Ντούσαν Μπάγεβιτς – Ο τιτοϊκός πρίγκηπας που έγινε βάτραχος

Ο Μπάγεβιτς είναι ο πρίγκιπας του Νερέτβα που έγινε βάτραχος για τους οπαδούς της ΑΕΚ, ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή από αυτή του παραμυθιού, μετά από το φιλί του Ιούδα και τη μεταπήδησή του στον Ολυμπιακό. Μια κλασική περίπτωση ενός μεγάλου έρωτα που αντιστράφηκε σε σφοδρό μίσος.

Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς είναι ο πρίγκιπας του Νερέτβα (του ποταμού που διασχίζει τη γενέτειρά του) που έγινε Κέρμιτ ο βάτραχος για τους οπαδούς της ΑΕΚ, ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή από αυτή του παραμυθιού, μετά από το φιλί του Ιούδα και τη μεταπήδησή του στο νούφαρο του Ολυμπιακού (εδώ θα χωρούσε ίσως και ένας συνειρμός με τη “λίμνη” του Νικολαΐδη και την εφήμερη χαρά ενός πρωταθλήματος, αλλά θα γινόταν αντιληπτός μόνο από τους πολύ φανατικούς). Μια κλασική περίπτωση ενός μεγάλου έρωτα που αντιστράφηκε σε σφοδρό μίσος, μετά την απιστία και το διαζύγιο -εάν μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει κάτι τέτοιο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Γιατί η απιστία προϋποθέτει να υπάρχει πίστη κι αυτή ευδοκιμεί πλέον μονάχα σε εύπιστους οπαδούς, που ντύνονται με δίχρωμα κασκόλ.

Ο Μπάγεβιτς γεννήθηκε στις 10 Δεκέμβρη του 1948 στο Μόσταρ της Βοσνίας, στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία του Τϊτο. Στα νιάτα του, ως ποδοσφαιριστής, ήταν σπουδαίος σέντερ φορ που διακρίθηκε στην ομάδα της πόλης του, τη Βελέζ Μόσταρ, προτού έρθει στην Ελλάδα για την ΑΕΚ. Φόρεσε τη φανέλα του δικέφαλου για τέσσερα χρόνια και πήρε μαζί του δύο πρωταθλήματα, ως μια μικρή πρόγευση των τροπαίων που θα έπαιρνε ως προπονητής. Υπήρξε διεθνής και με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας, με την οποία είχε 29 τέρματα σε 37 συμμετοχές, και ανάμεσά τους ένα χατ-τρικ σε αγώνα Μουντιάλ, εναντίον της εξωτικής εθνικής Ζαΐρ.

Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από την ομάδα στην οποία ξεκίνησε κι έκλεισε την προπονητική του καριέρα, τη Βελέζ Μόσταρ, για να ακολουθήσει την ίδια πορεία προς την Ελλάδα και την ΑΕΚ. Πήρε πρωτάθλημα μαζί της στην πρώτη κιόλας χρονιά (με το γκολ του Καραγκιοζόπουλου) κι άλλα τρία συνεχόμενα στη συνέχεια, από το 92′ ως το 94′, που είναι και το τελευταίο της ομάδας μέχρι σήμερα. Η ομάδα απέδωσε θεαματικό ποδόσφαιρο που άφησε εποχή, είχε διοικητική σταθερότητα (δίδυμο Καρρά-Μελισσανίδη) και βοήθειες όταν τις χρειαζόταν, την ίδια στιγμή που ο Ολυμπιακός περνούσε τα δικά του πέτρινα χρόνια και μια δεκαετία χωρίς τίτλο.

Μέχρι που…

Το καλοκαίρι του 96′ ο Κόκκαλης αποσπά την υπογραφή του Ντούσκο -που είχε υποσχεθεί άλλα στους οπαδούς της ΑΕΚ- και ξεκινά τη δική του αυτοκρατορία, που κρατάει μέχρι σήμερα, εντός κι εκτός γηπέδων. Ο Μπάγεβιτς είναι ο αρχιτέκτονας μιας σπουδαίας ομάδας και των πρώτων τίτλων του Ολυμπιακού, αλλά και των πρώτων ερυθρόλευκων νικών στο Τσάμπιονς Λιγκ, με επιστέγασμα τη μεγάλη πορεία στους 8 του Τσάμπιονς Λιγκ, που σταμάτησε στο γκολ του Κόντε και το… στρατηγό άνεμο που ξεγέλασε τον Ελευθερόπουλο. Η επόμενη χρονιά όμως ήταν αποτυχημένη στην Ευρώπη και ραγίζει το γυαλί με τον πρόεδρο, παρά τη διατήρηση των εγχώριων σκήπτρων, σηματοδοτώντας το τέλος.

Στο ενδιάμεσο ο Μπάγεβιτς έχει ζήσει ίσως τη χειρότερη στιγμή της καριέρας του, στην επιστροφή του στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου επικρατεί κατακλυσμός -για τη σημειολογία του πράγματος- κι ο αγώνας αναβάλλεται. Αυτοί που τον λάτρεψαν τον περιμένουν όμως και την επόμενη μέρα, με πεντοχίλιαρα -όπου ήταν τυπωμένο το πρόσωπό του- πανό, υβριστικά συνθήματα και χυδαία χτυπήματα, κάτω από τη ζώνη, για την προσωπική του ζωή. Κάτι σαν αντεστραμμένος έρωτας, για ένα έκπτωτο είδωλο, που μπήκε στο γήπεδο με τη συνοδεία αστυνομικών δυνάμεων.
Για αρκετά χρόνια, οι αναμετρήσεις ΑΕΚ-Ολυμπιακού μύριζαν μπαρούτι κι οι οπαδοί της ΑΕΚ ζούσαν κι ανέπνεαν για να κερδίσει η ομάδα τους αυτό το παιχνίδι.

Μετά τον Ολυμπιακό, ο Μπάγεβιτς πηγαίνει στον ΠΑΟΚ και του δίνει τον πρώτο του τίτλο (Κύπελλο Ελλάδας) μετά από ανομβρία 16 χρόνων, σε ενα χορταστικό τελικό, όπου νικάει την παλιά του ομάδα με 4-2 και παίρνει μια μικρή εκδίκηση για την απομάκρυνσή του.

Μετά από αυτό αρχίζει ο κύκλος των μεγάλων επιστροφών, που δεν είναι όμως εξίσου πετυχημένος και σε κάποιες περιπτώσεις, μοιάζει με ξαναζεσταμένο φαγητό.

Ο Μπάγεβιτς επιστρέφει δύο φορές στην ΑΕΚ, διχάζοντας το κοινό της ομάδας, αφού οι οργανωμένοι κι ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών δεν μπορεί να καταπιεί και να συγχωρήσει την προδοσία του. Ο δεύτερος αυτός κύκλος κλείνει με εντυπωσιακό τρόπο, με τον Ντούσκο να φεύγει απ’ τον πάγκο του στο μέσο της αναμέτρησης με τον Ηρακλή, μην αντέχοντας άλλο να τον βρίζουν και να τον αποδοκιμάζουν, αντί να ασχολούνται με τον αγώνα.

Επέστρεψε στον Ολυμπιακό και του ξανάδωσε τα εγχώρια σκήπτρα, ενώ έφτασε πέντε λεπτά μακριά από μια μεγάλη πρόκριση στο Τσάμπιονς Λιγκ, εις βάρος της μετέπειτα πρωταθλήτριας Ευρώπης Λίβερπουλ.

Επέστρεψε στη Σερβία (αν και το Μόσταρ είναι στη Βοσνία) για τον Ερυθρό Αστέρα, από τον οποίο αποχώρησε με εξίσου επεισοδιακό τρόπο, μετά από κάποια άσχημα αποτελέσματα, εν μέσω ενός αγώνα και πάλι, μολονότι είχε την ομάδα πρώτη στο πρωτάθλημα.

Επέστρεψε και στη Θεσσαλονίκη για τον Άρη, με τον οποίο δεν πέτυχε όμως να πάρει κάποιον τίτλο, χάνοντας μια μεγάλη ευκαιρία στον τελικό του Κυπέλλου στο Καυτατζόγλειο, με τον Ολυμπιακό. Ανέπτυξε έντονο φλερτ με τον ΠΑΟ, αλλά δεσμευόταν με συμβόλαιο και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τον κύκλο στις τρεις ομάδες του ΠΟΚ και τις πέντε μεγαλύτερες ομάδες της Ελλάδας, που θα ήταν ένα σπάνιο επίτευγμα.

Επέστρεψε για τρίτη φορά στην ΑΕΚ, χωρίς κάτι αξιοσημείωτο, κι έκανε κάποια σύντομα περάσματα από την Κύπρο για την Ομόνοια, και από τον Ατρόμητο. Αλλά κάπου εκεί σταμάτησε να δημιουργεί πάθη και γεγονότα γύρω από το πρόσωπό του, ενώ η εξέλιξη του ποδοσφαίρου φάνηκε να τον αφήνει πίσω και να καθιστά το δικό του τρόπο παιχνιδιού ξεπερασμένο. Έκλεισε έτσι ένα μεγάλο κεφάλαιο και μια ολόκληρη εποχή, την οποία σημάδεψε με τρόπο κυριαρχικό κι αδιαμφισβήτητο.

Σήμερα βρίσκεται σε διευθυντικό πόστο στην ΑΕΚ, όπου επέστρεψε πάλι, αυτή τη φορά χωρίς γκρίνια κι επεισόδια. Εξάλλου έχουν μεσολαβήσει πολλά -όπως ο οδυνηρός υποβιβασμός της ομάδας- και η πλειοψηφία των οπαδών της ΑΕΚ έχει βάλει νερό στο κρασί της -δυστυχώς όχι μόνο σε τέτοια ζητήματα.

Κάνοντας τον απολογισμό μιας προπονητικής καριέρας, ο Μπάγεβιτς -που έκλεισε χτες τα 69 του χρόνια- μπορεί να καμαρώνει πως είχε το άγγιγμα του Μίδα για πολλά χρόνια, σχεδόν σε όποια ομάδα κι αν πήγε. Θα έχει πάντα κοντά του, για τα γεράματα, παίκτες σαν τον Κόφι Αμπονσά, και άλλα δικά του “κολλήματα”, που ήταν πιστοί του σύντροφοι, σαν το κομπολόι του, σχεδόν σε όλες τις ομάδες του. Θα μας αφήσει με την απορία πώς προφέρεται σωστά το όνομά του (ο Σπυρόπουλος πχ το έλεγε συνεχώς Μπάεβιτς), γιατί δεν έμαθε καλύτερα ελληνικά, τόσα χρόνια στη χώρα μας -αν και ήταν λίγο καλύτερα από αυτά του Γκμοχ- και γιατί ήταν πάντα τόσο σκυθρωπός, στις συνεντεύξεις τύπου, σα να είχε χάσει η ομάδα του, ή σα να ‘χε πεθάνει κάποιος συγγενής του. Και θα συγχωρήσουμε (ΑΕΚτζήδες και μη) τις απιστίες του, τώρα που δεν είναι ενεργός κι αφήνει πίσω του ένα κενό που δύσκολα θα καλύψει κανείς, ακόμα κι αν είναι αυτού που λατρεύαμε να μισούμε.

Υστερόγραφα
-Η λέξη “τιτοϊκός” στον τίτλο, αναφέρεται στις πολιτικές απόψεις του Μπάγεβιτς, που λέγεται πως ήταν θαυμαστής του Γιουγκοσλάβου ηγέτη.
-Στον επίλογο, μπορείτε να διαβάσετε ένα παλιό κείμενο του Νίκου Αντωνάκου, από το Ριζοσπάστη, τον καιρό της μετακίνησης του προπονητή Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: