Φρειδερίκοι και μυλωνάδες

Οι Φρειδερίκοι επιδιώκουν τη διαιώνιση της κοινωνικής αδικίας, για να διατηρούν και να ενισχύουν τη θέση τους. Οι σημερινοί μυλωνάδες, πέρα από την εναπόθεση των ελπίδων τους στους δικαστές του Βερολίνου και, γενικότερα, σε θεσμούς που σε καταλυτικό βαθμό έχουν την σφραγίδα των Φρειδερίκων, δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη δύναμή τους να διαμορφώνουν εξελίξεις.

Το εσωτερικό έρμα, η διαλεκτική εικόνα, η αρχή της Ελπίδας και η καθημερινή μάχη.

Η συνάντηση του πιο ριζοσπαστικού αθεϊσμού με την πιο ένθεη και βαθιά  θρησκευτικότητα: ο Άνθρωπος ως δημιουργός της μοίρας του.

Ο Φρειδερίκος ο Μέγας, βασιλιάς της Πρωσίας, ετοίμασε τα σχέδια για να χτίσει το εξοχικό του. Ένας μύλος του έκοβε τη θέα. Βρήκε τον μυλωνά και του προσέφερε ένα μεγάλο ποσό για να αγοράσει τον μύλο, με σκοπό να τον γκρεμίσει. Ο μυλωνάς αρνήθηκε. Τότε ο βασιλιάς, οργισμένος, του είπε ότι μπορεί να πάρει διά της βίας τον μύλο χωρίς να πληρώσει τίποτε. 

Ο μυλωνάς του απάντησε «ναι, θα μπορούσες, αν δεν υπήρχε το Εφετείο στο Βερολίνο» (ή, στην πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή αυτής της απάντησης, «ναι, αλλά υπάρχουν ακόμα δικαστές στο Βερολίνο»).

Αυτός ο μύθος αφορά εκ πρώτης όψεως την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Αλλά οι διαδοχικές αναγνώσεις του είναι πιο ενδιαφέρουσες.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, περιγράφει την κυριαρχική τάση κάθε μορφής εξουσίας, δύναμης, ιεραρχίας, απέναντι στους μύλους που κόβουν τη θέα. Και, ιδωμένος από την άλλη πλευρά,
αποτυπώνει την αίσθηση (ή ψευδαίσθηση) των απανταχού μυλωνάδων ότι υπάρχουν δέοντα, αξιακά συστήματα, θεσμοί που προασπίζουν τη θέση τους και τους διαφυλάσσουν από το να καθίστανται αντικείμενα της (κρατικής ή ιδιωτικής) εξουσίας. Επομένως, πρόκειται και για έναν μύθο για τη Δημοκρατία, τους θεσμούς και τις εγγυήσεις της. 

Αυτό το επίπεδο ανάγνωσης, σε μια παραλλαγή πιο ιδιαίτερη και προσωπική, θα έβλεπε τον μύλο ως σύμβολο των ιερών, δηλαδή των «αγίων» του καθενός. Τον μυλωνά ως εκείνον που δεν τα αφήνει να ποδοπατηθούν και δεν τα πετάει στα σκυλιά. Και τον Φρειδερίκο ως τον αιώνιο καταπατητή που διαπράττει ύβριν, θεωρώντας ότι το ηθικό έρμα είναι σαβούρα και ότι η δεσπόζουσα θέση τού επιτρέπει να πράττει το κάθε τι δίχως φραγμούς, περιορισμούς, αναστολές.

Αλλά, επιπλέον, για όποιον νιώθει αριστερός, για όποιον αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστής, είναι ένας μύθος για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στις ταξικές κοινωνίες. Ένας μύθος που αποτρέπει τους αριστερούς, τους σοσιαλιστές, τους προοδευτικούς, από το να συμμορφώνονται στις επιταγές των κυρίαρχων τάξεων και των καλολαδωμένων μηχανισμών τους, δηλαδή των σύγχρονων Φρειδερίκων, και τους προτρέπει να αναζητήσουν τη ζωή τους (ή, ορθότερα, να την κυνηγήσουν).

Σε τελευταία ανάλυση, είναι ένας μύθος υπέρ της ισότητας, της κοινωνικής απελευθέρωσης, της κατάργησης της εκμετάλλευσης.

Υπάρχουν, όμως, δύο σοβαρά ζητήματα. 

Το πρώτο: οι Φρειδερίκοι επιδιώκουν τη διαιώνιση της κοινωνικής αδικίας, για να διατηρούν και να ενισχύουν τη θέση τους. Οι σημερινοί μυλωνάδες, πέρα από την εναπόθεση των ελπίδων τους στους δικαστές του Βερολίνου και, γενικότερα, σε θεσμούς που σε καταλυτικό βαθμό έχουν την σφραγίδα των Φρειδερίκων, δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη δύναμή τους να διαμορφώνουν εξελίξεις. Ακόμη και κάποιες συγκυριακές εξάρσεις, με όχι αμελητέα αποτελέσματα, ξεπερνιούνται (από τη δύναμη της αδράνειας και όχι μόνον). Εγγράφονται μεν στην συλλογική μνήμη (διότι τα γεγονότα και οι πράξεις αφήνουν το αποτύπωμά τους) αλλά, συνήθως, με τρόπο που μάλλον αποθαρρύνει, παρά κινητοποιεί. 

Η εκδοχή των Φρειδερίκων για τα γεγονότα είναι ισχυρή. Η ιστορία συνήθως γράφεται από και για τους νικητές. Όσοι Μπένγιαμιν επιχείρησαν το αντίθετο, πάσχισαν να ισορροπήσουν τον ζυγό. Ο Μαρξ δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία: αυτός έγραψε και την ιστορία των νικητών και την ιστορία των ηττημένων.

Και το δεύτερο: εάν (ή, αισιόδοξα, όταν) οι μυλωνάδες αποκτήσουν δύναμη, εάν (όταν) πάψουν να είναι μυλωνάδες, είναι μοιραίο ότι θα συμπεριφέρονται κι εκείνοι, όπως οι Φρειδερίκοι; 

Η’, διατυπωμένο αλλιώς: είναι μοιραίο, μόλις βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση, να συγκροτήσουν τεχνο-γραφειοκρατικές τάξεις; Να γίνουν γραφειοκράτες;  Να  μετατραπούν από παράγοντες απελευθέρωσης σε μηχανισμό αναπαραγωγής κοινωνικών αντιθέσεων; Να φέρονται, μόλις ανέρχονται στην ιεραρχία, κυνικά και ψυχρά στους μυλωνάδες, όπως οι Φρειδερίκοι; Να μεταχειρίζονται κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, για να τους διαβάλλουν, να τους αδικούν, να τους πλήττουν, να τους υποβιβάζουν; Η’, από την πιο  εσωτερική πλευρά: μήπως κάποτε ξεχνούν τις μάχες υπέρ των ιερών και αναπαράγουν τις πρακτικές των βεβήλων; 

Μήπως, τελικά, αρχίζουν να μοιάζουν στους Φρειδερίκους και στρέφονται ενάντια στην τάξη των μυλωνάδων από την οποία ξεπήδησαν;

Όποια κι αν είναι η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, το βέβαιο είναι τούτο.

Για να σταθεί ο μυλωνάς απέναντι στον Φρειδερίκο, χρειάζεται εσωτερική δύναμη. 

Αυτή αποκτάται μόνο με σκληρή δουλειά με τον εαυτό και πάνω στον εαυτό. Με πέρασμα μέσα από το καμίνι της πραγματικής ζωής. Με βάδισμα στην έρημο. Συχνά, με το να νιώθεις ότι είσαι περιπλανώμενος Ιουδαίος. Με το να βουλιάζουμε πολλά καράβια μέσα μας, για να μην ναυαγήσουμε μια ώρα αρχύτερα εμείς οι ίδιοι. Με την οδύνη, όπως την έβλεπε ο Ντοστογιέφσκι σε μια υπαρξιακή προσέγγιση του χριστιανισμού: δηλαδή ως την λυτρωτική οδό του ανθρώπου, στον οποίο το καλό και το κακό πάντοτε συνυπάρχουν και ενίοτε συνεκδηλώνονται, προς την επίγνωση, την αλήθεια, την ελευθερία, με καταλύτη την αγάπη.

Εν τέλει, η εσωτερική δύναμη αποκτάται με τον θάνατο και την αναγέννηση. Με την ανάδυση του νέου εαυτού μέσα από τις ωδίνες του παλιού που τον γεννά.

Όχι με ευκολίες. Ούτε με χάρες. Ούτε με ψεύτικα παινέματα. Ούτε με κλωτσιά προς τα πάνω, ως πρώτη πράξη μιας επόμενης, και συνήθως πισώπλατης, κλωτσιάς προς τα κάτω. 

Έτσι κατακτιέται μια γερή αντίληψη για τα πράγματα, που κάνει τον μυλωνά, αφού πρώτα γνωρίζει τον εαυτό του, να τον υπερβαίνει. Να αδιαφορεί για τα επουσιώδη. Να αποστρέφεται τη φτήνια και την υποκρισία. Να σπάει τα δεσμά της αυτοενοχοποίησης. Να μην παραλύει από τον φόβο. Να είναι ικανός να συγκρουστεί με το status quo και να το ανατρέψει. Όχι μόνος του. Μαζί με άλλους σαν κι αυτόν.

Το εσωτερικό έρμα είναι βασικό όπλο στην άνιση μάχη που δίνουν οι μυλωνάδες.

Και τότε, είναι ικανοί για πολλά. Ακόμα και για το θαύμα της διαλεκτικής εικόνας, το οποίο ο Μπένγιαμιν εξηγούσε, στα γράμματά του προς την Γκρέτα, τη γυναίκα του Αντόρνο, ως εξής: «η διαλεκτική εικόνα είναι μια αστραπή. Το τότε πρέπει να συλληφθεί ταχύτατα, καθώς περνά σαν αστραπή την κεραύνια εικόνα του στο τώρα. Η διάσωση, που μόνον έτσι προκαλείται, μπορεί να λάβει χώρα μόνον γι’ αυτό, που την επόμενη στιγμή είναι ανεπανόρθωτα απωλεσθέν». Κατάργηση των συμβατικών ορίων παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, με την περιγραφή εκείνης της ιστορικής στιγμής την οποία, από άλλον δρόμο, ο Λένιν εξηγούσε με τη ρήση «υπάρχουν δεκαετίες, στις οποίες δεν συμβαίνει τίποτα, και υπάρχουν εβδομάδες, στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες». Μια πρωτόγνωρη συμπύκνωση του χρόνου. Ένα «πάγωμά» του. Μια άρνηση της γραμμικότητας του χρόνου στην οποία μας εξανάγκασε η νεωτερικότητα. Μία εξαίφνης, εν χρόνω και εν τόπω αποκατάσταση (Τικκούν). Η δικαίωση της θαρραλέας πρωτοβουλίας του Μπένγιαμιν να μεταφέρει το «μη-είναι-ακόμη» (Noch-Nicht-Sein) του Μπλοχ από το προσωπικό στο συλλογικό επίπεδο και να ορίσει την αφύπνιση της κοιμώμενης συλλογικότητας. Η πραγμάτωση της Ουτοπίας του Μπλοχ. Η έκφραση και η εκδήλωση του μη συνειδητού. Η έναρξη υλοποίησης της προσδοκίας εκείνου που δεν έχει ακόμα γίνει. Η βασισμένη στη γνώση, «βιαστική» προαναγγελία εκείνου, το οποίο αυτή η ίδια η προαναγγελία φέρνει πιο κοντά.

Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν οι μυλωνάδες δεν μπορούν ή δεν προλαβαίνουν να φτάσουν σε τέτοιον ιστορικό  κοινωνικοαπελευθερωτικό ορίζοντα, αυτός δεν είναι λόγος για να νιώθουν ματαίωση και να τραβιούνται στην άκρη. Μπορούν να κοιτάζουν προς τον μακρινό ορίζοντα που δεν προλαβαίνουν να φτάσουν, και να προχωρούν. Να βάζουν ένα λιθαράκι κάθε μέρα. Με κάθε τέτοιο λιθαράκι, αλλάζει η ζωή ορισμένων ανθρώπων με τρόπο που ούτε καν αντιλαμβάνεσαι.

Δεν αρκεί η πίστη μας ότι, όπως λέει ο ποιητής, «κάποτε θ’ αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή ένα γιασεμί…». Ο καθένας μας, σήμερα, τώρα, έχει τη δύναμη «να συνηγορήσει με ένα φλάουτο». Όπου και αν βρίσκεται. Από το δικό του μετερίζι.
Κάθε φλάουτο που χρησιμοποιείται γι’ αυτόν τον σκοπό, ακόμα κι αν καμιά φορά φαλτσάρει, είναι μια νίκη ενάντια στον μηδενισμό, τον κυνισμό, τη ματαίωση, τον «σκληρό, άκαρδο κόσμο που δεν άνοιξε ποτέ του μιαν ομπρέλα».
Ο καθένας μας μπορεί να ανοίξει μιαν ομπρέλα για να σκεπάσει μερικά δέντρα που βρέχονται. Ταυτόχρονα, ο καθένας μας είναι ένα δέντρο που χρειάζεται ομπρέλα για να μην βρέχεται. Έχουμε τη δύναμη να βοηθήσουμε, γιατί  γνωρίζουμε ότι έχουμε την ανάγκη των άλλων.
Το άστρο που «κάποτε» θα αποδώσει δικαιοσύνη δεν είναι υπόθεση του μέλλοντος. Το μέλλον είναι τώρα. Ούτε είναι υπόθεση κάποιων άλλων. Δική σου και δική μου είναι…
Αλυσίδα αλληλεγγύης. Συντροφικότητα. Αδελφοσύνη. Κανένας μόνος του. Για να σταθούμε όρθιοι, να διαχειριστούμε και, γιατί όχι, να αναλάβουμε το παρόν.

«Δώσε μου το χέρι σου», τέλειωνε ο Λειβαδίτης το ποίημα εκείνο.

Δώσε μου το χέρι σου.

Αυτή είναι η ενσάρκωση της αρχής της Ελπίδας του Ερνστ Μπλοχ και η ουσία της ανύψωσης του Ανθρώπου.

Ένωση και αλυσίδα. Ο μονόδρομος των μυλωνάδων για να σταθούν απέναντι στους Φρειδερίκους.

O Μαρξ είχε δίκιο. Οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους σε δοσμένες και κληρονομημένες συνθήκες, όχι στις συνθήκες που θα ήθελαν. 

Αλλά ας τονίσουμε και τις άλλες κρίσιμες λέξεις. 

Οι άνθρωποι δημιουργούν.

Η απελευθερωτική δύναμη των ενωμένων ανθρώπων είναι ασύλληπτη.

Δώσε μου το χέρι σου.

Δύο χέρια ενώνονται, η Γη παίρνει φωτιά.

Να το Νόημα. Να η εκπλήρωση του Είναι του Ανθρώπου.

Natura naturata nos ipsi erimus. Το σημείο συνάντησης του πιο ριζοσπαστικού αθεϊσμού με την πιο ένθεη, βαθιά, αμετάκλητη και ασυμβίβαστη θρησκευτικότητα. 

Ο Άνθρωπος ως δημιουργός της μοίρας του.

 

ΥΓ Γράφοντας το κείμενο, στην αρχή σκεφτόμουν τον «Νέο Άγγελο» του Κλέε (ή «Άγγελο της Ιστορίας» κατά τον Μπένγιαμιν), τον «Παγκόσμιο Άνθρωπο» της Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, τον «Άνθρωπο του Βιτρούβιου» του Ντα Βίντσι.

Στην συνέχεια, επικεντρώθηκα στην Εύα, τη Μαρία από τη Ναζαρέτ, τη Μαρία Μαγδαληνή, την Σαπφώ, την Ασπασία, την Κλεοπάτρα, την Υπατία, τη Ραμπία από τη Βασόρα, την Κασσιανή, τη Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, την Αικατερίνη της Σιένα, την Ιωάννα της Λωραίνης, την Τερέζα της Άβιλα, την Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους, τη Μαρία Μοντεσσόρι, την Έλεν Κέλερ, τη Μαρί Κιουρί, τη Φρίντα Κάλο, την Κλάρα Τσέτκιν, την Αλεξάνδρα Κολλοντάι, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τη Λέλα Καραγιάννη, την Άννα Φρανκ, τη Βαλεντίνα Τερεσκόβα, τη Ρόζα Παρκς, την Ίντιρα Γκάντι, την Αούνγκ Σαν Σου Κι, τη Μαλάλα.

Στο τέλος, το μόνο που απέμεινε στον νου μου είναι η εικόνα των σφιχτοδεμένων χεριών.

Νίκος Φωτόπουλος, νομικός

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: