΟΡΙΑ μας.

Η πρώτη επιβεβαίωση ήρθε. ΝΑΙ, είναι αδέρφια η Δήμητρα, ο Βασίλης και η Αθανασία, από το Ελληνοχώρι του Έβρου. Και δεύτερο ΝΑΙ ακούω. Ζούνε ο Βασίλης και η Δήμητρα. Η Αθανασία (αδερφή της μαμάς) μαχήτρια του ΔΣΕ σκοτώθηκε στο Γράμμο. Μια θλίψη και μια χαρά πλημμυρίζουν το κορμί μου. Να, που πρόλαβα. Να, που θα μιλήσουμε. Θα τους ακούσω ζωντανά και θα ξαναζωντανέψουν οι μνήμες τους. Ανάσες βαθιές παίρνω γι’ αυτό που ακολουθεί.

Δεν αργεί η υπόσχεση και η ελπίδα…

 «Η μητέρα μου πριν λίγα χρόνια μάς έγραψε το βιογραφικό της. Το έχω και θα στο στείλω με χαρά. Κοντεύει τα 90 της χρόνια και δεν είναι τόσο καλά»…

Κι εγώ τώρα τι να κάνω; Να χαρώ για το βιογραφικό της; Να κλάψω για τούτο που μου συμβαίνει; Αμήχανα ακολουθώ τη σκέψη μου.

Κι εκεί που οι μέρες περνάνε και ψάχνουμε την Ιστορία του Μεταλλίου, ανοίγω τον υπολογιστή μου και άτακτα πατώ εδώ, πατώ εκεί… Και η έκπληξη ήταν μεγάλη. Διαβάζω όλους τους τίτλους. Σταματώ εδώ στο Βόλο… «Εκδήλωση για τα 70 χρ. του ΔΣΕ που οργάνωσε η ΚΟ του ΚΚΕ (Βόλου) τιμώντας και τέσσερις γυναίκες μαχήτριες». Χαλαρή στρώνομαι και παρακολουθώ τις συνεντεύξεις των Αγωνιστριών. Και η πρώτη αγωνίστρια αυτοσυστήνεται: 

«Ονομάζομαι ΜΑΟΥ  ΔΗΜΗΤΡΑ, του ΧΑΡΊΣΗ, από το Ελληνοχώρι Έβρου». Λίγη εισαγωγή και μια μικρή αναφορά στο Μετάλλιο Ανδρείας. 

Το πήρε όπως λέει και στο ΒΙΝΤΕΟ στη μάχη των Μεταξάδων στον Έβρο. Κι εγώ μένω ανέλπιστα καρφωμένη στην οθόνη του υπολογιστή. Βλέπω τη Δήμητρα και δεν πιστεύω αυτό που μου συμβαίνει.  Είναι η Δήμητρα που ψάχνω… σεμνή και ταπεινή, με μετρημένες κουβέντες μιλάει στους δημοσιογράφους και έχει τη δύναμη να τους πει:

«Τι έπρεπε να κάνουμε;… Φύγαμε στα «βουνά» γιατί μάς κυνηγούσαν και θα μάς στέλνανε φυλακές και εξορίες».

Να, το μάθημα Ιστορίας με δυο κουβέντες από την Δήμητρα Μάου γι’ αυτούς που ακόμη δεν διάβασαν, δεν άκουσαν, δεν είδαν… για τον αιματηρό Εμφύλιο της Ελλάδας. Και δεν μπορώ να προσπεράσω τούτη την συναρπαστική ιστορία ζωής και αγώνα της οικογένειας Μάου. Δεν μπορώ να μην γράψω λίγες αράδες από το βιογραφικό της Δήμητρας έτσι όπως η ίδια έζησε και περιγράφει τα γεγονότα. 

Ο δρόμος του Αγώνα ήταν μακρύς. Ποιος αντέχει να περπατήσει τούτη τη διαδρομή; Έβρος, Κομοτηνή, Ξάνθη, Σέρρες… Γράμμος και Βίτσι; Και πίσω κάποιες φορές… Ποιο χέρι δε μουδιάζει ακολουθώντας τον χάρτη και τα μονοπάτια από τη μια άκρη και μέχρι την άλλη; Πόσα νιάτα, πόσους γιους και θυγατέρες έδωσε ο μακρινός Έβρος στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ; Να τι διαβάζω στο βιογραφικό της Δήμητρα:

«Είμαι η Δήμητρα Μπαντιά, το πατρικό μου Μάου, γεννήθηκα το 1926, Απρίλιο, στο χ. Ελληνοχώρι Έβρου. Η μητέρα μου απέκτησε έξι παιδιά από τα οποία μεγαλώσαμε μόνο τα τέσσερα: ο Αποστόλης, η Αθανασία, εγώ (η Δήμητρα) και ο Βασίλης. Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα. Ζήσαμε τον πόλεμο της Αλβανίας. Περιμέναμε πως και πως να γυρίσει ο πατέρας μας. Άργησε κιόλα. Μα η ζωή μας πήγαινε να στρώσει… και τότε, το 1945, στις 5 Μαΐου πρωί, περικύκλωσαν το Ελληνοχώρι οι στρατιώτες του 101 τάγματος Στρατού, Άγγλοι, μαύροι και άσπροι. Τον Μάη μήνα όλοι οι χωριανοί φεύγουν το πρωί στα χωράφια τους με τη βοϊδάμαξα για να οργώσουν. Ο αδερφός μου Αποστόλης, έφυγε πριν περικυκλώσουν το χωριό μας. Το σπίτι μας ήταν στην άκρη του χωριού. Άρχισαν να πυροβολούν για να φοβηθεί ο κόσμος και να μείνουν στα σπίτια τους. Ο Απόστολος άκουσε τους πυροβολισμούς και κατέβηκε από το κάρο (αμάξι). Τότε τον τραυμάτισαν στο πόδι και έπεσε κάτω. Αυτοί που ήταν πιο κοντά ήρθαν και μας ειδοποίησαν. Πήγαμε κοντά του παρόλο που δεν μας άφηναν οι στρατιώτες. Το τραύμα του ήταν πάνω στην κλείδωση, με σφαίρα νταμ ντουμ, το κουρσιούμη σκάει γύρω και μέσα στο σώμα. Με το δικό μας αμάξι και συνοδεία στρατιωτών τον πήγαν στο Διδυμότειχο. Ο πατέρας μου πρόλαβε και έφυγε. Είχαμε μάθει αργότερα πως βρίσκετε στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Τον αδερφό μου λίγο καιρό τον κράτησαν φρουρούμενο στο Νοσοκομείο Διδυμοτείχου. Το πόδι του έμεινε τρείς πόντους πιο κοντό. Στο νοσοκομείο επιτρέπανε μόνο τη μάνα μας να τον επισκεφτεί. Η φρουρά τής φερότανε πολύ άσχημα, την έσπρωχναν, τη βρίζανε παλιοβουλγάρα, την ανακρίνανε και την ρωτούσαν που κρύβονται ο πατέρας μου και οι αντάρτες. Στα μέσα του καλοκαιριού του 1946 δόθηκε αμνηστία σε αυτούς που κρατούνταν χωρίς καμιά κατηγορία. Ο αδερφός μου ήρθε στο σπίτι. Άρχισαν και πάλι τακτικά να μας έρχονται οι ΜΑΥδες και οι χαφιέδες πληρωμένοι από το κράτος για τρομοκρατία. Στήνανε το πολυβόλο στην εξώπορτα και με τα αυτόματά τους τεντωμένα… εμείς μπροστά και αυτοί από πίσω. «Να ερευνήσουμε το σπίτι, τα αμπάρια, το στάβλο και τον αχυρώνα μήπως και κρύβεται εκεί ο μπαμπάς μας η κανένας αντάρτης»… Μέχρι που αγανάκτησαν τα αδέρφια μου, ο Αποστόλης (κουτσός πια) και ο Βασίλης 17 χρονών και το Φθινόπωρο του 1946 βγήκαν στο βουνό, στο αντάρτικο. Οι ΜΑΥδες τώρα ενοχλούσαν ακόμη πιο πολύ. 

Εκείνη την εποχή γινόταν πολλά αίσχη εις βάρος των κοριτσιών και των νέων γυναικών. Τα βράδια δεν κοιμόμασταν στο σπίτι, πηγαίναμε όπου δεν ήταν σημαδεμένα τα σπίτια και κοιμόμασταν.

Το 1947 βγήκε και η αδερφή μου η Αθανασία στο αντάρτικο. Άρχισε να δυναμώνει το αντάρτικο κίνημα στον Έβρο. Και ο Στρατός δεν έμεινε πίσω… έπιανε αντάρτες, τους σκότωνε χωρίς να τους δικάσουν. Όλα στα γρήγορα… Τους κόβανε τα κεφάλια, τα στήνανε στα παλούκια και τα γυρίζανε στα χωριά για να τρομοκρατούν τον κόσμο να μην βγαίνει στο βουνό. Στο σπίτι μείναμε εγώ, η μάνα μου και η γιαγιά. 

Στις 3 Μαρτίου του 1948 φύγαμε κι εμείς στο βουνό μαζί με άλλους του χωριού για να μην πάμε στις φυλακές και εξορίες. 

Κάθισα στα έμπεδα του Έβρου είκοσι μέρες. Έγινε μια αποστολή από νεοσύλλεκτα αγόρια και κορίτσια του Έβρου με προορισμό τα έμπεδα της Δράμας. Ξεκινήσαμε την αποστολή στα τέλη Μαρτίου, περάσαμε τα βουνά της Ροδόπης. Τα χιόνια εκείνα τα χρόνια στα βουνά, σε μερικές μεριές περνούσαν τα δύο μέτρα. Μάς δώσανε για τρείς μέρες ψωμί και λίγο κασέρι, ένα πεντάσφαιρο όπλο, 200 σφαίρες, 2 χειροβομβίδες (μια απλή και μια μινσκ) και μας χωρίσανε σε διμοιρίες, ομάδες. Ανά δέκα άτομα αντιστοιχούσε ένα οπλοπολυβόλο. Ομαδάρχης και σκοπευτής ήταν από τους παλιούς αντάρτες. Η πορεία γίνονταν την ημέρα από τα βουνά της Ροδόπης, από την πλευρά των βουλγάρικων συνόρων.

 Για να διασχίσουμε τα χιόνια χρειάζονταν οι διμοιρίες με τη σειρά τους να ανοίγουν το δρόμο απ’ τα χιόνια φυσικά πατώντας το…  Ο καιρός ήταν πάρα πολύ άσχημος, μια χιονοθύελλα, ένας αέρας μας έκοβε την αναπνοή και μερικές κοπέλες δεν φορούσαν παντελόνια αλλά ήταν ακόμη με τις χωριάτικες φορεσιές. 

Τη δεύτερη μέρα της πορείας  σταματήσαμε να ξεκουραστούμε. Όπως ήμασταν κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι, όπου καθόμασταν μάς έπαιρνε ο ύπνος. Όταν δόθηκε το σύνθημα να ξεκινήσουμε, 9 κοπέλες και 2 παλικάρια δεν ξεκίνησαν. Είχαν παγώσει έτσι όπως κοιμόταν. Δεν ξέρω αν κάποιος από τη διοίκηση προσπάθησε να τους δώσει κάποια βοήθεια, δεν το μάθαμε και ποτέ. Πάντα όταν σταματούσαμε για λίγο, μάς έλεγαν να μην καθόμαστε, να κάνουμε σημειωτόν, να τρίβουμε τα χέρια μας για να μην παγώσουμε. Και όταν κάπου σταματήσουμε και ανάψουμε φωτιές, δεν θα πρέπει να ζεσταίνουμε τα χέρια στη φωτιά γιατί θα πάθουμε κρυοπαγήματα. Όταν φτάσαμε σ’ ένα χωριό πομάκικο της Δράμας, μείνανε εκεί κάποια άτομα και τους στείλανε στη Βουλγαρία για θεραπεία. 

Το 1948 άρχισαν οι εκστρατείες με την βοήθεια των Αμερικάνων. Οι αντάρτες και ο ΔΣΕ ορισμένες φορές ξεκουραζόταν στα άδεια σπίτια μιας και στα ορεινά χωριά της Δράμας και της Ηπείρου, ο στρατός έδιωξε τον κόσμο, άδειασε τα χωριά για να μην τροφοδοτούν τους αντάρτες. Και το 1948 άρχισαν οι εκστρατείες με τη βοήθεια των Αμερικάνων. Μερικές φορές ξεκουραζόμασταν και στα ίδια σπίτια… Όταν φτάσαμε στα καλύβια της Δράμας, στα έμπεδα… σαν να μπήκαμε σε παλάτια. Τα καλύβια αυτά ήταν σκεπασμένα με κλαριά από έλατα και μέσα ήταν στρωμένα με φτέρες. Φυσικά δεν ήμασταν εμείς οι πρώτοι που κοιμηθήκαμε εκεί. Όποιος περνούσε από εκεί άφηνε η έπαιρνε μερικές ψείρες. 

Επίσης όταν έβρεχε έσταζε μέσα. Όμως ήταν πολύ καλύτερα απ’ ότι στην ανασυγκρότηση που ακολούθησε. Κάθε τμήμα είχε τώρα διαφορετικό τομέα δράσης. Και οι δυσκολίες συνεχίζονται. Τροφή δεν υπήρχε στα πομακοχώρια. Ήταν έρημα. Μας δίνανε λίγο κουρκούτι από καλαμποκίσιο αλεύρι κι ένα όγδοο ψωμί την ημέρα. Το τρώγαμε μόλις το πιάναμε και μετά… όλη μέρα λόρδα. Πορευόμασταν όλη νύχτα για να φτάσουμε κάποιο κατοικημένο χωριό η κωμόπολη. Πολλές φορές και δυο με τρεις βραδιές μέσα στη βροχή, στα χιόνια με τρύπια τσαρούχια (παπούτσια όποιος είχε) περπατούσαμε και πάγωναν τα πόδια μας… Περνούσαμε ποτάμια, το Νέστο με ορμητικά νερά. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που πνίγηκαν στα ποτάμια αυτά. Βρεγμένοι έπρεπε να σταματήσουμε κάπου, να ανάψουμε φωτιές να στεγνώσουμε… Και όλη την ημέρα μας βομβάρδιζαν τα αεροπλάνα. Αφήναμε πίσω πολλούς τραυματίες και σκοτωμένους που δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε. Και αυτούς που μπορούσαμε να βοηθήσουμε, τους επιδέναμε στα γρήγορα και προσωρινά τις πληγές και τους στέλναμε σε αναρρωτήρια που βρισκόταν κοντά στα σύνορα. 

Τους βαριά τραυματίες τους στέλνανε στην Βουλγαρία η στην Αλβανία, όπου ήταν πιο κοντά.

Έκανα τρείς μήνες στη Δράμα στους Παπάδες και δεν θα ξεχάσω την πείνα και την ταλαιπωρία. Για πολλές μέρες δεν είχαμε ούτε ψωμί. Μαζεύαμε τσουκνίδες, ξυννάθρες και σιαλιάγκα και τα βράζαμε στις καραβάνες και τα τρώγαμε ανάλατα. Μας κρατούσε όμως το οξυγόνο, ο καθαρός αέρας, το καταγάργαρο νερό που πίναμε και νηστικοί. 

Σε όλη την περίοδο του Εμφυλίου οι αντάρτες του ΔΣΕ δεν καθόταν μόνο σε μια περιοχή, βρισκόταν πάντα εν κινήσει. Ξεκουραζόμασταν λίγες μέρες και πάλι απ’ την αρχή. Στις πιο πολλές μάχες με πολλά θύματα και τραυματίες ήμουν κι εγώ. Σταυρούπολη, Χρυσούπολη, Ίασμος, Αχλαδοχώρι, Δοξάτο, Παπάδες, Σιδηρόκαστρο, Δαφνώνα, Εξοχή, Μεταξάδες.  Στήναμε πολλές ομάδες κρούσεων και ενέδρες… και περνούσαμε ποτάμια όπως ο Νέστος και μετά ανάβαμε φωτιές και γύρω, γύρω όλοι εμείς οι βρεγμένοι. Βάζαμε και τα σακίδια μας για μαξιλάρια και τα όπλα μας αγκαλιά… 

Στα μέσα του Ιούνη, με την Ταξιαρχία του Σοφιανού ξεκινήσαμε από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με αποστολή το Βίτσι – Γράμμο.

Πορευόμασταν πάντα νύχτα. Την ημέρα καμουφλαριζόμασταν σε δάσος πυκνό για να μπορούμε να ανάβουμε φωτιές και να μαγειρεύουν στα τάγματα και το φαγητό. 

Στις 20 Ιουνίου του ’49, τα ξημερώματα φτάσαμε στο χωριό Εξοχή. Το κάθε τμήμα πήρε εντολή το που θα πάρει θέση σε περίπτωση που μας επιτεθούν. Βάλανε νάρκες στο δημόσιο δρόμο και γύρω, γύρω στα βουνά ενισχυμένες θέσεις. Η δική μας ομάδα έπιασε θέση στην πλατεία του χωριού η οποία είχε ένα σιντριβάνι χωρίς νερό. Οι νάρκες που είχαν τοποθετηθεί στο δημόσιο δρόμο δεν έσκασαν. Κάποια προδοσία υπήρχε.

Μπροστά μας ήρθε ένα τανκ  το οποίο ήρθε ανενόχλητο στο χωριό. Μάς πήραν είδηση και με τα πρώτα πυρά που ρίξανε σκοτώθηκε ο βοηθός του και ο διμοιρίτης της ομάδας μας. Τότε ο ομαδάρχης μάς είπε όποιος μπορεί να φύγει έρποντας. Σε κοντινή απόσταση είχε κάτι στενά δρομάκια και στην άκρη του χωριού ένα σπαρμένο χωράφι με σιτάρι. Ήταν ακόμη αθέριστο. Εγώ μπήκα μέσα έρποντας, σταμάτησα και προσπάθησα να ακούσω τυχών πυρά από το τανκ. Εκείνη τη στιγμή δεν άκουγα τίποτα. Σηκώθηκα να δω που βρίσκομαι. Λίγο πιο πέρα ήταν ένα δασωμένο υψωματάκι. Δεν πρόλαβα να πάω και τραυματίσθηκα εκεί, στο σπαρμένο σιτάρι. Δεν αισθάνθηκα πόνο κείνη τη στιγμή, παρά μόνο που ζαλίστηκα και μου φάνηκε ότι άνοιξε η γη και μπήκα μέσα.

Όταν συνήλθα, είδα από τον δεξί μου ώμο να πετάγεται το αίμα όπως ανοίγει η βρύση και τρέχει το νερό. Αμέσως ξεκούμπωσα την μπλούζα μου και με το αριστερό μου χέρι βούλωσα την πληγή και πάλι έρποντας μπήκα στο δασωμένο ύψωμα. Βρήκα δικούς μας ανθρώπους. Με πήρανε και με πήγαν στη διοίκηση. Μού επιδέσανε το τραύμα και αφού μαζέψανε τους τραυματίες, μας βάλανε μέσα και μάς πήγαν στο πρώτο βουλγάρικο χωριό. Εκεί, μας επιδέσανε τις πληγές και μας στείλανε στη Σόφια, στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Σε γύψο ήμουν για αρκετό καιρό. Αφού μου βγάλανε το γύψο με στείλανε Μπερκόβιτσα της Βουλγαρίας. Δεν είχε κλείσει ακόμη η πληγή. Εκεί βρήκα την μάνα μου και τον αδερφό μου Αποστόλη. Είχε μολυνθεί το παλιό του τραύμα. Το είχε ακόμη από το 1945. Εκεί έμαθα από την μάνα μου και για την αδερφή μου Αθανασία. Έκανε εγχείρηση για σκωληκοειδίτη στο ίδιο Νοσοκομείο και μόλις ανάρρωσε επέστρεψε στο βουνό όπου σκοτώθηκε το Μάιο του 1949 στα Κουλκουθούρια. Στα μέσα του Νοέμβρη ξανά βγήκα στο βουνό μαζί με άλλους τραυματίες που είχαν θεραπευτεί. 

Μας κατεβάσανε στο νομό Σερρών, μπροστά στο βουνό Λαϊλιά. Ένα βουνό όρθιο, χιονισμένο, παγωμένο… να μην μπορείς να περπατάς όρθιος και να κατεβαίνεις με τον πισινό και γλιστρώντας. Μερικοί άντρες, μεγαλύτεροι, πάνω από σαράντα όπως τους βλέπαμε, κλαίγανε γιατί δεν μπορούσαν και δεν είχαν τις δυνάμεις και το κουράγιο να πορευτούν. Μας τοποθέτησαν στα τμήματα και άρχισαν πάλι οι πορείες, οι μάχες και οι κρούσεις από Σέρρες μέχρι τον Έβρο και πίσω…

Εμένα ακόμη με πονούσε το τραυματισμένο χέρι γιατί έπρεπε πάντα να κουβαλάω σφαίρες  και χειροβομβίδες και την εφεδρική κάνη από το οπλοπολυβόλο που ήταν ομαδική. Όμως κανένας δεν μπορούσε να με βοηθήσει γιατί όλοι κουβαλούσαν τα απαραίτητα για τον κάθε αντάρτη.

H Δήμητρα Μάου (στο κέντρο)

Τον Αύγουστο του ’49 έγινε η υποχώρηση του ΔΣΕ από Γράμμο και Βίτσι. Τα δικά μας τμήματα βρίσκονταν στη Δράμα, Χαϊντού. Για να τραβήξουμε μερικές δυνάμεις του στρατού από το Γράμμο και Βίτσι και να μπούνε τα τμήματα του ΔΣΕ στην Αλβανία, δόθηκε η εντολή στην 7η Μεραρχία όπου βρισκόμουν κι εγώ, να πάμε στον Έβρο, στο χωριό Μεταξάδες με σκοπό να ζητήσουν βοήθεια οι εκεί μονάδες στρατού, να αδυνατήσει το μέτωπο Γράμμο – Βίτσι ώστε ο ελιγμός του ΔΣΕ να είναι πιο εύκολος. Ήταν θέμα τακτικής και σχεδιασμού του ΔΣΕ. Πορευτήκαμε στον Έβρο. Την περίοδο εκείνη ήμουν στη διμοιρία σχολής ομαδαρχών της Μεραρχίας. Μας στείλανε εμπροσθοφυλακή. Με την βοήθεια όλμου, τους αιφνιδιάσαμε. Την πρώτη μέρα καταλάβαμε ένα στρατιωτικό σημείο, το ορόσημο. Ήταν εύκολο, σχεδόν χωρίς απώλειες. Την άλλη μέρα έφτασε μεγάλη βοήθεια στρατού, αεροπλάνα βομβαρδιστικά. Όλμοι ανακατέλαβαν το Ορόσημο και πάλι είχαμε θύματα και τραυματίες. Το Αρχηγείο στη μάχη αυτή μου απένειμε το Μετάλλιο Ανδρείας μαζί με άλλους συμμαχητές για τις καλές επιδώσεις μας. Ήμασταν μια ομάδα από τη Σχολή ομαδαρχών που μάς έδωσαν τον τίτλο του λοχία.

Επιστρέψαμε στη Χαϊντού, έγινε ανασυγκρότηση, μας χώρισαν σε ομάδες και εμένα με όρισαν ομαδάρχη. Εμείς μείναμε στα βουνά μέχρι το Γενάρη του 1950».

 Εδώ μάθαμε για την διαδρομή της Δήμητρας Μάου από το Ελληνοχώρι Έβρου. Εδώ μάθαμε και για το Μετάλλιο Ανδρείας της Δήμητρας και ολόκληρης της ομάδας της. 

Και τώρα πάμε παρακάτω, στον αδερφό της Δήμητρας, τον Βασίλη Μάο. Διάβασα πως και αυτός πήρε μετάλλιο. Τώρα όλα είναι πιο εύκολα.

Τηλεφωνώ και στην άλλη άκρη του τηλ. είναι ο ίδιος. Και τρέμω με την γνωριμία μας. Δεν τον γνωρίζω. Συστήνομαι στα γρήγορα, λίγα λόγια λέμε και μπαίνουμε στο θέμα. Σήμερα ο Βασίλης Μάος είναι κάτοικος Γλυφάδας, ήρθε Πολιτικός Πρόσφυγας από την Τασκένδη, Μόσχα, απόφοιτος Ανωτάτων Σπουδών στην ξενιτιά και Καθηγητής στην Πάντειο Σχολή μέχρι την σύνταξή του. Και δεν μπορώ να κλείσω τούτο το κομμάτι των μεταλλίων χωρίς να ταξιδέψω και πάλι στις σελίδες του περιοδικού της Εθν. Αντίστασης και στην μελέτη του Γ. Ζελιλίδη. Και φτάνω και ξαναδιαβάζω: Ανθυπολοχαγός πεζικού της 18ης Ταξιαρχίας, Μετάλλιο για καταστροφή ΤΑΝΚΣ. Πάλι κοντοστέκομαι αν και μου το επιβεβαίωσαν οι μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα. Οι σελίδες πήραν φωτιά. Οι σκέψεις μου τρέχουν κι εγώ ψιθυριστά λίγο κουβεντιάζω με τις σκέψεις μου, λίγο με τις γνώσεις μου και λίγο γι’ αυτό που μου συμβαίνει. Μικρή παύση, λίγες κουβέντες γνωριμίας και πάλι την κουβέντα πιάνουμε… «Ναι, εγώ είμαι, ο Βασίλης Μάος του Χαρίση από το Ελληνοχώρι. Ναι, πήρα το μετάλλιο»… 

Κι εγώ βιάζομαι να ρωτήσω πού, πότε, πώς έγινε και ποια είναι η ιστορία αυτού του μεταλλίου;… Λίγα λόγια και μεγάλες στιγμές. Βρισκόταν στα μέρη της Νάουσας:

«Ήμουν τότε ομαδάρχης και με την ομάδα μου είχαμε πιάσει το δρόμο σε μια στροφή. Εκείνη τη στιγμή ερχότανε τρία τανκς. Εγώ, με δύο πάντζερ κατέστρεψα το πρώτο. Αμέσως πήρε φωτιά». 

Εκεί, στο δημόσιο δρόμο, έξω από την Νάουσα και σε μια στροφή εμφανίζονται ΤΑΝΚΣ έτοιμα να πάνε στην πόλη και να ορμήσουν… Σε μικρή απόσταση, κρυμμένος ο Βασίλης είναι έτοιμος για δράση. Τα τανκς πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής. Και ο Βασίλης έτοιμος να τα βάλει με τους δυνατούς. Πέταξε εκρηκτικά με όση δύναμη είχε στα δύο τανκς και σημαδεύει το πρώτο. Σκόρπισαν σίδερα. Βούιξε ο τόπος. Σίδερα και χώματα ανακατεμένα σκόρπισαν παντού. Δεν προχώρησαν τα άλλα δύο τανκς. Αυτός ήταν και ο σκοπός του Βασίλη. Να τους σταματήσει, να τους χαλάσει τα σχέδια. Και το πέτυχε. Να τα σταματήσει… να προλάβει το κακό που ετοίμαζαν, να τους προλάβει, να γυρίσουν και τα άλλα δυο τανκς. Μάλιστα. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση όπως και όλες οι ιστορίες μεταλλίων. ΗΡΩΙΣΜΟΣ που δεν τον πιάνει ο νους μας. Πράξεις λεβεντιάς και αυτοθυσίας. Δύο τραύματα στο κεφάλι και τρία στο κορμί του κουβαλάει ο Βασίλης.  Συλλογιέμαι και λίγο. Το έχω ανάγκη. Φτάνω προς το τέλος των Μεταλλίων ελπίζοντας πως κάπου εδώ ολοκλήρωσα τις γνώσεις μου σχετικά με τ’ αδέρφια Μάου από το Ελληνοχώρι Έβρου. 

Άφησα για λίγο το περιοδικό της  Εθνικής Αντίστασης. Τώρα περπατώ στις μεγάλες σελίδες (φωτοτυπίες) της Εφημερίδας Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (Βουνού) – 1949. Και ανέμελη περπατώ μία μία τις σελίδες. Κάποιο όνομα πάλι ψάχνω. Για δες… πάλι σταματώ. Δεν το πιστεύω αυτό που μου συμβαίνει. Σκοντάφτω πάλι σε Μάο… Όχι, δεν είναι δυνατόν. Βρήκα και τον τέταρτο αδερφό. Ναι, ναι, είναι ο Μάος Αποστόλης, ο πρώτος τραυματίας εκ των αδερφών. Ο Αποστόλης που κούτσαινε όπως γράφει η Δήμητρα λόγω τραύματος. 

Ο Μάος Αποστόλης προάγεται σε Ανθυπολοχαγό όπως διαβάζω στο Φύλλο Εφ. Αρ.73, 9-Αυγούστου 1949 και Α/α 1281. 

Και τώρα κάπου εδώ μπορώ να σταματήσω ως πρώτο μέρος των αναζητήσεών μου. Και οι εκπλήξεις ακολουθούν η μια μετά την άλλη. Ο ηρωισμός και τα μετάλλια του Έβρου τελειωμό δεν έχουν. Αμέτρητες είναι και οι ιστορίες που κρύβονται πίσω από τα Μετάλλια. Ομολογώ πως λίγα ήξερα. Τώρα βλέπω πως οι γνώσεις μου ήταν ακόμη πιο λίγες. Τώρα βεβαιώθηκα πως λίγα γράφτηκαν.  Ακολουθώ τη σκέψη μου και όπου με βγάλει.  

*Το κείμενο γράφτηκε στις 5/05/2016  στη Θέρμη-Θεσσαλονίκη. Η αγωνίστρια Δήμητρα Μάου έφυγε από τη ζωή στις 1/11/2021 στα 95 της χρόνια. Έκανα ένα μικρό αφιέρωμα στη γυναίκα αγωνίστρια. ΑΘΑΝΑΤΗ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: