Τώρα λοιπόν τι κάνουμε;

Είναι δυνατόν, όποιος δεν απεργεί μιά μέρα, για να μη χάσει το ένα μεροκάματο, να προτείνει γενικόλογα, να απεργήσουμε όλοι μαζί και για πολλές μέρες και να χάσει κι ο ίδιος τα πολλά μεροκάματα; Η επιλογή του τρόπου πάλης αφορά μια συζήτηση ανάμεσα σε όσους ήδη παλεύουν μαζικά ή ένα διάλογο με όσους θέλουν, ν’ αρχίσουν, να αγωνίζονται…

Σχετικά με την άποψη, ότι οι εργατικοί αγώνες περιορίζονται πλέον σε “τουφεκιές στον αέρα” χωρίς αποτελέσματα, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι…

Επειδή αυτά ακούγονται και μέσα στους εργασιακούς χώρους, δεν πάει να πει πως αποτυπώνουν κιόλας την πραγματική διάθεση και τη θέληση όλων των εργαζομένων, να αγωνιστούν και να διεκδικήσουν καλύτερη ζωή ή όχι.

Η άποψη ότι “μια 24ωρη ή 48ωρη κινητοποίηση είναι σήμερα, μιά αδιέξοδη μορφή πάλης και μόνον μια απεργία διαρκείας θα ταρακουνούσε τους κρατούντες”, συνιστά μεν ένα λογικό επιχείρημα αλλά χρειάζεται προσοχή σ’αυτό, αν θέλουμε να προφυλάξουμε την έννοια του κάθε αγώνα, ακόμη και μιας ολιγόωρης στάσης εργασίας…

Διότι η απαξίωση των εργατικών αγώνων, είναι αυτό, που συνεχώς θέλει να μπολιάζει στην συνείδηση των εργαζομένων, όλο το συρφετολόι των υπηρετών του Κεφαλαίου.

Από κυβερνητικούς-εργοδοτικούς συνδικαλιστές μέχρι και αστικές κυβερνήσεις.

Το αίτημα για απεργία διαρκείας, συνήθως εκπορεύεται με πονηρό τρόπο από τα πάνω, και διαχέεται προς τα κάτω, εξυπηρετώντας την προπαγάνδα των κρατούντων, που εκμεταλλεύονται στο έπακρο την υπάρχουσα υποχώρηση του εργατικού κινήματος.

Δεν είναι και τόσο αθώο πολλές φορές συνάδελφοι το αίτημα για απεργία διαρκείας, ιδίως όταν συνοδεύεται από την απαξίωση: “με μια μέρα απεργία δεν βγαίνει τίποτα”…

Απαντώντας λογικά, εμείς ως εργαζόμενοι, μια απεργία διαρκείας, με συμμετοχή όλου του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, θα προσλάμβανε βεβαίως μαζικές διαστάσεις. Διότι θα είχε τον ανεπτυγμένο χαρακτήρα πλέον της πολιτικής απεργίας, δηλαδή μιας πλήρους και μαζικής κοινωνικής διεκδίκησης και θα αποτελούσε σίγουρα έναν εφιάλτη για τους καπιταλιστές και το κράτος τους. Μια τέτοιου είδους απεργία όμως, απαιτεί γερή εργατική οργάνωση παντού πρώτ’απ’ όλα, κοινή απόφαση, σαφή στόχευση, συνοχή κι αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων σε όλους τους κλάδους, όπως και συνειδητοποίησή μας, ώστε ν’αντέξουμε και να μην υποχωρήσουμε στις όποιες γαλιφιές των από πάνω ή στην βίαιη καταστολή τους, δηλαδή θ’ απαιτούσε πρωτίστως αταλάντευτη στάση απ’ τη μεριά μας…

Το ερώτημα λοιπόν, που προκύπτει με σαφήνεια, για όλους εμάς τους εργαζόμενους, είναι το εξής ένα:
Υπάρχει τώρα η δυνατότητα για οργάνωση μιάς πολυήμερης απεργίας διαρκείας;…

Μια 24ωρη απεργία ας πούμε, ήδη απαιτεί για την επιτυχία της συμμετοχής των εργαζομένων συναδέλφων, πάρα πολύ μόχθο και κόπο από τις ταξικές δυνάμεις, που πολιορκούνται συνέχεια από τους εκμεταλλευτές ή από διεφθαρμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε κάθε χώρο δουλειάς κι από όλα τα παπαγαλάκια, που το Κεφάλαιο διαθέτει εν αφθονία σε συνεχείς βάρδιες και σε εντεταλμένη υπηρεσία σε όλα τα ΜΜΕ.

Οι συνθήκες θα είναι κατά πολύ δυσκολότερες, όταν θα πρόκειται για έναν ανειρήνευτο αγώνα διαρκείας…
Απ’ την άλλη η άρχουσα τάξη, εκτός απ’ την εναντίωση χρησιμοποιεί και τη μέθοδο της ενσωμάτωσης και της καλλιέργειας ηττοπάθειας στην εργατική τάξη, στην μοναδική ιστορικά δύναμη που μπορεί, να αντιδράσει αποτελεσματικά και να εγγυηθεί την πραγματική κοινωνική απελευθέρωση.

Αλήθεια -κι είναι χρήσιμο το ερώτημα- ποιοι απ’ τους συναδέλφους, που μας προτείνουν “απεργίες διαρκείας”, έχουν οι ίδιοι αποδεχθεί κάθε παραμύθι της εργοδοσίας ή της “εθνικής ανάγκης” για “δίκαιη ανάπτυξη” μιας δήθεν “υγιούς επιχειρηματικότητας”;…

Μάλλον όσοι συνάδελφοι δεν συμμετέχουν ούτε σε μια μονοήμερη κινητοποίηση, ούτε καν σε μια στάση εργασίας στον εργασιακό τους χώρο, παρασέρνοντας στην αδράνεια και όσους άλλους έχουν ίσως διάθεση, να οργανωθούν, ν’ αγωνιστούν και να διεκδικήσουν…

Είναι δυνατόν, όποιος δεν απεργεί μιά μέρα, για να μη χάσει το ένα μεροκάματο, να προτείνει γενικόλογα, να απεργήσουμε όλοι μαζί και για πολλές μέρες και να χάσει κι ο ίδιος τα πολλά μεροκάματα;… Με ποιόν ακριβώς στόχο θα ‘ναι η περίφημη “απεργία διαρκείας”;… Ίσα για να πούμε, πως αγωνιστήκαμε μιά φορά, πως κάναμε το χρέος μας και τέρμα;…

Το σχήμα παραμένει οξύμωρο, για τον απλό λόγο, ότι η επιλογή του τρόπου πάλης αφορά μια  συζήτηση ανάμεσα σε όσους ήδη παλεύουν μαζικά ως εκμεταλλευόμενοι ή έναν καλοπροαίρετο διάλογο με όσους συναδέλφους θέλουν, ν’ αρχίσουν, να αγωνίζονται…

Δυστυχώς δεν αφορά ακόμη αυτούς τους συναδέλφους, που απ’ το μπαλκόνι τους κρίνουν, κατακρίνουν και προτείνουν το “καλύτερο δυνατό” για όλους μας, μέσω της απουσίας τους. Κάτι τέτοιο θυμίζει μόνον τις “άλλες”, τις πιο “ήπιες μορφές πάλης” και την ανάθεση καθήκοντος, την προσμονή δηλαδή του τεμπέλη, ότι η Ιστορία θα γραφτεί τελικά προς όφελός του, επειδή η κάθε αστική κυβέρνηση θα τον συμπονέσει ως “ανθρώπινο όν” και ίσως κάποτε θα του ξαναδώσει πίσω την χαμένη του ζωή με κάποιο αστικό νόμο…

Όλα αυτά για τις απεργίες διαρκείας, συνήθως λέγονται και προτείνονται από όσους -και πρωτίστως, κακώς για τους ίδιους- δεν απεργούν, δεν συμμετέχουν σε κανενός είδους οργάνωση, ακόμη και μέσα στον εργασιακό τους χώρο κι αποφεύγουν επιδεικτικά, όπως ο διάολος το λιβάνι, κάθε συλλογική δραστηριοποίηση, προτιμώντας τον ατομικό δρόμο.

Νομίζω, πως οφείλουμε, να υπενθυμίσουμε, ότι σε συνθήκες επίθεσης του Κεφαλαίου ο μόνος αδιέξοδος δρόμος είναι ο ατομικός και όχι ο συλλογικός.

Απ’ την άλλη η συγκεκριμένη άποψη περί αναποτελεσματικών αγώνων, είναι καλλιεργημένη από τα πάνω, από όλες τις εργοδοσίες και από κυβερνητικούς ή εργοδοτικούς συνδικαλιστές, που μια χαρά έχουνε βρεί ως εργατοπατέρες, τον προσωπικό, ατομικό τους δρόμο για καριέρα κι εξασφαλισμένα φράγκα στην πλάτη όλων των εργαζομένων και του ήδη διεσπασμένου εργατικού κινήματος.
Αυτοί συνήθως προτείνουν σε συναδέλφους, είτε να κάνουν υπομονή και να βάλουν πλάτη, ώστε να μην κλείσει η κάθε επιχείρηση, είτε να διεκδικήσουν τα δίκια τους μόνο με τα χρονοβόρα και οικονομικώς ασύμφορα πλέον, νομικά μέσα.

Οι προτροπές τους συνάδελφε και συναδέλφισσα, είναι σαν το να μην αρπάς απ’τον γιακά, αυτόν που ουσιαστικά ευθύνεται για την πείνα και την φτώχεια σου, αλλά να τον απειλείς μόνον με δικαστήρια. Απλώς θυμήσου αυτό, τώρα:…
“Κάποτε πεινούσαν μόνο οι άνεργοι, τώρα πεινούν και όσοι εργάζονται”

Αυτό όμως δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ.

Δεν εμπιστευόμαστε ακόμη την δύναμή μας, γιατί είμαστε γενιές εργαζομένων, που δεν την έχουμε δοκιμάσει ακόμη, ώστε να καταλάβουμε, ότι δεν πρέπει σε εμάς ο φόβος αλλά στους ίδιους στους φταίχτες. Αν οι αγώνες μας δεν έχουν αποτελέσματα, γιατί άραγε οι “επάνω”, νομοθετούν σιγά-σιγά για τα εργασιακά και ασφαλιστικά μας δικαιώματα, κόβοντας μισθούς και Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, λόγω ενός κάποιου “εξωτερικού χρέους κι αναγκαστικού δανεισμού της χώρας”;…

Ενός χρέους, που για την δημιουργία του, δεν ευθύνεται η εργατική τάξη, αλλά αποκλειστικά και μόνο οι αστικοκρατικές κυβερνήσεις, που εξυπηρετούν πάντα μέσα σε μιά καπιταλιστική κρίση, την “σύμφυση του βιομηχανικού κεφαλαίου με το τραπεζικό-χρηματιστικό κεφάλαιο”;…

Η ανάκαμψη της ιδιωτικής, καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι το ζητούμενο με κάθε τρόπο για τους άρχοντες και κρατούντες, κι αυτή είναι μόνον η “εθνική” τους, όπως και η ουσιαστική, αστική τους ανάγκη…

Γι’ αυτό και παπαγαλίζουν, πως η σταθερότητα της οικονομίας τους εξαρτάται απ’ την σταθερότητα των τραπεζών τους. Οπότε, με άλλα λόγια, για να μην χρειαστεί μια κραυγαλέα και νέα τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση, πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα και με αστικούς νόμους οι πλειστηριασμοί…

Οι, πρώτη και δεύτερη φορά, “αριστεροί” αφού καπηλεύτηκαν το σύνθημα “Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη” ακολούθως στην πράξη το μετάλλαξαν.

Το καναν “Κανένα σπίτι στα χέρια εργάτη ιδιοκτήτη” στοχεύοντας τις λαϊκές, εργατικές κατοικίες, μιάς και οι παγκόσμιες τράπεζες θεωρούν σήμερα, πως το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι υπερβολικά μεγάλο, φωτογραφίζοντας έτσι την ποθητή κι επιθυμούμενη εξαθλίωση των εργαζομένων με πρόσχημα τάχα, την τιμωρία των “μπαταξήδων” κατόχων βίλας ή εξοχικών, που ζούν και βασιλεύουν.

“Λόγω των ξερών” είναι, που πρέπει πάση θυσία, να καούν πρωτίστως τα χλωρά…

Αναγκαία υπενθύμιση…

Στο πρόσφατο πολυνομοσχέδιο, εκτός απ’ τα εμπόδια, που βάλαν στην απεργία, δώσαν επίσης και την δυνατότητα για δημιουργία νέων καζίνο εντός του αστικού ιστού, μέσα στις πόλεις. Γιατί άραγε;… Για την “βαριά βιομηχανία” του εσωτερικού τουρισμού;…

Ο εργαζόμενος έχει ανάγκη, να τζογάρει “μπας και του κάτσει” και τσεπώσει κανα φράγκο και “έχει ο θεός” μετά ή μήπως να διεκδικήσει καλύτερη ζωή, εκεί όπου εργάζεται και παράγει με την κούρασή του όλον τον κοινωνικό πλούτο, δίχως να προσμένει τη “Δευτέρα Παρουσία” ενός λαχείου ή ενός κουλοχέρη;…

Τέτοια διλήμματα δεν είχαν οι οικοδόμοι κάποτε, ούτε παλιότερα οι καπνεργάτες, ούτε κι όσοι κατέβηκαν στο Σικάγο, θεμελιώνοντας με το αίμα τους 8ωρα, αργίες, συντάξεις κλπ. Τόσες και τόσες γενιές πρωτοπόρων εργατών και θαρραλέων αγωνιστών κι αγωνιστριών, που αψήφησαν ακόμα και τις προτεταμένες κάνες των όπλων εναντίον τους και μας άφησαν μια υποδειγματική παρακαταθήκη του εργατικού κινήματος. Οι κατακτήσεις τους δεν είχαν αιώνιους τίτλους ιδιοκτησίας προς εμάς κι αυτό φαίνεται απ’ τη λυσσασμένη επίθεση του Κεφαλαίου σήμερα. Η μόνη κληρονομιά τους προς όλους μας είναι ότι τίποτα δεν χαρίζεται κι ότι όλα κατακτώνται. Αυτό και μόνον όμως αρκεί…;

Πρέπει να απομονώσουμε στην πράξη τα διάφορα θεωρήματα του κυβερνητικού κι εργοδοτικού συνδικαλισμού και να στοχοποιήσουμε όλους τους “εργατοπατέρες”, που τα εκφράζουν, σε κάθε εργασιακό χώρο. Να κοντράρουμε, όχι προσωπικά τους συναδέλφους μας, αλλά την από πάνω καλλιεργημένη λογική τους, των τάχα “αποτελεσματικότερων” αγώνων χωρίς την αναγκαία και προηγούμενη οργάνωσή μας.

Μαζική συμμετοχή θα πρέπει να ‘ναι η απάντηση μας, με οργάνωση στα συνδικάτα και στα ταξικά, εργατικά σωματεία μας.

Εκεί δηλαδή, όπου η κάθε πρόταση για την συλλογική δράση, ισοδυναμεί και με την προσωπική συμμετοχή και με την ανάληψη της συγκεκριμένης ευθύνης μας.

Είναι ιστορική ανάγκη ο πολυμέτωπος αγώνας της κόντρας μας, με τις παγιωμένες αντιλήψεις αναμεταξύ μας του “δεν βγαίνει τίποτα” και του “όλα είναι αποφασισμένα, και θα τα περάσουν τελικά, έτσι κι αλλιώς, όσο κι αν αντιδράσουμε”…

Εάν θέλουμε πράγματι, να στείλουμε στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας όλα τα κοινωνικά παράσιτα, δηλαδή τους εκμεταλλευτές μας, ας θυμόμαστε πού και πού, την νομοτέλεια της Ιστορίας. Ας φροντίσουμε να επαναδιατυπωθεί στην πράξη το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, διότι οι σκλαβωμένοι με τον αγώνα μας δεν έχουμε, να χάσουμε τίποτε άλλο εκτός απ’τις αλυσίδες της σκλαβιάς μας…

Τώρα λοιπόν και με αυτές τις συνθήκες, τί θα πρέπει να κάνουμε;…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: