Άντον Ζέφκοβ – Ο πρωτεργάτης της μεγαλύτερης παράνομης κομμουνιστικής οργάνωσης στη Ναζιστική Γερμανία

Ο Ζέφκοβ πρωτοστάστησε στη συγκρότηση της παράνομης Κομμουνιστικής Οργάνωσης του Βερολίνου, συνελήφθη ξανά το καλοκαίρι του 1944 από προδοσία, καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τους Ναζί και αποκεφαλίστηκε στις 18 Σεπτέμβρη 1944.

Ο Άντον Ζέβκοφ γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1903 και μεγάλωσε στο Βερολίνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο πατέρας του ήταν επί δεκαετίες μέλος του παλιού SPD -του κόμματος των Μαρξ και Ένγκελς- και, σύμφωνα με μια μαρτυρία της κόρης του Άντον, έκανε δώρο στο γιο του καινούρια παπούτσια, όχι στα γενέθλιά του ή τα Χριστούγεννα, αλλά την Πρωτομαγιά.

Στα 17 του, ο Άντον έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας (KJV) και τρία χρόνια αργότερα εκλέχτηκε στην Κεντρική Επιτροπή της. Τον επόμενο χρόνο (1924) συμμετείχε στο 5ο Συνέδριο της Διεθνούς της Κομμουνιστικής Νεολαίας και πήρε μέρος στην παρέλαση των Φρουρών του Κρεμλίνου. Αναλαμβάνει διάφορα καθοδηγητικά πόστα, οργανώνει απεργίες, αρθρογραφεί στη Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία) το όργανο του ΚΚΓ.

Αναλαμβάνει δουλειά στο Συνδικαλιστικό τμήμα του κόμματος και μαθητεύει στη Μαρξιστική σχολή των Εργατών (MASCH), βαθαίνοντας τις γνώσεις του για την επαναστατική θεωρία. Το 1929 γίνεται υπεύθυνος του ΚΚΓ στην περιοχή της Σαξονίας και της Επαναστατικής Συνδικαλιστικής Αντιπολίτευσης στο Ρουρ, όπου πρωτοστατεί στην οργάνωση της απεργίας δεκάδων χιλιάδων μεταλλωρύχων το Γενάρη του 1931.

Το 1932 αναλαμβάνει την καθοδήγηση της κομμουνιστικής οργάνωσης στο Βάσερ-κάντε, αλλά τον Απρίλη του επόμενου χρόνου συλλαμβάνεται από τους Ναζί, μεταφέρεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και από το Φλεβάρη του 1935 στη φυλακή Φουλσμπούτελ του Αμβούργου, ένα πραγματικό κολαστήριο, όπου όμως οι κρατούμενοι στήνουν το δικό τους δίκτυο πληροφόρησης και ενημέρωσης και αλληλεγγύης (την Κόκκινη Βοήθεια) που δρα κάτω από τη μύτη των ναζιστικών αρχών, αλλά διαλύεται το 1936 μετά από καταγγελία.

Ο Άντον Ζέφκοβ στέλνεται στο κολαστήριο του Νταχάου και καταδικάζεται σε δυόμισι χρόνια φυλακή. Εκτίει την ποινή του και βγαίνει από τη φυλακή Μόορ όπου κρατούνταν, ενώ η ναζιστική προπαγάνδα επιχειρεί να τον παρουσιάζει ως μετανοημένο και σωφρονισμένο από τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη. Αυτός όμως προσπαθεί να συνδεθεί κρυφά με τους συντρόφους του, αρχικά τους κομμουνιστές του Αμβούργου και μετέπειτα του Βερολίνου, όπου η τοπική Κομμουνιστική Οργάνωση αναπτύσσει τη δική της δράση, συσπειρώνοντας εκατοντάδες μέλη.

Η οργάνωση έχει επικεφαλής τους Ζέφκοβ-Γιάκομπ-Μπεστλάιν, που προχωρούν στην ανασύστασή της, αναπληρώνοντας το κενό άλλων παράνομων οργανώσεων που εξαρθρώθηκαν -καθώς και της θρυλικής “Κόκκινης Ορχήστρας”, του μεγαλύτερου δικτύου αντικατασκοπίας των Σοβιετικών. Η οργάνωση προπαγανδίζει αντιπολεμικά συνθήματα, καταφέρνοντας να μεγαλώνει την επιρροή της, κάτω από τις πλέον δύσκολες συνθήκες. Πέτυχε να χτίσει οργανώσεις βάσης μες στα εργοστάσια, κυρίως στην πολεμική βιομηχανία, να κυκλοφορεί παράνομες προκηρύξεις, να προσφέρει καταφύγιο σε όσους διώκονταν από το ναζιστικό καθεστώς κτλ, να αποκτήσει επαφές ακόμα και μες στο στρατό και να πετύχει την απελευθέρωση κάποιων κρατουμένων -όχι όμως και του Ερνστ Τέλμαν, του κομμουνιστή ηγέτη, που δολοφονήθηκε από τους Ναζί, λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση από τον Κόκκινο Στρατό.

Το 1944, η οργάνωση του Βερολίνου δέχτηκε να συναντηθεί με στελέχη των αριστερών σοσιαλδημοκρατών, που ήθελαν να συνεργαστούν στο πλαίσιο της Αντίστασης. Ο Ερνστ Ραμπάου, όμως, πράκτορας της Γκεστάπο που ήταν παλιό μέλος του ΚΚΓ και ξεγέλασε το Ζέβκοφ, τους κατέδωσε και έτσι συνελήφθησαν στις 4 Ιουλίου του 1944, στο δεύτερο ραντεβού που είχαν. Ο Ζέφκοβ κατέβαλε μέσα από τη φυλακή κάθε δυνατή προσπάθεια για να γνωστοποιήσει την ταυτότητα του προδότη και να προστατέψει τα άλλα μέλη της παράνομης οργάνωσης.

Οι ναζί έστησαν μια σειρά δίκες εναντίον των συλληφθέντων αντιστασιακών με τις φαιδρές κατηγορίας της εσχάτης προδοσίας και της διάλυσης του στρατού. Στην πρώτη δίκη, στις 5 Σεπτεμβρίου, καταδικάστηκαν σε θάνατο οι εμπνευστές της οργάνωσης (ο Ζέφκοβ και οι σύντροφοί του) με συνοπτικές διαδικασίες. Παρέμειναν στη φυλακή δεμένοι με χειροπέδες και στις 18 Σεπτεμβρίου εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό…

Μεταπολεμικά η μνήμη του Άντον Ζέφκοβ τιμήθηκε ποικιλοτρόπως από τους συντρόφους του, στο σοσιαλιστικό (ανατολικό) κομμάτι της Γερμανίας, μεταξύ άλλων και με ένα τραγούδι που έλεγε στο ρεφρέν “Αντόν Ζέφκοβ, εσύ, πρότυπο της εργατιάς”. Σήμερα, στο ενιαίο και καπιταλιστικό Βερολίνο, έχει μείνει μια πλατεία με το όνομά του, το οποίο δεν τιμήθηκε ποτέ στο δυτικό κομμάτι της χώρας, μολονότι ήταν ένας από τους ήρωες της αντίστασης ενάντια στους Ναζί.

Το 1963, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το βιβλίο του Ε. Ρ. Γκρόυλιχ “Κανείς δε γεννιέται ήρωας”, όπου εξιστορεί ουσιαστικά -υπό τη μορφή ιστορικού μυθιστορήματος- τα γεγονότα μετά την απελευθέρωση του Άντον Ζέφκοβ και το στήσιμο της παράνομης κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου, μέχρι τη σύλληψη και το τέλος της ζωής του. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γνώσεις και επανεκδόθηκε από την “Κόκκινη Βιβλιοθήκη”, το 2018, όχι για εμπορικούς σκοπούς, αλλά για κινηματικούς σκοπούς και τη διανομή του σε αγωνιστές, σωματεία, δανειστικές βιβλιοθήκες κτλ.

Από τον εισαγωγικό σημείωμα της επανέκδοσης αντλούμε τα παραπάνω βιογραφικά στοιχεία. Ως πηγή τους αναφέρονται το βιβλίο “Beitrage zur Geschichte der Arbeiterbewegung“, Schindler Saefkow Barbel, 1978” και η διαδικτακή έκδοση “Widerstand gegen den Nazionalismus in Berlin“, Berlin Geschichts Werkstatt e.V.

 

Αντί επιλόγου, ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα, με τις τελευταίες στιγμές του κομμουνιστή ήρωα -διατηρείται η ορθογραφία της έκδοσης.

Ήρθαν το πρωί και τούπαν να ετοιμαστεί. Μήπως ήθελε να του παρασταθεί πνευματικός λειτουργός;

Ο Άντον αρνήθηκε ήρεμα. Σ’ όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για τα γήινα, δε θα το κατάφερνε λοιπόν ούτε τώρα να του κάνει ένας παππάς πιστευτή την ύπαρξη του ουρανού.

Για τελευταία φορά έτριξε ο σύρτης της πόρτας του κελλιού. “Λοιπόν, έτοιμος, Μπορν;” Ο αρχιφύλακας προσπαθούσε να μη δείχνεται τόσο αγροίκος όσο συνήθως.

-“Μια παράκληση ακόμα, κύριε αρχιφύλακα”, ο Άντον τον κοίταξε χαμογελαστός και κρατούσε με τα δεμένα του χέρια ένα κομμάτι ψωμί, “γίνεται να στείλω στο γείτονά μου το μηχανικό τούτη τη γωνιά το ψωμί για δώρο;”

Ο αρχιφύλακας γύρισε τα μάτια αλλού, λέγοντας στον κρατούμενο της υπηρεσίας: “Εντάξει, Μπέσσλερ, δώστε του με το μεσημεριανό του φαγητό”.

Ο κρατούμενος πήρε το ψωμί. Στο κάτω μέρος του ήταν προσκολλημένο το χαρτί με τη διαθήκη.

Το ημερολόγιο έγραφε δεκαοχτώ του Σεπτέμβρη χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα. Διασχίσανε το κομματάκι αυλή. Ο ουρανός ασυννέφιαστος, φάνταζε γαλανός ως μακρυά πέρα, ο ήλιος μόλις κι έπιανε να ζεσταίνει, ο φθινοπωριάτικος αέρας σούκανε καλό να τον αναπνέεις. Ο Άντον φούσκωσε το στήθος, στήλωσε το βλέμμα πέρα στον ορίζοντα, προχώραγε ίσιος σαν σε παρέλαση. Εκεί σ’ αυτό το θλιβερό χαμηλό χτίριο, ούτε καλά πενήντα μέτρα πιο κάτω, ήταν το τέλος – πόσα χιλιόμετρα μακρυά λες να βρίσκεται ο Κόκκινος Στρατός τούτη τη στιγμή;

Ολόστητος μπήκε ο Άντον στο γυμνό χτίριο. Γύρω του στέκονταν οι ρεντιγκότες με το σοβαρό τους ύφος. Κάποιος διάβαζε τη λειτουργία. Ο Άντον δεν άκουγε λέξη, έπρεπε να σφίγγει τα δόντια, να βαστάει το κεφάλι ψηλά. Τον έσπρωξαν πάνω στο κούτσουρο του θανάτου.

Έκανα ό,τι μπορούσα! ήταν η τελευταία του σκέψη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: