Όταν οι ιστορίες στα παιδικά βιβλία συναντούν την Ιστορία…

Ας δώσουμε στα παιδιά την ευκαιρία μέσα από ένα βιβλίο να λύσουν πραγματικά τις απορίες τους, να νιώσουν τη χαρά της απόκτησης νέας γνώσης, να γεμίσουν αυτοπεποίθηση μέσα από την κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Να τους εξηγήσουμε πως ο κόσμος, με την πάλη των ανθρώπων, κινείται μπροστά.

«Οταν οι ιστορίες στα παιδικά βιβλία συναντούν την Ιστορία»…

…ήταν ο τίτλος ενός διαδικτυακού σεμιναρίου που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Το σεμινάριο διοργανώθηκε από τις Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής και συμμετείχαν περισσότεροι από 1.000 εκπαιδευτικοί. Ομιλητές ήταν ακαδημαϊκοί και συγγραφείς, όλοι τους διακεκριμένοι στο παιδικό βιβλίο.

Κάποιες σκέψεις για όσα ειπώθηκαν.

Ας ξεκινήσουμε με δύο παραδοχές που επιβεβαιώνονται για μία ακόμη φορά. Πρώτον, η αστική εξουσία ξεχωρίζει και δίνει μεγάλη βαρύτητα στην παρέμβαση στη συνείδηση από πολύ μικρή ηλικία. Οπως ανέφεραν οι εισηγητές, κάθε παιδικό ιστορικό βιβλίο προϋποθέτει μία κοπιαστική προετοιμασία χρόνων από αρκετούς εμπλεκόμενους (ιστορικούς, παιδαγωγούς, συγγραφείς, εικονογράφους, γραφίστες κ.ά.). Αν εδώ συνυπολογίσουμε πως εκτός από παλιά ή νέα παιδικά ιστορικά βιβλία που εκδόθηκαν σχετικά με το 1821, υπάρχει μία πληθώρα πρωτοβουλιών, προγραμμάτων, δράσεων, διαγωνισμών κ.λπ. που «τρέχουν» αυτούς τους μήνες, πολλά από τα οποία μάλιστα προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της παρατεταμένης καραντίνας, με ψηφιακά μέσα, δυνατότητες εικονικής και διαδικτυακής αξιοποίησης κ.ο.κ., μπορούμε να αναλογιστούμε πως από πίσω υπάρχει ένα πολυάριθμο ανθρώπινο δυναμικό. Η αστική εξουσία αξιοποιεί το σχολείο, θεσμούς όπως οι δήμοι, την Τέχνη, διάφορα ιδρύματα, για να περάσει τις ιδέες και τα μηνύματά της στα παιδιά όλων των ηλικιών με κάθε αφορμή.

Δεύτερον, στην επιχείρηση χειραγώγησης της νέας γενιάς, η Ιστορία και η διδασκαλία της κατέχουν ξεχωριστή θέση, γεγονός που και οι ίδιοι αναγνωρίζουν. Είναι χαρακτηριστικές ορισμένες από τις τοποθετήσεις των ομιλητών ότι «το ιστορικό βιβλίο είναι ιδεολογία», «πιο πολύ μαθαίνουμε για τους εαυτούς μας σήμερα παρά για το τι γινόταν παλιά», «από τα ιστορικά βιβλία μαθαίνουμε περισσότερο τι θέλουμε να γίνουν τα παιδιά μας, τι πολίτες θέλουμε να γίνουν».

Υπάρχει αντικειμενικότητα στην Ιστορία;

Περνώντας στην ουσία όσων ακούστηκαν, φαίνεται πως κυρίαρχη – σε αυτήν τη φάση τουλάχιστον – αστική προσέγγιση σχετικά με τη διδασκαλία της Ιστορίας είναι η μεταμοντέρνα θεώρηση ότι «δεν υπάρχει μία ιστορική αλήθεια και αν υπήρχε δεν θα έφτανε σε εμάς ως τέτοια, καθώς φτάνει πάντα μέσα από τις αφηγήσεις των ιστορικών», ή ότι «δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στην Ιστορία, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι που μπορούν να ζήσουν τα γεγονότα διαφορετικά». Ουσιαστικά, δηλαδή, η Ιστορία «ξεπέφτει» σε ένα αυθαίρετο συνονθύλευμα προσωπικών βιωμάτων, ερμηνειών και μαρτυριών, που προφανώς και φέρουν τον υποκειμενισμό αυτού που τα έζησε ή τα διηγείται. Η Ιστορία όμως είναι επιστήμη, με αντικείμενο και μέθοδο, που αξιοποιεί τις πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές αναζητώντας την αντικειμενικότητα και αλήθεια των γεγονότων, φαινομένων και διαδικασιών του παρελθόντος με κριτήριο την αιτιακή εξήγηση και ερμηνεία. Για να φτάσει σ’ αυτό το αποτέλεσμα, η Ιστορία οφείλει να ερευνά τη γένεση και εξέλιξη των κοινωνιών, τις κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής. Βεβαίως η αντικειμενική ιστορική αλήθεια δεν έχει να κάνει με την αστική (δι)αταξική αντικειμενικότητα, που άλλωστε δεν υπάρχει. Αντιθέτως, έχει σαφές ταξικό πρόσημο, αφού στέκεται με την πλευρά της κοινωνικής εξέλιξης. Επομένως, η άρνηση της αντικειμενικότητας της Ιστορίας οδηγεί στη διδασκαλία της με ακόμα μεγαλύτερο ιδεολογικό φορτίο.

Είναι άλλο πράγμα να γνωρίζουμε και να παίρνουμε υπόψη την παιδική και νεανική προσωπικότητα κατά τις διάφορες φάσεις ανάπτυξής της, και άλλο να χρησιμοποιείται αυτό ως άλλοθι για να υποστηριχθεί η άποψη ότι η ακριβής επιστημονική γνώση δεν μπορεί να δοθεί στο σχολείο. Είναι άλλο πράγμα να δεις τον ρόλο του μαθητή στην κατάκτηση της αλήθειας και άλλο να πεις ότι ο μαθητής καθορίζει τη φύση της αλήθειας.

Παιδαγωγικές ελευθερίες: Υπάρχουν τέτοιες;

Η παραπάνω αντιεπιστημονική τοποθέτηση ότι «δεν υπάρχει μία ιστορική αλήθεια» έρχεται να συμπληρωθεί με νέες σύγχρονες παιδαγωγικές και διδακτικές αρχές που από τη μία διαμορφώνουν ένα πολύ πιο εύφορο έδαφος επίδρασης στο μυαλό των παιδιών και από την άλλη προκαλούν συγχύσεις και σε εκπαιδευτικούς και γονείς. Πράγματι, ανήκει πλέον στο παρελθόν το δασκαλοκεντρικό σύστημα όπου ο εκπαιδευτικός – αυθεντία παραδίδει στα παιδιά τις γνώσεις του κατά βάση μέσα από μονολόγους. Τη θέση αυτής της ανιαρής παράδοσης έρχεται να πάρει η λογική της ομάδας, όπου εκπαιδευτικός και μαθητές γίνονται όλοι μαζί ερευνητές που συνθέτουν την Ιστορία. «Είναι πολύ σημαντικό να δίνουμε στα παιδιά τα εργαλεία (ιστορικές πηγές, μαρτυρίες κ.λπ.) του ιστορικού… να τα καλούμε να δώσουν καινούριες ερμηνείες. (…) Με τις ερωτήσεις είναι ο μοναδικός τρόπος να αναπαράγουμε γνώση, μερικές φορές δεν έχει καν σημασία η απάντηση. (…) Παραθέτουμε τις πηγές χωρίς να παίρνουμε καθόλου θέση και καλούμε τα παιδιά να συνθέσουν τη δική τους ιστορία», είναι μερικά από όσα ακούστηκαν σχετικά.

Σίγουρα οι διδακτικές αυτές πρακτικές ακουμπούν πολύ καλύτερα στις σημερινές αναπτυξιακές και γνωστικές δυνατότητες των παιδιών. Ομως και εδώ εγείρονται κάποιες βασικές αντιρρήσεις – προβληματισμοί. Πρώτα και κύρια, ούτε τα παιδιά, ούτε πολύ περισσότερο οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς, που όλοι μαζί καλούνται υποτίθεται να δώσουν τις δικές τους ερμηνείες, δεν μένουν ανεπηρέαστοι από το κυρίαρχο σημερινό πλαίσιο, από τη συνολική επιβολή των ιδεών της κυρίαρχης οικονομικά τάξης, της αστικής. Αν και φαινομενικά φαντάζει ως αντίθεση, η αλήθεια είναι πως τελικά δίνεται μία ενιαία κατεύθυνση. Γι’ αυτό και όσα ακούγονται στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολικών τάξεων, των υπόλοιπων προγραμμάτων και δράσεων, όλων των πρωτοβουλιών για το 1821, συγκλίνουν σε ορισμένα βασικά σημεία. Από το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, όπου χωρίς καμία ταξική εμβάθυνση στην Ιστορία καταλήγουν σε μια αντιφατική παρουσίασή της μέσα από τη δράση των προσώπων, υιοθετώντας συχνά και ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Αντίστοιχα, μέσα από εξωσχολικά βιβλία γνώσεων, μουσεία και εκθέσεις, βιντεοπαιχνίδια και επιτραπέζια παιχνίδια – όλα τα παραπάνω κυκλοφόρησαν κατά δεκάδες τη φετινή χρονιά – επιδιώκεται τα παιδιά να διδαχθούν το ακατάλυτο της αστικής κυριαρχίας, την εθνική ομοψυχία κ.ά.

Ακόμα όμως κι αν δεχόμασταν μια ειλικρινή πρόθεση στο να ανακαλύψουν τα παιδιά πλευρές της Ιστορίας και να μη γίνονται «δέκτες προπαγάνδας», με ποια βασικά εφόδια θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτό το απαιτητικό καθήκον; Εξασφαλίζει το σχολείο σήμερα την ανάπτυξη της γλώσσας, της σκέψης, της κριτικής, του ορθολογισμού; Ειδικά μετά από έναν χρόνο και παραπάνω χαμένων ωρών και τηλεκπαίδευσης, που ήρθαν να προστεθούν στα αυξημένα ποσοστά λειτουργικού αναλφαβητισμού και σε άλλα αρνητικά ρεκόρ της Εκπαίδευσης στη χώρα μας, μόνο ως κακόγουστο αστείο μπορούν να εκληφθούν αυτές οι κατευθύνσεις.

Η Ιστορία διδάσκει!

Ακούστηκε η λογική ότι «ο εκπαιδευτικός όταν πάει να διδάξει ή ο γονιός όταν διαβάζει ένα βιβλίο με το παιδί του είναι μόνος του και παίρνει μόνος του την απόφαση πώς θα αφηγηθεί». Και είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια, σχολικά και εξωσχολικά παιδικά βιβλία έχουν αλλάξει. Το διδακτικό ύφος μειώνεται και δίνει τη θέση του σε ερωτήματα, σε ανοιχτό διάλογο με τους μικρούς αναγνώστες.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: Ετσι υπάρχουν περιθώρια για κομμουνιστές και άλλους προοδευτικούς εκπαιδευτικούς και γονείς να διαχωριστούν και να βοηθήσουν τα παιδιά να προσεγγίσουν την Ιστορία από επιστημονική μαρξιστική σκοπιά; Εως έναν βαθμό ναι, εφόσον βέβαια ταυτόχρονα κατανοούμε βαθιά ποιος έχει το πάνω χέρι και αντιλαμβανόμαστε πως ακόμα και όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά, δεν μιλάμε σε λευκό καμβά. Οταν δηλαδή είμαστε αποφασισμένοι και κατάλληλα προετοιμασμένοι να πάμε κόντρα στην κρατική αστική παρέμβαση, με όποια της μορφή. Εξάλλου, μόνο έτσι μπορούμε να αξιοποιήσουμε πραγματικά τα περιθώρια που δίνονται και να μη γίνουμε κι εμείς, ακόμα και άθελά μας, άλλη μία φωνή αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Αρα χρειάζεται προσπάθεια να δουν τα παιδιά πίσω από μεμονωμένα ιστορικά γεγονότα ή πράξεις, να αναζητήσουν και να κατανοήσουν το αίτιο και το αποτέλεσμα, τα κίνητρα και τον ρόλο όχι μόνο ξεχωριστών ατόμων αλλά των κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες εντάσσονται. Παράλληλα, προσπαθούμε μέσα από τις κατάλληλες ερωτήσεις να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των παιδιών, να τρυπώσουμε ένα πνεύμα αμφισβήτησης σε όσα ήδη έχουν ακούσει, ίσως και υιοθετήσει. Για παράδειγμα, όλο το αφιέρωμα του «κόκκινου Αερόστατου» στην ελληνική Επανάσταση είναι δομημένο με ερωτήσεις και απαντήσεις, όπως «Ποιος ήταν ποιος και τι έκανε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία;» ή «Γιατί η Επανάσταση έγινε το 1821 και όχι π.χ. το 1801 ή το 1811; Δεν ήταν ίδια η εποχή;». Στόχος μας, βέβαια, να απαντήσουμε δίνοντας πειστικά επιχειρήματα και ταυτόχρονα να καλλιεργήσουμε κριτήριο και διάθεση για περαιτέρω ψάξιμο και διάβασμα. Επομένως, προφανώς και δεν αρνούμαστε νέες μεθόδους διδασκαλίας, που τοποθετούν τον μαθητή, ή μάλλον, καλύτερα, την ομάδα των μαθητών στο επίκεντρο και προκρίνουν την ενεργό και συμμετοχική στάση τους. Αντίθετα, επιδιώκουμε όσο το δυνατόν περισσότερο να ενσωματώσουμε αντίστοιχες μορφές και μέσα διδασκαλίας, για να μπορέσουμε πιο διεισδυτικά να δώσουμε την αντικειμενικότητα της Ιστορίας, το πραγματικό επιστημονικό περιεχόμενο όλων των μαθημάτων στα παιδιά.

Σε τελική ανάλυση, «όταν γράφω έχω στο μυαλό μου έναν πιθανό αναγνώστη κι αυτούς που είναι δίπλα του (τους φίλους, τους γονείς, τους δασκάλους), γράφω ώστε να προκληθούν διάλογοι, συζητήσεις μεταξύ τους», ανέφερε χαρακτηριστικά μία ομιλήτρια, αναδεικνύοντας την ευθύνη όσων βρίσκονται γύρω από το παιδί. Βασικό λοιπόν ζήτημα και για εμάς είναι το κατά πόσο έχουμε την επάρκεια να σταθούμε σε αυτές τις συζητήσεις με τους μαθητές ή τα παιδιά μας. Σε αυτόν τον πόλεμο ιδεών έχουμε περισσότερα και πιο αποτελεσματικά όπλα ειδικά τα τελευταία χρόνια, τόσο σε επίπεδο καλύτερης αφομοίωσης των θέσεων και επεξεργασιών του Κόμματος όσο και προσαρμοσμένης πρότασης για το πώς να απευθυνθούμε στα παιδιά. Ενδεικτικά, σε σχέση με την επέτειο των 200 χρόνων από το 1821, να αναφέρουμε την έκδοση του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ, το ξεχωριστό αφιέρωμα του «κόκκινου Αερόστατου», τα υλικά της διαδικτυακής εκδήλωσης της ΤΟ Εκπαιδευτικών της ΚΟ Αττικής, με διδακτικές παρουσιάσεις ανά ηλικία και σχολική βαθμίδα, κ.ά. Οπως επίσης την έκδοση «Κι όμως, κινείται» της «Σύγχρονης Εποχής», που μιλάει στα παιδιά για την Ιστορία και εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.

Ας δώσουμε στα παιδιά την ευκαιρία μέσα από ένα βιβλίο να λύσουν πραγματικά τις απορίες τους, να νιώσουν τη χαρά της απόκτησης νέας γνώσης, να γεμίσουν αυτοπεποίθηση μέσα από την κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Να τους εξηγήσουμε πως ο κόσμος, με την πάλη των ανθρώπων, κινείται μπροστά. Εστω με σκαμπανεβάσματα, αλλά πάντοτε μπροστά. Και πως στην επόμενη εφόρμηση της ανθρωπότητας προς τα μπρος, θα βρίσκονται και εκείνα εκεί να φτιάχνουν Ιστορία.

 

Βούλα Τσίγκα
Υπεύθυνη της Διατμηματικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ για τις μικρότερες ηλικίες της νεολαίας
Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: