Ιρένα και κάθε Ιρένα…

Αυτό το μεγαλείο καλείται και ορθώνεται σε κάθε μαζική εξολόθρευση των λαών, στις μέρες μας, σήμερα, τώρα, εκεί όπου θεριεύει η σκοτεινή ψυχή του παραλογισμού, εφιαλτική και άκαμπτη μπροστά στα ίδια της τα εγκλήματα…

“Μέσα σε κείνο το ταραγμένο τοπίο, μες στη θλίψη των γκρίζων σπιτιών και της σιωπής, η σκηνή είχε κάτι το εξωπραγματικό. Μια γυναίκα προχωρούσε κυκλωμένη από τον φόβο, τα ερείπια, την πείνα, την ανθρώπινη αθλιότητα στον υπέρτατο βαθμό, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα παιδί, που σίγουρα δεν θα θυμόταν ποτέ εκείνες τις στιγμές κατά τη διάρκεια των οποίων παιζόταν το μέλλον του”.

“Ναι, θέλω να τα σώσω. Όχι όλα αυτό θα ήταν αδύνατον, αλλά όσο πιο πολλά μπορώ” εξομολογείται στον Στέφαν, τον άνθρωπο που αγάπησε. Και ήταν εκείνος που στάθηκε στο πλάι της σ’ αυτή την ασύλληπτη τόλμη, σ’ αυτό το απροσμέτρητο βάθος ψυχής κι ανάστημα κόντρα στην κενοδοξία, τη ματαιοδοξία και τη μοχθηρία θλιβερών, αρρωστημένων ηγετών.

Από το 1942 με κίνδυνο της ζωής της, η Ιρένα Σέντλερ υπάλληλος της κοινωνικής πρόνοιας στη Βαρσοβία, κατάφερε να φυγαδεύσει περίπου δυόμισι χιλιάδες παιδιά από το εβραϊκό γκέτο, ενώ φυλάσσονταν νύχτα και μέρα από τους Ναζί. Ξεγελώντας τις αρχές κατάφερε να περάσει μέσα από υπόγεια ή υπονόμους, μέσα σε κούτες από χαρτόνι, σε βαλίτσες, σε σακίδια, σε μαξιλαροθήκες, κάτω από σκουπίδια. Το 1965 ανακηρύχθηκε “Δίκαιη των Εθνών”.

Ο Ζιλμπέρ Σινουέ φέρνει στο φως την άγνωστη για πολλούς αληθινή ιστορία μιας γυναίκας, που αψήφησε τον φόβο και το θάνατο και ανέδειξε το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής.

Αυτό το μεγαλείο καλείται και ορθώνεται σε κάθε μαζική εξολόθρευση των λαών, στις μέρες μας, σήμερα, τώρα, εκεί όπου θεριεύει η σκοτεινή ψυχή του παραλογισμού, εφιαλτική και άκαμπτη μπροστά στα ίδια της τα εγκλήματα.

Αυτό το μεγαλείο ανθίζει σαν ένα νέο ξύπνημα, σαν μια καινούρια μέρα στον ορίζοντα, σαν μια βαθιά ανάσα στις στέγες του κοσμάκη μέσα στο καθάριο γαλάζιο τ’ ουρανού του και της θάλασσας και στ’ αναφαίρετο θείο δώρο της ζωής…

Κι αλήθεια, με ποιο δικαίωμα αφαιρείται μια ζωή, δυο ζωές, χιλιάδες ζωές; Ποιος τις χάρισε κι έρχεσαι συ -η “αμελητέα ποσότης” μπροστά σ’ αυτό το θαύμα- και τις αφαιρείς με τόση απέχθεια, σκορπίζοντας τον αποτροπιασμό απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη;

Χρύσα Μπαΐρα

 

Ζωγραφιά Α. Γαλανοπούλου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: