Μπάνε Πρέλεβιτς – Έχει έναν τίγρη μέσα του…

Ένας στυγνός βομβαρδιστής με αντιμπασκετικό σουλούπι που δε σου γέμιζε το μάτι, αλλά το καλάθι με πόντους και έγινε τραγούδι-σύνθημα-λατρεία στα χείλη φίλων και εχθρών.

Αν ρωτήσεις έναν ΠΑΟΚτζή για τον Πρέλεβιτς, θα σου πει πιθανότατα πως ήταν ο λόγος που έβλεπε μπάσκετ. Και ο λόγος που σταμάτησε να το βλέπει όταν έφυγε -και ας έδωσε τη σκυτάλη στον Πέτζα Στογιάκοβιτς. Αν πάλι ρωτήσεις οπαδούς άλλων ομάδων, θα σου πουν μάλλον ότι ήταν αυτός που φοβούνταν περισσότερο ή απλώς ζήλευαν που δεν έπαιζε στην ομάδα τους.

Ένας στυγνός βομβαρδιστής, με τελείως αντιμπασκετικό -σχεδόν χαρρυκλυννικό- σουλούπι, που δε σου γέμιζε το μάτι, αλλά σου φόρτωνε την καμπούρα με καλάθια, πριν το καταλάβεις, με το χαρακτηριστικό στιλ: ο αντίχειρας μπροστά από την μπάλα, απέναντι από τα υπόλοιπα δάχτυλα, βαθιά ανάσα σα να βγάζει δαχτυλίδια καπνού απ’ το στόμα και ένα βλέμμα που δεν ήταν ακριβώς σπινθηροβόλο αλλά σε υπνώτιζε. Ενώ το πάθος που έβγαζε στο γήπεδο τού έδωσε το -όχι και τόσο πρωτότυπο- παρατσούκλι “τίγρης” και ας του κόστιζε και κάνα δόντι μες στο γήπεδο…

Ανδρώθηκε μπασκετικά στον ερυθρόλευκο Ερυθρό Αστέρα, αλλά συνδέθηκε με τον ΠΑΟΚ (που έχει αδελφοποιηθεί με την άσπονδο εχθρό Παρτιζάν) και δέθηκε τόσο πολύ με τη Θεσσαλονίκη, που ονόμασε προς τιμήν της Τέα τη μια του κόρη -αν και οι περισσότεροι γνωρίζουν την άλλη, από τα καλλιστεία και το μόντελινγκ.

Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1966 στο Βελιγράδι και είχε το κόκκινο αστέρι στη φανέλα, αλλά η πιο ιδιαίτερη φωτογραφία είναι αυτή από το φανταρικό του που το είχε στον μπερέ και είναι σχεδόν αγνώριστος.

Όλη η Γιουγκοσλαβία άρχισε να μιλάει για αυτόν, όταν η Crvena Zvezda (Ερυθρός Αστέρας) με προπονητή τον Τζούροβιτς -με το μουστάκι θρύλο- απέκλεισε στον ημιτελικό του πρωταθλήματος τη μεγάλη Τσιμπόνα του μέγιστου Ντράζεν Πέτροβιτς, πριν λυγίσει στον τελικό με την Παρτιζάν. Ήταν η πρώτη φορά από τις πολλές που ο Μπάνε έφτασε στη βρύση χωρίς να πει νερό. Δε χρειαζόταν όμως τρόπαια και τίτλους, για να πατήσει την κορυφή.

Ο ΠΑΟΚ τον έφερε στην Ελλάδα το ’88 ως αντίπαλο δέος του Γκάλη, για να σπάσει την κυριαρχία του Άρη, σε μια εποχή που τα μεταξύ τους ντέρμπι καθήλωναν την Ελλάδα -και αυτό δεν είναι υπερβολή, σε μια χώρα-εποχή που ζούσε για την υπερβολή και μες στην υπερβολή (από τον λαό, για τον λαό) σε κάθε τομέα. Ο ΠΑΟΚ κατά κανόνα αποτύγχανε, κάθε φορά καλύτερα από την προηγούμενη, με κορυφαία την τελευταία, το ’91. Το “τέλος της ιστορίας” πλησίαζε, αλλά κάποιοι αντιστέκονταν ακόμα και φορούσαν καπελάκια CCCP, κόντρα στο ρεύμα και τους καιρούς.

Στο τέλος του τελευταίου τελικού, στο τελευταίο πρωτάθλημα του Άρη, ο Μπάνε και ο Γκάλης έδωσαν έναν τελευταίο χορό με μπουνιές και σκισμένες φανέλες, για αδιευκρίνιστους λόγους. Το ημερολόγιο έγραφε 7 Μάη 1991 και ακριβώς 22 χρόνια μετά, στη μεγάλη φιέστα στο Παλέ για τον Γκάλη, ο Μπάνε επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος, αγκάλιασε ξανά τον Γκάλη -τιμητικά αυτή τη φορά- κερδίζοντας παράλληλα το χειροκρότημα ενός δύσκολου κοινού που δε χαρίζεται σε κανέναν -ούτε στις μεγάλες σημαίες του συλλόγου που τον πλήγωσαν.

Ο Μπάνε δε χρειαζόταν όμως την κορυφή για να κουμπώσει με την πόλη, την ομάδα, τον λαό της, την ψυχοσύνθεσή του που συνοψίζεται στο σύνθημα “τα μυαλά μας πονάνε”. Έγινε σύνθημα, τραγούδι -από φίλους και εχθρούς, γιατί βόλευε και το όνομα-, αντικείμενο λατρείας. Ζούσε κι αυτός σαν οπαδός τους αγώνες, έσφιγγε τα δόντια για να παίξει κάθε φορά που ήταν τραυματίας -σχεδόν εθιμοτυπικά πριν από κάθε αγώνα. Ένιωθε και αυτός τα δικά του μυαλά να πονάνε σε επώδυνες ήττες, σαν κι αυτή από τη Ρεάλ, στον τελικό του Κυπελλούχων, με την γκάφα του Φασούλα -μετρ στο είδος- και το στιγμιότυπο που τον χάραξε για πάντα.

Έκανε όμως κι αυτά των αντιπάλων να παγώνουν, βλέποντας καλάθια σαν κι αυτό από το κέντρο, στην εκπνοή ενός ντέρμπι με τον Άρη. Ένα μικρό βηματάκι παραπάνω από τον Πρέλεβιτς -που δεν είδε ποτέ ο Ρήγας- ένα μεγάλο βήμα για το πρώτο και μοναδικό πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ, τη σεζόν 1991-92, με τον Μπάνε να θέλει να πάρει την μπάλα από το τάιμ-άουτ του Ίβκοβιτς.

Ο Μπάνε ήταν ο φυσικός ηγέτης μιας ομάδας που θεωρούνταν η καλύτερη της Ευρώπης για μια τριετία, έμεινε όμως χωρίς στέμμα ή μάλλον με πολύ λιγότερους τίτλους από αυτούς που υποσχόταν η δυναμική της. Το 92′ πήρε το πρωτάθλημα και το 93′ πήγε ως απόλυτο φαβορί στο Φάιναλ-Φορ του ΣΕΦ, για να δει όμως την πλάτη της Μπενετόν και του Κούκοτς, στην τελευταία χρονιά του στην Ευρώπη.

Αυτή ήταν η κορωνίδα σε μια σειρά από ατυχίες, γκάφες και χαμένους τελικούς. Χρύσωσε το χάπι όμως με δύο άλλους ευρωπαϊκούς τίτλους, το Κύπελλο Κυπελλούχων του ’91 και το Κόρατς το ’94, στους διπλούς τελικούς με τη Μιλάνο, και τον Πρέλεβιτς να σπάει την παράδοση με τα γένια των τριών ημερών και να ξυρίζεται για να είναι όμορφος στην απονομή! Ναι…

Το ’95 ήρθε ένα Κύπελλο Ελλάδας και το ’96 γράφτηκε ο επίλογος με έναν ακόμα ευρωπαϊκό τελικό και την ήττα στην έδρα της Ταουγκρές. Η σκυτάλη πέρασε στον Στογιάκοβιτς, οι ΠΑΟΚτζήδες σταμάτησαν να πηγαίνουν στο Παλέ, και ο Μπάνε πήγε έναν χρόνο στην Ιταλία και την Κίντερ (ή μήπως Μπάκλερ; Τέλος πάντων, τη Βίρτους) Μπολόνια, για να μπει στα παπούτσια του Ντανίλοβιτς -που πήγε στο ΝΒΑ- και να αδειάσει το μυαλό του που πονούσε.

Ένα χρόνο μετά, γύρισε στην Ελλάδα για την ΑΕΚ του Ιωαννίδη και πήγε μαζί της Φάιναλ-Φορ, όπου πήρε το σκαλπ της Μπενετόν του Ομπράντοβιτς -από τα λίγα Φάιναλ-Φορ που του ξέφυγαν- πριν πέσει ηρωικά στον τελικό, εναντίον της πρώην ομάδας του. Μετά από άλλον έναν χρόνο, γύρισε στη Θεσσαλονίκη, για να ρίξει τίτλους τέλους, με τη φανέλα της ομάδας που αγάπησε.

Έπαιξε σε όλα τα μικρά κλιμάκια των εθνικών ομάδων της Γιουγκοσλαβίας, αλλά πρακτικά δεν έπαιξε ποτέ στην Εθνική Ανδρών. Αρχικά γιατί η μεγάλη των πλάβι σχολή είχε τόσο ατόφιο ταλέντο, που δεν μπορούσαν να χωρέσουν όλοι στην τελική δωδεκάδα. Και στη συνέχεια, γιατί τα δικά του πολύ καλά χρόνια συνέπεσαν με τον αποκλεισμό των Γιούγκων από τις διεθνείς διοργανώσεις -και ας έλεγχαν τη ΦΙΜΠΑ με τον Στάνκοβιτς. Όταν τον ρώτησαν, σε μια πολιτική εκπομπή, αν αισθάνεται Σέρβος, Έλληνας ή κάτι άλλο, αυτός απάντησε με σχεδόν διεθνιστική ατάκα: Μπασκετμπολίστας

Ο Πρέλεβιτς γύρισε στον δικέφαλο άλλες δυο φορές. Τη μία ως προπονητής σε ένα κεφάλαιο με λιγοστές σελίδες που ελάχιστοι θυμούνται και την άλλη ως πρόεδρος, που κρατούσε την ομάδα όρθια σε χαλεπούς καιρούς, ως το περασμένο καλοκαίρι, που βαρέθηκε να παίζει αυτόν τον ρόλο και αποχώρησε γιατί βαρέθηκε να αποδεικνύει πως δεν είναι ελέφαντας:

-Το όνομά μου είναι Μπάνε, όχι Ντάμπο…

Ε ναι, το Ντάμπο δε βολεύει πολύ και για τα συνθήματα…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: