Η ηρωική μάχη του ΕΛΑΣ για τους πέντε κρεμασμένους συντρόφους

Πίστευαν πως με τις κρεμάλες θα τρομοκρατούσαν το λαό της Αθήνας και θα πραγματοποιούσαν τα σχέδια των γερμανών ενάντια στην Αντίσταση του λαού. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν αυτήν την εποχή, ότι ο ΕΛΑΣ ήταν σε θέση να τους χτυπήσει μετωπικά και παλικαρίσια. Γι’ αυτό και ο αιφνιδιασμός μας τους επέφερε πανικό χωρίς προηγούμενο.

Σήμερα είναι η επέτειος της ιστορικής μάχης του ΕΛΑΣ για τους πέντε κρεμασμένους αγωνιστές που εκτέλεσαν οι γερμανοτσολιάδες και εξέθεταν κρεμασμένους σαν τρόπαια, για να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα του λαού. Αντιγράφουμε την αναλυτική μαρτυρία που δίνει στο βιβλίο του ο Ορέστης Μακρής για τον “ΕΛΑΣ της Αθήνας”, διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου.

Την άνοιξη του 1944, οι γερμανοτσολιάδες είχαν συλλάβει τέσσερα στελέχη κι έναν ακόμα αγωνιστή, του κομματικού γραφείου, των οργανώσεών μας στο νοσοκομείο Συγγρού, τους Πρωτόπαπα Ν, Παμπούλη Χρ., Αναστασόπουλο Κ., Αποστολάτο Π., και Γεωργιάδη Θ. Τα δύο άλλα μέλη του κομματικού γραφείου, ο Γιώργης Σιδέρης (ανάπηρος) και ο Θανάσης Νικολαΐδης είχαν καταφέρει να ξεφύγουν απ’ το μπλόκο, το οποίο έγινε ύστερα από προδοσία κάποιου νοσοκόμου χαφιέ.

Στις 25.3.1944 η ΕΠΟΝ Καισαριανής – Ζωγράφου κάνει ανοιχτό έρανο στις συνοικίες και ένα συνεργείο της φτάνει ως την περιοχή Ιλισίων, στη μικρή πλατεία όπου συγκλίνουν και καταλήγουν από το βορρά η οδός Μικράς Ασίας, απ’ την ανατολή η κεντρική λεωφόρος Ζωγράφου, απ’ το νότο η οδός Παπαδιαμαντοπούλου και απ’ τη δύση η οδός Ξενίας.

Εκεί ένας λοχαγός των γερμανοτσολιάδων με πολιτική περιβολή, ο Μανωλάκος, βγάζει το πιστόλι του και προσπαθεί να συλλάβει τους επονίτες που κάνουν έρανο. Ο επονοελασίτης αδειάζει το πιστόλι που είχε κρυμμένο επάνω στο Μανωλάκο και τον ξαπλώνει στη γη.

Σε αντίποινα οι γερμανοτσολιάδες κρεμούν στις 5.4.44 την αυγή, στην ίδια αυτή πλατεία, τους πέντε πιο πάνω αγωνιστές – στελέχη. Στην πλατεία, απ’ το πρωί φύλαγαν τους κρεμασμένους ένας λόχος γερμανοτσολιάδων σκορπισμένος στην πλατεία και μια ομάδα τους τοποθετημένη στο ύψωμα του Άγιου Γεράσιμου, πάνω απ’ την πλατεία.

Οι τσολιάδες ήταν καθισμένοι στα πεζοδρόμια “μπουλούκια – μπουλούκια” αμέριμνοι. Οι αξιωματικοί τους σ’ ένα τραπεζάκι καφενείου με μερικές καρέκλες, έπιναν τον καφέ τους κι έλεγαν αστεία, κάτω από τα πτώματα των κρεμασμένων συντρόφων μας.

Πίστευαν πως με τις κρεμάλες θα τρομοκρατούσαν το λαό της Αθήνας και θα πραγματοποιούσαν τα σχέδια των γερμανών ενάντια στην Αντίσταση του λαού. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν αυτήν την εποχή, ότι ο ΕΛΑΣ ήταν σε θέση να τους χτυπήσει μετωπικά και παλικαρίσια. Γι’ αυτό και ο αιφνιδιασμός μας τους επέφερε πανικό χωρίς προηγούμενο.

Είναι 10 η ώρα το πρωί. Είμαστε συγκεντρωμένοι με προκαθωρισμένο ραντεβού στο προωθημένο φυλάκιο του ΕΛΑΣ Καισαριανής, στο κέντρο του άλσους Κουπονίων οι: 1) Πέτρος Δαβερώνης (Μάρκος) – καθοδηγητής – οργανωτής της Καισαριανής – Ζωγράφου – Κουπονίων – Ιλισίων. 2) Ο υπεύθυνος της ΕΠΟΝ των ίδιων περιοχών Λιαρούτσος Μιχάλης, σήμερα είναι δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής. 3) Ο υπεύθυνος της Εθνικής Πολιτοφυλακής Παναγιώτης Χαραύτης (Άρης) 4) Ο γραμματέας της ΚΟΒ Καισαριανής Βασίλης, 5) Η γραμματέας της ΚΟΒ Κουπονίων Ασπασία Παπαθανασίου (η μεγάλη τραγωδός), ) Ο εκπρόσωπος του ΕΑΜ, 7) Ο εκπρόσωπος της Εθνικής Αλληλεγγύης, 8) Ο καπετάνιος του τάγματος Ορέστης Μακρής (Γιάννης) και 4 ελασίτες ακόμη φρουροί του προωθημένου φυλακίου.

Περιμένουνε τον τότε γραμματέα της 6ης αχτίδας Βασίλη Κωτσάκη (Αργύρη) αδερφό του Νέστορα, για υπαίθρια συνεδρίαση. Ακόμη δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για τους 5 κρεμασμένους στα Ιλίσια.

Και να πώς διηγείται ο επονίτης Μιχάλης Λαιρούτσος τη συνέχεια:

“Είναι άνοιξη, η γης είναι καταπράσινη, στο δασύλλιο ανάμεσα Καισαριανή και Ζωγράφου, η ζωή αναδεύεται χαρωπή, ύστερα από τη νάρκη και τις παγωνιές του χειμώνα. Ένας χρυσός ήλιος χαϊδεύει τα κεφάλια των αγωνσιτών που περιμένουν άπου εκεί για τη συνεδρίαση. Είναι ο Μάρκος (Πέτρος Δαβερώνης), κομματικός καθοδηγητής Καισαριανής, Ζωγράφου, Κουπονίων, ο επονίτης Μιχάλης Λιαρούτσος, ο Άρης (Παν. Χαρλαύτης), οι κοβίτες της περιοχής, άλλοι εκασίτες με τον καπετάνιο του τάγματος Γιάννη (Ορέστη Μακρή), γύρω στους δέκα.

Βιαστικός μέσ’ απ’ τα δέντρα, με τη μπλε του καπαρντίνα στο χέρι, τη ρεπούμπλικα στο κεφάλι με κατεβασμένο μπρος-πίσω το “μπορ”, ανηφορίζει ο Αργύρης (Βασ. Κωτσάκης), γραμματέας της 6ης Αχτίδας του ΚΚΕ. Φτάνει, παίρνει ανάσα, όλοι τον κοιτούνε στα μάτια, απαντέχοντας.

“Σύντροφοι, η συνεδρίαση ματαιώνεται. Καθήκον μας να μην αφήσουμε αναπάντητους τους δολοφόνους των συναγωνιστών μας”.

Ανασαλέβουν τα κορμιά, τα βλέμματα υγρά, γεμάτα πυρετό είναι αυτά που ρωτούνε, “δηλαδή”; Η απάντηση είναι κοφτή, τέτοια που απαιτούνε οι μεγάλες στιγμές. “Να ξεχωθούν ό,τι όπλα υπάρχουν, αυτόματα, μακρύκαννα πιστόλια. Να καθαριστούν, να ετοιμαστούν. Να ειδοποιηθούν οι δυνάμεις μας όλες. Σε μια ώρα χτυπάμε”.

Την καθορισμένη ώρα είναι έτοιμα. Και η μάχη αρχίζει. Είναι πριν το μεσημέρι ακόμη. Οι γερμανοί κι οι ταγματαλήτες αντιδρούν, φέρνουν ενισχύσεις, αναπτύσσονται. Γίνεται χαλασμός από πυρά, από πολυβολισμούς, από ριπές αυτομάτων. Γύρω στις 2 μ.μ. στο δασύλλιο ο εχθρός προχωρεί, απωθεί τους ελασίτες που τραβιούνται προς το ρέμα. Οι σφαίρες χτυπούν τα χαμόσπιτα, σχίζουν τα στενοσόκακα, μαδούν τα κλαδιά και τα ντουβάρια. Ένας ανταριασμένος λαός βγαίνει στους δρόμους, παρακολουθεί τη μάχη, εμψυχώνει τους αγωνιστές, φωνάζει, καταριέται το φασισμό και τ’ αποβράσματά του. Παντού χωνιά, παντού τρεξίματα, μια Καισαριανή στο πόδι, σ’ αληθινό συναγερμό.

Κατά τις 4 με 5 το απόγευμα η πρώτη και μοναδική απώλεια της μέρας, ένα δωδεκάχρονο ορφανό, που παρακολουθούσε έξω απ’ το σπίτι του τη μάχη. Μια σφαίρα το βρίσκει, του διαπερνά την κοιλιά, του ξεσκίζει τα σωθικά. Τρέχουν οι δικοί του, οι γείτονες. Το φέρνουν στη Λεωφόρο. Μάταια…

“… τρομάζει ο εχθρός από τη νύχτα που έρχεται. Μόλις πάτησε τα πρώτα σπίτια, πλάι στο ρέμα και βιάζεται να τα εγκαταλείψει. Πέφτουν οι τελευταίοι ανάριοι πυροβολισμοί και η μάχη σβήνει…”

και συνεχίζει ο επονίτης Μιχάλης Λιαρούτσος:

“Βράδυ, στέκονται οι ελασίτες κι αναμετρούνε τα όσα γίνανε και μια περηφάνεια πλημμυρίζει τις καρδιές τους. Κρατήσανε άπαρτη τη γειτονιά τους, δεν είναι μικρό κατόρθωμα. Υπολογίζουνε όμως και τη μέρα που ξημερώνει. Έτσι μες στην ησυχία της απριλιάτικης νυχτιάς, καθώς όλα ηρεμούν κι αποκοιμιούνται αποσύρονται ν’ ανταμώσουν κι άλλους, να σκεφτούν για αυτά που θάρθουνε. Περνούν πίσω απ’ το Σεπτέμβριο, τραβούν για τη Ζωοδόχο, πίσω από το ρέμα, που υπάρχει εκεί. Βρίσκουνε εδώ πολλούς συγκεντρωμένους από το Βύρωνα, Παγκράτι, Γούβα, Υμηττό, Κατσιπόδι. Κάθονται άγρυπνοι περιμένοντας.

Και να! Περασμένα μεσάνυχτα, τα μουγγρητά των αυτοκινήτων που ανηφορίζουν από Βύρωνα, Νέα Ελβετία, βεβαιώνουν πως δεν απαντέχουν άδικα. Ναι τ’ ακούνε, ύστερα τα ξεχωρίζουν τούτα τ’ αυτοκίνητα με τους ταγματαλήτες και τους μπουραντάδες. Τα βλέπουν που στρίβουν, που περνούνε το δρόμο, πλάι στο ρέμα. Κάπου εκεί κοντά τους σταματούν. Οι άνδρες όμως που κουβαλούνε, ούτε που προλαβαίνουν να βγούνε απ’ τις πόρτες τους. Πυκνοί πυροβολισμοί και ριπές απ’ τα αυτόματα των ελασιτών τους θερίζουν. 19 νεκροί και 35 τραυματίες του εχθρού είναι ο απολογισμός. Έτσι τελειώνει τούτη η πρώτη μάχη της Καισαριανής, πούναι η πρώτη της Αθήνας. Από τότες ο άνεμος της λευτεριάς φυσά πάνω απ’ τις ανατολικές συνοικίες και θα φυσά όλες τις κατοπινές μέρες, παρά τα μπλόκα κα τις ματωμένες 49 μάχες που θα δοθούν…”

Ας δούμε τώρα και από την καθαρή ελασίτικη πλευρά τα γεγονότα αυτής της μέρας:

…Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση…

Μέσα σε μια ώρα είχαν κινητοποιηθεί περίπου 20 μαχητές του ΕΛΑΣ και 6 της Εθνικής ΠΟλιτοφυλακής. Μαζί και οι γραμματείς της ΚΟΒ Καισαριανής (Βασίλης) και της ΚΟΒ Κουπονίων (Ελένη) Ασπασία Παπαθανασίου. Φτάνει στην Καισαριανή κι ο καπετάνιος του συντάγματος Λάμπρος και καθορίζουμε στο πόδι σχέδιο επίθεσης, ως εξής:

1) Το χτύπημα θα γίνει στις 12 και 7 λεπτά ακριβώς το μεσημέρι.

2) Οι ελασίτες θα χωριστούν σε τέσσερις ομάδες και θα προωθηθούν προς την πλατεία με τους κρεμασμένους σε απόσταση βολής των αυτομάτων, στους 4 δρόμους που οδηγούν στην πλατεία (Παπαδιαμαντοπούλου – Μικράς Ασίας – Ξενίας και λεωφόρο Ζωγράφο). Θα βρίσκονται στις θέσεις τους στις 12 και 7 λεπτά. Με την πρώτη ριπή, θα αρχίσει σύγχρονο “μπαράζ” απ’ όλες τις κατευθύνσεις.

3) Η ομάδα της Εθνικής Πολιτοφυλακής, με τους Άρη (Παν. Χαρλαύτη), Σταυρινίδιη Γιάννη (Αράπη), Σωκράτη, Σοφό, Βαγγέλη Μαρτάκη (Μαύρο) και Βασιλάκη Μ., θα προωθηθούν αργά προς το ύψωμα δίπλα στον Άγιο Γεράσιμο (Κουπονίων) για να χτυπήσουν την ομάδα των γερμανοτσολιάδων που βρίσκεται εκεί και να κρατούν ελεύθερο το άλσος των Κουπονίων, απ’ όπου θα υποχωρήσουν μετά το αιφνιδιαστικό χτύπημα, οι ομάδες του ΕΛΑΣ, προς την Καισαριανή.

4) Στο μεταξύ, θα συνεχιστεί η κινητοποίηση και άλλων ελασιτών στην Καισαριανή για να υποδεχτούν τις ομάδες μετά την υποχώρησή τους και να τις καλύψουν μέχρι να φτάσουν στις παράγκες. Την ίδια στιγμή ο καπετάνιος του συντάγματος προβαίνει σε κινητοποίηση του ΙΙου τάγματος του Γιάννη Κυριακίδη (Λευτέρη).

Αυτό ήταν το σχέδιο ενέργειας. Καλό μεν, αλλά στην πράξη εφαρμόστηκε εν μέρει, κυρίως όσο αφορά το αιφνιδιαστικό χτύπημα. Γι’ αυτό και ο εχθρός είχε σχετικά μικρές απώλειες. 15 νεκροί και τραυματίες στο πρώτο αυτό χτύπημα.

Και συγκεκριμένα:

Στις 12 ακριβώς (επτά λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα) η ομάδα της Πολιτοφυλακής κατά την προώθησή της προς τον Άγιο Γεράσιμο, συναντήθηκε με τρεις χαφιέδες με πολιτικά. Όταν προσπάθησαν να τους κάνουν έλεγχο, αυτοί έβγαλαν τα περίστροφά τους κι άρχισαν να πυροβολούν. Τότε αναγκάστηκαν οι Πολιτοφύλακες να απαντήσουν. Οι δυο χαφιέδες της Ειδικής Ασφάλειας έπεσαν νεκροί. Ο τρίτος τόσκασε. Όμως η σύγκρουση άρχισε από ανάγκη πλέον, 7 λεπτά πιο νωρίς απ’ την καθορισμένη ώρα.

Οι τρεις ομάδες (της Παπαδιαμαντοπούλου – Ξενίας – και λεωφόρου Ζωγράφου) δεν είχαν φτάσει ακόμη στις θέσεις τους. Η μόνη ομάδα με επικεφαλής τον καπετάνιο λόχου της Κάτω Καισαριανής Ορέστη και τους Γιάννη Σταθάτο και Σπύρο Μήλα βρισκόταν αυτή τη στιγμή σε θέση βολής απ’ την οδό Μικράς Ασίας (κοντά στον όρχο αυτοκινήτων). Ξεκίνησε το “μπαράζ” σύγχρονα με την Πολιτοφυλακή και ξάπλωσε αρκετούς γερμανοτσολιάδες απ’ το μπουλούκι της πλατείας.

Οι άλλες τρεις ομάδες χτύπησαν κι αυτές χωρίς όμως θετικά αποτελέσματα, μια και δεν ήταν ακόμη στη θέση τους.

Έτσι οι γερμανοτσολιάδες αιφνιδιάστηκαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει, πανικοβλήθηκαν και πηδούσαν σαν τους λαγούς στο ρέμα του Ιλισού (σήμερα λεωφόρος Μιχαλακοπούλου), κι από εκεί βρέθηκαν αλαφιασμένοι στη λεωφόρο Κηφισίας, ως τον Ευαγγελισμό. Οι αξιωματικοί τους με τη μισή δύναμη τσολιάδων ταμπουρώθηκαν και περίμεναν ενισχύσεις.

Τα τμήματά μας μετά το χτύπημα, υποχώρησαν αργά, με προσοχή μέσω του άλσος Κουπονίων προς Καισαριανή. Η ομάδα του Ζωγράφου με τον Καραβίδα Κώστα, τον Μαραμπότα και δύο ακόμη, υποχωρούσε προς το κτήμα Ζωγράφου κι όταν πιέστηκε από τους γερμανούς, που έφτασαν με αυτοκίνητα, έφυγε προς τα υψώματα του Υμηττού. Οι δε Άγγελος Ευαγγελάτος, Χρήστος Γιαννόπουλος και Γεράσιμος Μολφέτας της ίδιας ομάδας καλύφθηκαν στου Ζωγράφου και στην Καισαριανή. Τους τέσσερις πρώτους οι γερμανοί τους κυνήγησαν ως το Αστέρι, αλλά δεν κατόρθωσαν να τους πλησιάσουν και γύρισαν πίσω.

Μετά το αιφνιδιαστικό μας χτύπημα, άρχισαν να καταφθάνουν αυτοκίνητα με ενισχύσεις από γερμανοτσολιάδες και γερμανούς, κι άρχισαν αντεπίθεση προς το άλσος των Κουπονίων – Συγγρού με κατεύθυνση την Καισαριανή.

Η επίθεσή τους εξελισσόταν αργά, γιατί τα ελασίτικα τμήματα που υποχωρούσαν, μαζί με τους κινητοποιηθέντες στο μεταξύ ελασίτες της Καισαριανής, τους παρενοχλούν με πυρά που βρίσκουν στόχο.

Στις πρώτες παράγκες, προς το άλσος, οι ελασίτες σε μικρές ομάδες, καλά ταμπουρωμένοι σ’ όλο το μήκος της Καισαριανής, προς τη ρεματιά, βρίσκουν ψαχνό στα μπουλούκια των αγύμναστων γερμανοτσολιάδων που τους καθηλώνουν.

Όλη η δύναμη του τάγματος πολεμάει απ’ τις παράγκες και δεν επιτρέπει στους γερμανοτσολιάδες να περάσουν το ρέμα. Οι ριπές των αυτομάτων και οι βολές των αραβίδων ρίχνονται με οικονομία. Σε αντίθεση με τον εχθρό που χαλάει κόσμο απ’ το ντουφεκίδι “στο γάμο του Καραγκιόζη”.

Μια ομάδα απ’ το τάγμα, φυλάει στο ύψος της λεωφόρου Υμηττού τα πλευρά των δυνάμεών μας. Ο σταθμός διοίκησης του τάγματος μαζί με μια ομάδα βρίσκονται στον καφενέ του “Κιορπέ”.

Η μάχη στη ρεματιά της Καισαριανής άρχισε στις 2 μ.μ. και έληξε το σούρουπο με την αποχώρηση του εχθρού χωρίς να κατορθώσει να πατήσει την Καισαριανή. Εκτός από ένα σημείο μεταξύ της δεξαμενής και του καφενέ του “Κιορπέ”, που μπήκαν στα πρώτα σπίτια και ξαναβγήκαν σε λίγο.

Ο εχθρός διέθετε μια διμοιρία γερμανών και ένα τάγμα πλήρες γερμανοτσολιάδες με πολυβόλα και αραβίδες. Χειροβομβίδες δεν μπόρεσε να τα χρησιμοποιήσεις, όλμους δεν είχαν.

Το απόγευμα αργά είχαμε νέα επαφή με τη διοίκηση του συντάγματος, η οποία είχε κινητοποιήσει τους ένοπλους ελασίτες του ΙΙ τάγματος. Το τάγμα αυτό, με επικεφαλής το Γιάννη Κυριακίδη, είχε κιόλας αποκρούσει με επιτυχία, δύναμη τσολιάδων από τους στρατώνες Μαργαρίτη και πολλούς παπαγιώργηδες, που προσπάθησαν να χτυπήσουν τους καισαριανιώτες από Βύρωνα – Παγκράτι προς το Σκοπευτήριο, πισώπλατα.

Ο καπετάνιος Λάμπρος μας πληροφόρησε ότι οι γερμανοτσολιάδες μετά το πάθημά τους, ενισχυμένοι με μπουραντάδες και χωροφύλακες της Ειδικής Ασφάλειας, θα ξαναχτυπούσαν την Καισαριανή τα ξημερώματα. Θα επιχειρήσουν κύκλωση των δυνάμεών μας και ισχυρό χτύπημα πισώπλατα από το Σκοπευτήριο, για να μας αναγκάσουν να υποχωρήσουμε προς το άλσος των Κουπονίων και εκεί με άλλες δυνάμμεις, που θα περιμένουν στα Κουπόνια, να μας εξοντώσουν.

Το Α’ Σώμα Στρατού είχε υπέροχο δίκτυο πληροφοριών. Έφτανε ως το επιτελείο του Πλυτζανόπουλου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μας δόθηκε διαταγή από το σύνταγμα, να αποσύρουμε τις δυνάμεις μας (του ΙΙΙου τάγματος) έξω από τον κλοιό που ετοιμάζουν. Και πράγματι κατά τις 10 το βράδυ αποσυρθήκαμε και πήραμε θέσεις στη Ζωοδόχο Πηγή (στα σύνορα του Βύρωνα και της Νέας Ελβετίας) κοντά στη ρεματιά της “Γριάς”. Εκεί βρίσκονταν από νωρίς αναπτυγμένες και οι κινητοποιημένες από το σύνταγμα δυνάμεις του ΙΙου τάγματος με συνολική δύναμη περίπου 60 με 70 άνδρες, με αυτόματα και αραβίδες.

Το σχέδιο του 2ου συντάγματος ήταν να χτυπήσουμε τις δυνάμεις του εχθρού έξω από τον κλοιό, που θα σχημάτιζαν για την κύκλωση τη Καισαριανής. Στη συζήτηση του σχεδίου δράσης, ο Γιάννης Κυριακίδης έκανε την πρόταση να τοποθετήσουμε τρεις ομάδες ευκίνητες, από τρεις άνδρες η κάθε μία, στην προφυλακή, για να χτυπήσουν τα εν κινήσει αυτοκίνητα του εχθρού, ώστε όταν κατέβουν για ανάπτυξη των δυνάμεών τους, να χτυπηθούν όσο θα είναι ακάλυπτοι ακόμη. Η πρόταση έγινε δεκτή.

Και πράγματι, στις 2.30 το πρωί άρχισαν να ανεβαίνουν από το Παγκράτι και το Βύρωνα τα αυτοκίνητα με τους μπουραντάδες – χωροφύλακες και γερμανοτσολιάδες, με κατεύθυνση την Ανάληψη, για να αναπτυχτούν πίσω από το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Έτσι ακριβώς, όπως το είχε προβλέψει η διοίκηση του 2ου συντάγματος. Οι προφύλακές μας τους δίνουν το πρώτο ξαφνικό χτύπημα. Αυτοί σταματούν κι αρχίζουν πανικόβλητοι να πηδούν απ’ τ’ αυτοκίνητα με πρόθεση να αναπτυχθούν, χωρίς να υποψιάζονται ότι βρίσκονται κάτω από τις “μπούκες” των κύριων δυνάμεών μας. Κι έγινε πανηγύρι!! Η αλεπού έπεσε στη φάκα που είχε στήσει για τους άλλους.

Από μικρή απόσταση, άρχισαν να κελαϊδούν τα ελασίτικα αυτόματα κι αραβίδες. Οι εχθροί έπεφταν σαν τα στάχια. Οι απώλειές τους ήταν πάνω από 30 άνδρες. Όταν άναψαν τους προβολείς για να εντοπίσουν τις δυνάμεις μας, υποχωρήσαμε περίπου 300 μέτρα σε νέες θέσεις, στη Νέα Ελβετία. Ο εχθρός μάζεψε τους νεκρούς και τραυματίες του και αφού έμεινε ακροβολισμένος περίπου 1 ώρα, πήρε διαταγή κι έφυγε. Φαίνεται πως ο Πλυτζανόπουλος μετά απ’ αυτό το νέο πάθημά του, ανέβαλε την επιχείρηση για αργότερα.

Αυτός ο “συνταγματάρχης” αρίστευσε στο κολύμπι μέσα στο αίμα του ελληνικού λαού, ήταν όμως “κουμπούρας” σαν επιτελικός αξιωματικός. Κι εδώ που τα λέμε, ποιος μορφωμένος αξιωματικός με λίγη “τσίπα”, θα δεχόταν να παίξει το ρόλο του “χασάπη” των παιδιών του λαού μας. Ποιος αξιωματικός, κάποιας αξίας, θα έφτανε σ’ αυτό το έσχατο κατάντημα του προδότη Πλυτζανόπουλου. Μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα με τα παλικάρια του ΕΛΑΣ, από την ίδια κιόλας μέρα ξέσπασε για εκδίκηση, στους βασανισμένους δεσμώτες πούχε στα χέρια του.

Στις 5.4.44 εκτελεί 5 αγωνιστές (Αθηναϊκά Νέα) με τυφεκισμό.
Στις 8.4.44 εκτελεί 50 αγωνιστές με τυφεκισμό (Αθηναϊκά Νέα).
Στς 9-13.4.44 εκτελεί 35 αγωνιστές με τυφεκισμό (Αθηναϊκά Νέα).
και έπεται συνέχεια…

Οι τρεις φάσεις της μάχης – Χάρτης από το βιβλίο του Ο. Μακρή

Πηγή φωτογραφίας: Μποτίλια στον Άνεμο

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: