«Κι αυτοί έμεναν όπως ήτανε, νηστικοί, ξυπόλητοι, με το ντουφέκι στον ώμο και τον “Ρίζο” στην τσέπη…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Σ’ ένα μικρό κατάστημα, στην οδό Θεμιστοκλέους, βρίσκεται ο Αντώνης Μπεζές. Είναι ένας από κείνους που στην κατοχική εποχή 1943-44 μεταφέρανε με κίνδυνο και μύριους κόπους τον παράνομο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» και τα άλλα κομματικά έντυπα, από τα Άγραφα στον Τύρναβο, στην Καρδίτσα και στο Βόλο ακόμη. Δεν αγοράζει σήμερα τον «Ρίζο». Τον φέρνουν στο σπίτι τα παιδιά του…

Σ’ ένα μικρό κατάστημα, στην οδό Θεμιστοκλέους, βρίσκεται ο Αντώνης Μπεζές. Είναι ένας από κείνους που στην κατοχική εποχή 1943-44 μεταφέρανε με κίνδυνο και μύριους κόπους τον παράνομο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» και τα άλλα κομματικά έντυπα, από τα Αγραφα στον Τύρναβο, στην Καρδίτσα και στο Βόλο ακόμη. Δεν αγοράζει σήμερα τον «Ρίζο». Τον φέρνουν στο σπίτι τα παιδιά του.

Απορεί πώς τον βρήκαμε:

– Δημοσιότητα τώρα, μετά 30 χρόνια, συντρόφισσα;

Και δίνει στοργικά το χέρι ν’ ανέβω τη μικρή, στενή και λιγάκι επικίνδυνη σκαλίτσα για το πατάρι του καλλιτεχνικού του τυπογραφείου.

– Είναι για τον «Ριζοσπάστη», σύντροφε.

– Ναι, ναι! Για τον «Ριζοσπάστη»!

Κάθεται στην άκρη, στο χαρτοκιβώτιο. Σωπαίνει. Αναθυμάται. Κόμποι – κόμποι ο ιδρώτας αναβλύζει στο μέτωπό του. Δεν τους σκουπίζει. Ολη η προσπάθεια είναι για να θυμηθεί:

– Από την Καρύτσα πάνω στ’ Αγραφα, πήγαινα τον «Ρίζο» σ’ όλα τα γύρω χωριά: Την Καστανιά της Καρδίτσας, το Νεοχώρι, Μεσενικόλα, Βούνεσι, Φλωρέσι… Φόρτωνα την εφημερίδα σ’ ένα μουλάρι, ένα νέο και γερό μουλάρι, που μόνο μένα άφηνε να το πλησιάσω. Οι χωριάτες περίμεναν ανυπόμονοι. Κι εμάς, που τον μεταφέραμε, μας νόμιζαν κάτι πολύ σπουδαίο, να, σα νάμασταν μεγαλοφυΐες. Είχε, λέγανε, ο «Ρίζος» ειδήσεις, λόγια από πρόσωπα σοφά. Τον περίμεναν με μεγάλη λαχτάρα: σεις είστε οι καθοδηγητές, σεις είστε η ψυχή μας! Ετσι μας λέγανε.

Κι ενώ βλέπαμε ότι, πολλές φορές, δεν είχαν να φάνε, αυτοί μας φωνάζανε και μας λέγανε:

– Ε, σύντροφε! Συναγωνιστή, έλα. Πάρε ένα κομματάκι ψωμί ή μπομπότα. Εχεις δρόμο να κάνεις!

Κι αυτοί έμεναν όπως ήτανε, νηστικοί, ξυπόλητοι, με το ντουφέκι στον ώμο και τον «Ρίζο» στην τσέπη…

Ο Αντώνης Μπεζές μιλάει, μιλάει και δεν χορταίνει. Θυμάται και κάποια μεγάλη παρέλαση πούχε κάνει ο ΕΛΑΣ από τ’ Αγραφα ως τη Λάρισα κι ενθουσιάζεται. Ηταν μετά την απελευθέρωση.

– Τότες ήτανε μια εποχή που, εκτός από τον «Ριζοσπάστη», μετέφερε κι άλλες διαφωτιστικές εκδόσεις του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ, εκδόσεις που γίνονταν από τα ίδια χέρια – κείνα που γράφανε και τον «Ριζοσπάστη».

Ο κόσμος τότε, συνεχίζει με συγκίνηση, έπαιρνε αυτή την πνευματική τροφή και τη ρουφούσε πραγματικά. Γιατί από αυτή αντλούσε δύναμη για τη συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα.

Σα θυμάται τις δυσκολίες που συναντούσε τότε, γελά. Με ύφος συνωμοτικό, μου εκμυστηρεύεται:

– Μια φορά οι Γερμανοί με πέτυχαν στο χωριό το Αργυροπούλι, το Καρατζόλι που το λένε. Είπα: Δε θα γλυτώσω εδώ! Ούτε χαρτιά είχε, ούτε τίποτε. Ενα παντελόνι από κουβέρτα μόνο κι ένα πουκαμισάκι. Ξάφνου, μούρχεται μια ιδέα. Μπαίνω στο σπίτι το κοντινότερο και, ψάχνοντας, βρίσκω ένα ξυλουργικό εργαστήρι. Αρπάζω την πλάνη κι αρχίζω να πριονίζω, ήσυχα – ήσυχα. Μπαίνουν οι Γερμανοί:

– Τι κάνεις εσύ εδώ;

– Δουλεύω, απαντώ αδιάφορα.

– Τι δουλεύεις;

– Το ξύλο δουλεύω, δε βλέπεις;

– Καλά!

Και φύγανε.

Αλλη μια φορά, εγώ και δυο ακόμη σύντροφοι, σκάψαμε δυο σωστά δωμάτια στον Ολυμπο, μέσα στο βουνό, κάτω από το χώμα. Μας είχαν ειδοποιήσει για εκκαθαρίσεις και έπρεπε να κρύψουμε τα μηχανήματα – το τυπογραφείο.

Τέλειωσε. Μ’ ένα ήσυχο χαμόγελο μας ανιστορεί τα της φαμίλιας του. (…)

Η παραπάνω διήγηση δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 21 Σεπτέμβρη 1975, στο πλαίσιο αφιερώματος για τον έναν χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας της εφημερίδας.

Ο «Ριζοσπάστης» για δεκαετίες ολάκερες κυκλοφορούσε, κυριολεκτικά, μέσα από φωτιά και σίδερο. Δεκάδες τα χρόνια της παρανομίας, εκατοντάδες οι διώξεις, τα πρόστιμα, τα χρόνια φυλάκισης στους συντάκτες και το προσωπικό της εφημερίδας. Μόνο στα χρόνια 1926-1931, ο «Ριζοσπάστης» αντιμετώπισε 175 μηνύσεις, έγιναν 24 επιδρομές στα γραφεία του, συντάκτες του είχαν καταδικαστεί, αθροιστικά, σε πάνω από 200 χρόνια φυλάκισης, ενώ τα πρόστιμα αριθμούσαν αρκετά εκατομμύρια δραχμές.

Κι όμως, με τη στήριξη της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού, ο «Ριζοσπάστης» – παρά τις διώξεις του αστικού κράτους – έφτανε στα εργατικά σπίτια, στις φτωχογειτονιές, στους χώρους δουλειάς.

Αγνωστοι – αφανείς ήρωες είχαν αναλάβει τη δύσκολη και επικίνδυνη χρέωση της διακίνησης του «Ριζοσπάστη» και άλλων παράνομων έντυπων. Ανάμεσά τους ήταν ο Αντώνης Μπεζές, ο Μανώλης Λυγερός – που υποδυόταν τον παλιατζή, τον καρβουνιάρη ή τον μανάβη προκειμένου να μεταφέρει με την καρότσα του κρυμμένα έντυπα, κάτω από κάρβουνα, τσουβάλια ή λαχανίδες – αλλά και μια 82χρονη γερόντισσα που έκρυβε τα φύλλα του παράνομου Τύπου μέσα σ’ ένα πηγάδι και τα ανέβαζε με το μαγκάνι για να τα παραδώσει στον διακινητή.

Ετσι, «έζησε» ο «Ριζοσπάστης» δεκάδες χρόνια στην παρανομία – τα 27 συνεχόμενα – μέχρι τις 25 Σεπτέμβρη 1974, όταν και βρέθηκε ξανά κρεμασμένος στα περίπτερα νόμιμα. Εγραψε, τότε, στην πρώτη του σελίδα:

«Με τη σημερινή του επανέκδοση ο “Ριζοσπάστης” ανανεώνει το καθαγιασμένο στους πολύχρονους αγώνες συμβόλαιό του με την εργατική τάξη, τους εργαζόμενους, όλο τον λαό, και υπόσχεται να σταθεί με ακόμη μεγαλύτερη συνέπεια και αποφασιστικότητα στις μαχητικές επάλξεις».

Βλ. περισσότερα:

Συντακτική Επιτροπή του Οδηγητή (Επίμ.), «Κομματικός – Επαναστατικός Τύπος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή» – «Οδηγητής», Αθήνα, 2010.

Πηγή: 902.gr

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: