Οι δυο κόσμοι της Επανάστασης του 1821…

Όσο κι αν οι “καθωσπρεπιστές” κοντυλοφόροι της λεγόμενης επίσημης, πλην όμως παραχαραγμένης, ιστορίας προσπαθούν να μας πείσουν ότι δήθεν “όλοι μαζί” έσπειραν το σπόρο της λευτεριάς, η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Την ιστορία των εξεγέρσεων την γράφουν πάντα οι ατίθασοι και οι ανυπάκουοι και όχι οι προσκυνημένοι και οι βολεμένοι. 

Στα πανύψηλα αστραποκαμένα ευρυτανικά βουνά και ιδιαίτερα σε αυτά των αδούλωτων Αγράφων (εξ’ ου και η ονομασία τους από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια), στις απόκρημνες αετοφωλιές και στα αδιαπέραστα ελατοδάση, φούντωσε από πολύ παλιά η επαναστατική φλόγα που πυρπόλησε τις καρδιές των αδικημένων αυτού του τόπου κόντρα στην συνασπισμένη καταπιεστική εξουσία του σουλτάνου και των ντόπιων συνεταίρων κοτζαμπάσηδων ή “καλικάντζαρων” όπως τους αποκαλούσε ο φτωχός πάνσοφος λαός (βλ. εδώ).
Εδώ “στα ψηλά”, συνυφασμένη με την ατίθαση φύση, ζυμώθηκε η επαναστατική ψυχοσύνθεση των “ελεύθερων σκλάβων” εκείνης της εποχής (βλ. εδώ).
Αυτών που αρνούνταν να υπηρετούν, που απεχθάνονταν το ραγιαδιλίκι, που δεν καταδέχονταν να σκύβουν το κεφάλι στους αφεντάδες. Αυτών που από την κάννη του τουφεκιού τους και από του σπαθιού τους την κόψη την τρομερή, δεν πήγαζε μόνο ο προσωπικός τους αδέσμευτος βίος αλλά και το υπέροχο ήθος της υπεράσπισης των κατατρεγμένων και “παρακατιανών”. Αυτών που ξεκίνησαν σαν αυτόνομοι μαχητές κατά της αδικίας και στην πορεία έγιναν ο λαϊκός στρατός της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.
Σαν Ευρυτάνες δεν μπορεί παρά να είμαστε περήφανοι που σε τούτα τα χώματα έδρασαν μεγάλοι επαναστάτες του ’21 όπως π.χ. ο πρωτοπόρος Οδυσσέας Ανδρούτσος στην Τατάρνα (και μάλιστα 3 μέρες προτού την 25η Μαρτίου), ο Μάρκος Μπότσαρης που έπεσε στο Κεφαλόβρυσο και άλλοι προγενέστεροι και μεταγενέστεροι αυτών.
Εκείνο που ίσως δεν γνωρίζουν αρκετοί, είναι ότι ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ από την επανάσταση του 1821, στα αγραφιώτικα βουνά μεγαλούργησαν ως πρωτοξεκινητάδες του αγώνα απείθαρχα παλικάρια – φύλακες άγγελοι της φτωχολογιάς – σαν τον ασυμβίβαστο σταυραετό των Αγράφων Κατσαντώνη, τον Τσιάκα, τον Καραϊσκάκη και τόσοι άλλοι ακόμα, όλοι τους “ώριμα τέκνα της ανάγκης και της οργής” των καιρών τους. Όλοι τούτοι δεν ήταν άρχοντες μήτε προύχοντες, αλλά απλοί σαρακατσάνοι τσοπάνηδες όπως ο Κατσαντώνης ή παιδεμένα φτωχόπαιδα που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα όπως ο “γιος της καλογριάς“.
Άνθρωποι υπερήφανοι, με αξιοπρέπεια, απροσκύνητοι, ελεύθεροι, πονόψυχοι με το λαό, αληθινοί ξυπόλητοι Προμηθέες! Οι πασάδες και οι καθεστωτικοί τούς είπαν κλέφτες, κατσαπλιάδες, κλαρίτες και παραβατικούς, αλλά τελικά ήταν αυτοί που με το παράδειγμά τους μετέτρεψαν ιστορικά σε τίτλους τιμής τις άθλιες κατηγόριες των τουρκοπροεστάδων.
Κι όσοι επέζησαν από το μαχαίρι των πασάδων και σία, πρωτοστάτησαν στη συνέχεια και στη μεγάλη εξέγερση του 1821, γιατί ήταν αυτοί που της έδωσαν πνοή, νόημα και όραμα στα πεδία των μαχών και όχι οι καλοθρεμμένοι πισινοί των Φαναριωτών, των Κοτζαμπάσηδων και λοιπών που εκ των υστέρων και με το αίμα των αγωνιστών έδρεψαν καρπούς.
Πόσοι άλλωστε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης δεν τράβηξαν τα πάνδεινα από τις ραδιουργίες των Μαυροκορδάτων (βλ. Καραϊσκάκης) και πόσοι άλλοι μετά την επανάσταση δεν υπέφεραν από τους ξενόφερτους βαυαρούς βασιλιάδες και τις αυλές τους, καθώς όπως έγραφε κι ο Μακρυγιάννης: «Και σ΄αυτήνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από μακριά, όταν κιντινεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ΄να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκαλα, και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι, και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια»
Ναι, πάντα ήταν δυό αλλιώτικοι κόσμοι: από τη μιά αυτός της λευτεριάς-ανεξαρτησίας και από την άλλη εκείνος της εκμετάλλευσης-καταπίεσης. Κι αυτοί οι κόσμοι ανέκαθεν ήταν σε σύγκρουση. Εξάλλου όπως έλεγε και ο Ρήγας Φεραίος: «Όταν η διοίκησις βιάζει, αθετεί, καταφρονεί τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμνει τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού, επανάσταση, ν’ αρπάξει τ’ άρματα και να τιμωρήσει τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν απ’ όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητο απ’ όλα τα χρέη του.»!
Κι όσο κι αν οι “καθωσπρεπιστές” κοντυλοφόροι της λεγόμενης επίσημης, πλην όμως παραχαραγμένης, ιστορίας προσπαθούν να μας πείσουν ότι δήθεν “όλοι μαζί” έσπειραν το σπόρο της λευτεριάς, η πραγματικότητα τους διαψεύδει.
Αμ δε! Την ιστορία των εξεγέρσεων την γράφουν πάντα οι ατίθασοι και οι ανυπάκουοι και όχι οι προσκυνημένοι και οι βολεμένοι.
Σαν επίλογο παραθέτουμε δύο ιστορικά δημοτικά τραγούδια που τραγουδήθηκαν και βέβαια τιμήθηκαν και στ’ αγραφιώτικα βουνά μας και είναι βαθιά αντιπροσωπευτικά για το ήθος, αλλά και τη στάση των “μεν” και των “δε”…

Εκείνον τον παλιό καιρό και το παλιό ζαμάνι,
μ’ είχεν η χώρα προεστό, μ’ είχεν η χώρα πρώτον
κι αντάρριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι,
δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε,
στη δόλια τη φτωχολογιά έριχνα τριανταπέντε.

και…

-Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
-Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και νάμαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια.
Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες.

O ασυμβίβαστος Αγραφιώτης επαναστάτης ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Με επίγνωση της αλήθειας…
Δόξα και τιμή στους απροσκύνητους επαναστάτες του ’21!
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: