Η νίλα του Δράμαλη στα Δερβενάκια – Πώς σώθηκε η Επανάσταση «απ’ αυτούς που κυνήγαγαν οι κυβερνήτες μας για προδότες»

«Κοιτάξετε τα καλά οπού μας κάμανε οι Εγγλέζοι σ’ εμάς τους νησιώτες. Μονάχα τ’ άρματα θα σώσουνε τους Έλληνες κι όχι οι προστασίες» – Οι τελευταίες μέρες του Ιούλη του 1822 αποδείχτηκαν ιδιαίτερα κρίσιμες για την έκβαση της Επανάστασης του Εικοσιένα…

Οι τελευταίες μέρες του Ιούλη του 1822 αποδείχτηκαν ιδιαίτερα κρίσιμες για την έκβαση της Επανάστασης του Εικοσιένα.

Στα μέσα του Ιούνη της ίδιας χρονιάς, ο Μαχμούτ Πασάς ή Δράμαλης, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, πιθανότατα επειδή είχε γεννηθεί στη Δράμα, επικεφαλής δεκάδων χιλιάδων άρτια οπλισμένου στρατού ξεκινάει από τη Λάρισα με κατεύθυνση προς την Πελοπόννησο. Μετά από σχεδόν ένα μήνα πορεία φτάνει στην Κόρινθο, αφήνοντας στο διάβα του φωτιά και καταστροφή και σπέρνοντας στους Έλληνες (και στην ελληνική κυβέρνηση) φόβο και πανικό…

Πώς οι Έλληνες με επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Δ. Υψηλάντη, Παπαφλέσσα κι άλλους επαναστάτες οπλαρχηγούς, κατάφεραν να αναχαιτίσουν τις ορδές των Τούρκων και να τις αποδεκατίσουν, περιγράφει με τρόπο γλαφυρό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο Δημήτρης Φωτιάδης στο μνημειώδες έργο του «Καραϊσκάκης» (εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος).

Ο λόγιος Δημήτρης Φωτιάδης (θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής αρχαίων κλασικών, ιστοριογράφος) συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με το λαϊκό κίνημα. Η σύνδεση αυτή αποτυπώνεται στο υλικό από το οποίο αντλεί την έμπνευσή του, στους πολιτικούς και ιστορικούς του προβληματισμούς, στη λαϊκότητα του ύφους και της γλώσσας του, στην προσπάθειά του να εκλαϊκεύσει σημαντικά ζητήματα της νέας ελληνικής ιστορίας, κυρίως πλευρές της Μεγάλης Επανάστασης του 1821.

Ο «Καραϊσκάκης» είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό έργο, ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, εξόχως διαφωτιστικό για την προσωπικότητα, τη ζωή και δράση του Γ. Καραϊσκάκη, αλλά και την επανάσταση και τη στάση εχθρών και «φίλων» (ντόπιων και ξένων) απέναντι στον επαναστατημένο λαό, που αξίζει να το αναζητήσετε και να το διαβάστε.

Είναι κάτι γέρικα πλατάνια, που πάνω τους κύλησαν οι αιώνες με τις αντάρες, τους ανεμοστρόβιλους, τις μπόρες, τα χαλάζια και τ’ αστροπελέκια τους κι αυτά ορθώνουνται πάντα περήφανα κι ακατάλυτα. Ε, τέτοιος ήταν κι ο Κολοκοτρώνης. Γι’ αυτό κι ο λαός τον είπε Γέρο του Μoριά. Κυνηγημένος τότες από τους πολιτικάντηδες και τους κοτζαμπάσηδές μας, ορθώθηκε ατρόμητος αντίκρυ στην καταιγίδα. Όταν κανείς πια δεν κυβέρναγε κι όλα φαίνονταν χαμένα, τρέχει παντού, γκαρδιώνει, φοβερίζει, προστάζει, ενθουσιάζει.

-Έλληνες, φώναζε, όπως χαλάσαμε τους ντόπιους Τούρκους στην Τριπολιτσά, έτσι θα ξολοθρέψουμε και τούτους τους Περσιάνους που ήρθαν. Γιατί ο Θεός μάς βοηθάει, αφού πολεμάμε για πίστη και πατρίδα, για τους γέρους γονιούς μας, τις γυναίκες μας, τα κορίτσια μας κι όλα τ’ αδύνατα πλάσματα.

Ο λαός σ’ αυτόν πια ελπίζει κι αυτόν εμπιστεύεται. Απ’ όπου κι αν περνάει τον κοιτάζουν με θαυμασμό και με δάκρυα στα μάτια.

-Σώσε μας, Γέρο!

-Τι να σας σώσω, μωρέ; Πρέπει να ευλογάτε αυτούς που ήρθαν, γιατί φέρανε μεγάλα πλούτη, που θα τ’ αφήσουν εδώ, μαζί με τα κόκαλά τους. Όποιος πρωτοτρέξει θα τα πάρει, οι υστερνοί δε θα προλάβουν!

Από παντού φτάνανε τώρα τα παλικάρια να πολεμήσουνε μαζί του. «Δόξα τω Θεώ» έγραφε σ’ ένα γράμμα του τότες «οι πτωχοί Έλληνες σύντρεξαν όλοι, με μεγάλην προθυμίαν, εις τρόπον όπου εις πολλάς επαρχίας δεν έμειναν ειμή μόνον αι γυναίκες». Τους πλούσιους τους αναγκάζει ν’ ανοίξουνε τα πουγγιά τους και να δώσουνε χρήματα για τον αγώνα.

Όλ’ αυτά όμως τα ’δε η πατριωτικιά κυβέρνησή μας με πολύ κακό μάτι. Αν ήταν να σωθεί η Ελλάδα από τον Κολοκοτρώνη, καλύτερα να χανόταν. Βγάζει λοιπόν, στις 9 του Ιούλη 1822, μια προκήρυξη στο λαό, όπου σ’ αυτή κατηγόραγε το Γέρο κι όσους τον ακολούθαγαν για «σκανδαλοποιούς κι ετεροκίνητους», που γίνηκαν αιτία… να κατεβεί ο Δράμαλης στο Μοριά! Κάνανε έκκληση σ’ όλους να μην πάει κανείς με τον Κολοκοτρώνη, με «την κακοήθειαν την συμμαχούσαν με τον τύραννον κατά της Ελλάδος»!

Πέρασαν από τότες 134 χρόνια1. Και τα διαβάζει κανείς αυτά και κλαίγει η καρδιά του, βλέποντας το πώς φέρθηκαν τα τζάκια κι οι πολιτικάντηδες στους ήρωες που μας λευτέρωσαν…

Ο Κολοκοτρώνης – είχε σημάνει γι’ αυτόν η μεγάλη του ώρα – ξεκινάει από την Τριπολιτσά να κατεβεί στο Άργος.

«Ο στρατός της κυβερνήσεως που συντηρείτο έως τώρα εις το Άργος, ως η μόνη πιστή εις τον αγώνα πολεμική δύναμις» γράφει ο Κόκκινος «είχε διαλυθή και έσπευδαν να υπερασπίσουν την χώραν οι ολίγοι στρατιώται του Κολοκοτρώνη που κατηγορούντο ως αντάρται και επιδιώκοντες την καταστροφήν της πατρίδος».2

Περνώντας από το Παρθένι συναπαντιέται με το στρατηγό της κυβέρνησης Ρήγα Παλαμήδη, που άφησε τον Δράμαλη να περάσει αντουφέκιστος από την Κακιά Σκάλα. Ακόμα έτρεχε, σκορπίζοντας παντού τον πανικό. Έλεγε πως τάχα οι Τούρκοι, έπειτα από τρομερή μάχη, σκότωσαν όλους όσους υπερασπίζονταν τη δυνατή εκείνη θέση και μονάχα αυτός γλίτωσε. Απ’ όπου διάβαινε φώναζε:

-Χαθήκαμε! Δεν υπάρχει πια ελπίδα!…

Τα ίδια είπε και στον Κολοκοτρώνη, που ο πατέρας του Παλαμήδη τον είχε βαφτίσει.

-Βρε Ρήγα, του απαντάει ο Γέρος, τι τσαμπουνάς; Πρώτος έφυγες και δε γύρισες να δεις τι γίνεται πίσω σου. Δε σταθήκατε; Αυτό φτάνει. Αντίς να τ’ ομολογήσεις, κάθεσαι τώρα κι ανιστοράς όλα τούτα και ξεφταλαγιάζεις τον κόσμο με τα ψέματά σου. Ε, δεν έχω το λάδι που μου ’βαλε ο πατέρας σου στην κολυμπήθρα να σου το δώσω πίσω, αλλιώς δε σ’ άφηνα να πας στην Τριπολιτσά και να τρομάζεις τον κόσμο. Άιντε, τράβα και να μην τα ματαπείς πουθενά τούτα τα ψέματα. Είναι ντροπή σου!

Άμα έφτασε στον Αργίτικο κάμπο προστάζει να κάψουν τις θημωνιές στ’ αλώνια κι όσα σπαρτά ήταν ακόμα αθέριστα, να μη βρει τίποτα τ’ ασκέρι του Δράμαλη να φάει. Διατάζει να πιάσουν και το κάστρο του Άργους.

– Μπάτε μέσα κι εγώ σας παίρνω στο λαιμό μου! τους λέει.

Το κακό όμως ήταν πως δεν είχε να δώσει στ’ ασκέρια που συνάζουνταν μήτε μπαρούτι μήτε μολύβια. Στην Τριπολιτσά βρισκόταν μπόλικο μπαρούτι, μα ο Κωλέττης πρόλαβε και το πήρε από κει, για να μην πέσει… στα χέρια του Κολοκοτρώνη. Για την καλή μας τύχη, ο Αναγνώστης Κανελλόπουλος, που είχε φέρει μολύβι να το εμπορευτεί, του δίνει ενενήντα καντάρια να χύσουν βόλια.

Έπειτα απ’ αυτά, τραβάει ο Κολοκοτρώνης στους Μύλους, στον Αργολικό κόλπο, όπου βρισκόταν όσος κυβερνητικός στρατός απόμενε με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Στ’ αναμεταξύ ο Υψηλάντης, ο άλλος αυτός προδότης που ο Μαυροκορδάτος γύρευε να τόνε φάει για να σωθεί η Ελλάδα, πάει και κλείνεται μέσα στο κάστρο του Άργους για να δώσει θάρρος σ’ όσους βρίσκονταν εκεί.

Τέλος, ο Δράμαλης ξεκινάει από την Κόρινθο και τα φουσάτα του χύνουνται, στις 15 του Ιούλη, στον Αργίτικο κάμπο. Σαν έφτασε μπροστά στο κάστρο, προσκαλάει τους κλεισμένους να του παραδώσουν τα κλειδιά. Ο Δημήτρης Υψηλάντης του απαντά πως κρέμουνται από τις μπούκες των ντουφεκιών τους. Απόρησε ο πασάς, που ως τότες όλοι φεύγανε μπροστά του και παράταγαν και τις πιο δυνατές θέσεις και τα κάστρα. Και ξαφνιάζεται ακόμα πιο πολύ, άμα τους είδε να συχνοβγαίνουν όξω και να τον βαράνε. Σε μια τέτοια έξοδο παθαίνουν μια μικρή νίλα οι δικοί μας, στην εκκλησία της Παναγιάς. Και τότες ο κοτζαμπάσης Νικόλας Δεληγιάννης γράφει γεμάτος χαρά στον αδερφό του Κανέλλο, που βρισκόταν μαζί με τον Μαυροκορδάτο στη Λαγκάδα της Δυτικής Ελλάδας: «Ηττήθημεν. Ας έχει δόξαν ό Θεός. Άλλως αν ενικώμεν, ο Δήμος εγίνετο βασιλεύς». Δήμο λέγανε οι Δεληγιανναίοι τον Κολοκοτρώνη, παρομοιάζοντάς τον μ’ έναν αλήτη που είχε αυτό το όνομα. Αχ πατρίδα… αλήτης ο Κολοκοτρώνης! Μπράβο σας άρχοντες. Τέτοια ήτανε η αρετή σας κι αυτή διδάξατε στο έθνος.

Ο Κολοκοτρώνης στέλνει ανθρώπους του και πιάνουν τα στενά στα Δερβενάκια και στ’ Αγιονόρι, τα δυο μέρη όπου μπορούσαν να περάσουν οι εφοδιοπομπές του Δράμαλη από την Κόρινθο για τ’ Άργος. Και τότες άρχισαν τα βάσανα των Τούρκων. Αυτοί ελπίζανε πως στον πλούσιο Αργίτικο κάμπο θα πετυχαίνανε του κόσμου τα καλά και δε βρήκανε παρά μονάχα αποκαΐδια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βλέπουν τώρα τους δρόμους κομμένους, απ’ όπου μπορούσαν να διαβούν οι ζαϊρέδες από τη Θεσσαλία στην Κόρινθο κι απ’ αυτή στο Άργος. Μα κι η κυβέρνησή μας δεν έμεινε αργή. Θέλησε κάτι να κάνει να βοηθήσει τον αγώνα και σκέφτηκε… το μόνο που είχε στο μυαλό της, τους Εγγλέζους. Θυμήθηκαν την αναφορά που τους ζήτησε ο Μέτλαντ, κάθουνται άρον-άρον και τη γράφουν. Iκετεύανε σ’ αυτή τον μισέλληνα τύραννο της Ιόνιας Πολιτείας να μεσιτέψει στον βασιλιά της Αγγλίας να μπει ο Μοριάς κάτω από την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Αφού την καμάρωσαν πόσο ωραία τη γράψανε, την εμπιστεύουνται στον Ν. Πονηρόπουλο και στον Α. Ζαριφόπουλο να την πάνε. Άμα φτάσανε στη Ζάκυνθο και τους κλείσανε στο λαζαρέτο3, όπως κάνανε τότε για όλους τους Ρωμιούς οι Εγγλέζοι, για να μην τους φέρουνε καμιά αρρώστια, φωνάζουνε τον πρωτόπαπα Γαρτζώνη και του δίνουνε την αναφορά. Μα ο Μέτλαντ βρίσκει πως δεν ήτανε τυπικά εντάξει. Δεν έπρεπε, λέει, να την απευθύνουν σ’ αυτόν, μα στην κυβέρνηση της Α.Μ. Ο πονηρός Εγγλέζος δε βιαζόταν. Ο Δράμαλης βρισκόταν στην καρδιά του Μoριά. Αν νικούσε, όπως όλα έδειχναν, τι να την κάνει την αναφορά; Αν πάλι, o μη γένοιτο, τα κατάφερναν οι επαναστάτες, τότε είχε όλον τον καιρό να τους γυρέψει την αναφορά φτιαγμένη «τυπικά εντάξει».

Ο Κωνσταντίνος Δραγώνας, πατριώτης Ζακυνθινός μπασμένος στο μυστικό της Φιλικής Εταιρίας αρκετά χρόνια πριν από την Επανάσταση, μιλάει ειλικρινά στους αποσταλμένους.

-Απ’ αυτά, τους λέει, δε βγαίνει τίποτα. Είτε μπορείτε είτε όχι δε σας μένει άλλο να κάνετε, παρά να νικήσετε τους Τούρκους.

Μα πώς να τους νικήσουν; Οι μόνοι που μπορούσαν να το κάνουν αυτό ήταν οι Κολοκοτρώνηδες, οι Νικηταράδες, οι Υψηλάντηδες, οι Αντρούτσοι, οι Παπαφλέσσηδες, κι όλα τ’ άλλα τέτοια καθάρματα. Να πέσουνε στα χέρια τους και να χάσουνε τα προνόμιά τους; Συμφορά! Επιμένουν λοιπόν πως μονάχα η Αγγλία τους σώνει. Και τότες ένα Ζακυνθινός υπαλληλάκος του λαζαρέτου τους δίνει τούτο δω το πατριωτικό μάθημα:

-Κοιτάξετε τα καλά οπού μας κάμανε οι Εγγλέζοι σ’ εμάς τους νησιώτες. Μονάχα τ’ άρματα θα σώσουνε τους Έλληνες κι όχι οι προστασίες.

***

Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ο περίπατος του Δράμαλη γινόταν κόλαση. Έβραζε κατακαλόκαιρα μέσα στον Αργίτικο κάμπο τ’ ασκέρι του. Κι ολόγυρα στα βουνά ήταν οι δικοί μας. Οι τριάντα χιλιάδες νοματαίοι και τα πενήντα χιλιάδες άλογα, μουλάρια κι οι γκαμήλες δεν είχανε τίποτα να φάνε. Μήτε καν λίγο χορτάρι δεν απόμενε στη γης γι’ αυτά. Και το χειρότερο, τους έλειψε και το νερό. Εκείνη τη χρονιά, για την καλή μας τύχη, γνώρισε ο τόπος τέτοια αναβροχιά και ξηρασία που στίψανε, καθώς γράφει ο Φωτάκος, κι αυτά ακόμα τα κεφαλάρια. Ποιος να πρωτοπάρει από το λίγο νερό που είχανε τα πηγάδια; Δεν υπόφερναν μονάχα οι Τούρκοι από τη δίψα, μα κι οι δικοί μας βέβαια, ξέχωρα όσοι κλείστηκαν στο κάστρο του Άργους. Παίρνανε το λασπωμένο κατακάθι της στέρνας, το βάζανε σ’ έναν ντουρβά, τον κρέμαγαν, ξάπλωναν από κάτω, άνοιγαν το στόμα τους και περίμεναν να στάξει κόμπο στον κόμπο το νερό. Τα μόνα που βρίσκονταν ακόμα στον Αργίτικο κάμπο ήταν τ’ άγουρα πεπόνια και σταφύλια. Ρίχτηκαν σ’ αυτά οι οχτροί, για να ξεγελάσουν την πείνα τους και τη δίψα τους. Μα καλύτερα να μην τα ’τρωγαν, γιατί τους θέρισε το κόψιμο. Να κάτσουν πια εκεί ήταν των αδυνάτων αδύνατο. Θα λιώνανε σαν λαμπάδα στον ήλιο.

Καλάνε μάζωξη οι εφτά πασάδες που διαφέντευαν το τούρκικο ασκέρι. Δυο πράματα τους απόμενε να κάνουν’ είτε να τραβήξουν για την Τριπολιτσά είτε να γυρίσουν πίσω στην Κόρινθο. Αποφασίζουν το δεύτερο. Μα τα στενά τα κράταγαν τώρα οι Κολοκοτρωναίοι, γιατί όταν τα πέρναγαν οι αγάδες μήτε καν φρόντισαν να τα πιάσουν, όπως θαρρούσαν πως τα πάντα θα σάρωναν μπροστά τους. Ο Δράμαλης στοχάζεται να ξεγελάσει τους δικούς μας να τα παρατήσουν. Στέλνει στο στρατόπεδό μας στους Μύλους το γραμματικό του, τον προδότη Παναγιώτη Μανούσο, μ’ ένα μπουγιουρντί όπου μ’ αυτό μας προσκαλούσε να προσκυνήσουμε. Τούτο στεκόταν το πρόσχημα, γιατί κι ο ίδιος πια δεν πίστευε, απ’ όσα έβλεπε, πως θα το πετύχαινε. Γύρευε άλλα πράματα. Να μάθει πόσοι ήταν οι δικοί μας και ποιο το κουράγιο τους και να μας ξεστρατίσει για τους αληθινούς σκοπούς του. Ο Μανούσος, αφού τους έδωσε το μπουγιουρντί του πασά, τους λέει τούτα δω τα λόγια:

-Θέλω τώρα να σας πω ένα μυστικό. Δουλεύω από χρόνια τον πασά, μα είμαι χριστιανός και γι’ αυτό έχω χρέος να σας φανερώσω τι στοχάζεται να κάνει. Θα τραβήξει για την Τριπολιτσά και να τρέξετε όλοι εκεί να τόνε μποδίσετε. Στ’ όνομα του Χριστού και της Παναγίας σας ορκίζουμαι πως αυτά που σας είπα είναι η πάσα αλήθεια.

Τα ’χαψαν όλοι οι άλλοι, εξόν από έναν, τον Κολοκοτρώνη. Τον ευχαρίστησαν και του λένε ν’ αποτραβηχτεί για να κουβεντιάσουν.

-Αυτά που μας αράδιασε ο προδότης, τους λέει ο Γέρος του Μοριά, είν’ όλα ψέματα.

-Πού το στηρίζεις; τόνε ρωτάνε.

-Σ’ ό,τι κρένει ο νους μου. Στα χάλια που βρίσκεται τώρα ο Δράμαλης, με τόσες χιλιάδες ανθρώπους και ζα, τι θα πάει να κάνει στην Τριπολιτσά; Τι θα βρει να φάει εκεί; Δεν τ’ απομένει άλλο τίποτα, παρά να γυρίσει στην Κόρινθο.

Οι άλλοι όμως πιστεύουν στα λόγια του Μανούσου.

-Δε γίνεται να μας είπε ψέματα και να κάνει τόσους όρκους· χριστιανός είναι..

Ε, δεν κρατιέται πια ο Κολοκοτρώνης. Πετιέται πάνω και τους λέει:

-Εγώ δεν αφήνω τους Τούρκους να περάσουν αντουφέκιστοι από τα Δερβενάκια. Φεύγω. Μείνετε σεις εδώ και κάνετε ό,τι θέτε.

Κι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, κοροϊδεύοντάς τον για την απόφαση που πήρε, φωνάζει από πίσω του:

-Ο Κολοκοτρώνης ξαναθυμήθηκε τα παλιά· πάει να πιάσει τα κορφοβούνια και τους Αηλιάδες να ξαναγίνει κλέφτης!

Όταν την ίδια κείνη νύχτα έφτασε ο Γέρος στον Άη Γιώργη, ακούει τραγούδια και χορούς. Τα παλικάρια είχανε βρει μπόλικο κρασί και κάτι λίγες τροφές και το είχανε ρίξει στο γλέντι. Από το παράθυρο του σπιτιού που πήγε να περάσει τη νύχτα, μπήγει ένα δυο φωνές, μα ήταν τόσο το ταβατούρι που κανείς δεν τον άκουγε. Προστάζει τότε να τρυπήσουν το ταβάνι και βγαίνει στη σκεπή. Από κει «έβαλε την βροντόφωνον φωνήν του»:

-Βρε Έλληνες γάμους έχετε; Πώς κάνετε έτσι; Σιωπή!

Γνώρισαν τη φωνή του και πάψανε με μιας τα τραγούδια και το γλέντι.

-Ο αρχηγός, ο καπετάνιος, ο αρχηγός!… μουρμούριζαν.

Τους λέει έπειτα:

-Πού βρισκόσαστε; Σας στείλανε οι δικοί σας στον πόλεμο για να γλεντάτε κι αυτοί πίσω να σας προμηθεύουν τροφές και πολεμοφόδια και να είναι ήσυχοι πως έχουν εσάς να τους φυλάτε; Άιντε τώρα να ησυχάσετε και να ’ρθείτε αύριο το πρωί εδώ στ’ αλώνια να μετρηθείτε και να πάρετε το ταΐνι σας.

Την άλλη μέρα, 26 του Ιούλη 1822, συνάζει τ’ ασκέρι να το μετρήσει. Βρέθηκαν να ’ναι 2.350 όλοι κι όλοι. Και να, ακούνε να ρίχνουνε ντουφέκια τα καραούλια και ν’ ανάβουνε φωτιές στα γύρω βουνά, ιδεάζοντας τους δικούς μας, όπως είχανε συμφωνήσει, πως φάνηκαν τα φουσάτα των πασάδων να ’ρχουνται για τα Δερβενάκια.

-Έλληνες, φωνάζει στα παλικάρια ο Κολοκοτρώνης, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε! Απόψε στ’ όνειρό μου ήρθε η Τύχη της πατρίδας μας και με βρήκε- μου ’πε πως θα σταθούμε νικητές και πως άλλη νίκη καλύτερη απ’ αυτή ούτε κάναμε ούτε θα ματακάνουμε. Και θα μοιράσετε το φλουρί με το φέσι, γιατί θα πέσουνε στα χέρια μας οι θησαυροί του Αλή πασά, που κουβαλάνε τούτοι οι Τούρκοι μαζί τους. Δικά μας χρήματα είναι, βρε, που τα πήραν από τους ραγιάδες οι τύραννοι. Αύριο θα σας δω όλους να ’χετε στα ζωνάρια σας χρυσά κι ασημένια άρματα, καβάλα σ’ άλογα και λαμπροφορεμένους με τις φορεσιές των αγάδων. Παγαίνετε τώρα να πάρετε το ταΐνι σας, να φάτε, να ετοιμαστείτε και να ’ρθείτε εδώ να ξεκινήσουμε όλοι μαζί.

Και «τους εξεκίνησεν» όπως γράφει ο Φωτάκος «με τραγούδια και με χαρές. Τούς έκανε νά χλιμιντρούν ωσάν βαρβάτα άλογα».

Οι Αρβανίτες, που ήταν η μπροστινέλα του οχτρού, άμα φτάσανε στα Δερβενάκια είδαν πως το Παλιόχανο και τις Κουμαριές τα κράταγαν οι δικοί μας.

-Αφήστε μας, ωρέ Ρωμιοί, τους φωνάζουν, να περάσουμε και σας τάζουμε, μπέσα για μπέσα, να φύγουμε από το Μόριά.

Οι Έλληνες είχανε πάρει διαταγή από τον Κολοκοτρώνη να μην τραβήξει κανείς προτού δώσει το πρόσταγμα. Ήθελε, από τη μια, να στριμωχτούν κι οι άλλοι που φτάνανε από πίσω μέσα στο στενό και, από την άλλη, ν’ αρχίσει ο πόλεμος άμα θα βρισκόταν ο ήλιος προς τη δύση του, να τον έχουν οι Τούρκοι κατάματα να μη μπορούν να σημαδέψουν. Πιάσανε λοιπόν λακριντί με τους οχτρούς και με το τούτο ίσως να γίνεται και με το άλλο στάσου να το μελετήσουμε, κύλαγε η μέρα. Δεν απόμεναν πια παρά τέσσερις ακόμα ώρες να νυχτώσει.

Και τότες αντιλάλησε μέσα στο φαράγγι η φωνάρα του Κολοκοτρώνη:

-Πάνω τους, Έλληνες, και μη φοβόσαστε! Σκοτώστε όσους θέτε απ’ αυτούς.

Με μιας ολούθε γύρω ξυπνάνε τα βράχια, οι πατουλιές, τα παλιούρια4, τα χαμόκλαδα, τα σκίνα. Από παντού κραυγές κι από παντού φωτιά. Τα δοξασμένα παλιοσίδερα του Εικοσιένα, τ’ αθάνατα καριοφίλια, ξερνάνε το θάνατο. Πήχτρα η Τουρκιά – πεζούρα, ντελήδες, άλογα, μουλάρια, γκαμήλες. Πέφτουν, σωριάζουνται, τσαλαπατιούνται, γκρεμίζουνται. Τους κόβεται κάθε ορμή και κάθε θάρρος. Γυρεύουν να φύγουν κατά τον Άη Σώστη, με την ελπίδα να περάσουν να σωθούν. Ο Γέρος πάνω από τη ράχη του βουνού αγνάντευε τον πόλεμο και γκάρδιωνε τα παλικάρια με τις φωνές του (…).

Ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κι ο Παπαφλέσσας βρίσκονταν στο Αγιονόρι. Άμα πήρανε το γράμμα που τους έστειλε ο Κολοκοτρώνης να πιάσουνε τον Αη Σώστη, με μιας τρέχουν κατά κει. Στ’ αναμεταξύ οι Τούρκοι, παρατώντας άλλοι τα ζα τους κι άλλοι τα χαλαμπαλίκια τους, φτάνουν στην Παναγόραχη όπου δέχουνται ένα καινούργιο ντουφέκι από τα πλάγια. Δέκα χιλιάδες οχτροί, αφήνοντας πίσω τους σωρούς τους σκοτωμένους και τους λαβωμένους, πρόλαβαν κι έφτασαν στον Αη Σώστη, διάβηκαν και γλίτωσαν. Απόμενε μιάμιση ώρα ακόμα να νυχτώσει, σαν έφτασε ο Νικηταράς στον Αη Σώστη. Πιάνει τα ψηλώματα κι αρχίζει το ντουφέκι. Όσοι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμα στα στενά κλείστηκαν πια σαν σε φάκα. Χτυπιούνται από μπροστά, από τα πλάγια, από πίσω.

(…) Όταν έφεξε η άλλη μέρα, τέσσερις χιλιάδες οχτροί, από το περήφανο ασκέρι των εφτά πασάδων, κοίτονταν νεκροί από τα Δερβενάκια ως τον Αη Σώστη. Μα κι όσοι γλίτωσαν είχαν τα κακά τους χάλια, γιατί οι πιότεροι αναγκάστηκαν στο ξέφρενο φευγιό τους να πετάξουν ντουφέκια, μπιστόλες, γιαταγάνια, το καθετί. Κι οι δικοί μας, καθώς το είπε ο Κολοκοτρώνης, λαμπροστολίστηκαν με τ’ άρματα των Τούρκων που γύρευαν να τους σκλαβώσουν.

Τα Δερβενάκια όμως δε στάθηκαν το τέλος. Γιατί ο Δράμαλης κι οι αποδέλοιποι πασάδες, που έρχονταν πίσω από τους άλλους, περιτριγυρισμένοι από δέκα χιλιάδες νοματαίους, σαν είδαν τι πάθαιναν οι μπροστινοί, στάθηκαν και πισωγύρισαν στ’ Ανάπλι. Από δυο δρόμους μπορούσαν να περάσουν’ από τα Δερβενάκια και τ’ Αγιονόρι. Κάνουνε σύναξη οι δικοί μας κι αφού έδωσε ο ένας στον άλλον συχαρίκια για τη μεγάλη νίκη, αποφασίζουν να κρατήσει ο Κολοκοτρώνης τα Δερβενάκια κι ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κι ο Παπαφλέσσας τ’ Αγιονόρι. Ο Γιατράκος, ο Τσώκρης κι ο Σέκερης θα πιάνανε, με τα στρατεύματα που απόμεναν στο Κεφαλάρι, το Χαρβάτι σιμά στις αρχαίες Μυκήνες. Θ’ άφηναν τους Τούρκους να περάσουν, είτε από τον ένα δρόμο τράβαγαν είτε από τον άλλο, και θα τους ρίχνονταν από πίσω. Αν τούτο το σχέδιο έμπαινε σε πράξη κανείς δε γλίτωνε· ο Δράμαλης κι οι άλλοι πασάδες πέφτανε στα χέρια μας. Κατά δυστυχία μας όμως ο Γιατράκος γύρευε, λέει, διαταγή της κυβέρνησης, που ήτανε πάνω στα καράβια, για να πιάσει εκείνο το πόστο. Έτσι, όταν το τούρκικο ασκέρι έφτασε, στις 28 του Ιούλη, στο Μπερμπάτι, δε βρήκε μήτε ρουθούνι δικό μας. Τραβάει τότες να διαβεί από τ’ Αγιονόρι. Μα να, σε λίγο έρχεται μήνυμα από τη μπροστινέλα, πως τα στενά ήταν πιασμένα από γκιαούρηδες. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ν’ αλικοντίσουν πάλι, λιώνανε από την πείνα. Αποφασίζουν να περάσουν με γιουρούσι. Αρχίζουν τους ντουάδες οι ντερβισάδες και τα ρετζάλια τρέχουν πάνω-κάτω να φανατίσουν τ’ ασκέρι.

– Οσμανλήδες! φώναζαν, χίλιοι κλέφτες μπροστά (και πραγματικά τόσοι ήταν). Ριχτείτε πάνω τους και πιάστε τους με τα χέρια!

Προχωράνε ορντινιασμένοι, χτυπάνε τους δικούς μας, σκοτώνουν ίσαμε εξήντα και πατάνε τα πρώτα ταμπούρια μας. Αποτραβιούνται στα ψηλώματα, σε πιο δυνατές θέσεις, ελπίζοντας πως θα ’τρεχε ο Γιατράκος από το Χαρβάτι να τους βοηθήσει. Μα κανείς από πουθενά δε φαινόταν. Ο Νικηταράς βλέπει μια φορτωμένη γκαμήλα και καταλαβαίνει, από τον τρόπο που ήτανε φτιαγμένα τα τσουβάλια, πως είχανε μέσα μπαρούτι. Τραβάει μια ντουφεκιά πάνω σ’ αυτά, παίρνουνε φωτιά, τινάζεται η γκαμήλα στον αέρα, αφηνιάζουν ολόγυρα τα ζα, αναποδογυρίζουν τους οχτρούς και τους τσαλαπατάνε. Αδράχνουν την περίσταση οι δικοί μας, γυμνώνουν τα σπαθιά, ροβολάνε τον κατήφορο και πέφτουν πάνω στην Τουρκιά θερίζοντάς την. Ο Νικήτας Φλέσσας πιάνεται στα χέρια με τον Τοπάλ πασά, παλιό Μεγάλο Βεζίρη. Θεριακωμένοι άντρες κι οι δυο πάλευαν δίχως να μπορεί να βάλει ο ένας τον άλλονε κάτω. Ώσπου κάποιος λεβέντης, Ζάγουρα τόνε λέγανε, χώνεται ανάμεσά τους και μπήγει το μαχαίρι του στην κοιλιά του Μεγάλου Βεζίρη. Ο Δράμαλης, παρατώντας όλα τα πολύτιμα πράματά του και πετώντας το μεγαλόπρεπο τουρμπάνι από το κεφάλι του, για να μη γνωρίζεται, πέρασε καβάλα πάνω σε γαϊδούρι! Χίλιοι οχτροί σκοτώθηκαν στ’ Αγιονόρι. Μα τι θησαυροί ήταν εκείνοι όπου παράτησαν πίσω τους για να σωθούν!

«Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναθροίζει εις την Λίμνημ Λέρνην τους νικητές του Δράμαλη» - Έργο του σπουδαίου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Κεφαλά - Χατζημιχαήλ

«Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναθροίζει εις την Λίμνημ Λέρνην τους νικητές του Δράμαλη» – Έργο του σπουδαίου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Κεφαλά – Χατζημιχαήλ

(…) Έπειτα από τη μεγάλη νίκη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης μπλοκάρει από παντού τους Τούρκους που σε τέτοια χάλια φτάσανε στην Κόρινθο. Και το τρανό ασκέρι των εφτά πασάδων μέρα με την ημέρα λιώνει. Σε λίγο πεθαίνει ο Δράμαλης. Τη θέση του την παίρνει ο Μαχμούτ πασάς, που με τη σειρά του κάνει γυναίκα του τη χήρα του Κιαμήλ μπέη που είχε παντρευτεί ο Δράμαλης. Μα ούτε κι αυτός πρόλαβε να χαρεί την ομορφιά της και τους θησαυρούς της. Καθώς τους θέριζε η αρρώστια, μίσεψε κι ο Μαχμούτ στον Παράδεισο του Μωάμεθ ν’ απολάψει εκεί πιλάφια και ουρί. Πάνε κι οι χιλιάδες τ’ άλογα, τα μουλάρια κι οι γκαμήλες’ άλλα ψόφαγαν κι άλλα τα τρώγανε για να χορτάσουν την πείνα τους. Από τις 30.000 που ήρθανε να μας σκλαβώσουν μονάχα πέντε χιλιάδες μπόρεσαν να σωθούν, το Γενάρη του 1823, πάνω στα καράβια του Γιουσούφ πασά, που φτάσανε την τελευταία στιγμή και τους πήρανε, όταν πια ήταν έτοιμοι να παραδοθούν.

Η Επανάσταση είχε σωθεί. Και σώθηκε απ’ αυτούς που κυνήγαγαν οι κυβερνήτες μας για προδότες. Ο λαός ανεβάζει στα ουράνια τον Κολοκοτρώνη κι η Πελοποννησιακή Γερουσία, κάτω από την κοινή βουή κι απαίτηση, τον κάνει αρχιστράτηγο του Μοριά. Τα ίδια γίνηκαν και στη Στερεά Ελλάδα. Πάνω στην Ακρόπολη ο λαός βάζει αρχιστράτηγο της Ρούμελης τον Αντρούτσο. Οι πολιτικάντηδες κι οι κοτζαμπάσηδες λούφαξαν.

1.Θυμίζουμε ότι η πρώτη έκδοση έγινε το 1956)
2.Δ. Κόκκινου: «Η Ελληνική Επανάστασις», τ. δ’ σ. 277
3.Λοιμοκαθαρτήριο
4.Τα γαϊδουράγκαθα

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: