Βασίλης Σπανούλης – Αλλάζοντας την ιστορία του μπάσκετ…

Ο Σπανούλης είναι από τις λίγες περιπτώσεις παικτών που μπορούν να καυχιούνται πως η δική τους καριέρα άλλαξε ή τέλος πάντων καθόρισε την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ τα τελευταία χρόνια.

Αναρωτιόμαστε συχνά για τους μεγάλους παίκτες πώς θα είχε γραφτεί η αθλητική ιστορία αν είχαν πάρει διαφορετικές αποφάσεις στην καριέρα τους, αν είχαν επιλέξει τη μία ομάδα αντί της άλλης κοκ. Ο Βασίλης Σπανούλης είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου είδαμε την υπόθεση να γίνεται πραγματικότητα και να αλλάζει εν μέρει την ιστορία του μπάσκετ της τελευταίας δεκαετίας. Λίγες μεταγραφές είχαν τόση επίδραση στο άθλημα στη χώρα μας, όσο η δική του μετακίνηση από τον έναν αιώνιο αντίπαλο στον άλλο το καλοκαίρι του 10′, όταν η δυναστεία του Παναθηναϊκού βρισκόταν στην κορύφωσή της.

Δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς για το Σπανούλη αποφεύγοντας τη σύγκριση με το Δημήτρη Διαμαντίδη. Ο πρώτος είναι ίσως το μεγαλύτερο επιθετικό ταλέντο στη μετα-Γκάλη εποχή και διακρίνεται για το μεγάλο αθλητικό εγωισμό του που τον έφερε στην κορυφή που δεν πρέπει να συγχέεται με τον ατομισμό, αφού ο Σπανούλης είναι από τους κορυφαίους παίκτες στις ασίστ και την οργάνωση του παιχνιδιού. Ο Διαμαντίδης ήταν πιο ολοκληρωμένος παίκτης, αλτρουιστής, με τρομερή έφεση στην άμυνα και μεγάλη επίδραση και στις δύο πλευρές του γηπέδου. Το φινάλε της δικής του καριέρας σημαδεύτηκε από τις τρίποντες βόμβες του Σπανούλη στο ΟΑΚΑ, στην καλύτερη σειρά τελικών των τελευταίων ετών. Έκτοτε ο Kill-Bill έχει μείνει χωρίς τρόπαιο, σα να έχασε το κίνητρο μετά την απόσυρση του βασικού του ανταγωνιστή. Το σημαντικό όμως είναι πως έγραψαν μαζί χρυσές σελίδες στην Εθνική και το μπάσκετ γενικότερα, κρατώντας πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους, όσο κι αν υπήρχε εξωτερική πίεση από τις αναπόφευκτες μεταξύ τους συγκρίσεις και την αντιπαλότητα των δύο συλλόγων.

Μπορεί οι οπαδοί του Παναθηναϊκού να τον αποκαλούσαν φραγκοφονιά και ο Ομπράντοβιτς να μην του συγχώρεσε ποτέ το γεγονός πως έφυγε από την ομάδα, χωρίς να πει μαζί του την τελευταία κουβέντα, η αλήθεια όμως είναι πως ο Σπανούλης έφυγε ακριβώς γιατί δεν ήθελε να είναι στη σκιά κανενός, αλλά να απολαμβάνει την κορυφή -κι εκ του αποτελέσματος μπορεί να πει πως δικαιώθηκε εν μέρει, παίρνοντας άλλες δύο Ευρωλίγκες και τρία πρωταθλήματα με την ομάδα του Πειραιά, που είχε μείνει 15 χρόνια μακριά από τους τίτλους.

Αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος που έφυγε από το ΝΒΑ, όπου δεν κατάφερε να πάρει μεγάλο χρόνο συμμετοχής στους Ρόκετς του Βαν Γκάντι και δεν ήθελε να ρισκάρει να μείνει μία ακόμα χρονιά στον πάγκο, μολονότι θα είχε πολύ καλύτερες πιθανότητες προσαρμογής στο “ευρωπαϊκό μπάσκετ” των Σπερς του Πόποβιτς, που είχαν πάρει τα δικαιώματά του.

Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1982 στη Λάρισα κι έκανε τα πρώτα του βήματα στον τοπικό Γυμναστικό, όπου τον εντόπισε το Μαρούσι που ήταν τότε ανερχόμενη δύναμη στο ελληνικό μπάσκετ. Εκεί έμεινε 4 χρόνια, φτάνοντας σε έναν τελικό Πρωταθλήματος κι έναν τελικό Κυπέλλου, υπό τις οδηγίες (μεταξύ άλλων και) του Παναγιώτη Γιαννάκη που τον καθιέρωσε στην Εθνική σε μικρή ηλικία, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, πριν καν αρχίσουν να αραιώνουν τα μαλλιά του…

Μετά το χρυσό Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, πήρε μεταγραφή στον πρωταθλητή Παναθηναϊκό, όπου κέρδισε τέσσερα πρωταθλήματα και μια Ευρωλίγκα. Έλειπε στο ΝΒΑ τη χρονιά που ο ΠΑΟ έφτασε στο τριπλ-κράουν, ήταν όμως πρωταγωνιστής στην υπερομάδα του 2009 που πέτυχε το ίδιο κατόρθωμα, έχοντας μια περιφερειακή γραμμή-όνειρο (μαζί με Σάρας και Διαμαντίδη) και υπεροπλία σε όλους τους τομείς.

Το καλοκαίρι του 10′ ο Σπανούλης πήρε την απόφαση να αλλάξει στρατόπεδο και να γίνει ο ηγέτης του Ολυμπιακού, αναζητώντας καινούριες προκλήσεις -και δεν υπήρχε μεγαλύτερη από το να εκθρονίσει τον κυρίαρχο Παναθηναϊκό. Η πρώτη χρονιά ήταν απογοητευτική, με τον αιώνιο αντίπαλο να κατακτά πρωτάθλημα και Ευρωλίγκα. Η εκτόξευση όμως ήρθε την επόμενη διετία, με τους ερυθρόλευκους να σπάνε το σερί πρωταθλημάτων των πρασίνων και να πετυχαίνουν ένα εντυπωσιακό back to back στην Ευρωλίγκα, με το Σπανούλη να ανακηρύσσεται πολυτιμότερος παίκτης και στα δύο φάιναλ φορ, φτάνοντας συνολικά τους τρεις τίτλους MVP (κάτι που έχουν πετύχει μόνο αυτός και ο Τόνι Κούκοτς), σε μια διοργάνωση όπου έγραψε τη δική του ιστορία και πολλά ρεκόρ.

Η συνέχεια είχε τίτλους και σκαμπανεβάσματα στις εγχώριες διοργανώσεις, δύο χαμένους τελικούς Ευρωλίγκα απέναντι στους γηπεδούχους (Ρεάλ και Φενέρ), το Σπανούλη να ραπάρει με λαρισινή προφορά στο καλτ τρέιλερ της Ευρωλίγκα που βλέπετε πάνω, να κερδίζει τίτλους στις εγχώριες διοργανώσεις, να σπάει την κατάρα του ΟΑΚΑ, την άμυνα του Γκιστ και του Πεδουλάκη που είχαν βρει προσωρινά το κουμπί του, αλλά να μένει μακριά από τρόπαια την τελευταία απογοητευτική διετία, όπου έχασε ακόμα και το Κύπελλο από την ΑΕΚ.

Σήμερα είναι το απόλυτο τοτέμ στον Πειραιά, κανείς όμως δεν μπορεί να νικήσει τον πανδαμάτορα χρόνο (από τα αγαπημένα αθλητικά κλισέ). Κάποιοι οπαδοί του Ολυμπιακού προβληματίζονται αν η ομάδα έχει εξάρτηση από το Σπανούλη, αν γίνεται προβλέψιμη όταν βασίζεται πάνω του, αν είναι καλύτερη όταν λείπει ο αρχηγός της και άλλες παρόμοιες “ιεροσυλίες”, όσο δεν έρχονται νέοι τίτλοι. Κι ίσως φέτος να είναι η τελευταία χρονιά του Σπανούλη στα γήπεδα, αφού δύσκολα θα μπορούσε να συμβιβαστεί με συμπληρωματικό ρόλο και με κάτι άλλο από την κορυφή.

Στην Εθνική ομάδα, ο Σπανούλης ανήκε στη χρυσή γενιά που έγραψε χρυσές σελίδες, μαζί με το Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά και τον κουμπάρο του, Νίκο Ζήση. Μια ομάδα που πήρε το χρυσό στο Βελιγράδι το 05′, έφτασε στον τελικό του Μουντομπάσκετ της Σαϊτάμα, υποχρεώνοντας τους Αμερικάνους στην τελευταία -μέχρι στιγμής- ήττα τους σε διεθνή διοργάνωση, και παρέμεινε για μια πενταετία στη γραμμή των μεταλλίων. Το μόνο που της ξέφυγε ήταν ένα ολυμπιακό μετάλλιο, με το Σπανούλη να γίνεται ο μοιραίος παίκτης στον προημιτελικό του 08′ με την Αργεντινή, αλλά να έχει μια σειρά άλλες σπουδαίες εμφανίσεις που να σβήνουν αυτή την ανάμνηση και πάρα πολλά εύστοχα σουτ στην εκπνοή των αγώνων που αποδεικνύουν πως είναι clutch-player (καθοριστικός στα πιο κρίσιμα σημεία του αγώνα).

Αποσύρθηκε από την Εθνική στα 33 του, μετά την 5η θέση στο Ευρωμπάσκετ του 2015, αλλά είναι ζήτημα αν ήταν καθαρά δική του απόφαση ή συντέλεσε και το δηλητήριο από τις οπαδικές κόντρες, που εμπλέκει αντικειμενικά την Ομοσπονδία και την Εθνική ομάδα, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ιδίως μετά από κάποιες ήττες.

Κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το φινάλε στη μεγάλη καριέρα του Βασίλη Σπανούλη. Όπως και με το Διαμαντίδη, όμως, τίποτα δεν είναι ικανό να τη μειώσει. Ούτε καν η κόντρα των δύο αιωνίων και τα πάθη που προκαλεί. Ίσως όταν αποσυρθεί να καταλάβουν κι οι πιο φανατικοί του εχθροί την αξία του και να τον εκτιμήσουν. Εξάλλου και το μίσος μια μορφή αντεστραμμένης, προδομένης αγάπης είναι…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: