Τα γλυκά λαθάκια μου

Για άλλη μια φορά λέω πως ο Αγώνας σας δεν επιδέχεται ούτε ένα ΚΑΙ παραπάνω… ούτε ένα ΚΑΙ από εδώ και από εκεί… Αλήθεια και μόνο Αλήθεια ζητάτε. ΝΑΙ, το κατάλαβα και το υπηρετώ με όλη τη δύναμη των γνώσεών μου. Το υποσχέθηκα και στους γονείς μου, συναγωνιστές, μαχητές, αντάρτες κι αυτοί…

Είναι αλήθεια πως δεν ανήκω στη γενιά του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του Δ.Σ.Ε. Είμαι της επόμενης γενιάς και τα βιώματά μου ήταν έντονα από τα ιστορήματα των γονιών μου και συμμαχητών τους. 

Αργότερα άρχισα να ψάχνω τον λόγο ύπαρξής μου στην ξενιτιά, στη Ρουμανία αλλά και τα αίτια της αναπηρίας των γονιών μου και των ανθρώπων που ήταν γύρω μας.

Τώρα, ωριμάζοντας, ψάχνω την Ιστορία του Εμφυλίου στα βιβλία, μα πιο πολύ στον κόσμο που ακόμη υπάρχει. Γνωρίζω αγωνιστές και κάθε κουβέντα τους γράφει μία Ιστορία. Διδάσκομαι. Μαθαίνω… μα πάνω απ’ όλα έμαθα να σκέφτομαι, να μετράω τα λόγια μου και να ακούω…

Οι ζωντανές αφηγήσεις δεν αφήνουν περιθώρια παραμόρφωσης και αλλοίωσης συζητήσεων και γεγονότων. Γι’ αυτούς τους ζωντανούς ΗΡΩΕΣ, συναγωνιστές των γονιών μου, δε χωράει ούτε ένα ΚΑΙ παραπάνω… Κάθε λέξη τους έχει τη θέση της, το χρόνο της και τόπο στη διήγησή τους. 

Κάνω και τα λαθάκια μου κάποιες στιγμές. Ίσως από βιασύνη, ίσως από άγνοια… μα ποτέ σκόπιμα. Ευτυχώς. Γελάω και με τα λαθάκια μου… γιατί, δεν προλαβαίνω να το κάνω ή να το πω και η παρτιζάνικη απάντηση δεν αργεί. Μάλιστα έρχεται και πολύ γρήγορα. 

Είναι και αυτή η Ελληνική γλώσσα που μια κουβέντα λες και δέκα έννοιες σου βγαίνουν. Είναι και η Αλήθεια των ιστορικών πραγμάτων που δεν επιτρέπει την Λάθος λέξη… Και τότε εγώ τι να κάνω; Τα μαζεύω από εδώ, τα μαζεύω από εκεί… γιατί κάθε διόρθωσή τους είναι αυθόρμητη, αληθινή, σωστή. 

Με πιάνουν και τα γέλια όταν τις θυμάμαι, γιατί η γενιά των Αγωνιστών, των γονιών μας δηλαδή, μεγάλωσε στα βουνά, στις φυλακές και εξορίες. Μορφώθηκαν και πολλοί. Και τώρα στα 85 με 90 τους χρόνια είναι τόσο προσηλωμένοι σ’ αυτό που εκείνοι προσπαθούν να μας δώσουν λίγο ακόμη από την Ιστορία… που κι εμείς ακόμη, παιδιά αγωνιστών τις ακούμε και τις ρουφάμε… 

Οι συζητήσεις μας είναι ατελείωτες. Η φιλία μας έγινε ανάγκη ψυχής να πω; Ανάγκη καρδιάς; Πιστέψτε με. Και πού να φανταζόμουν ότι και τα λαθάκια μας στην κουβέντα είναι αναγκαία… Τώρα τα ψάχνω επί τούτου… Θα τα ακούσω πάλι… Και είναι τόσο γλυκά τα λόγια τους και τόσο γλυκές οι διορθώσεις τους. 

Να, προχτές μιλούσα με την αγωνίστρια Αθανασία Παπαδαμάκη από την Σιταριά Έβρου. Γνωρίζω καλά την Ιστορία της. Κι όμως στην κουβέντα μας κάτι μου έλεγε για την στιγμή που έφυγε για το βουνό, για το αντάρτικο. Κι εγώ γνωρίζοντας την Ιστορία της οικογένειας, άκουγα και πάλι με κομμένη την ανάσα. Άκουγα πως έφυγαν τα αδέρφια της στο βουνό, στο Δ.Σ.Ε. Ήξερα πως ήταν κυνηγημένη όλη η οικογένεια. «Κι ένα βράδυ έφυγα κι εγώ»… λέει η Αθανασία. Εγώ, πάλι βιάστηκα. Το μυαλό μου πήγε στα αδέρφια της μήπως κατέβηκαν στο χωριό και την πήραν, βέβαια κατόπιν συνεννόησης υπέθεσα… Και τότε, η αντάρτισσα από την άλλη άκρη του τηλεφώνου μού έδωσε την παρτιζάνικη απάντηση: «Εμένα δεν με πήραν… δεν με πήρε κανείς… Εγώ έφυγα. Όταν το αποφάσισα, έπαιρνα δέκα μέρες πριν φύγω για το βουνό το παντελόνι του αδερφού μου και το φορούσα. Κάθε μέρα έκανα πρόβες, ξέρεις… Το ανέβαζα και το κατέβαζα για να το συνηθίσω… 

Ξέρεις Άννα μου, εκείνη την εποχή στα χωριά μας, εμείς τα κορίτσια φορούσαμε μόνο φουστάνια, γι’ αυτό και πολλές κοπέλες έφυγαν στο βουνό με τα φουστανάκια τους. Αυτό γράφει και η μάνα σου στο βιβλίο της. Το διάβασα και γέλασα. Έφυγε με κόκκινο φουστάνι λέει. Για φαντάσου… Δεν είχα και άλλη επιλογή. Μάς κάψανε το σπίτι, κυνηγούσαν τα αδέρφια μου, φάγανε πολύ ξύλο πότε στο χωριό μας και πότε σε διπλανά χωριά. Δεύτερη επιλογή δεν είχαμε. Φύγαμε όλοι, έξι αδέρφια. Έξι παιδιά ενταχτήκαμε στο Δ.Σ.Ε.» 

Δεν προλαβαίνω το ένα λάθος και πάω στο επόμενο. Τώρα μιλάω με την Μαρίκα από τον Έβρο. Δερμεντζοπούλου Μαρίκα από την Πλάτη, δίπλα στο χωριό της μητέρας μου. Μετά από πολλές συζητήσεις την θυμήθηκε. Είδε τη φωτογραφία της μητέρας μου στο εξώφυλλο βιβλίου και κόντεψε να πάθει… Μαρμάρωσε η γυναίκα. Θυμήθηκε το κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια και η γυναίκα γύρισε 70 χρόνια πίσω. Πώς να μην μαρμαρώσει; Το κοριτσάκι με το σγουρό μαλλί, τα κοτσιδάκια της και όλα αυτά πριν τον Εμφύλιο. 

Και τώρα μιλάμε μαζί. Μαρίκα και κόρη της Τασούλας από το διπλανό χωριό και το τηλέφωνο δε σταματά. Δεθήκαμε πολύ. Κι εγώ ακούω την Ιστορία της, την θαυμάζω και το λέω φωναχτά… ξεκίνησε από τον Έβρο κι έφτασε στο Γράμμο και το Βίτσι. Μάχες πολλές και η Μαρίκα στα 87 της, τα έχει όλα ζωντανά. Σα να ήταν χτες. 

Πετάγομαι και θέλω να της πω πόσο περήφανη είμαι για την γενιά της, για τον αγώνα τους. Σκύβω το κεφάλι μου και υποκλίνομαι… 

Τι ήταν να το πω; Η αντάρτισσα Μαρίκα δεν άρεσε τις λέξεις κεφάλι και σκύβω και δεν πρόλαβα να καταλάβω τι μου συμβαίνει… Η Μαρίκα δε σηκώνει κουβέντα και ακούω από την άλλη άκρη του τηλεφώνου : «ΟΧΙ, ΟΧΙ… Εγώ έχω ψηλά το κεφάλι και καθαρό το μέτωπο… γιατί ο Αγώνας μας ήταν δίκαιος». Και τότε εγώ μαρμάρωσα. Κόλλησε το τηλέφωνο στο αυτί μου. Τα λόγια της με ακολουθούσαν για πολλές μέρες. Πότε γελούσα και πότε δάκρυζα. Ακόμα βουίζουν τα αυτιά μου από τούτη την παρτιζάνικη ατάκα. Και τότε θα ήθελα να την έχω δίπλα μου, να την αγκαλιάσω, να την φιλήσω, να της δώσω το χάδι του θαυμασμού και της αναγνώρισης γι’ αυτό που συζητούσαμε, για το μάθημα Ιστορίας. 

Κι εγώ δεν ξέρω γιατί, μα πιστέψτε με, χάρηκα γλυκά για το λαθάκι μου, χάρηκα τη στιγμή. Χάρηκα το λαθάκι μου. Χάρηκα τη θεία Μαρίκα με τη γρηγοράδα της. Χάρηκα τον σεβασμό στον Αγώνα της. 

Πήρα το γλυκό μάθημα και τράβηξα γραμμή. Ναι, συμμορφώθηκα… 

Για άλλη μια φορά λέω πως ο Αγώνας σας δεν επιδέχεται ούτε ένα ΚΑΙ παραπάνω… ούτε ένα ΚΑΙ από εδώ και από εκεί… Αλήθεια και μόνο Αλήθεια ζητάτε. ΝΑΙ, το κατάλαβα και το υπηρετώ με όλη τη δύναμη των γνώσεών μου. Το υποσχέθηκα και στους γονείς μου, συναγωνιστές, μαχητές, αντάρτες κι αυτοί. 

Και πού να το φανταστώ; Ακολουθούν και άλλες τέτοιες στιγμές. Ούτε να τις σχεδίαζα. Γλυκές στιγμές, κι ας έχουν πότε το γέλιο και πότε το δάκρυ. Μα εγώ τώρα άρχισα και μού αρέσει όλο τούτο… και με τα λαθάκια μου ακόμη. Το ξέρουν οι συναγωνιστές και φίλοι των γονιών μου  πως οι προθέσεις μου είναι αγνές, καθαρές… Είμαι παιδί Αγωνιστών, μην το ξεχνάμε… και πάλι απ’ την αρχή. 

Να, ένας καλός φίλος, αγωνιστής και αυτός, μού έλεγε πολλά από τον Εμφύλιο. Μαχητής και αυτός. «Να,Έγραψα και λίγες αράδες από την δράση της τελευταίας ομάδας μου στα βουνά της Ξάνθης» μου λέει. 

Κι εγώ σα να με σπρώξανε τα λόγια του. Σαν να μην άκουσα καλά και όλο χειρόγραφα σκεφτόμουν. Κι όμως άκουσα καλά. Έτσι ήταν. Μου το υποσχέθηκε, θα τα έχω σύντομα. Ονειρευόμουν πως τα έχω στα χέρια μου. Τα είδα, τα διάβασα, μαγεύτηκα. Έπεσα με τα μούτρα. 

Αποφάσισα να μπούνε σε τάξη. Ρούφηξα σελίδα, σελίδα και τότε, κάτι με γαργαλάει. Είναι αυτή η ιδέα που με τσιγκλάει… Να, πρέπει να δω σε βιβλίο αυτή την Ιστορία του Γιάννη Κατσαγώνα, πάλι από τον Έβρο, πρέπει να πάρει τη θέση της εκεί στο Κέντρο Μελετών Χαρίλαος Φλωράκης. Και πέφτω με τα μούτρα και το βιβλίο είναι έτοιμο. Τίτλος «Αντάρτης Καλός με πέντε δάχτυλα». Έχει τη σημειολογία του. Στην ομάδα των σαμποτέρ ο Γιάννης. Δεκαέξι χρονών τότε… Μαθαίνω ακόμη. Το καλός λέει ο Γιάννης είναι ο έμπιστος και τα πέντε δάχτυλα είναι τα πέντε αδέρφια στο βουνό, Αντάρτες στο Δ.Σ.Ε. 

Όλες οι λέξεις τους μετρημένες εκεί στο βουνό… Βλέπεις, παίρνουν και τα μέτρα προφύλαξης όπως λέμε τώρα. Κι εγώ που τώρα κρατώ το βιβλίο του έτοιμο, θέλω να του δώσω τη χαρά που του αξίζει. Να του πω ότι έκανε και αυτό το καθήκον σήμερα στα 85 του χρόνια… έκανε άλλη μια προσφορά στον Αγώνα, στο Κόμμα όπου μεγάλωσε… και άλλη μία προσφορά για τα 70 χρόνια του Δ.Σ.Ε. και 100 χρόνια του Κ.Κ.Ε.

Και ανταμώνουμε εδώ στο σπίτι. Και το βιβλίο πάνω στο τραπέζι. Το πιάνει ο Γιάννης, το κρατάει, το χαϊδεύει και δάκρυα στα μάτια πλημμυρίζουν. Λίγη σιωπή. Λίγη σκέψη στο χτες και στους συναγωνιστές του… Τρέμει το σαγόνι, τρέμουν τα χέρια μας. Θέλω κάτι ακόμη να του πω. Θέλω τις σκέψεις μου να πω. Είναι το επόμενο βήμα. Δεν τελειώνουμε του λέω. Σου ετοιμάζω μία έκπληξη Γιάννη και πρέπει να σου την πω… και τότε Γιάννη δεν θα είναι έκπληξη… Τώρα τι να κάνω Γιάννη; Θα προδοθώ… Και δεν προλαβαίνω να τελειώσω την σκέψη μου, τα λόγια μου, την φράση μου κι ο Γιάννης «έπαθε»… με τη λέξη προδοσία. Γύρισε απότομα προς το μέρος μου και με σοβαρό ύφος μού λέει: «Οι Κομμουνιστές ποτέ δεν πρόδωσαν και ποτέ δεν ήταν προδότες». Έμεινα αμήχανη. Τον κοίταγα και δεν το πίστευα. Γλυκός ακόμη και με τούτο το αυστηρό ύφος. Του εξηγούσα πως αρχές Απριλίου θα έχουμε γιορτή του κόμματος στη Θεσσαλονίκη. Θα ήθελα πολύ να βρεθούμε εκεί. Θα είναι και ο Γ.Γ. συν. Κουτσούμπας. Να, ευκαιρία να του δώσεις το βιβλίο σου. Θα σε βοηθήσω, μόνο να έρθεις. Να, αυτή την έκπληξη ήθελα να σου κάνω και προδόθηκα Γιάννη… γιατί, χωρίς να ξέρεις δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Ούτε και τούτη η έκπληξη. Και τότε η λέξη προδοσία ήταν η αφορμή της στιγμής. Ήταν ακόμη μία αφορμή για κουβέντα. Γλυκός ο σκοπός μου, βαριά η λέξη προδοσία. Και το πηγαίναμε από εδώ και από εκεί και στο τέλος γελάσαμε με την ψυχή μας. 

Πολλές φορές θυμάμαι και τούτες τις στιγμές. Τα λαθάκια μου και τα παθήματά μου με ακολουθούν. Γελάω και κλαίω μαζί. Αναζητώ τέτοιες στιγμές. 

Πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβονται τα βαθιά νοήματα. Κρύβονται Ιστορικές πράξεις και γεγονότα που πολλές φορές τα προσπερνάμε… Κι όμως έχουν την αξία τους. 

Και κλείνω με τα  παθήματά μου αυτή την παράξενη, γλυκιά αφήγηση γεμάτη όμως αλήθειες και ζωντανές συζητήσεις που με συνοδεύουν και με ακολουθούν…

Θέρμη-Θεσσαλονίκη
 7/09/2016   

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: