«Άμποτες, Μάρκο, κι εγώ από τέτοιονε θάνατο να πάω…»

Οι τελευταίες στιγμές του οπλαρχηγού και στρατηγού της Επανάστασης του 1821, Μάρκου Μπότσαρη, που έπεσε νεκρός στη μάχη, στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας.

Τη νύχτα της 8 προς 9 του Αυγούστου 1823, σκοτώνεται στη μάχη, στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας, ο Μάρκος Μπότσαρης οπλαρχηγός και στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Ο Μ. Μπότσαρης με δύναμη 450 αντρών επιτίθεται αιφνιδιαστικά κατά πολυάριθμου ασκεριού τουρκαλβανών που έχουν επικεφαλής τον Μουσταή, πασά στη Σκόδρα. Το σχέδιο του Μουσταή πασά, που βρισκόταν από τα μέσα του Ιούνη στα Τρίκαλα με 15.000 ασκέρι, ήταν να περάσει από τ’ Άγραφα και τον Ασπροπόταμο και να φτάσει στο Μεσολόγγι. Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη ανακόπτει τη νικηφόρα πορεία της μάχης. Οι απώλειες για το ασκέρι του Μουσταή είναι τεράστιες.

Στο βιβλίο του «Καραϊσκάκης» ο Δημήτρης Φωτιάδης εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές του Μάρκου Μπότσαρη. Στο κείμενο ο Μουσταή πασάς αποκαλείται από τον συγγραφέα “Σκόδρας”.

Εκείνη τη δύσκολη ώρα φάνηκε ήρωας ο Μάρκος Μπότσαρης. Ήταν τριάντα τριών χρονών. Ξανθός, με γαλανά μάτια, άντρας ωραίος, τραγούδαγε, έπαιζε κιθάρα και κανένας δεν τον πέρναγε στο πάλεμα και στο λιθάρι. Ένας γέρος Αρβανίτης πολεμιστής, ο Χασάν Αρσίν, είχε πει γι’ αυτόν: «Αν ήτανε μουσουλμάνος θα πίστευα πως ο προφήτης Ασμέτ Αλής ξαναγύρισε στον κόσμο!».

Σαν έμαθε πως έρχεται ο Σκόδρας, ανέβηκε με χίλια διακόσια πενήντα παλικάρια τον Ασπροπόταμο κι έφτασε στο Σοβολάκο, όπου συναντήθηκε με τον άρρωστο Καραϊσκάκη που πισωδρόμαγε, υπερασπίζοντας το λαό όπου αποτραβιόταν μαζί του. Ο καπετάνιος των Αγράφων, που πρώτη φορά έφευγε, όταν οι άλλοι πάγαιναν να πολεμήσουν, άφησε στον Μάρκο εκατόν πενήντα από τα παλικάρια του και τράβηξε κατά κάτω, στο μοναστήρι του Προυσού, να γιατροπορευτεί.

Στις 4 του Αυγούστου ακούστηκε πως η μπροστινέλα του οχτρού, κάτω από τις προσταγές του Τσελελεντίν μπέη, έπιασε τα Πλατάνια, όσο που ο Σκόδρας, με το μεγάλο μπούγιο του ασκεριού του, είχε ρίξει ορδί στα Λιβαδάκια και το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού. Ο Μάρκος πιάνει τότες το Μικροχώρι κι ο Τζαβέλας το Μεγαλοχώρι. Στοχάζουνται πως ένας τρόπος απομένει ν’ αλικοντίσουν τέτοιο φουσάτο· να κάνουνε νυχτερινό γιουρούσι, να μπουν στο στρατόπεδο του οχτρού, να πατήσουν τις σκηνές των πασάδων και ξεπαστρεύοντάς τους να παραλύσουν, με τον τρόμο που θα σπέρνανε, το τούρκικο ασκέρι. Στις 7 του Αυγούστου ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Θανάσης Κουτσονίκας κι ο Γιάννης Μπαϊραχτάρης, ντυμένοι αρβανίτικα και ξέροντας περίφημα τη γλώσσα, τραβάνε να κατασκοπεύουν το τούρκικο ορδί. Σεργιανίζουν ολημερίς μέσα σ’ αυτό, δίχως κανείς να τους υποψιαστεί, τα παρατηράνε όλα – και ξέχωρα πού βρίσκονταν τα τσαντίρια των πασάδων – και τη νύχτα ξαναγυρίζουν στους δικούς μας.

Στις 9 Αυγούστου, μόλις βράδιασε, όταν πια οι Έλληνες ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, μαθαίνουν απόναν χωριάτη πως στα Πλατάνια φτάσανε, την ίδια κείνη μέρα, ίσαμε οχτώ χιλιάδες ακόμα οχτροί. Τότες ο Μάρκος κράτησε μονάχα τετρακόσιους πενήντα νοματαίους και τους άλλους οχτακόσιους τους έδωσε στον Τζαβέλα που θα χτύπαγε στα Πλατάνια. Ακουμπώντας πάνω στο ντουφέκι του του λέει:

—Θ’ ανταμωθούμε στον κάτω κόσμο…

Τράβηξαν, αμίλητες σκιές στο σκοτάδι, περπατώντας μουλωχτά σαν τ’ αγρίμια. Λίγο έπειτα από τα μεσάνυχτα ο Μάρκος και τα παλικάρια του φτάσανε μπροστά στο τούρκικο ορδί, δίχως τα καραούλια του οχτρού να τους πάρουν μυρωδιά. Είχε προστάξει τους Σουλιώτες να μην ντουφεκίσουν, μόνο να προχωράνε με γυμνά τα σπαθιά μιλώντας φωναχτά αρβανίτικα, βρίζοντας, τάχα, τους αρχηγούς τους. Το κόλπο πέτυχε. Οι πιότεροι απ’ αυτούς θάρρεψαν πως ήταν κάποιο μπουλούκι που είχε παράπονα για μιστούς και σήκωσε κεφάλι. Και μια και δεν τουφέκαγαν παρά μονάχα φώναζαν, κανείς δεν τους βάρεσε.

—Χατάς*, ωρέ, χατάς, δεν είναι γκιαούρηδες! λέγανε οι Αρβανιτάδες.

Μα οι Έλληνες είχανε πια σιμώσει στα τσαντίρια των πασάδων. Τότες ο Μάρκος προστάζει τον τρουμπετιέρη να βαρέσει γιουρούσι.

—Δεν είναι, ωρέ, χατάς, φωνάζει, μα είναι ο Μάρκος Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους!

Ακούνε οι οχτροί να βαράει η τρουμπέτα μας μέσα στην καρδιά του ορδιού τους και σύγκαιρα να πέφτει η πρώτη μπαταριά και σαστίζουν:

—Έρδε Μάρκο Μπότσαρη!.. (Έρχεται ο Μάρκος Μπότσαρης).

Άλλοι, καθώς τρέχανε να γλιτώσουν, πέφτανε πάνω στους δικούς μας και χάνονταν κι άλλοι αδειάζανε τα ντουφέκια τους και τις μπιστόλες τους σ’ όποιον κι αν συνάνταγαν αδιαφορώντας αν είναι φίλος ή οχτρός. Οι δικοί μας αναποδογύριζαν τα τσαντίρια σπέρνοντας τον τρόμο και το θάνατο στους αγουροξυπνημένους Τουρκαλάδες. Λαβώνεται ο Μάρκος Μπότσαρης στο βουβώνα, μα δε λέει τίποτα μην τυχόν και κιοτήσουν. Ξεχωρίζει μπροστά του μια μεγάλη σκηνή, χύνεται σ’ αυτή και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον γνώριμό του, από τον καιρό του Αλή πασά, Άγο Βασιάρη. Τον παραδίνει στα παλικάρια του να τον φυλάνε. Γυρεύει το τσαντίρι του Σκόδρα, μα κείνος πρόλαβε ν’ αποτραβηχτεί με μια σημαντική δύναμη και να ταμπουρωθεί πίσω απόναν φράχτη. Ο Μάρκος ορμάει κατά κει να τους ξεμπροστιάσει. Σαν έφτασε, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ανασηκώνει το κεφάλι του να δει πόσοι οχτροί ήταν πίσω απ’ αυτόν. Ένας αράπης, τζοανταραίος του Τσελελεντίν-μπεη, που έλαχε να βρίσκεται σ’ εκείνο το μέρος, τον είδε και του αδειάζει από σιμά κατακέφαλα την μπιστόλα του. Το βόλι μπήκε από το δεξί του μάτι και σφηνώθηκε στο καύκαλό του.

—Βαρέθηκα, αδέρφια… πρόλαβε μονάχα να πει και σωριάστηκε κάτω.

Τρέξανε, τον τύλιξαν σε μια κάπα κι ο ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης τον πήρε στον ώμο. Μα σε λίγο, καθώς αποτραβιόνταν, ξεψύχησε. Τότες οι σύντροφοί του σφάξαν τον Άγο Βασιάρη να εκδικηθούν το θάνατό του.

«Άμποτες, Μάρκο, κι εγώ από τέτοιονε θάνατο να πάω…»

Ludovico Lipparini: Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Πάει ο Μπότσαρης, χάθηκαν εξήντα Σουλιώτες κι άλλοι σαράντα λαβώθηκαν, μα κι οι οχτροί πλερώσανε ακριβά. Πάνω από χίλιοι πεντακόσιοι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν. Πήρανε οι δικοί μας ίσαμε τρεις χιλιάδες ντουφέκια και μπιστόλες κι ως διακόσια άλογα.

Αποφασίσανε να θάψουνε τον ήρωα στο Μεσολόγγι. Περνώντας από το μοναστήρι του Προυσού, στάθηκαν να ξαποστάσουν κι ακούμπησαν το κουφάρι του στην εκκλησιά. Ο Καραϊσκάκης, που βρισκόταν βαριά άρρωστος σ’ αυτό, σηκώθηκε από το στρώμα, σύρθηκε ως την εκκλησιά, σίμωσε το νεκρό, ανασήκωσε την κάπα, κοίταξε για λίγο τον Μπότσαρη, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε, δάκρυσε και τόνε φίλησε στο κούτελο λέγοντας:

— Άμποτες, Μάρκο, κι εγώ από τέτοιονε θάνατο να πάω…

*Λάθος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: