Βαλεντίνε λέρα εργατοπατέρα

Το χρήμα σκοτώνει τον έρωτα και το συναίσθημα. Αλλά και όπου υπάρχει χαρά και συναίσθημα που του έχει ξεφύγει, πέφτει πάνω του να το πλακώσει και να απομυζήσει ό,τι κέρδος μπορεί. Έτσι η χαρά και η επιθυμία συνδέονται πρωτίστως με την κατανάλωση.

Έχει εμπορικό χαρακτήρα η γιορτή του Βαλεντίνου; Προφανώς και έχει. Μία χρυσή ευκαιρία για εμπόρους και επιχειρήσεις να κάνουν το συναίσθημα εμπόρευμα, ακόμα και να ξεπλύνουν το κοινωνικό τους προφίλ, δείχνοντας ευαισθησίες -με πρωτοπόρο τη Lacta που το έχει πάει σε άλλο επίπεδο, κάνοντας σχεδόν “ιδεολογική δουλειά” με τις διαφημίσεις της.

Είναι η γιορτή του Έρωτα κατασκεύασμα των εταιριών, για να κερδίζουν; Όχι ή μάλλον όχι ακριβώς. Με την ίδια έννοια που δεν είναι πχ τα Χριστούγεννα, κι ας έχει καθιερωθεί μια μασκότ της Κόκα-Κόλα ως σήμα κατατεθέν τους. Παίρνουμε όμως φαντασιακή εκδίκηση μέσω της σκανδαλώδους ομοιότητάς του με τον δικό μας Κάρολο, και των δεκάδων memes που κατακλύζουν κάθε χρόνο τα ΜΚΔ.

Τα Χριστούγεννα προϋπήρχαν του καπιταλισμού, σε όλες τις θρησκείες και σε διάφορες μορφές, ως ηλιούγεννα βασικά, σε μια εποχή που οι άνθρωποι είχαν άμεση επαφή με τη φύση και γιόρταζαν το γεγονός ότι αρχίζει να μεγαλώνει η μέρα. Σήμερα το ηλιοστάσιο είναι μια απλή πληροφορία, μπορεί να το πετύχεις κάπου ως είδηση, αλλά δεν επιδρά τόσο άμεσα στις ζωές μας. Το πολύ-πολύ να μας επηρεάσει η (μικρή ή μεγάλη) μέρα τη διάθεση, κάλλιστα όμως μπορεί να έχει κανείς μελαγχολία με λιακάδα ή μες στο κατακαλόκαιρο -ιδίως αν δεν μπορεί να κάνει διακοπές.

Ο έρωτας -ανίκατος μάχαν- πάλι είναι ζήτημα από πότε ακριβώς υπήρχε με τη σημερινή του μορφή, με ποια ιπποτικά φαινόμενα συνδέεται και πότε γίνεται μαζικό κοινωνικό φαινόμενο. Σίγουρα όμως συνδέεται άμεσα με την παραγωγή, την οικονομική αναγκαιότητα κι ανθεί όταν αυτή εκλείπει και δε σκέφτεσαι την προίκα και την τσέπη, αλλά το αγνό συναίσθημα, που είναι πάντα νόθο, όσο δεν ξεφεύγει από το μείζον οικονομικό ζήτημα. Να γιατί ο έρωτας είναι επανάσταση και αντιστρόφως, γιατί ξεφεύγει από το βασίλειο της οικονομικής αναγκαιότητας και είναι μια εικόνα του μέλλοντος από το βασίλειο της ελευθερίας.

Ας θυμηθούμε και την έξοχη σατιρική -κατ’ άλλους χλευαστική- σύνδεση που κάνει ο Αριστοφάνης στις Εκκλησιάζουσες, όπου οι γυναίκες παίρνουν την εξουσία και εγκαθιδρύουν ένα είδος “κομμουνισμού” και κοινοκτημοσύνης. Τι θα κάνουν όμως όσοι είναι γέροι και άσχημοι στο ερωτικό-σεξουαλικό κομμάτι, αν δεν μπορούν να πείσουν με οικονομικά θέλγητρα μια ωραία μικρούλα να πάει στο κρεβάτι μαζί τους; Έτσι λοιπόν, ο νομοθέτης προβλέπει σοφά να πρέπει να πάει η μικρή με έναν γερομπισμπίκη, προτού χαρεί τον έρωτά της με το συνομήλικο εραστή της. Και το ίδιο ισχύει και για αυτόν τον τελευταίο, για να εξαλειφθεί κάθε αδικία και να μην υπάρχουν “ερωτικά αδικημένοι”…

Ο έρωτας λοιπόν δεν είναι ακριβώς απαλλαγμένος από την οικονομική αναγκαιότητα. Αλλά ακόμα και όταν καταφέρνει να υπάρχει σε μια πιο “αγνή” μορφή, μπλέκει στα δίχτυα του εμπορίου -και δεν είναι περιττό να θυμηθούμε πως ο καπιταλισμός είναι το οικονομικό σύστημα της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, όπου η παραγωγή στρέφεται δηλαδή πρωτίστως στην ανταλλαγή προϊόντων και όχι απλώς στην ικανοποίηση των αναγκών του παραγωγού.

Το χρήμα σκοτώνει τον έρωτα και το συναίσθημα. Αλλά και όπου υπάρχει χαρά και συναίσθημα που του έχει ξεφύγει, πέφτει πάνω του να το πλακώσει και να απομυζήσει ό,τι κέρδος μπορεί. Έτσι η χαρά και η επιθυμία συνδέονται πρωτίστως με την κατανάλωση. Ξόδεψέ με, ξόδεψέ με, τελευταίο μου τσιγάρο

Ο έρωτάς σου, για παράδειγμα, χρειάζεται έμπρακτη ή μάλλον εμπράγματη απόδειξη -με πράγματα και όχι απλώς με πράξεις-, να πάρεις κάποιο δώρο, αλλιώς να νιώσεις ενοχή, γιατί δεν πήρες κάποιο δώρο και “ξέχασες” τον σύντροφό σου. Και αντιστρόφως. Όταν θα βγεις μαζί του, πρέπει να καταναλώσετε κάτι, για να νιώσετε πως κάνετε κάτι και να το χαρείτε. Να φάτε κάτι, να πάτε κάπου, να αγοράσετε κάτι, και να φάτε κάτι καλό, να πάτε κάπου καλά, να αγοράσετε κάτι καλό, όχι φουκαριάρικα πράγματα, γιατί ο έρωτας είναι κιμπάρης και δεν χαίρεται αν δεν πληρώσει τα μάτια που αγαπά.

Χαιρόμαστε μόνο όταν καταναλώνουμε και ξεχνάμε να το κάνουμε αλλιώς, χωρίς αυτή τη σύνδεση. Περίπου όπως όταν παίζεις μπάλα -ο πρώτος και παντοτινός έρωτας για πολλά παιδιά που δε μεγάλωσαν- και θες να πληρώσεις ένα γηπεδάκι 5Χ5 για να το χαρείς, ενώ κάποτε έφτιαχνες μικρά, αυτοσχέδια τερματάκια και μπάλες με μεταλλικά κουτάκια ή κουκουνάρια, χωρίς να αλλάζει τίποτα στην παιδική χαρά του παιχνιδιού.

Η αγάπη μας γίνεται αγάπη για τα πράγματα, που είναι μια βασική μορφή αλλοτρίωσης και επηρεάζει άμεσα και τις ερωτικές μας σχέσεις. Βλέποντας πχ τον σύντροφό μας ως κτήμα μας και απλώνοντας τείχη ιδιοκτησίας γύρω του. Ή μετρώντας τις “κατακτήσεις” μας, που δεν περιορίζονται σε ένα μόνο πρόσωπο και μία μόνο χώρα. Οι ανθρώπινες σχέσεις αντανακλούν -όχι ευθέως αλλά αντιπροσωπευτικά- την εμπορευματική λογική, είτε στην εκδοχή της μόνιμης σχέσης-“ιδιοκτησίας”, είτε στην άλλη “απελευθερωμένη” εκδοχή, με σύντομες σχέσεις που θυμίζουν εμπορική δοσοληψία χωρίς δεσμεύσεις και συναίσθημα. Για πολλούς ο δεσμός είναι δεσμά και το συναίσθημα η χειρότερη φυλακή.

Αλλά ό,τι δεν έχει συναίσθημα είναι ψόφιο -ακόμα και αν το περιφέρουμε σαν το πτώμα του Μπέρνι στην αντίστοιχη ταινία. Και αυτός είναι ο βασικός, χρυσός κανόνας του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως λένε και τα Τοξικά Απόβλητα.

Και να η ύψιστη ειρωνεία. Εμείς οι κομμουνιστές και κομμουνίζοντες, που θεωρούμε εαυτούς υλιστές -και εννοούμε διαλεκτικούς υλιστές, άλλο αν κάποιοι καταλαβαίνουν άλλο πράγμα, έχουν μάθει να μας θεωρούν χυδαίους υλιστές και άντε να τους εξηγήσεις τη διαφορά… Εμείς οι κομμουνιστές λοιπόν να θέλουμε να διασώσουμε τον “ιδεαλισμό” από τον χυδαίο υλισμό, να διασώσουμε το συναίσθημα στην “καθαρή” του μορφή (όπως θα έλεγε ο Χέγκελ για το πνεύμα του), χωρίς να αλλοιωθεί από τις υλικές συνθήκες και τον οικονομικό καταναγκασμό.

Ενώ οι άλλοι είναι βουτηγμένοι στον ιδεαλισμό και τις ιδεοληψίες, στη μεταφυσική παραφροσύνη, για να γεμίσουν το κενό μιας άδειας ζωής χωρίς ιδανικά, πέραν της κατανάλωσης και των υλικών αγαθών -που ούτε αυτά διασφαλίζονται σε αφθονία και όσο περισσότερο λείπουν, τόσο μεγαλύτερο “απωθημένο” γίνονται. Γι’ αυτό και η θρησκεία χαρακτηρίζεται από τον Μαρξ ως η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου.

Εν κατακλείδι, πρέπει να ορίσουμε τις υλικές προϋποθέσεις για να εδραιωθεί το συναίσθημα μακριά από υστεροβουλία και συμφέροντα. Και αυτές οι προϋποθέσεις δεν είναι άλλες από την εξάλειψη του οικονομικού καταναγκασμού (ότι πρέπει να δουλεύεις για να ζήσεις δηλαδή),, της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης. Τόσο “ξύλινα”, τόσο “ρομαντικά”, τόσο αναγκαία. Γιατί ελευθερία δεν είναι παρά η συνείδηση της αναγκαιότητας. Και ο έρωτας χωρίς καταναγκασμούς. Ο έρωτας στα χρόνια του κομμουνισμού…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: