Γεώργιος Καραϊσκάκης – Σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε;

Από τις σπουδαιότερες μορφές του Εικοσιένα, φλογερός επαναστάτης και αρχιστράτηγος της Ρούμελης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έπεσε χτυπημένος από βόλι στο πεδίο της μάχης, μια μέρα σαν σήμερα, στις 23 του Απρίλη 1827.

Από τις σπουδαιότερες μορφές του Εικοσιένα, φλογερός επαναστάτης και αρχιστράτηγος της Ρούμελης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 του Γενάρη 1780, σε μια σπηλιά  στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και έπεσε χτυπημένος από βόλι στο πεδίο της μάχης, μια μέρα σαν σήμερα, στις 23 του Απρίλη 1827.

«Από πολλά τώρα χρόνια με τραβούσε η καταπληχτική μορφή του Γιου της Καλογριάς. Πολλές φορές έλεγα ν’ αρχίσω να γράφω τη ζωή του και πάλι το ξαποφάσιζα. Οι πιότεροι δισταγμοί μου είχαν αιτία πως δεν μπορούσα να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση σε τούτο το πρόβλημα: ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε; Τώρα είμαι κι εγώ σίγουρος, όπως κι ο Βλαχογιάννης, πως το βόλι που του πήρε τη ζωή δε ρίχτηκε από τούρκικο, μ’ από δολοφονικό χέρι. Αυτή όμως η γνώμη μας δε φτάνει, βέβαια, στον αναγνώστη. Γι’ αυτό και θ’ ανιστορήσουμε, με κάθε λεπτομέρεια, το πώς χτυπήθηκε» σημειώνει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην μονογραφία του «Καραϊσκάκης» (εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος), απ’ όπου μεταφέρουμε σχετικό απόσπασμα.

Ο λόγιος Δημήτρης Φωτιάδης (θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής αρχαίων κλασικών, ιστοριογράφος) συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με το λαϊκό κίνημα. Η σύνδεση αυτή αποτυπώνεται στο υλικό από το οποίο αντλεί την έμπνευσή του, στους πολιτικούς και ιστορικούς του προβληματισμούς, στη λαϊκότητα του ύφους και της γλώσσας του, στην προσπάθειά του να εκλαϊκεύσει σημαντικά ζητήματα της νέας ελληνικής ιστορίας, κυρίως πλευρές της Μεγάλης Επανάστασης του 1821.

Ο «Καραϊσκάκης» είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό έργο, ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, εξόχως διαφωτιστικό για την προσωπικότητα, τη ζωή και δράση του ήρωα, αλλά και την επανάσταση και τη στάση εχθρών και «φίλων» (ντόπιων και ξένων) απέναντι στον επαναστατημένο λαό. Αξίζει να το αναζητήσετε και να το διαβάστε.

Γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης:

“Χαρακτηριστικό στέκεται πως κανείς απ’ όσους γράψανε για τα περιστατικά όπου πληγώθηκε ο Καραϊσκάκης δε συμφωνάει ο ένας με τον άλλον. Τούτο φανερώνει πως κάτι έτρεξε. Για να πάρουμε μια ιδέα, σταχυολογούμε μερικές αφηγήσεις, που οι περισσότερες είναι από ανθρώπους που ήταν στο στρατόπεδο του Πειραιά, όταν λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης.

Ο Δ. Αινιάνας λέει πως ο Κιουταχής έστειλε ενάντια στον Καραϊσκάκη όλο το ιππικό του:

«Οι περί Καραϊσκάκη λοιπόν μη δυνάμενοι ν’ ανθέξουν εις τοσούτον ανωτέραν δύναμιν τρέπονται εις φυγήν· ο δε Καραϊσκάκης μένων ύστερος εις την αναχώρησιν διά να ενθαρρύνη και τούς λοιπούς και να μην αφήση να γένη επιβλαβής η καταδίωξις, πληγώνεται και πίπτει από τον ίππον του1 αλλά την αυτήν στιγμήν αναλαμβάνει πάλιν τας δυνάμεις του, ανεβαίνει εις τον ίππον του και διαμένει ενθαρρύνων το ιππικόν εις το να περιμένη και βοηθή τους πεζούς οπισθοδρομούντας».2

Και παρακάτω γράφει:

«Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερεν εις αυτούς (τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και τον Γαρδικιώτη Γρίβα) ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».3

Ο Αινιάνας τύπωσε τη βιογραφία του Καραϊσκάκη το 1833 στη Χαλκίδα. Την εποχή εκείνη ήταν ξανά παντοδύναμος ο Μαυροκορδάτος και θα το συλλογίστηκε πολύ να μνημονέψει, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, τα όσα είπε ο ετοιμοθάνατος ήρωας πως σκοτώθηκε από δικό μας κι όχι από Τούρκο.

Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης μας δίνει μια ολότελα διαφορετική περιγραφή:

«Ήδη δε ακούσας τον ανωτέρω ακροβολισμόν και μαθών ότι έλαβε μέρος εις αυτόν και ο Νικήτας, έδραμεν έφιππος και περί το τέλος της σκηνής έφθασεν εκείσε. Τότε δε δύο Τούρκοι γνωρίσαντες τον Καραϊσκάκην από τους δουλαμάδας του εξήλθον της μάνδρας και ενεδρεύσαντες δεξιά προς την θάλασσαν, ένθα κείται μικρόν τι κτίριο και τι δένδρον, επυροβόλησαν κατ’ αυτού και τον επλήγωσαν κατά την γαστέρα».4

Είναι φανερό πως με την αφήγησή του ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γυρεύει ν’ αντικρούσει τις επίμονες φήμες πως ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Πρώτα απ’ όλα οι Τούρκοι ιδέα δεν είχανε πως λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης. Το μάθανε, όπως είπαμε, την άλλη μέρα απόναν αυτόμολο. Όσο για το δέντρο, που μονάχα αυτός το μνημονεύει, το βάζει για να δικαιολογήσει το πώς, ενώ ο Καραϊσκάκης ήταν καβάλα σ’ άλογο, το βόλι είχε κατεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω.

Ο Παπαρρηγόπουλος ακολουθάει την αφήγηση του Αινιάνα,5 παραλείποντας όμως εκείνο το κομμάτι που λέει πως ο Καραϊσκάκης είπε πως σκοτώθηκε από Έλληνα.

Ο Φίνλεϊ, πιστό τσιράκι του Τσορτς και του Κόχραν, μιλάει όχι μονάχα με μνησικακία για τον Καραϊσκάκη, μα και με περιφρόνηση. Τον ονομάζει… «άτολμο αρχηγό»!6 Αυτή η κρίση του μας λέει περισσότερα από κάθε έπαινο.

Ο Μακρυγιάννης πάλι βεβαιώνει πως χτυπήθηκε όταν ήταν πια έτοιμος να φύγει:

«Άναψε ο πόλεμος πολύ· ήρθε κι ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω· «Σύρε οπίσου να πάψη ο πόλεμος, ότι το βράδυ θα κινηθούμεν.  Μου λέγει, στάσου αυτού με τους ανθρώπους κι εγώ φεύγω». Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι εβαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί· μαζευόμαστε, τηράμεν ήτανε βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνω εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μάς είπε με χωρατά· «Εγώ πεθαίνω· όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».7

Κι ο Πούλος στο ημερολόγιό του:

«Οι αρχηγοί ενωμένοι με την καβαλαρίαν εκτυπούντο και οι Έλληνες μαζί εκυνηγούσαν την τουρκικήν καβαλαρίαν. Εκεί επληγώθη ο Καραϊσκάκης στα νεφρά κακά».8

Ο Περραιβός πάλι μας δίνει μια ολότελα απίθανη εξιστόρηση:

«Ενώ ο ήρωας ίσταται έφιππος επί τινα μικρόν γαιόλοφον προπαρασκευάζουν τα όπλα διά προσβολήν, γνωρίζεται παρά τίνος ιππέως Οθωμανού, όστις καταβάς εκ του ίππου διευθύνει κατ’ εκείνου το όπλον, ρίξας ευστόχως την σφαίραν τραυματίζει καιρίως μεταξύ υπογαστρίου και βουβώνος το φόβητρον των Οθωμανών, και Ελλήνων το περιτείχισμα».9

Αν τα πράματα γίνηκαν έτσι, όπως τα λέει ο Περραιβός, τότες το βόλι έπρεπε να τον είχε χτυπήσει από τα κάτω προς τα πάνω, ενώ, καθώς βεβαίωσαν οι γιατροί, είχε ολότελα αντίθετη φορά.

Ο Ζαμπέλιος, στον πρόλογο τής τραγωδίας του «Γεώργιος Καραϊσκάκης», γράφει:

«Την προτεραίαν του θανάτου του έδραμον εις την Σκηνήν αυτού10 πολλοί στρατηγοί, εξ ων και ο Χριστόδουλος Χ. Πέτρου και ο Γαρδικώτης Γρίβας ζητούντες πολυειδώς να τον βεβαιώσωσιν ότι η πληγή του δεν ήτο κινδυνώδης. Αλλ’ ο Ήρως τοις απεκρίθη τα ακόλουθα αυτολεξεί. «Γνωρίζω από πληγαίς και δεν είναι η πρώτη φορά όπου ελαβώθην. Δεν με μέλει· βαστάτε μονάχα στα ταμπούρια να μη σάς πνίξουν οι Τούρκοι. Αύριον αν ήμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σάς πω ένα μυστικόν αν ξεψυχήσω, ελάτε να με θάψετε με τα χέρια σας εσείς οι ίδιοι, με τούς οποίους τόσαις φοραίς ενίκησα τον εχθρόν». Κι ο Ζαμπέλιος σε υποσημείωση λέει: «Οποίον μυστικόν ήτον τούτο δεν γνωρίζει κανείς, διότι ο θάνατος επρόλαβε να θερίση την ζωήν τού Ήρωος. Αλλά τις αμφιβάλλει, ότι θα υπέκρυπτε μέγα τι και ενδιαφέρον το μυστικόν τούτο, το οποίον όμως παρεξηγήθη κατά δυστυχίαν τόσον ανοήτως από τινας Κάλχαντας του αιώνος μας!».11

Μ’ άλλα λόγια, ο Ζαμπέλιος παραδέχεται πως ο Καραϊσκάκης πήρε στον τάφο του ένα μεγάλο μυστικό, που παρεξηγήθηκε όμως από τους «Κάλχαντας του αιώνος μας» πως δολοφονήθηκε από Έλληνα. Για ν’ αναγκαστεί ο Ζαμπέλιος, όταν το 1844 τύπωσε την τραγωδία του, ν’ αντικρούσει την κατηγορία αυτή, θα πει πως οι σχετικές φήμες θα ’ταν πάρα πολλές.

Ένα μονάχα χρόνο έπειτα από το θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Γ. Ναύτης τύπωσε, το 1828, στο Λιβόρνο της Ιταλίας, μια πεντάπραχτη τραγωδία με τον τίτλο «Ο θάνατος του Καραϊσκάκη». Σ’ αυτή λέει πως ο θάνατος του ήρωα ήταν τ’ αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας που γίνηκε στο στρατόπεδο του Πειραιά από λόγους προσωπικής φιλοδοξίας. Χαραχτηριστικό στέκεται πως τα πρόσωπα της τραγωδίας του, εξόν από τον Καραϊσκάκη, τα κρύβει κάτω από αρχαϊκά ονόματα, όπως Ευθύφρων, Καλλίμαχος, Φιλοπόλεμος, Μεγασθένης, Επίδρομος κτλ.

Και τώρα ερχόμαστε στη μαρτυρία του Κασομούλη, που είναι η πιο σημαντική απ’ όλες. Μα πριν, δυο λόγια για το συγγραφέα των «Στρατιωτικών Ενθυμημάτων». Η μεγάλη αρετή του στέκεται η αντικειμενικότητά του. Γυρεύει, πιότερο από κάθε άλλον απομνημονευματογράφο του Εικοσιένα, να εξακριβώσει το καθετί που ανιστοράει και δε διστάζει να φανερώσει ακόμα και τις δικές του αδυναμίες. Σπάνια κάνει λάθος σε ημερομηνίες, ονόματα περιγραφές. Να λοιπόν πώς ανιστοράει τα περιστατικά όπου λαβώθηκε ο Καραϊσκάκης:

«Έφθασεν το ιππικόν του Κιουταχή· εσυναθροίσθη και το εδικόν μας περί τον Αρχηγόν· άρχισεν ο πόλεμος να γίνεται πεισματώδης και επίσημος. Προχωρεί ο Αρχηγός με το ιππικόν μας, βοηθούμενος από το πεζικόν, διαβαίνει αναμεταξύ του οχυρώματος του Γκέντζιαγα και ενός άλλου όπου είχον οι Τούρκοι εις την εκβολήν του Κηφισσού, πλησίον – καί ήσαν κι εκεί έως 500 – και διώκει το ιππικόν του εχθρού. Εις την υποχώρησιν του εχθρικού ιππικού και εις την δίωξιν των από τους εδικούς μας και εις τας εξελίξεις του ιππικού, επληγώθη εν τω έσω των12 ο Αρχηγός, κατά 4 μ.μ., σχεδόν το δειλινόν, όστις καταβάς του ίππου του, αμέσως συνήλθεν, και ιππεύσας επίστρεψεν έως εις την θέσιν όπου έγινεν το μνήμα του και εκατέβη».13

Αυτή στέκεται η πιο σωστή αφήγηση απ’ όλες.

Ο Κασομούλης, αφού μας βεβαιώσει, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πως ο Καραϊσκάκης είπε στον Χατζηπέτρο και τον Γαρδικιώτη πως δολοφονήθηκε, να τι γράφει:

«Όσον και αν εξετάσαμεν έπειτα, και έως τώρα ακόμη, περί της υποψίας αυτής, εάν επληγώθη από Έλληναν, ως υπώπτευεν, δεν εδυνήθημεν να ξεσκεπάσωμεν τίποτες. Μάς είπαν ότι ένας Χιμαργιώτης Κώστας Στράτης, όστις ήτον με τον Τζιαβέλαν πιστότερος, εξωμολογήθη εις τον θάνατό του ότι, χωρίς να θέλη, επάνω εις την περιστροφήν14, έρριξεν προς τούς εχθρούς και εύρεν τούτον. Δεν είναι αληθινόν όμως, διότι του Κίτζιου οι άνθρωποι ήτον όλοι πεζοί, καθώς και όλοι οι αρχηγοί, διότι εκίνησαν έξαφνα. Αυτός (ο Καραϊσκάκης) ήτον ιππεύς, η θέσις του πολέμου ήτον επίπεδος, χωρίς το παραμικρόν ύψωμα χώματος· την πληγήν την έλαβεν ιππεύς και διευθύνετο από απάνω προς τα κάτω. Ώστε η φύσις της ήτον τοιαύτη, όπου ο κτυπήσας αυτόν άφευκτα ήτον εις υψηλότερον μέρος. Αν υποθέσωμεν ότι ήτον από τους ιππείς μας, τούτο ήτον αδύνατον· διότι όλοι οι ιππείς μας τον ελάτρευον ως θεόν, διά τας πολλάς περιποιήσεις όπου τούς έκαμνεν. Η ιδέα του όμως προήρχετο από υποψίας τας οποίας ή από την ασθένειάν του εκείνης της ημέρας, ή από φλόγωσιν της πληγής, αύξανεν αυτάς, καθώς εκ πείρας γνωρίζομεν όλοι ότι, εις τοιαύτας περιστάσεις, όλα τα κακά έρχονται εις τον λογισμόν μας».15

Απ’ όσα γράφει ο Κασομούλης βγαίνουν τούτα δω τα σημαντικά:

1.Η υποψία πως τόνε σκότωσε δικός μας δεν πέρασε μονάχα από το νου του ετοιμοθάνατου Καραϊσκάκη, μα το ίδιο σκέφτηκαν και τα παλικάρια του και γι’ αυτό πολλές εκδοχές και φήμες κυκλοφόρησαν.

2.Μια και το μέρος όπου λαβώθηκε ήταν ίσιωμα, αυτός απάνω σ’ άλογο και το βόλι είχε διεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω, δεν μπορεί να χτυπήθηκε παρά μονάχα από καβαλάρη. Μας το βεβαιώνει αυτό κι ο Βλαχογιάννης:

«…λοιπόν θα χτυπήθηκε από έφιππο, που ανασηκώθηκε στις σκάλες του άλογου του».16

3.Ο Κασομούλης λέει πως αν κι ήταν περιτριγυρισμένος από παντού από τους δικούς μας καβαλάρηδες, δε γίνεται να τόνε σκότωσε κάποιος απ’ αυτούς, γιατί «όλοι οι ιππείς μας τον ελάτρενον ως θεόν». Σωστό. Μα μπορούσε μια χαρά, ανάμεσα σ’ αυτούς να ’ταν ένας σκάρτος που τον αγοράσανε με χρήμα. Κι έπειτα, στην καβαλαρία που βρισκόταν στον Πειραιά δεν υπηρετούσαν μονάχα Έλληνες, μα και ξένοι, όπως ο Πορτογάλος Αλμέιντα επιστήθιος φίλος του Φαβιέρου κι αρχηγός μιας από τις δυο ίλες του ιππικού.

4.Η πληροφορία για την εξομολόγηση που έκανε κάποιος Χιμαριώτης, Κώστας Στράτης, πως αυτός κατά λάθος τόνε χτύπησε, κι αν ακόμα, για τους λόγους που αναφέρνει ο Κασομούλης δεν είναι σωστή, μας φανερώνει πόσο ριζωμένη ήταν η γνώμη πως ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε από δικό μας.

5.Ο Καραϊσκάκης λαβώθηκε όταν η τούρκικια καβαλαρία έφευγε κι αυτός βρισκόταν όχι στην πρώτη γραμμή, μα στη μέση της δικιάς μας. Αν, λοιπόν, χτυπήθηκε από Τούρκο καβαλάρη, τότες, εξαιτίας της απόστασης, το βόλι δεν μπορούσε να ’χει την έντονη από τα πάνω προς τα κάτω διεύθυνση.

6.Ο Κασομούλης μας λέει πως οι υποψίες που σχημάτισε ο Καραϊσκάκης πως χτυπήθηκε από δικό μας αυξήθηκαν από την «φλόγωσιν της πληγής του». Μα τότες, αν η τρομερή κατηγορία του ετοιμοθάνατου ήρωα ήταν γέννημα πυρετικής φαντασίας, δε θα δίσταζε να ονομάσει και το πρόσωπο που υποπτευόταν, ενώ αρνιέται να το κάνει. Προτιμάει να πάρει το μυστικό στον τάφο του, παρά να βλάψει τον αγώνα. Μονάχα αν ζήσω, τους λέει, θα σας πω ποιος είναι ο αίτιος και τότες παίρνουμε εκδίκηση απ’ αυτόν. Τούτα τα λόγια του φανερώνουν, αντίθετα, πόσο καθάριος ήταν ο νους του όταν ξεστόμιζε την κατηγορία της δολοφονίας.

Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλ’ αυτά; Θα το βγάλουμε στο κεφάλαιο που ακολουθεί.

ΤΟ ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Ο Βλαχογιάννης, στη βιογραφική αρχειακή μελέτη του για τον Καραϊσκάκη, γράφει:

«Τριγύρω στο στρατόπεδο και γύρω στη σκηνή του πολεμάρχου νικητή παίχτηκε καταχθόνιο παιχνίδι, που είχε τέλος τραγικό του στρατοπέδου την καταστροφή και του στρατηγού το θάνατο. Η τραγωδία αυτή θα φανεί στον τόπο που της πρέπει και διάπλατα θ’ αφηγηθεί».17

Κι αλλού:

«Ο Μαυροκορδάτος μετά τη δίκη του Καραϊσκάκη δεν επεθύμησε μονάχα το θάνατό του, δεν τον κήρυξε μονάχα χρήσιμο στο συμφέρο της πατρίδας, άλλα και οργάνωσε καταχτόνιο σχέδιο για το θάνατό του. Η απόδειξη θα φανεί εκεί που πρέπει».18

Κι ακόμα:

«…και γι’ αυτό άμα έπεφτε (ο Μαυροκορδάτος) απάνω σ’ άνθρωπο ανυπόταχτο κι ανίκανο να πέσει και να προσκυνήσει, έχανε τα λογικά του και γινόταν άξιος ακόμα και του φόνου το μεγάλο κακό να βάλει εμπρός και να τελέψει, καθώς τόκανε με τον άτυχο Καραϊσκάκη».19

Καθώς βλέπουμε, ο ακούραστος ερευνητής, που όλη τη ζωή του μάζευε έγγραφα και πληροφορίες για τον Καραϊσκάκη, είναι σίγουρος πως δε σκοτώθηκε από εχθρικό βόλι ο ήρωάς μας, μα δολοφονήθηκε. Κι έχει δίκιο. Στο μόνο που δε συμφωνάμε μαζί του είναι πως ο φόνος του στάθηκε έργο μονάχα του Μαυροκορδάτου. Και να γιατί:

Ο Κόχραν κι ο Τσορτς, μέσα στις λίγες μέρες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η Επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος μονάχα στο Μόριά, για να ’χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργόταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχό της. Με το πέσιμο του Μεσολογγιού, το 1826, που η κυβέρνηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου τ’ άφησε ξεπίτηδες αβοήθητο20, το ’χε πετύχει. Μα να που ο αγράμματος κι αρρωστιάρης αυτός καπετάνιος σήκωσε, με μια χούφτα γυμνούς και πεινασμένους αγωνιστές, πάλι στ’ άρματα τη Ρούμελη. Και σαν να μην έφτανε τούτο το κακό, που χάλαγε τα σχέδια των Εγγλέζων, τώρα, ο ίδιος αυτός «παράξενος» πολεμάρχης, πάγαινε να καταστρέψει τον Κιουταχή και να ελευθερώσει ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, το ελληνικό στράτευμα του Πειραιά να νικηθεί και το στρατόπεδο να σκορπίσει. Το μέγα όμως εμπόδιο σ’ αυτό στεκόταν πάλι ο Καραϊσκάκης. Όσο κι αν αντέδρασαν ο Κόχραν κι ο Τσορτς στο σωστό σχέδιό του, που θ’ ανάγκαζε τον Κιουταχή να παρατήσει την πολιορκία της Αθήνας και να φύγει, φοβόνταν πως ίσως τούτος ο διαβολάνθρωπος, που τόσο λίγο τους λογάριαζε, να τα κατάφερνε να σώσει την Αθήνα. Βγάλανε λοιπόν το συμπέρασμα πως ο Καραϊσκάκης ήταν πολύ επικίνδυνος για τα συμφέροντα της Αγγλίας στη Μεσόγειο. Μήπως δεν ήταν αυτός που, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, πρωτοστάτησε να ’ρθει κυβερνήτης της Ελλάδας ο Καποδίστριας; Έπρεπε να λείψει από τη μέση. Πρόθυμο βέβαια σύνεργό στους εγκληματικούς σκοπούς τους βρήκαν τον θανάσιμο εχθρό του ήρωα, τον Μαυροκορδάτο.

Η εχτέλεση του σατανικού τους σχεδίου αρχίζει πριν ακόμα φτάσουν στον Πειραιά, με τη στρατολογία πλερωμένων σωμάτων, που θα ’ταν αφοσιωμένα σ’ αυτούς, κάτω από τη διοίκηση του ανιψιού του Κόχραν συνταγματάρχη Urquhart. Ακολούθησε έπειτα τούτους εδώ τους δρόμους: 1) Τη θεατρική υπόσχεση του Κόχραν, όταν παράδωσε τη σημαία με την κουκουβάγια, για πλούσιες χρηματικές αμοιβές. Με τον τρόπο αυτόν γύρεψε να πάρει μαζί του τους φουκαράδες αγωνιστές που δεν είχαν μήτε ένα παλιοτσάρουχο να φορέσουν, 2) Την επιμονή τους να γίνει η επίθεση από το Παλιό Φάληρο, από το πιο ακατάλληλο δηλαδή μέρος, έτσι που ο ίδιος ο Καραϊσκάκης να οδηγήσει στη συμφορά το ελληνικό στράτευμα, 3) Την πρόκληση για σφαγή των κλεισμένων στο μοναστήρι οχτρών, με την ελπίδα πως οι Αρβανίτες θα σκότωναν τους όμηρους, που ένας απ’ αυτούς ήταν ο Καραϊσκάκης, και 4) Την υπονόμευση με κάθε τρόπο του γοήτρου που είχε ο Καραϊσκάκης, κολακεύοντας φιλοδοξίες κι εξαγοράζοντας συνειδήσεις. Και κάπως το πέτυχαν αυτό. Μπόρεσαν να μπλέξουν στα δίχτυα τους κάμποσους καπεταναίους, ακόμα κι ένα – δυο Ρουμελιώτες, όπως τον Ρούκη και τον Κοντογιάννη.

«Προ ημερών» γράφει ο Κασομούλης «ο Ν. Κοντογιάννης επαραπονείτο διά τον Αρχηγόν, ότι δεν μάς προσέχει ούτε εις την τιμήν, ούτε εις την πρόβλεψιν, ότι και την δόξαν και όλα τα θέλει διά τον εαυτόν του, και ότι πρέπει να τον περιορίσωμεν να μη ελέγχη τούς αξιωματικούς με τόσην αυθάδειαν και άλλα και ότι δε έπρεπεν να καταδεχώμεθα να συρώμεθα από έναν μούλον».

– Και ποιον άλλον, τον ρωτάει ο Κασομούλης, έχουμε καλύτερο και πιο ντόμπρο;

– Έχουμε· και μάλιστα άντρα οπού ξέρει καλά τον πόλεμο κι έχει και ντούπιες και μοιράζει, απαντάει ο Κοντογιάννης, υπονοώντας τον Τσορτς.

– Πού είναι οι ντούπιες; Δείξε μου καν πρώτος εσύ μια οπού τόνε γνώρισες και πήρες.

– Φτάνει να ενωθούμε, να γίνουμε ένα σώμα και σε βεβαιώνω πως θα πλερονόμαστε ταχτικά.

Του ’λεγε, μ’ άλλα λόγια, να τραβηχτούν από τον Καραϊσκάκη και ν’ αφοσιωθούνε στον Τσορτς και τότες θα παίρνανε το δίχως άλλο λουφέ. Ο Κασομούλης, τίμιος αγωνιστής, τον αντισκόβει και του αποκρίνεται:

– Παράτα με, καπετάν Νικολάκη! Αμ αρκετό καιρό μελέτησα τους χαρακτήρες όλων των οπλαρχηγών – κι εσύ δα τους ξέρεις. Ποιο καθαρόν απ’ αυτόν δε βρήκα. Για τούτο ας δουλεύουμε όλοι κάτω από τις προσταγές του, κάτι να φτιάσουμε. Αυτός ούτε παιδιά μεγάλα έχει ούτε συγγενείς να κοιτάξει. Είναι μοναχός. Μούλος ξεμούλος, αυτός είναι που θα μας δείξει τον πόλεμο και την αληθινή δόξα. Από το τίποτα, δίχως κόμμα, δίχως βοήθεια, μονάχα με την παλικαριά του και την καθαρή αγάπη του για την πατρίδα – μ’ όλα τα κυνηγήματα οπού του κάναμε, όπως το ξέρεις κι ελόγου σου – έφτασε εκεί που έφτασε κι όπου ούτε έφτασε ούτε θα φτάσει άλλος!

Αφού δεν τον ξέκαναν οι Αρβανίτες, που τον είχαν όμηρο στα χέρια τους, δεν απόμενε άλλο παρά να τον ξεκάνουν πάνω στη μάχη, με τον τόσο γνωστό μπαμπέσικο τρόπο. Το πράμα δε στεκόταν καθόλου δύσκολο, γιατί ο Καραϊσκάκης δεν ήταν από τους αρχηγούς που μένανε πίσω, μα κινδύνευε πρώτος ανάμεσα στους πρώτους.

Το καταπληχτικό είναι πως ο Κολοκοτρώνης, ο έξοχος αυτός νους του Μοριά, αν και βρισκόταν τόσο μακριά από τον τόπο που παιζόταν το δράμα, πρόβλεψε πως ο Καραϊσκάκης θα σκοτωνόταν! Να τι γράφει ο Φωτάκος:

«Όταν δε είμεθα εκεί εις την Συνέλευσιν της Τροιζήνος, μίαν αυγήν ο Κολοκοτρώνης αμέσως εσηκώθη από τον ύπνον και άρχισε να βλασφημή και να προλέγη ότι θα σκοτωθή ο Καραϊσκάκης και θα χαθή το Ελληνικόν στράτευμα· είπε δε αμέσως εις τον γραμματικόν του Ν. Δραγούμην, όστις τότε ευρέθει εκεί και ήτο νέος και ομοτράπεζός του, ο οποίος ευτυχώς ζή και έπικαλούμεθα την μαρτυρίαν του, να γράψη γράμμα συμβουλευτικόν προς τον Καραϊσκάκην».

Ποιο στέκεται το συμπέρασμα απ’ όλ’ αυτά; Μα το ’χει βγάλει πια ο ίδιος ο αναγνώστης.

Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα κι εμπνευστές της σατανικής δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσορτς κι ο Μαυροκορδάτος.”

 

———-

1.Είναι ο μόνος που λέει πως πληγώθηκε όταν οι δικοί μας φεύγανε νικημένοι, ενώ όλοι οι άλλοι βεβαιώνουν πως χτυπήθηκε όταν κυνήγαγε νικητής τους Τούρκους.

2.Δ. Αινιάνα «Καραϊσκάκης», εκδ. δ.’, σ. 106.

3.Id. σ. 107.

4.Ι.Θ. Κολοκοτρώνη «Ελληνικά Υπομνήματα», σ. 448.

5.Ολόκληρη η βιογραφία του Παπαρρηγόπουλου για τον Καραϊσκάκη είναι σχεδόν πιστή αντιγραφή από τον Αινιάνα, χωρίς μάλιστα καν να τον αναφέρνει.

6.Γ. Φίνλεϊ «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», ελλ. μετάφρ. τ. β.\ σ. 144.

7.Μακρυγιάννη op. cit. εκδ. β’., τ. α’., σ. 318.

8.Αθηναϊκόν Αρχείον, σ. 238.

9.Χρ. Περραιβού «Απομνημονεύματα πολεμικά», τ., β’., σ. 145.

10.Ο Ζαμπέλιος κάνει το ίδιο λάθος με τον Σπυρ. Τρικούπη· νομίζει πως ο Καραϊσκάκης έπειτα που πληγώθηκε πήγε στη σκηνή του, ενώ, όπως είδαμε, τον ανέβασαν από το Τουρκολίμανο στη γολέτα «Σπαρτιάτης».

11.I. Ζαμπέλιου «Γεώργιος Καραϊσκάκης», σ. η’.

12.«Των Ελλήνων Ιππέων», σημειώνει ο Βλαχογιάννης.

13.Κασομούλη op. cit. τ. β’., σ. 505 – 506.

14.Τ’ απότομο στριφογύρισμα του αλόγου του για να μπιστολίσει.

15.Κασομούλη op. cit. τ. β., σ. 507.

16.Κασομούλη op. cit. τ. 6′, σ. 508, σημ. 3.

17.Γ. Βλαχογιάννη «Καραϊσκάκης, βιογραφική αρχειακή μελέτη», σ. 14.

18.Id. σ. 46. Ο Βλαχογιάννης δεν τελείωσε τη μελέτη του, όπως τον πρόλαβε ο θάνατος. Έτσι, η υπόσχεσή του ν’ αποδείξει πως ο Μαυροκορδάτος οργάνωσε το φόνο, δεν πραγματοποιήθηκε.

19.Id. σ. 46.

20.Βλέπε Σπυρομήλιου «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου», σ. 88, 91, 113 – 114 και 124.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: