Φραγκίσκος Αλβέρτης: Ο Άγιος Φράγκι του τριφυλλιού

Ένα αφιέρωμα στον αιώνιο αρχηγό του Παναθηναϊκού και ένα από τα μεγαλύτερα “βρωμόχερα” του ελληνικού μπάσκετ.

Ο Φραγκισκος Αλβέρτης έφτασε στον Παναθηναϊκό έφηβος και πέρασε εκεί μια ζωή, συνδέοντας το όνομά του με το τριφύλλι, για να γίνει ένας από τους αγαπημένους παίκτες, ου μην και αγίους, της εξέδρας, με το “εικόνισμά” του να στολίζει το ΟΑΚΑ και να θυμίζει μεγάλες στιγμές από το πρόσφατο παρελθόν.

Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1974, και πήγε στους πράσινους από τη Γλυφάδα το 1990, προτού καν ενηλικιωθεί, με αντάλλαγμα τον καλύτερο πολίστα του ΠΑΟ -τότε το τμήμα της υδατοσφαίρισης υπαγόταν ακόμα μαζί με το τμήμα μπάσκετ στον Ερασιτέχνη. Κάποιοι θεώρησαν τρέλα την κίνηση του Γιαννακόπουλου να πληρώσει τόσο πολλά για ένα αμούστακο παιδί, αλλά η συνέχεια θα τον δικαίωνε. Έμεινε στον Παναθηναϊκό σχεδόν είκοσι χρόνια και πήρε 25 τίτλους, έχοντας μόνος του μεγαλύτερη τροπαιοθήκη από όλους σχεδόν τους αντίπαλους ελληνικούς συλλόγους. Ελάχιστοι από αυτούς τους τίτλους όμως ήρθαν στην προ-Ομπράντοβιτς εποχή, την περίοδο δηλ που η οικογένεια ξόδευε αφειδώς λεφτά για τους καλύτερους παίκτες, χωρίς αντίκρισμα.

Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από αυτά τα χρόνια ήταν η εικόνα του Αλβέρτη, στο Φάιναλ-Φορ του Τελ-Αβίβ -όπου ο Ολυμπιακός απέκλεισε στον ημιτελικό τον αιώνιο αντίπαλό του- να υποστηρίζει μαζί με το Νίκο Οικονόμου την Μπανταλόνα στον τελικό, εναντίον των ερυθρόλευκων, και να απολογείται εκ των υστέρων για τη στάση του. Ο Οικονόμου φαινόταν τότε να έχει προχωρήσει ένα κλικ παραπάνω από τον Αλβέρτη στην καριέρα του, τα δεδομένα όμως άλλαξαν όταν έφυγε από τους πράσινους, μετά το νικητήριο τελικό στο ΣΕΦ και το αποχαιρετιστήριο τρίποντο που αφιέρωσε στην κερκίδα (“Για να με θυμάστε”). Φεύγοντας από το “μαντρί”, τον έφαγε ο λύκος της αφάνειας, τη στιγμή που ο Φράγκι γινόταν η σημαία του συλλόγου κι έμπαινε στον ιστό της για πάντα.

Την πρώτη χρονιά του Ομπράντοβιτς, ο Αλβέρτης ήταν ήδη αρχηγός της ομάδας, με δέκα χρόνια ανελλιπούς παρουσίας. Είχε όμως ένα θερμό επεισόδιο με τον προπονητή του, που λειτούργησε μάλλον ως ηλεκτροσόκ για την αφύπνιση του συνόλου, χωρίς να διαταράξει τις μεταξύ τους σχέσεις, που βελτιώνονταν συνεχώς στη συνέχεια, στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της καλής συνεργασίας. Τα επόμενα χρόνια κατέκτησαν μαζί τα πάντα, αρχής γενομένης από το Ευρωπαϊκό στο κλειστό της Πυλαίας (το δεύτερο αστέρι που έραψε στη φανέλα του το τριφύλλι).

Το 2003, στα επινίκια του τελικού Κυπέλλου της Λάρισας, ο σεμνός και λιγομίλητος Αλβέρτης που είχε λανσάρει ήδη μακριά κόμη παίρνοντας το προσωνύμιο “Ταρζάν”, παίρνει το μικρόφωνο στο κέντρο διασκέδασης και τραγουδά εν μέσω κατάνυξης το “Ήτανε μια φορά…” του Ξυλούρη, ενάντια στα μπουζουκτσίδικα γούστα της πλειοψηφίας. Στο τέλος έδωσε μάλιστα κι αντιπολεμικό μήνυμα, φωνάζοντας “Ειρήνη στο Ιράκ”, καθώς λίγες μέρες πριν είχε ξεκινήσει η ΝΑΤΟϊκή ιμπεριαλιστική επέμβαση που έψαχνε να εξουδετερώσει τα… χημικά όπλα του Σαντάμ.

Παρέμεινε στην ενεργό δράση ως τα 35 του κι αποχώρησε το 2009, με ένα ακόμα Ευρωπαϊκό και μια τριπλέτα τίτλων, ένας εμβληματικός αρχηγός, παρά το μειωμένο χρόνο συμμετοχής που είχε την τελευταία του χρονιά στην ομάδα. Στα 100 χρόνια του συλλόγου, ψηφίστηκε ως η πιο σημαντική φυσιογνωμία στην ιστορία του μπασκετικού τμήματος. Η διοίκηση απέσυρε τη φανέλα του, ενώ ετοίμασε προς στιγμήν του κι ένα λαμπρό φιλικό αγώνα, για ένα συγκινητικό αντίο. Ο Αλβέρτης παρέμεινε στρατιώτης της από διάφορα πόστα, ενώ το 14′ κλήθηκε να βοηθήσει από τη θέση του προπονητή, με βοηθό τον Πρίφτη, και έφτασε σε έναν ακόμα τίτλο στους τελικούς με τον Ολυμπιακό.

Στην Εθνική, είχε την ατυχία να πέσει στο μεταβατικό διάστημα ανάμεσα στις δύο χρυσές γενιές, του Ευρωμπάσκετ του 87′ και της προηγούμενης δεκαετίας, που έφτασε μια ανάσα από την κορυφή του κόσμου. Έλειπε στο κάζο της Ντιζόν το 99′, λόγω τραυματισμού, πέτυχε ένα καθοριστικό μπάζερ-μπίτερ, από την αγαπημένη του θέση στη γωνία, με τους Ιταλούς στην Αττάλεια (αλλά μετά πέσαμε πάνω στο Νοβίτσκι), ενώ το κύκνειο άσμα του ήρθε το 04′, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όπου αστόχησε στο κρίσιμο τελευταίο σουτ, στον προημιτελικό με την Αργεντινή. Έτσι έγραψε το δικό του επίλογο στην Εθνική, ένα μόλις χρόνο πριν τη δική της απογείωση στο χρυσό Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου.

Στο ενδιάμεσο είχε γυρίσει κι ένα σχεδόν καλτ διαφημιστικό με την Εθνική, για ένα χορηγό της, βάζοντας στοίχημα για το σουτ και τις δυνατότητές του, με τους συμπαίκτες του: Από εδώ, δύο Εντζόι…

Ήταν ίσως ο πιο καθαρόαιμος σουτέρ του ελληνικού μπάσκετ, πραγματικός βομβιστής έξω από τα 6.25, με το δικό του ιδιαίτερο στιλ, το σουτάκι από τη γωνία -ενίοτε μετά από προσποίηση- ως σήμα κατατεθέν, και τη συνήθειά του να ανεβάζει τα μπατζάκια του πριν από κάθε βολή.

Σήμερα κλείνει τα 44, αλλά τα φετινά του γενέθλια πέφτουν πάνω στο πένθος της πράσινης οικογένειας για την απώλεια του Παύλου Γιαννακόπουλου, που κάποτε δε δίστασε να δώσει τον καλύτερο πολίστα της ομάδας, για να τον φέρει στον Παναθηναϊκό. Και η ιστορία τον δικαίωσε…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: