Λ.Δ Ουγγαρίας. Μικρή ιστορική ανασκόπηση (γ’ μέρος).

Η ανατροπή του σοσιαλισμού ήταν το αποτέλεσμα της διάβρωσης της απασχόλησης του συνόλου του εργατικού δυναμικού από το κράτος και της παράλληλης εμφάνισης του ιδιωτικού τομέα. Στην Ουγγαρία αποδείχτηκε ότι η κομματική και κρατική ηγεσία ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει το σοσιαλισμό πιστεύοντας ότι οι τύχες της θα ήταν καλύτερη στον ιδιωτικό τομέα.

Το τρίτο και τελευταίο μέρος (αλλά πρώτο που ολοκληρώνεται και δημοσιεύεται) μιας ιστορικής μελέτης του Άναυδου για την πορεία της ΛΔ Ουγγαρίας προς την επαναστατική υποχώρηση, την ενίσχυση και επικράτηση των δυνάμεων της αντεπανάστασης, των λόγων και των παραγόντων που καθόρισαν αυτήν την εξέλιξη.

Άναυδος – Φεβρουάριος 2018

Περιεχόμενα

α. Εισαγωγή

β. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις

γ. Επίλογος

α. Εισαγωγή.

Το παρακάτω κείμενο θα ήταν το τρίτο μέρος μιας επισκόπης της ιστορίας της Λ.Δ. Ουγγαριας. Ωστόσο η στενότητα του χρόνου άφησε πίσω τα 2 πρώτα μέρη. Νομίζω όμως ότι μπορεί να σταθεί και αυτόνομο περιγράφοντας την αργή διαδικασία που οδήγησε στην αντεπανάσταση το 1989.

β. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Η στρατιωτική και πολιτική ήττα της αντεπανάστασης του 1956 δεν είχε την αντανάκλασή της στον οικονομικό τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις, δηλαδή η αντιστροφή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, συνεχίστηκαν με τον Γ. Καντάρ να παίζει έναν εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ των ακραίων μεταρρυθμιστών και των συνεπών σοσιαλιστικών δυνάμεων. Υπήρξαν τρία κύματα μεταρρυθμίσεων το 1956-57, το 1968 και το 1978.

Από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης Καντάρ το 1956-57 ήταν η εκ νέου κατάργηση των υποχρεωτικών παραδόσεων του αγροτικού τομέα (συνεταιριστικού και ιδιωτικού) στο κράτος. Το αποτέλεσμα αυτής της παραχώρησης ήταν να ενισχυθεί η αγορά αγροτικών προϊόντων υποχρεώνοντας το κράτος να προσφέρει ελκυστικές (αυξημένες κατά 80% σε σύγκριση με το 1955) τιμές ώστε να αγοράζει το πλεόνασμα της αγροτικής παραγωγής. Επίσης παραχωρήθηκε ξανά η δυνατότητα αποχώρησης από τα κολχόζ. Ανάμεσα στις προτάσεις των μεταρρυθμιστών ήταν η αποδοχή των κουλάκων στα κολχόζ, η κατάργηση του κεντρικού σχεδίου και η επιβολή ελεύθερα κυμαινόμενων τιμών. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν μετά από τη σφοδρή αντίδραση της παλιάς φρουράς. Ωστόσο αποφασίστηκε η μείωση των ποσοτικών δεικτών του κεντρικού σχεδίου και η εισαγωγή ενός περιορισμένου σχήματος μπόνους με βάση το κέρδος. Το 1957 μειώθηκαν κατά 20% οι φόροι στους αυτοαπασχολούμενους.

Μετά το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Κανταρ εξαπέλυσε οξύτατη επίθεση ενάντια στον Ράκοσι χαρακτηρίζοντας τον τύραννο μέσα από τις σελίδες της Πράβντα. Συστάθηκε ειδική επιτροπή της ΚΕ για να ερευνήσει τις πολιτικές δίκες και τις πρακτικές της καταστολής της περιόδου Ράκοσι. Η επιτροπή αποφάνθηκε το καλοκαίρι του 1962 ότι οι δίκες ήταν στημένες και σα συνέπεια οι Ράκοσι, Γκέρο και άλλα 23 ηγετικά στελέχη διαγράφτηκαν από το κόμμα. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό από συνεπείς κομμουνιστές ενώ απομακρύνθηκαν και πολλά μέλη της κυβέρνησης όπως οι Κ. Κις, Γ Μαροζαν κλπ. Το 1963 ο Κανταρ ανακοινώνει γενική αμνηστία για όσους συμμετείχαν στα γεγονότα του 1956i. Η Νέα Πορεία του 1953 αποτέλεσε τη βάση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ξεκινούν δειλά-δειλά το 1964.

Η ολοκλήρωση της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας έγινε δυνατή με σημαντικές παραχωρήσεις όπως το αυξημένο ποσοστό ατομικής ιδιοκτησίας στα μέλη των κολχόζ, αλλά και η σημαντική χρηματοδότηση από την κεντρική κυβέρνηση. Έτσι ενώ στην ΕΣΣΔ το ατομικό κτήμα αφορούσε την οικογένεια σαν σύνολο, στην Ουγγαρία η παραχώρηση αυτή έγινε σε κάθε μέλος της οικογένειας χωριστά. Με αποτέλεσμα ήδη από το 1965 τα ιδιωτικά κτήματα να αντιπροσωπεύουν το 22% των αγορών του κράτους. Μέρος της γης των κολχόζ καλλιεργούταν από συγκεκριμένη ομάδα (συνήθως συγγενικές οικογένειες) και αμείβονταν όχι μόνο με βάση τις εργατοώρες αλλά και με ένα ποσοστό της σοδειάς (25-50%). Τα μέλη των κολχόζ από 168.920 το 1958 εκτοξεύτηκαν σε 1.182.894 το 1961 ii. Αν και αρχικά όλες αυτές οι παραχωρήσεις θεωρήθηκαν προσωρινές ως και καπιταλιστικές αποκλίσεις από το ΟυΣΕΚ, στην πορεία των χρόνων δεν έγινε καμία προσπάθεια ανάκλησής τους και εντέλει κατέληξαν μόνιμες.

Το 1968 ξεκινά η εφαρμογή στην Ουγγρική οικονομία του Νέου Οικονομικού Μηχανισμού (ΝΟΜ). Ο βασικός συντάκτης ήταν ο Ρ. Νιερς, πρώην σοσιαλδημοκράτης, ενώ στην επιτροπή συμμετείχαν οικονομολόγοι πρώην μέλη του κόμματος των μικροϊδιοκτητών. Ο ΝΟΜ αποτέλεσε ένα νέο πρότυπο σοσιαλιστικής οικονομίας που στηριζόταν εξίσου στην κοινωνική και συνεταιριστική ιδιοκτησία. Ο βασικός λόγος που οδήγησε στην υιοθέτησή του ήταν η αντιμετώπιση των χρόνιων ελλείψεων και η άνοδος της αποτελεσματικότητας της σοσιαλιστικής οικονομίας. Είχε πολλές ομοιότητες με τις μεταρρυθμίσεις Κοσύγκιν (1965) και με τον συνονόματό του ΝΟΜ της Τσεχοσλοβακίας (1965). Κεντρική ιδέα του ΝΟΜ ήταν η κατάργηση της εξειδίκευσης του γενικού/κεντρικού πλάνου, και η αντικατάστασή του από οικονομικούς ρυθμιστές όπως το κέρδος, οι τιμές, οι φόροι και η πίστη/επιχορήγηση. Αν και οι κεντρικές οικονομικές προτεραιότητες δεν άλλαζαν, οι επιχειρήσεις απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία και σε κάποιες περιπτώσεις πήραν άδεια εξαγωγών. Δημιουργήθηκε ένα μικτό σύστημα τιμών όπου το 70% των τιμών του τομέα Ι (μέσα παραγωγής) ήταν κεντρικά προσδιορισμένο και το 30% κυμαινόταν ελεύθερα ενώ το ποσοστό των τιμών των τελικών αγαθών που προσδιόριζε η αγορά ήταν περίπου 50%.

Το κέρδος έγινε ο αποφασιστικός οικονομικός ρυθμιστής στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Αποτελώντας το βασικό κριτήριο για τις επενδύσεις αλλά και για τα μπόνους και τις μισθολογικές απολαβές των εργαζομένων δημιούργησε εισοδηματικές ανισότητες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Βέβαια προκειμένου να αποφευχθεί το κλείσιμο των μη κερδοφόρων επιχειρήσεων υπήρξε μέριμνα αναδιανομής μέρους των κερδών στις λιγότερο αποτελεσματικές επιχειρήσεις. Η κατάργηση της εξειδίκευσης του κεντρικού πλάνου έδωσε επιπλέον αυτονομία στις διοικητικές αποφάσεις στο επίπεδο των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τα κριτήρια του τι και πώς θα παραχθεί κάτι να καθορίζονται με όρους αγοράς και όχι με τις ανάγκες της κοινωνίας. Ο λογαριασμός του μισθού στην επιχείρηση έπαψε να υπόκειται σε περιορισμούς, ενώ μέρος των κερδών έμενε στη διάθεση της επιχείρησης για επενδυτικά σχέδια.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνάντησαν ισχυρή αντίδραση από το βιομηχανικό προλεταριάτο, τα συνδικάτα, τις διοικήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και από μεγάλο μέρος των κομματικών στελεχών. Έβλεπαν σε αυτές την εγκατάλειψη θεμελιωδών σοσιαλιστικών αρχών και την υποχώρηση σε μικροαστικές συμπεριφορές. Στον αντίποδα βρίσκονταν προσωπικότητες σαν τον Γ. Λούκατς. Σε μεγάλο βαθμό η αντίδρασή τους εστιαζόταν στα αρνητικά αποτελέσματα της μεταρρύθμισης στα εισοδήματα των εργατών και στο γεγονός ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα ξεπερνούσε αυτό του βιομηχανικού τομέαiii με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να θεωρηθούν ουδέτερες ταξικά, ενώ όπως θα δούμε στη συνέχεια δεν ήταν. Η Σοβιετική ηγεσία επίσης αντέδρασε και προειδοποίησε το ΟυΣΕΚ για τις επικίνδυνες τάσεις που αναπτύσσονταν στη χώρα. Σαν αποτέλεσμα πολλοί από τους εμπνευστές των μεταρρυθμίσεων διαγράφηκαν από το κόμμα το 1972 και απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους χωρίς όμως οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις να ανακληθούνiv.

Τον Οκτώβριο του 1977 η ΚΕ του ΟυΣΕΚ διακήρυξε ότι τα προβλήματα που δημιούργησαν οι μεταρρυθμίσεις του ΝΟΜ απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ αποτελεσματικότητας και αμοιβής. Οι νέες μεταρρυθμίσεις έδωσαν τη δυνατότητα σε ιδιώτες μέλη των κολχόζ να νοικιάζουν επιπλέον γη. Σαν αποτέλεσμα ενισχύθηκε η εκτός κράτους αγορά αγροτικών προϊόντων που είχε σαν αποτέλεσμα ο αγρότης να έχει μεγαλύτερο εισόδημα από το βιομηχανικό εργάτη. Στα κολχόζ δόθηκε η δυνατότητα να αναπτυχθούν και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες εκτός από τη γεωργία. Πολλά κολχόζ επεκτάθηκαν στην τυποποίηση τροφίμων, στην οικοδομή, το εμπόριο και την εστίαση. Το ποσοστό των μη αγροτικών δραστηριοτήτων στο συνολικό εισόδημα έφτασε το 34% το 1985v. Αποσύρθηκαν οι περιορισμοί στα ιδιωτικά αγροκτήματα σχετικά με τη ιδιοκτησία μηχανημάτων, μεγάλων ζώων κλπ. Ενώ πριν τη μεταρρύθμιση θεωρούταν αστικό κατάλοιπο το ιδιωτικό χωράφι, στην πορεία του χρόνου θεωρήθηκε συστατικό της σοσιαλιστικής οικονομίας. Τα βοηθητικά αγροκτήματα των κατοίκων της πόλης μετατράπηκαν σε ιδιωτικές φάρμες αποτελώντας μια ημινόμιμη διέξοδο για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Από 11% της συνολικής αγροτικής παραγωγής το 1966, έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 15% το 1984. Πολλά κολχόζ μετατράπηκαν σε φασονάδικα για δυτικές εταιρίες. Το αποτέλεσμα ήταν η διείσδυση της συλλογικής ιδιοκτησίας και στη μεταποίηση. Στα χωριά ο πλούτος μεταφραζόταν σε σπίτια που δίνονταν για προίκα, αυτοκίνητα κλπ.

Οι νέες μεταρρυθμίσεις ωφέλησαν και τους αυτοαπασχολούμενους με την απόσυρση του κράτους από δραστηριότητες όπως επισκευές, οικοδόμηση ιδιωτικής κατοικίας κλπ και την περεταίρω απελευθέρωση των τιμών. Η δουλειά στην οικοδομή το σαββατοκύριακο έφτασε να αποφέρει περισσότερα από το μηνιαίο μισθό. Οι ιδιωτικοί συνεταιρισμοί στην οικοδομή ήταν το πρόπλασμα του ιδιωτικού κεφαλαίου στην Ουγγαρία (όπως οι αντίστοιχοι σαμπάσνικ στην ΕΣΣΔ)vi. Συνεταιρισμοί επιτράπηκαν τόσο στη μεταποίηση όσο και στις μεταφορές, το εμπόριο, την οικοδομή και ορισμένες υπηρεσίες. Τον Φεβρουάριο του 1980 η ΚΕ του ΟυΣΕΚ διακήρυξε επίσημα ότι η δραστηριότητα της ιδιωτικής οικονομίας είναι γενικά χρήσιμη γιατί καλύπτει υπάρχοντα κενά. Ο επίσημος ιδιωτικός τομέας από 58χιλ απασχολούμενους το 1953 έφτασε τους 164 χιλ το 1984, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 4,2% της απασχόλησης και το 5,5% του εθνικού εισοδήματος. Σαν συνέπεια των μεταρρυθμίσεων δημιουργήθηκαν χιλιάδες νέες μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Εννοείται ότι οι ιδιοκτήτες/εργοδότες αυτοί άνηκαν στην υψηλή εισοδηματική τάξη της χώρας.

Η ιδιωτική οικονομία βρήκε διαθέσιμα χέρια από τη μείωση του εργάσιμου χρόνου αλλά και από πολλούς συνταξιούχους διαθέσιμους να αυξήσουν το εισόδημά τους. Τη δεκαετία του ’80 η ιδιωτική οικονομία (νόμιμη και μη) αντιπροσώπευε ίσως και το 20% του ΑΕΠ. Μία μελέτη του 1985 αποκάλυπτε ότι το 33% του εργάσιμου χρόνου δαπανιόταν στην ιδιωτική οικονομία ενώ το 55% των νέων οικοδομών γινόταν από ιδιώτες όπως και το 87% των επισκευώνvii. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, οι βασικοί τομείς που δραστηριοποιούνταν το ιδιωτικό κεφάλαιο ήταν η παραγωγή αγροτικών προϊόντων η οικοδομή (το 1980 το 71.4% του οικοδομικού αποθέματος ήταν στα χέρια ιδιωτών με το υπόλοιπο να ανήκει στο κράτος, το 85,7% των νεόδμητων κατοικιών το 1985 ήταν ιδιωτικές). Άλλος τομέας ήταν οι μεταφορές και ειδικά οι επισκευές των ιδιωτικών αυτοκινήτων, η αγορά μεταχειρισμένων όπως και τα ιδιωτικά ταξί (που επιτράπηκαν το 1982). Επιπρόσθετα, υπηρεσίες όπως η φύλαξη παιδιών ή ηλικιωμένων, υπενοικίαση σπιτιών και εξοχικών. Ήδη από τη δεκαετία του ’80 υπήρχαν κάποιες εταιρίες μικτής ιδιοκτησίας (ξένων και του Ουγγρικού κράτους), ενώ το κράτος υπενοικίαζε (leasing) ορισμένες επιχειρήσεις του σε ιδιώτες (κυρίως εστιατόρια, το 37% το 1984). Επίσης αυξήθηκε σημαντικά η εργολαβική δραστηριότητα ακόμη και στις κρατικές επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας λιμνάζοντος κεφαλαίου που δεν μπορούσε νόμιμα να επενδυθεί. Το 1985 σχεδίαζαν το σπάσιμο του τραπεζικού τομέα σε μια κεντρική τράπεζα (με εκδοτικό προνόμιο) και μικρότερες (κρατικές) τράπεζες, που ωστόσο θα ανταγωνιζόταν η μία την άλλη τόσο για τις καταθέσεις όσο και για τα δάνεια. Σιωπηλοί μέτοχοι υπήρχαν στις λίγες ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Η αγορά εργασίας στα πρώτα σοσιαλιστικά χρόνια επέβαλε αρκετούς περιορισμούς. Δύσκολα π.χ. κάποιος μπορούσε να αλλάξει επιχείρηση, απαγορευόταν η εργασία στην πόλη χωρίς σχετική άδεια, ενώ μεγάλο μέρος του μισθού δινόταν σε είδος από την επιχείρηση (κατοικία, φροντίδα παιδιών, τρόφιμα, αναψυχή κλπ). Με τις μεταρρυθμίσεις οι 2 προηγούμενοι περιορισμοί καταργήθηκαν ενώ η αγορά αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις άμεσες παροχές.

Παρά τις αρχικές αντιδράσεις της σοβιετικής ηγεσίας στις νέες μεταρρυθμίσεις, το 1983 ο νέος γ.γ. του ΚΚΣΕ Γ. Αντρόποφ έδωσε την έγκρισή του να συνεχιστούν. Έτσι τον Απρίλιο του 1984 η ΚΕ του ΟυΣΕΚ αποφάσισε να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις με σκοπό μια ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς που θα βασιζόταν στη μεικτή ιδιοκτησία (κρατική συνεταιριστική και ιδιωτική). Αποφασίστηκε επίσης να αποδοθεί το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του κράτους στα συμβούλια των εργαζομένων, μια αντιγραφή δηλαδή του γιουγκοσλαβικού μοντέλου. Και φυσικά οι φωνές άρχισαν να δυναμώνουν για πολιτική έκφραση των στρωμάτων που ωφελούσε η μεταρρύθμιση είτε αρχικά διαμέσου του ΟυΣΕΚ είτε αυτόνομα.

Η έννοια της μεταρρύθμισης σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες τις δεκαετίες του 1950 και 1960 είχε σαν αποκλειστικό στόχο να περιορίσει τον κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό και να ενισχύσει το ρόλο της αγοράς. Μετά την Κίνα και τη Γιουγκοσλαβία, όπου ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός ανατράπηκε ήδη από την πρώτη πενταετία της νίκης του λαϊκού μετώπου, η Ουγγαρία ήταν η χώρα που διένυσε το μεγαλύτερη απόσταση προς αυτή την κατεύθυνση. Ενώ το πλάνο στα πρώτα χρόνια ήταν καθολικό και υποχρεωτικό, κάτω από την πίεση των στρωμάτων που ήθελαν μεγαλύτερη ελευθερία στην κατανομή του πλεονάσματος, έγινε σε μεγάλο βαθμό ενδεικτικό.

Ο κεντρικός σχεδιασμός δεν ήταν απαλλαγμένος από προβλήματα, τα σημαντικότερα εκ των οποίων ήταν:

  • -Η ακαμψία του κ.σ. από τη στιγμή που οι στόχοι έχουν καθοριστεί και οι δείκτες έχουν μοιραστεί στις μονάδες παραγωγής

  • -Συνήθως δεν προβλεπόντουσαν εφεδρείες με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε αρνητική συγκυρία να προκαλεί αλυσιδωτά προβλήματα.

  • -Οι αποδέκτες (επιχειρήσεις) υιοθετούν μια αμυντική τακτική απέναντι στους στόχους αποκρύπτοντας τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητές τους ώστε να λάβουν εφικτό στόχο.

  • -Πολλές φορές κατέφευγαν σε παράνομες ή αναποτελεσματικές πρακτικές για να πετύχουν το στόχο (π.χ. αν ο στόχος δινόταν σε αξία, τότε ενσωμάτωναν στο τελικό προϊόν ακριβά υλικά, αντίθετα αν ο στόχος δινόταν σε ποσότητα, τότε συνήθως παράγονταν βαριά προϊόντα -αν ο δείκτης ήταν σε κιλά- ή λεπτότερα του κανονικού υφάσματα -αν ο δείκτης ήταν σε μέτρα- κλπ.)

  • Αγνοούνταν συνήθως οι δευτερεύοντες στόχοι αναφορικά με την ποιότητα, το λανσάρισμα νέων προϊόντων, η μείωση του κόστους αλλά και η ορθή συντήρηση μηχανημάτων και κτιρίων (κοστοβόρες δραστηριότητες που περιόριζαν τους πόρους της επιχείρησης για αμοιβές).

  • Ήταν αδύνατο να εμποδιστεί η οριζόντια επικοινωνία μεταξύ επιχειρήσεων με αποτέλεσμα ορισμένες να καταφεύγουν σε ανεπίσημες συμφωνίες μεταξύ τους.

  • Οι επιχειρήσεις διακρατούσαν μεγάλες ποσότητες αποθεμάτων κυρίως πρώτων υλών αλλά και ενέργειας.

  • Επειδή η επενδυτική αποτυχία δεν τιμωρούταν υπήρχε η τάση για σπατάλη πόρων.

  • Οι εξαγωγικές εταιρίες πουλούσαν πολύ φθηνά για να αυξήσουν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα τους.

Η εισαγωγή στοιχείων της αγοράς υποστήριζαν οι μεταρρυθμιστές θα βελτίωνε τον κ.σ. και θα ανέβαζε το επίπεδο της αποτελεσματικότητας της Ουγγρικής οικονομίας. Μάλιστα η αποτυχία των πρώτων μεταρρυθμίσεων να λύσουν τα προβλήματα που υποτίθεται στόχευαν, οδηγούσε σε ένα νέο κύκλο ακόμη πιο επιθετικών αγοραίων μεταρρυθμίσεων. Η θεωρητική θεμελίωση των μεταρρυθμίσεων δηλ. της χρήσης του μηχανισμού της αγοράς για τη βελτίωση της σοσιαλιστικής οικονομίας και του πλάνου ήταν βασισμένη στην ύπαρξη ελλείψεων. Οι ελλείψεις όμως στο σοσιαλισμό δεν ήταν όλες αποτέλεσμα των αστοχιών του κ.σ. Επιπλέον πηγές ελλείψεων ήταν η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας που ωστόσο αμείβεται κανονικά, τα διάφορα εμπάργκο που επέβαλε ο ιμπεριαλισμός αλλά και οι διαφορετικές προτεραιότητες του σοσιαλισμού αναφορικά με τις επενδύσεις. Έτσι οι ελλείψεις δεν εμπόδιζαν την ύπαρξη αυξημένων αποθεμάτων, και υποχρησιμοποιημένου δυναμικού. Σύμφωνα με τους οπαδούς της μεταρρύθμισης η απλή αναπαραγωγή έπρεπε να ρυθμίζεται από την αγορά ενώ η διευρυμένη από τον κ.σ. και την αγορά. Φυσικά αγνοούσαν, εκούσια ή ακούσια λίγη σημασία έχει, ότι η απλή αναπαραγωγή εύκολα μπορεί να μεταβληθεί σε διευρυμένη.

Στην πραγματικότητα οι μεταρρυθμίσεις δεν απέδωσαν τα υπεσχημένα. Δημιούργησαν μεγαλύτερα και περισσότερα προβλήματα από αυτά που δήθεν θα έλυναν. Το βασικότερο είναι ότι ενίσχυσαν αποφασιστικά τις δυνάμεις της αντεπανάστασης και διέσυραν το σοσιαλιστικό όραμα στη συνείδηση των εργαζομένων υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα του κ.σ.:

  • -Ο ιδιωτικός τομέας ήταν σε θέση να προσφέρει πιο ανταγωνιστικούς μισθούς σε σχέση με τον κρατικό αλλά και η δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης έριξε κάθετα την παραγωγικότητα στον σοσιαλιστικό τομέα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην αποδίδει αυτά που έπρεπε στην κοινωνία.

  • -Η καλοπληρωμένη παράλληλη και μαύρη εργασία ήταν ισχυρό δόλωμα για τους εργαζόμενους στον σοσιαλιστικό τομέα της οικονομίας. Το πιο σημαντικό ήταν διαβρωτική στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο. Οι εργαζόμενοι αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι οι υψηλές αυτές αμοιβές ήταν αποτέλεσμα του ασφυκτικού περιοριστικού πλαισίου που έθετε το σοσιαλιστικό κράτος σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες και τρόπους απόσπασης υπεραξίας και πλουτισμού. Πίστευαν ότι αν η ιδιωτική δραστηριότητα αφεθεί ελεύθερη, οι ευκαιρίες αύξησης του εισοδήματός τους θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Δεν μπορούσαν να δουν ότι ο καπιταλισμός ήταν γενναιόδωρος από ανάγκη και όχι από τη φύση του. Αυτό το μάθημα θα περίμεναν μερικά χρόνια για να το πάθουν.

  • -Ανάμεσα στα μέτρα της μεταρρύθμισης ήταν η δυνατότητα να δημιουργούνται θυγατρικές των μεγάλων επιχειρήσεων. Η αρετή των θυγατρικών ήταν ότι λόγω του μικρού μεγέθους τους δεν ελέγχονταν σχολαστικά και συχνά από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του σοσιαλιστικού κράτους. Το 1985 δόθηκε η δυνατότητα οι διευθυντές των επιχειρήσεων να εκλέγονται είτε έμμεσα είτε άμεσα από τους εργαζόμενους.

  • -Δημιουργήθηκε μια αγορά μεταξύ επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Ο πληθωρισμός που δημιουργήθηκε ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού καθώς και της γκρίζας οικονομίας και από περίπου 1% μέχρι το 1967 ανέβηκε στο 7.5% το 1984.

  • -Η παραβίαση των νόμων και των κανονισμών από το εκκολαπτόμενο κεφάλαιο οδήγησε στην ενδημική διαφθορά δημοσιών υπαλλήλων και κομματικών στελεχών. Σα συνέπεια οι εργαζόμενοι έχασαν την πίστη τους στη δικτατορία του προλεταριάτου ενώ οι φύλακες της πέρασαν με το μέρος του εχθρού της.

Ωστόσο η ελπίδα ότι θέτοντας το κέρδος σαν το απόλυτο κριτήριο και κίνητρο όλες οι επιχειρήσεις θα μετατρέπονταν σε κερδοφόρες δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία οι ζημιογόνες εταιρίες παρέμειναν ζημιογόνες ενώ οι κερδοφόρες παρέμειναν κερδοφόρες. Το κράτος με τη σειρά του ήταν υποχρεωμένο να στηρίζει τις ζημιογόνες επιχειρήσεις και να μην τις αφήνει να κλείσουν και δημιουργηθεί ανεργία έχοντας ωστόσο λιγότερους πόρους από ότι πριν τη μεταρρύθμιση. Η αποκέντρωση των επενδυτικών αποφάσεων συνεχίστηκε σε όλη την πορεία των μεταρρυθμίσεων κι έτσι ενώ στην αρχή της μεταρρύθμισης (1968-1970) το κεντρικό κράτος χρηματοδοτούσε το 40% των επενδύσεων το 1981-84 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 21% αποδυναμώνοντας τον κ.σ.

Ο κεντρικός σχεδιασμός δέχτηκε πλήγμα στα θεμέλια του και στην αποτελεσματικότητα του αφού μεγάλο μέρος της οικονομίας αλλά και κρίσιμες παράμετροι του πλάνου αφέθηκαν στην αγορά να τους ρυθμίσει. Αποδείχτηκε ότι όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη πήραν την κατιούσα σαν αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας. Μάλιστα οι υψηλές επιδόσεις μετά το 1970 στηρίχθηκαν κυρίως στον εξωτερικό δανεισμό που με τη σειρά του έπαιξε υπονομευτικό ρόλο.

Ποσοστιαία μεταβολή 1957-67 1967-73 1973-75 1978-84
Εθνικό εισόδημα

5,7

6,1

5,2

1,3

Επένδυση

12,9

7,0

7,8

-3

Μέσος Μισθός

2,6

3,1

3,2

-1,4

Κατά κεφαλή κατανάλωση

4,2

4,6

3,6

1,4

Εξωτ χρέος σε μη μετατρέψιμο νόμισμα  

16

38,9

2,8

Η προσπάθεια της Ουγγαρίας στα μέσα του 1980 να απεξαρτηθεί από το εξωτερικό της χρέος επιχειρήθηκε να γίνει με την υποκατάσταση των εισαγωγών από τον κρατικό τομέα αλλά και από την αύξηση των εξαγωγών γεγονός που επηρέασε αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα δημιουργώντας επιπλέον τριβές μεταξύ του σοσιαλιστικού κράτους και των εργαζόμενων.

Οι μεταρρυθμίσεις έβαλαν την σοσιαλιστική οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπόρεσε να βγει. Ακριβώς επειδή περιόριζαν το εύρος εφαρμογής του κ.σ., του δημιουργούσαν επιπλέον προβλήματα χωρίς φυσικά να λύνουν αποτελεσματικά τα αρχικά προβλήματα που θεωρητικά θα έλυναν. Το αποτέλεσμα ήταν πίεση για περισσότερες μεταρρυθμίσεις ενώ παράλληλα ενισχύονταν τα εχθρικά προς το σοσιαλισμό στρώματα. Η ανοχή και η καλυπτόμενη ενθάρρυνση στο μικρό ιδιωτικό κεφάλαιο παραγνωρίζει ότι τα πράγματα δεν μένουν στατικά και σε βάθος χρόνου το μικρό κεφάλαιο αναπαράγεται σε διευρυμένη κλίμακα και η πίεσή του αυξάνεται για αλλαγές εκ βάθρων. Η παρουσία του δημιουργεί δυσαρέσκεια στις πιστές στο σοσιαλισμό τάξεις και κοινωνικά στρώματα που βλέποντας τη δικτατορία του προλεταριάτου να το ανέχεται, παύουν να πιστεύουν στο σοσιαλισμό ή στέκονται ουδέτερα απέναντι του. Το αποτέλεσμα ήταν η αναίμακτη καπιταλιστική παλινόρθωση το 1989.

Η ανατροπή του σοσιαλισμού ήταν το αποτέλεσμα της διάβρωσης της απασχόλησης του συνόλου του εργατικού δυναμικού από το κράτος και της παράλληλης εμφάνισης του ιδιωτικού τομέα. Στην Ουγγαρία αποδείχτηκε ότι η κομματική και κρατική ηγεσία ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει το σοσιαλισμό πιστεύοντας ότι οι τύχες της θα ήταν καλύτερη στον ιδιωτικό τομέα. Η αντικατάσταση του εξωτερικού εξαναγκασμού αλλά και της ιδεολογίας με την κρατική απασχόληση.

Οι εξελίξεις στις λαϊκές δημοκρατίες είχαν επίπτωση στην ίδια την ΕΣΣΔ. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Ουγγαρία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στο να πείσουν τη Σοβιετική ηγεσία ότι η σοσιαλιστική οικονομία μπορούσε να μεταρρυθμιστεί και η περεστρόικα ήταν δυνατή. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μεγάλος αριθμός σοβιετικών (αλλά και κινέζων) ειδικών φιλικών στις μεταρρυθμίσεις επισκέπτονταν τη Βουδαπέστη και διάβαζαν την ουγγρική οικονομική βιβλιογραφία viii.

Μία παράμετρος που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό είναι ότι στο σοσιαλισμό κάθε ελάττωμα, αβλεψία, δυστύχημα κλπ αποδίδεται στο κράτος στο κόμμα και κατά συνέπεια στο σύστημα. Από το λερωμένο τραπεζομάντηλο στο κρατικό εστιατόριο, τα ελαττωματικό παπούτσι ή το κακοκτισμένο σπίτι, ο αγενής υπάλληλος, όλη η δυσαρέσκεια και τα παράπονα από τέτοιους είδους συμπεριφορές, παραλείψεις ή σκόπιμες ενέργειες κατευθύνονται στο σύστημα. Αντίθετα στον καπιταλισμό μεγάλο μέρος αυτού του είδους της ευθύνης τη φέρει ο ατομικός επιχειρηματίας με αποτέλεσμα να διαχέεται και να εξατομικεύεται η δυσαρέσκεια.

Απλώς να σημειώσω ότι εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η αγροτική παραγωγή στον καπιταλισμό από το 1989 ως το 2007 μειώθηκε κατά 27%ix ενώ για πολλά χρόνια αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο για κάθε αντικομουνιστή ότι ο σοσιαλισμός είναι ένα αποτυχημένο οικονομικό υπόδειγμα!!!

7. Επίλογος- Ορισμένα συμπεράσματα.

Θα επιχειρήσω μια ανάλυση για την οποία δεν διεκδικώ δάφνες του αλάθητου. Από ό,τι φαίνεται στις σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα υπήρχαν τρία πολιτικά ρεύματα που συνήθως συγκατοικούσαν στο ίδιο κόμμα. Το πρώτο ρεύμα ήταν οι αδιάλλακτοι μαρξιστές-λενινιστές αυτοί που είχαν στόχο να τραβήξουν μέχρι το τέλος το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό ολόκληρης της υφηλίου. Η ταξική τους βάση ήταν η εργατική τάξη.

Το δεύτερο ρεύμα ήταν οι μεταρρυθμιστές (ρεφορμιστές, αναθεωρητές) οι οποίοι αναζητούσαν πάντα ένα συμβιβασμό στη σοσιαλιστική οικοδόμηση τόσο με τον εσωτερικό όσο και με τον εξωτερικό εχθρό. Γι αυτούς οι θυσίες ήταν ήδη αρκετές και έπρεπε επιτέλους να δρέψουν τους καρπούς που έσπειραν με τόσο κόπο. Το μεγαλύτερό τους έγκλημα ήταν ότι οι πολιτικές τους πέρα από το φρένο ή και την αντιστροφή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού γέννησαν και ενδυνάμωσαν το τρίτο και πιο επικίνδυνο ρεύμα αυτό της αντεπανάστασης. Η ταξική βάση των μεταρρυθμιστών εντοπιζόταν κυρίως στα συνεταιριστικά αγροκτήματα αλλά και στο διευθυντικό προσωπικό. Αντλούσαν τη δύναμη τους από τη συλλογική ιδιοκτησία σε αντιδιαστολή με την κοινωνική. Το επιμέρους συμφέρον της μεμονωμένης επιχείρησης, του συλλογικού αγροκτήματος κλπ κυριαρχούσε σε βάρος του κοινωνικού. Είχε μια επιπλέον επιπλοκή, εξασφάλιζε στις πολιτικές αυτές κοινωνική βάση που τρεφόταν από το μέρος του πλεονάσματος που οι επιμέρους επιχειρήσεις διακρατούσαν και δεν αποδίδοταν στο κέντρο.

Το τρίτο ρεύμα είχε την ταξική του βάση στα απομεινάρια των παλιών εκμεταλλευτικών τάξεων που είτε είχαν παραμείνει εντός των σοσιαλιστικών χωρών είτε δρούσαν στο εξωτερικό αλλά και στα στρώματα εκείνα της ιδιωτικής οικονομίας που, είτε επίσημα είτε ανεπίσημα, υπήρχε σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Η επέκταση της ιδιωτικής οικονομίας είχε σαν αποτέλεσμα να τραβηχτούν με το μέρος της αντεπανάστασης το μεγάλο μέρος των μεταρρυθμιστών. Βασικός ιμάντας μεταφοράς ήταν η διαφθορά ή εξαγορά τους.

Οι δυσκολίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ουγγαρία σε μεγάλο βαθμό εδράζονταν στον τρόπο επικράτησης του προλεταριάτου. Ήρθε στην εξουσία σε συμμαχία με εκείνες τις μερίδες της αστικής τάξης που εναντιώθηκαν στους ναζί και έχασε πολύτιμο χρόνο συγκυβερνώντας μαζί τους πριν έρθει σε σύγκρουση. Επειδή η σύγκρουση δεν έλαβε τη μορφή εμφυλίου δεν ξεκαθάρισε η χώρα από τα υπολείμματα των παλιών εκμεταλλευτικών τάξεων που αρκετοί έμειναν εν ζωή. Στη χώρα υπήρχε ένα είδος «δυαδικής εξουσίας», όπως υπήρχε το 1917 τον καιρό του Κερένσκι: έστεκε η μία δίπλα στην άλλη, αλληλοδιαπλεκόμενη και παλεύοντας η μία εναντίον της άλλης, η παλιά που τραβούσε προς τον καπιταλισμό, και η νέα που πάλευε για το σοσιαλισμό. Από εκεί και περά διαλυτικό ρόλο έπαιξε η παλινδρόμηση από το 1953 και μετά, που έδωσε παράταση ζωής και ελπίδα στα εκμεταλλευτικά στρώματα ότι μια ρεβάνς ήταν πιθανή.

Λάθος ήταν και η συγχώνευση του ΣΔΚ με το ΚΚΟυ. Όσο κι αν οι λόγοι της κίνησης αυτής είχαν βάση, εκ του αποτελέσματος η συγχώνευση αποδείχτηκε καταστροφική. Την ώρα της κρίσης αφαίρεσε από τους κομμουνιστές τη μόνη δύναμη που έχουν για να αντιπαρατεθούν στον ταξικό εχθρό, την οργάνωσή τους. Οι εξωφρενικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής στο πρώτο πεντάχρονο έπαιξαν και αυτοί το ρόλο τους, αυξάνοντας τη δυσαρέσκεια στην εργατική τάξη. Ωστόσο μεγαλύτερη ζημία προκάλεσε η αναστροφή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με τις πολιτικές της Νέας Πορείας το 1953 και ακόμη περισσότερο ο διασυρμός της κομματικής ηγεσίας.

Η ιστορία της αντεπανάστασης του 1956 οδηγεί σε δυο συμπεράσματα σχετικά με τη μελλοντική οικοδόμηση του σοσιαλισμού:

1. δεν πρέπει τα λάθη και οι δυσκολίες να ανακόπτουν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μιας χώρας. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον ταξικό εχθρό να δυναμώσει και να ενισχύσει τη συμμαχία του με τα ταλαντευόμενα κοινωνικά στρώματα.

2. η προληπτική καταστολή κι ο σεβασμός της κομματικής πειθαρχίας είναι πολύ πιο οικονομική λύση (τόσο σε αίμα όσο και σε υλικές καταστροφές) από το να αφήσεις τον εχθρό να ισχυροποιηθεί με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Αν όπως έγινε στην περίπτωση Ράικ, ο Νάγκυ είχε εξουδετερωθεί μόνιμα, χιλιάδες Ούγγροι και Σοβιετικοί θα είχαν γλυτώσει από το θάνατο, το κύρος της ΕΣΣΔ δεν θα είχε τρωθεί, η ουγγρική οικονομία δεν θα είχε υποστεί σημαντικές ζημιές.

i B. Lomax The Hungarian Revolution of 1956 and the Origins of the Kadar Regime, Studies in Comparative Communism Vol XVIII SUMMER/AUTUMN 1985

ii The agrarian theses and rapid collectivization. Bianca Adair, Journal of Communist Studies and Transition Politics vol 17 no 2

iii Zsuzsanna Varga Reshaping the socialist economy: the Hungarian case

iv Ignác Romsics. Economic Reforms in the Kádár Era

v J. Kornai: The Hungarian Reform Process. Journal of Economic Literature vol XXIV Dec 1986

vi Canadian-American Review of Hungarian Studies, Vol. V, No. 1 (Spring 1978) Social Change in Post-Revolutionary Hungary, 1956-1976 – Ivan Volgyes

vii J. Kornai: The Hungarian Reform Process. Journal of Economic Literature vol XXIV Dec 1986

σελ. 1767

viii The Great Surprise of the Small Transformation p. 12

ix The Situations of Hungarian Agriculture. Anna Burger Institute of Economics of the Hungarian Academy of Sciences

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: