Αναστάσης Γκίκας – Οι βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν στη Μικρασιατική Καταστροφή

Τέτοιες μέρες, πριν από 100 χρόνια, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στη Μικρά Ασία έφτανε στο τέλος του, αφήνοντας πίσω χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, αγνοούμενους και πολύ περισσότερους ξεριζωμένους. Πώς φτάσαμε όμως εκεί; Ποιοι ήταν οι παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτήν την ανείπωτη ανθρώπινη καταστροφή;

Τέτοιες μέρες, έναν αιώνα πριν, ο τουρκικός στρατός κατάφερνε να διασπάσει τις γραμμές του ελληνικού, προελαύνοντας ταχύτατα προς τη Σμύρνη. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στη Μικρά Ασία έφτανε σύντομα στο τέλος του, αφήνοντας πίσω χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, αγνοούμενους και πολύ περισσότερους ξεριζωμένους. Πώς φτάσαμε όμως εκεί; Ποιοι ήταν οι παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτήν την ανείπωτη ανθρώπινη καταστροφή;

Οι επιδιώξεις της τουρκικής αστικής τάξης

Αρχικά θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πώς και γιατί οι ελληνικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (όπως και οι αρμένικοι) μπήκαν στο στόχαστρο της τουρκικής αστικής επιθετικότητας παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλωστε, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος σε σχετική του έκθεση το 1914, έως τότε «οι ελληνορθόδοξοι μικρασιατικοί πληθυσμοί δεν διέτρεχαν κάποιον άμεσο κίνδυνο από αντίπαλους εθνικισμούς (…) ή από τις οθωμανικές αρχές». Τι συνέβη λοιπόν; Τι άλλαξε;

Πράγματι, από τις 5.000 και πλέον μαρτυρίες προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που εμπεριέχονται στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, προκύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των απλών, εργαζόμενων ανθρώπων, χριστιανών και μουσουλμάνων, ζούσε αρμονικά ο ένας δίπλα στον άλλο: Μοιράζονταν τις γιορτές και τις λύπες τους, τις ελπίδες για το μέλλον των παιδιών τους, τις αγωνίες της επιβίωσης κ.ο.κ. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι μαρτυρίες των προσφύγων του ’22 που περιγράφουν τους Τούρκους μέχρι πρότινος γείτονές τους να τους παρακαλούν κλαίγοντας να μη φύγουν με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Το πρόβλημα όμως δεν γεννήθηκε στις γραμμές των ανθρώπων του μόχθου (που, επί της ουσίας, δεν είχαν – ούτε έχουν ποτέ – να χωρίσουν κάτι μεταξύ τους). Το πρόβλημα με άλλα λόγια δεν ξεκίνησε από τους «κάτω» της οθωμανικής κοινωνίας, αλλά από τους «πάνω».

Στις αρχές του περασμένου αιώνα οι Ελληνες έμποροι, βιομήχανοι και τραπεζίτες (με άλλα λόγια η ελληνική αστική τάξη), καθώς και οι Αρμένιοι ομόλογοί τους, έκαναν «χρυσές δουλειές» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πράγματι, 8 στα 10 εργοστάσια με πάνω από 10 εργάτες ανήκαν σε χριστιανούς κεφαλαιούχους, ενώ Ελληνες και Αρμένιοι τραπεζίτες δάνειζαν ακόμη και τον ίδιο τον σουλτάνο.

Ηρθε όμως η ώρα που η τουρκική αστική τάξη, ανατρέποντας τον σουλτάνο το 1908 (με το κίνημα των Νεότουρκων), άρχισε να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία, βεβαίως όχι μόνο στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας αλλά και της οικονομικής. Βασικό εμπόδιο σε αυτήν της την επιδίωξη στέκονταν οι Ελληνες και Αρμένιοι κεφαλαιούχοι, που κατείχαν τη μερίδα του λέοντος στο εμπόριο, στη βιομηχανία, στις τράπεζες και στη ναυτιλία.

Ετσι, ξεκίνησε μια σύγκρουση που αρχικά εκδηλώθηκε ως οικονομικός πόλεμος (με καμπάνιες και μποϊκοτάζ εναντίον επιχειρήσεων ελληνικών και αρμενικών συμφερόντων), σύντομα όμως έλαβε και οξύτερες, πιο βίαιες μορφές, διευρυνόμενη πέρα από τις οικονομικές ελίτ των μειονοτήτων, στο σύνολό τους.

Σε αυτό συντέλεσαν καταλυτικά δύο παράγοντες:

Πρώτον, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του ’12 – ’13. Η απίστευτη αγριότητα των πολέμων αυτών, η καταστροφή ολόκληρων χωριών, οι σφαγές, οι βίαιες εκτοπίσεις πληθυσμών κ.ο.κ. κατέδειξαν τον τρόπο υλοποίησης των αλληλοεφαπτόμενων βαλκανικών μεγαλοϊδεατισμών σε μια περιοχή του κόσμου που – τότε – αποτελούσε ένα πραγματικό μωσαϊκό λαών.

Ο τρόπος διαμόρφωσης και επέκτασης των βαλκανικών αστικών εθνών – κρατών, αλλά και ο τρόπος αξιοποίησης των μειονοτήτων (άλλοτε ως ευκαιρία και άλλοτε ως εμπόδιο) στις εκατέρωθεν επιδιώξεις, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και τη στάση της τουρκικής αστικής τάξης έναντι των μειονοτικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας.

Ο δεύτερος παράγοντας που επέδρασε καταλυτικά στις εξελίξεις δεν ήταν άλλος από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι αντιθέσεις μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης περιπλέχτηκαν με τις γενικότερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και συγκρούσεις.

Ο Α’ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος και οι ανταγωνισμοί στην περιοχή

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε κορύφωση των σφοδρότατων αντιθέσεων και ανταγωνισμών που εξελίσσονταν ήδη σε μια σειρά περιοχές του κόσμου γύρω από τον έλεγχο – και, φυσικά, την εκμετάλλευση – των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών τους. Με άλλα λόγια ήταν ένας γενικευμένος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, στον οποίο η αστική τάξη κάθε κράτους εισήλθε (συμμαχώντας με τον έναν ή τον άλλο αντίπαλο συνασπισμό, της Αντάντ ή των Κεντρικών Δυνάμεων) προκειμένου να αποσπάσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από την πολεμική λεία.

Οντας πεδίο σύγκρουσης σημαντικών συμφερόντων και πριν τον πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν άργησε να ενταχθεί σε αυτόν, συντασσόμενη με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία).

Ταυτόχρονα όμως μπήκε και στο στόχαστρο του αντίπαλου στρατοπέδου, της Αντάντ, ως αντικείμενο πολεμικής λείας. Πράγματι, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και τσαρική Ρωσία θα μοίραζαν ξανά και ξανά τα εδάφη της αναμεταξύ τους, με αλλεπάλληλα παζάρια πάνω και κάτω από το τραπέζι, με μυστικές συμφωνίες και πρωτόκολλα, προσπαθώντας διαρκώς να «ρίξουν» ο ένας τον άλλο στη μοιρασιά.

Την ίδια στιγμή δε που αποφάσιζαν μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει τι, υπόσχονταν στους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «ελευθερία» και «ανεξαρτησία». Και πράγματι, οι αραβικοί λαοί τούς πίστεψαν και ξεσηκώθηκαν εναντίον των Οθωμανών στο πλευρό της Αντάντ. Αποτέλεσμα; Μετά τον πόλεμο οι περιοχές τους περιήλθαν υπό τον έλεγχο της Βρετανίας και της Γαλλίας, ενώ οι όποιες διαμαρτυρίες τους πνίγηκαν στο αίμα.

Η περίπτωση των Αράβων δεν είναι άσχετη με την περίπτωση των χριστιανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καταδεικνύει το πώς πραγματικά εννοούν οι ιμπεριαλιστές την «αυτοδιάθεση των εθνών», πώς αξιοποιούν τους μειονοτικούς ή καταπιεζόμενους λαούς μιας περιοχής για την προώθηση – πρώτα και κύρια – των δικών τους συμφερόντων σε αυτή, πώς ξεδιάντροπα πατάνε στις ελπίδες τους για απαλλαγή από την εθνική καταπίεση και μια καλύτερη ζωή προκειμένου να τους εντάξουν στους σχεδιασμούς τους, και τι αξία έχουν οι όποιες υποσχέσεις – δεσμεύσεις τους.

Ολα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους δοκιμαζόμενους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στους οποίους την ίδια περίοδο καλλιεργούνταν πλατιά η αυταπάτη μιας «έξωθεν» σωτηρίας.

Οι επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης

Μέσα σ’ αυτό το κουβάρι λοιπόν των αδυσώπητων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων, ήρθαν να προστεθούν και οι επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης. Βασικότερη εξ αυτών υπήρξε αναμφίβολα η επέκταση στη Μικρά Ασία, της οποίας ο πλούτος τότε – σύμφωνα με τον Βενιζέλο – αντιστοιχούσε σε μία ακόμα Ελλάδα.

Αρχικά η προοπτική αυτή τέθηκε ως δέλεαρ για την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ηταν δε τόσο δελεαστική, που ο Βενιζέλος δεν δίστασε να συναινέσει ακόμα και στην παραχώρηση της Καβάλας και της Δράμας στη Βουλγαρία, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος. Τι κι αν δύο μόλις χρόνια πριν ο ίδιος είχε δηλώσει πως θεωρούσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αδιανόητο, αφού θα σήμαινε όχι μόνο «την παραχώρηση ελληνικοτάτων πληθυσμών» σε ένα άλλο κράτος, αλλά και «έκθεση της ασφαλείας της (σ.σ. της χώρας) προς την Θεσσαλονίκην»; Ολα μπορούν να γίνουν αντικείμενο παζαριού για την αστική τάξη, εφόσον προκύψει το ανάλογο αντίτιμο.

Εισερχόμενη βέβαια στους ανταγωνισμούς για τη νομή της πολεμικής λείας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ελληνική αστική τάξη ήρθε αντιμέτωπη με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις άλλων διεκδικητών. Οπως η Ιταλία, στην οποία μάλιστα οι «σύμμαχοι» είχαν υποσχεθεί τη Σμύρνη ήδη από το 1916 (για να την υπομονεύσουν στη συνέχεια). Αλλά και η Γαλλία, που συν τοις άλλοις αντιμετώπιζε τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης ως προέκταση των αντίστοιχων βρετανικών, με τα οποία βρισκόταν σε μόνιμη αντιπαλότητα, τόσο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και αλλού.

Ετσι, οι Ιταλοί θα αρχίσουν να προμηθεύουν τις κεμαλικές δυνάμεις με οπλισμό ήδη από την επομένη της απόβασης ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ενώ στις 12/3/1921 θα συνυπογράψουν και Σύμφωνο αναγνώρισης των ιταλικών συμφερόντων στην Αττάλεια, με αντάλλαγμα την ιταλική υποστήριξη για την επιστροφή της Σμύρνης και της Θράκης στην Τουρκία. Μία μέρα νωρίτερα είχε υπογραφεί αντίστοιχο γαλλοτουρκικό Σύμφωνο, ενώ την ίδια χρονιά ο Βρετανός διπλωμάτης Χ. Νίκολσον παρατηρούσε πως «ο ελληνικός στρατός στην Ανατολή βομβαρδιζόταν με κανόνια (…) και αεροπλάνα που παρείχαν στον Κεμάλ γαλλικές πηγές».

Βεβαίως, και η ταύτιση ελληνικών και βρετανικών συμφερόντων θα αποδεικνυόταν σύντομα πρόσκαιρη, αφού σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενων ισορροπιών και συσχετισμών τα συμφέροντα και οι συμμαχίες, οι φιλίες και οι έχθρες μεταξύ εκείνων που αποφασίζουν για τις μοίρες των ανθρώπων με γνώμονα τα κέρδη τους είναι πολύ σχετικές, αλλάζουν κατά το δοκούν.

Ο χαρακτήρας της Μικρασιατικής Εκστρατείας

Πώς φτάσαμε όμως στη Μικρασιατική Εκστρατεία; Γιατί έγινε;

Σύμφωνα με την επίσημη – την αστική – αφήγηση των γεγονότων, η εκστρατεία πραγματοποιήθηκε για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.

Κι όμως, στα πρακτικά του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου της 20/4/1920, όπου συζητήθηκε το όλο θέμα, καταγράφηκε ξεκάθαρα το γιατί έγινε η Μικρασιατική Εκστρατεία, δίνοντας μια διαμετρικά αντίθετη εικόνα από εκείνη που προσπαθεί να επιβάλει διαχρονικά η αστική τάξη στις λαϊκές συνειδήσεις.

Αντικείμενο της εν λόγω συνεδρίασης του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου (στο οποίο μετείχαν οι ηγέτες των κρατών της Αντάντ) υπήρξε το εξής πρόβλημα που είχε προκύψει: Η ολοένα αναπτυσσόμενη ένοπλη τουρκική αντίδραση στον επιδιωκόμενο ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σήμαινε ότι οι Σύμμαχοι έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ δύο πιθανών σεναρίων: Είτε να προβούν σε κάποιο συμβιβασμό (δηλαδή να περιορίσουν την πολεμική τους λεία), είτε να επιδιώξουν την επιβολή του μάξιμουμ των διεκδικήσεών τους διά των όπλων.

Οπως ήταν μάλλον φυσικό και αναμενόμενο, επελέγη το δεύτερο. Στο πλαίσιο του διαμορφούμενου συσχετισμού δυνάμεων και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ωστόσο, κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να διαθέσει τις τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις που απαιτούνταν. Κανείς, εκτός του Ελληνα πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος «είδε» σε αυτό μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την ελληνική αστική τάξη προκειμένου να αυξήσει το δικό της κομμάτι από τη λεία του πολέμου.

Υπήρχε βεβαίως ένα πρόβλημα σε όλο αυτό. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό εισηγητή του θέματος, στρατάρχη Φος, οι στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων (ακόμα και με τις πρόσθετες που υποσχόταν ο Βενιζέλος) απλά δεν επαρκούσαν για την ταυτόχρονη διασφάλιση των ζωτικών τους συμφερόντων στην περιοχή, την πάταξη των δυνάμεων του Κεμάλ και την προστασία των μειονοτήτων (συμπεριλαμβανομένου του υπό σύσταση κράτους της Αρμενίας).

Ετσι, έπειτα από πρόταση του Βρετανού πρωθυπουργού Λόιντ Τζορτζ και με την καταγεγραμμένη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου, συμφωνήθηκε ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων επαρκούσαν μια χαρά για τα δύο πρώτα (δηλαδή για τη διασφάλιση των συμφερόντων των συμμάχων και την πάταξη των κεμαλικών δυνάμεων).

Και οι μειονότητες; Η προστασία τους παραπέμφθηκε στην κυβέρνηση του σουλτάνου, που όμως εκείνη την εποχή δεν ήταν παρά μια μαριονέτα, μην έχοντας πρακτικά την οποιαδήποτε δύναμη να επιβάλει το οτιδήποτε. Γεγονός που γνώριζαν όλοι τους, αφήνοντας συνειδητά τους άμαχους πληθυσμούς στην τύχη τους, προκειμένου να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.

Ετσι, με τη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου, οι ελληνικοί πληθυσμοί βρέθηκαν εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι, και μάλιστα την ίδια στιγμή που η αναγωγή του ιμπεριαλιστικού διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, ουσιαστικά, τους έθεσε όσο τίποτε άλλο στο στόχαστρο της τουρκικής αστικής επιθετικότητας.

Το κατά πόσο εκείνοι που αποφάσιζαν για τις τύχες των πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του Πόντου υπολόγιζαν ή νοιάζονταν πραγματικά για τους ανθρώπους αυτούς, στο πλαίσιο των όλων σχεδιασμών τους, μπορούμε να το εντοπίσουμε και σε πληθώρα άλλων ντοκουμέντων:

Οπως π.χ. στην επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα (που είχε διατελέσει διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού της Στρατιάς Μικράς Ασίας) προς τον φίλο του Ι. Μεταξά τον Δεκέμβρη του 1921, στην οποία έγραφε μεταξύ άλλων: «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Ελληνες, εκτός ελαχίστων (…) Θα άξιζε πράγματι να παραδώσουμε τη Σμύρνη εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους».

Ακόμα πιο ανατριχιαστικά είναι τα τηλεγραφήματα των ελληνικών αρχών παραμονές της Καταστροφής: «Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν τυχόν αναχώρησίν των». «Χριστιανικός πληθυσμός κατελήφθη (υπό) πανικού (και) ζητεί (να) αναχωρήση (…). Τον συγκρατούμεν και εμποδίζομεν αναχώρησιν».

Οταν ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης – και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου – Αρ. Στεργιάδης ρωτήθηκε γιατί δεν φρόντισε για την έγκαιρη εκκένωση των δοκιμαζόμενων ελληνικών πληθυσμών προς την ασφάλεια τις κρίσιμες εκείνες μέρες, απάντησε: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».

Σε διαμετρική αντίθεση, η αστική τάξη των Μικρασιατών και των Ποντίων είχε ήδη φύγει, φυγαδεύοντας μαζί της μεγάλα κεφάλαια. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου, Ι. Καλτσίδης, όταν διεφάνη ο κίνδυνος για τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου, εκείνοι θέλησαν να φύγουν, ωστόσο «δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν μόνο όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί». Ετσι, οι έχοντες και κατέχοντες, καθώς και η πολιτική ηγεσία του Πόντου («οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας») εγκατέλειψαν την περιοχή «και ο λαός έμεινε (…) εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών».

Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία υπήρξε ένας πόλεμος απίστευτης αγριότητας. Από τη μια οι ελληνικοί άμαχοι πληθυσμοί, αξιοποιούμενοι ως το βασικό επιχείρημα για την προέλαση του ελληνικού στρατού, τέθηκαν στο στόχαστρο των κεμαλικών δυνάμεων ως ένα «επιχείρημα» που έπρεπε να εκλείψει (με μαζικές σφαγές, λεηλασίες, εκτοπίσεις αμάχων κ.ο.κ.). Από την άλλη, οι βαναυσότητες του προελαύνοντος ελληνικού στρατού (καταστροφές τουρκικών χωριών, δολοφονίες κ.λπ.) αποτέλεσαν τον καλύτερο στρατολόγο του Κεμάλ, ενώ έδωσαν και «πάτημα» στις ωμότητες της άλλης πλευράς.

Στον χαρακτήρα και την αγριότητα του πολέμου αναφέρθηκε στα απομνημονεύματά του – κατά απρόσμενο ίσως τρόπο – ο Ι. Μεταξάς. Πράγματι, απευθυνόμενος το 1921 σε στελέχη της κυβέρνησης που τον επισκέφτηκαν, προκειμένου να τον πείσουν να αναλάβει την αρχηγεία της Στρατιάς Μικράς Ασίας, θα πει (καταγράφοντας στο ημερολόγιό του):

«Εχομεν να κάμωμεν με (…) ένα λαόν αγωνιζόμενον υπέρ της υπάρξεώς του. (…) Διότι πράγματι ζητείτε την κατάκτησιν εν Μ. Ασία (…). Ακόμη και εις την Σμύρνην χώραν είμεθα εθνολογικώς μειονότης. Εις δε το εσωτερικόν της Μ. Ασίας ολίγιστον πληθυσμόν ιδικόν μας έχομεν (…) Μας σφάζουν (…) εφ’ όσον εθέσαμεν ως πρόγραμμά μας την κατάκτησίν των εν Μ. Ασία. (…) Αλλά δεν σφάζωμεν και ημείς; “Σφάζομεν”, μου λέγει ο Εξαδάκτυλος (αρχηγός τότε του ΓΕΣ). “Βέβαια, θέλομεν και πρέπει να τους εξοντώσωμεν”». «Βλέπετε λοιπόν», κατέληξε ο Μεταξάς, «πού μας άγει η πολιτική σας. Είναι πολιτική κατακτήσεως λαού μη εννοούντος να υποστή την κατάκτησιν».

Βεβαίως, οι ενστάσεις του Μεταξά δεν εκκινούσαν από κάποια ανθρωπιστική αφετηρία, αλλά από την εκτίμησή του ότι η όλη Μικρασιατική Εκστρατεία ως εγχείρημα ήταν πέρα από τις στρατιωτικές δυνατότητες του ελληνικού κράτους, γι’ αυτό και ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Πρόκειται άλλωστε για μια εκτίμηση που είχε διατυπωθεί από πλήθος άλλων στρατιωτικών και διπλωματικών εμπειρογνωμόνων της εποχής, ντόπιων και ξένων.

Η ελληνική αστική τάξη, όμως, δεν είχε άγνοια κινδύνου. Γνώριζε πολύ καλά τα ρίσκα του πολέμου. Αλλά τα επιδιωκόμενα οφέλη ήταν τόσο μεγάλα, που ήταν διατεθειμένη για κάθε θυσία.

«Η Ελλάς», επαιρόταν από το βήμα της Βουλής ο τότε πρωθυπουργός Δ. Γούναρης, «διά των δυνάμεων του στρατού της δεν έχει μόνον ό,τι η Συνθήκη (σ.σ. των Σεβρών) νομιμοποιεί», αλλά «αντί των 16 χιλιάδων χιλιομέτρων κατέχει εκατόν. Αντί του ενός εκατομμυρίου κατοίκων, έχει 3 εκατομμύρια»! Πόσοι όμως από αυτά τα 3 εκατομμύρια ήταν Ελληνες; Πόσο ακόμα πιο βαθιά στην Ανατολία έφταναν οι επιδιώξεις της αστικής τάξης και σε πόσες ακόμα θυσίες από τον ελληνικό λαό θα εξαργυρώνονταν αυτές της οι επιδιώξεις;

Ο μικρασιατικός πόλεμος, λοιπόν, δεν είχε καμία ανθρωπιστική ή απελευθερωτική αφετηρία. Εγινε προκειμένου να επιβληθεί το μάξιμουμ των διεκδικήσεων των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από τον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η «προσφορά» και χρήση των όπλων του ελληνικού στρατού προς αυτόν τον σκοπό έγινε προκειμένου να διευρυνθούν τα αντίστοιχα πολεμικά κέρδη της ελληνικής αστικής τάξης. Ηταν ένας άδικος, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, του οποίου το τίμημα πλήρωσαν – για μια ακόμα φορά – με το αίμα τους εκατοντάδες χιλιάδες εργατόπαιδα και αγροτόπαιδα, Ελληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι κ.ά.

Το τέλος του μικρασιατικού πολέμου

Τέλη Αυγούστου – αρχές Σεπτέμβρη του 1922 το στρατιωτικό σκέλος του μικρασιατικού ιμπεριαλιστικού πολέμου ήρθε στο τέλος του. Η τελευταία πράξη του όμως θα λάμβανε χώρα στη Λοζάνη, όπου επί 8 περίπου μήνες οι «σύμμαχοι» της Αντάντ διεξήγαγαν σκληρότατες διαπραγματεύσεις προκειμένου να περισώσουν όσα το δυνατόν περισσότερα από την πολεμική λεία των Σεβρών.

Πράγματι – και σε αντίθεση ίσως με την πλέον διαδεδομένη εντύπωση – η Λοζάνη δεν είχε να κάνει κυρίως με τις ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά με το κατά πόσο Βρετανία και Γαλλία θα διατηρούσαν και τι από τα κεκτημένα τους στη Μέση Ανατολή. Και εν τέλει τα κράτησαν, με ελάχιστες απώλειες για τις ίδιες. Το αντίθετο συνέβη με τα «κεκτημένα» του μικρότερου συμμάχου τους, της Ελλάδας. Οι πραγματικοί χαμένοι βεβαίως της μοιρασιάς (και ξαναμοιρασιάς) της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν άλλοι – όπως προείπαμε – από τους λαούς της περιοχής.

Οσο για τις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, αυτές βρήκαν τη «λύση» στο μειονοτικό τους πρόβλημα ανταλλάσσοντας τους «ανεπιθύμητους» πληθυσμούς τους με μια μονοκονδυλιά, σαν να μην επρόκειτο για ανθρώπους αλλά για άψυχα αντικείμενα, μηδαμινής αξίας. Σύντομα, άλλωστε, οι αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας θα τα «ξανάβρισκαν» μεταξύ τους. Μόλις μία δεκαετία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο Βενιζέλος θα πρότεινε τον Κεμάλ ακόμα και για το Νόμπελ Ειρήνης!

Οι δε εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα ρίχνονταν σε ένα διαρκές κυνηγητό ζωής και θανάτου για το μεροκάματο, γενόμενοι αντικείμενο της πιο σκληρής ταξικής εκμετάλλευσης, συχνά από τους ίδιους τους συντοπίτες τους κεφαλαιούχους, που πολύ γρήγορα ενσωματώθηκαν και πήραν τη θέση τους στην ντόπια αστική τάξη.

Και η προσφυγική φτωχολογιά όμως βρήκε προοδευτικά την ταξική της θέση πλάι στους ντόπιους εργάτες και αγρότες, εντασσόμενη στους λαϊκούς αγώνες και πρωτοστατώντας σε αυτούς, δίπλα και μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Εν κατακλείδι, συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε συνέπεια τριών βασικών – πολλαπλά αλληλένδετων και πολλάκις αλληλοτροφοδοτούμενων – παραγόντων:

1ον: Των επιδιώξεων της τουρκικής αστικής τάξης για οικονομική και πολιτική κυριαρχία επί των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία και θεωρούσε δικά της, προκειμένου να χτίσει το έθνος – κράτος της.

2ον: Των επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης για επέκταση στην πλούσια Μικρά Ασία, με οποιοδήποτε κόστος.

3ον: Της διαπλοκής των παραπάνω επιδιώξεων με τη γενικότερη ιμπεριαλιστική σύγκρουση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τον οποίο ολόκληρες χώρες και λαοί κατέστησαν λεία προς νομή και αναδιανομή ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα.

Και αν αυτό το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου μάς φαίνεται οικείο, είναι γιατί οι ίδιοι αδυσώπητοι ανταγωνισμοί για πλουτοπαραγωγικές πηγές, αγορές και σφαίρες επιρροής συνεχίζονται έως και τις μέρες μας, γεννώντας διαρκώς νέους πολέμους και νέα καραβάνια ξεριζωμένων. Εως πότε; Ωσότου οι λαοί «μάθουν» από την Ιστορία τους και φροντίσουν οι ίδιοι ώστε να μπει τέλος σε αυτόν τον απάνθρωπο νόμο του κέρδους, που δεν λογαριάζει τις ζωές τους, το βιος τους, το παρόν και το μέλλον τους.

Όλα τα στοιχεία του άρθρου – και ακόμα περισσότερα – εμπεριέχονται στην ειδική έκδοση που επιμελήθηκε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «1922 – Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2022.

Αναστάσης Γκίκας
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Ριζοσπάστης

Δείτε ακόμα:

1922. Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: