Η σύγχρονη εξορία

Η ζωή αποδεικνύει έμπρακτα πως εκείνα τα μαρτυρικά χρόνια που τα ‘φαγε το κύμα κι η αρμύρα στα ανεμοδαρμένα ξερονήσια του Αιγαίου δεν ήταν η πιο μεγάλη εξορία.

Η ζωή αποδεικνύει έμπρακτα πως εκείνα τα μαρτυρικά χρόνια που τα ‘φαγε το κύμα κι η αρμύρα στα ανεμοδαρμένα ξερονήσια του Αιγαίου δεν ήταν η πιο μεγάλη εξορία.

Γιατί τότε, ένιωθες έντονα στο πρόσωπό σου την ξαναμμένη ανάσα των συντρόφων σου, γιατί τότε πάλευες σ’ ένα συλλογικό αγώνα για ένα όραμα και για μια πανανθρώπινη ιδεολογία, γιατί τότε ήσουν ένας δοτικός άνθρωπος κι η δοτικότητά σου είχε αποδέκτες, γιατί τότε έλεγες ‘’αύριο’’ κι ο ήλιος χαμήλωνε γιομάτος κατανόηση πάνω από τα γαλαζωπά βουνά, πέρα μακριά κατά τη μεριά της δύσης…

Τώρα βηματίζεις μόνος στην έρημη αρένα κι οι μακρινές κραυγές των συνανθρώπων σου στην ατέρμονη νύχτα στάζουν αίμα κόκκινο στο χώμα.

Ολομόναχος στους ερεβώδεις δρόμους -σαν  σε μια ματαιωμένη συνάντηση- οδοιπορείς δίχως ιδέες, δίχως οράματα, δίχως συντρόφους, δίχως αδερφούς. Κι αναπόσπαστη συντροφιά σου κείνη η κοφτερή αγωνία που ματώνει αλύπητα τις ακαταχώριστες πληγές στα ηλιοκαμένα στήθια σου! 

Πόσο πιο πικρή ήταν άραγε εκείνη η εξορία μπροστά  σε τούτη την ατομική οδύνη που σου χρέωσαν οι συγκαιρινοί δίσεχτοι καιροί;

Οι πλατείες της πρωτεύουσας γέμισαν ασφυχτικά από εξαθλιωμένους πρόσφυγες και από απελπισμένους μετανάστες, τα πάρκα πλημμύρισαν από άστεγους κι από άνεργους μεροδουλευτές…

Κι όλη τούτη η ανθρώπινη μάζα παραδομένη στο φριχτό βασανιστήριο της πείνας, της δίψας και της στέρησης. Κι όλο τούτο το ετερογενές πλήθος συνθέτει την εύκολη λεία για τη χρήση ή για την πώλησή του από την ανήλεη πολιτική γραφειοκρατία,  από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, από τους  ντόπιους  αφεντάδες ή από τους ξένους πλουτοκράτες  εισβολείς.

Κάθε μεσημέρι ένας σφοδρός αγέρας ξεσπά κι η απογευματινή βροχή σαρώνει δίχως έλεος τα ελεεινά σοκάκια και τις ατημέλητες και αφώτιστες λεωφόρους.

Ρακένδυτε και ανυπόδητε πολίτη του 21ου αιώνα πού θα κοιμηθείς απόψε χωρίς επενδύτη, χωρίς σκηνή, χωρίς στρώμα, χωρίς κλινοσκεπάσματα;

Η πάλαι ποτέ ηρωική γενιά μας κατακρεουργημένη και εξολοθρευμένη. 

Φαντάροι, με στολές εκστρατείας προβαίνουν σε καταδρομικές επιχειρήσεις τις σκοτεινές νύχτες, στα βρώμικα στενορύμια της εργατικής μας συνοικίας. 

Οι ξιφολόγχες τους τρυπάνε τα πλευρά μας, τα κλομπ τους ραβδίζουν τις πλάτες μας κι οι χαλύβδινοι χαλκάδες πληγώνουν αλύπητα τους καρπούς των ροζιασμένων χεριών μας.

Πρόωρα γεράματα… στις αίθουσες των στρατοδικείων ή στα περίκλειστα κελιά  κάτω από τα βλοσυρά και από τα αδιάκριτα βλέμματα των αποκρουστικών ανδρείκελων της εξουσίας.

Το τελευταίο τσιγάρο έκαψε τα δάκτυλά σου… Αναστολές, δισταγμοί, ανελέητο κυνηγητό, διαπομπεύσεις, ηθικές απογυμνώσεις! 

Σε τούτο το πνεύμα της ασυδοσίας και της ασέβειας, στην τέλεια εκτροπή και στην απόλυτη  συντριβή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στα αντικοινωνικά γεγονότα  και στις καταχθόνιες διεργασίες της ανάλγητης ολιγαρχίας, πόσα θεσπέσια όνειρα και πόσα ιδανικά εξανεμίστηκαν  και εξαϋλώθηκαν στους δίκοπους καιρούς!

Τώρα, ανυπεράσπιστος και καταδικασμένος  σε μια στημένη δίκη καρτερείς ξάγρυπνος στην αφέγγαρη νύχτα την τελευταία αυγή των μελλοθανάτων.

Πες μου επιτέλους  ποιος είσαι, που πας, ποιο είναι το στίγμα σου; Μίλησέ μου τούτη την ύστατη στιγμή, γιατί όταν θα σβήσει η φλόγα της καρδιάς σου κανείς ποτέ  δε θα μάθει τίποτα για σένα…

Κι έχε υπόψη σου, πως όλοι οι κατάδικοι της γης που κάλυψαν με το μαύρο μαντίλι τα τρομαγμένα μάτια τους μπροστά  στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων, σύντομα τους λησμόνησε  η ιστορία… 

Η πιο πικρή εξορία είναι τούτη η εκκεντρική περιπέτεια που ζούμε σήμερα. 

Γιατί τώρα πια κανείς δε δέχεται κανέναν, γιατί τώρα πια κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, γιατί τώρα πια, ο καθένας ξεχωριστά, είναι αποφασισμένος να σηκώσει ολομόναχος το σταυρό του μαρτυρίου του!

Ο χρόνος περνά βιαστικά κι η ιστορία κατοπτεύει τις φωτιές, τους καπνούς και την τέφρα που κυκλώνουν απειλητικά τη γη, με μια ανελέητη πλήξη και με μια απροκάλυπτη αδιαφορία. 

Όπου κι αν πας δίχως συντρόφους, όσο κι αν μοχθήσεις στον ανήφορο και στην ξερολιθιά, τίποτα δε θα μπορέσεις να σώσεις μέσα σε τούτο τον κυκλώνα και στο ανεμόβροχο δύστυχε συνοδοιπόρε. 

Έξω από τους πέτρινους τοίχους της φυλακής σου δες, ένας ζωοφόρος ήλιος φωτίζει άπλετα με την πύρινη λάμψη του το ατελεύτητο διάστημα.   

Στύλωσε το βλέμμα σου στο μικρό φεγγίτη του κελιού σου να περισκοπήσεις την κοσμική ακτινοβολία που διαπερνά τη φθαρτή  ύλη, που αγγίζει με ενσυνειδητότητα και με ιερή φροντίδα τις αθώες ψυχές των ακριμάτιστων ξωμάχων και των ασυμβίβαστων μεροδουλευτών! 

Κι άμα πιστέψεις βαθιά στο θαυματουργό της φως που αγιάζει και ευλογεί αδιάλειπτα την πλάση, τότε η αυταπόδεικτη αλήθεια του θα σε απαλλάξει από κάθε εξάρτηση κι από κάθε κοινωνικό περιορισμό. 

Για να αναδυθεί στο πνεύμα σου η καινούρια επικαιρότητα που θα σε απελευθερώσει από κάθε παραμόρφωση ή στρέβλωση. 

Για να αναπτύξεις επιτέλους αδέσμευτα την άποψή σου για τη ζωή και για το θάνατο του εργάτη. 

Για να σταθείς καθωσπρέπει και, με αμερόληπτη κρίση απέναντι στα βίαια γεγονότα της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. 

Για συναπαντήσεις επιτέλους ένα συναινετικό ουρανό, να ανασάνεις μια λεύτερη στιγμή. 

Κι ύστερα, να στηλιτεύσεις με τον οργανωμένο λόγο σου, μπροστά στα τραγικά πρόσωπα του πανάρχαιου δράματος, την ηθική παρακμή και τη ρατσιστική βία που σε πληγώνουν και σε ματώνουν τόσο εντατικά και τόσο βάναυσα, τυραννισμένε σύντροφε…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: