Ενάντια στην «αριστερή μελαγχολία» – Για το δημοψήφισμα του 2015

Η γνώμη ότι η πλειοψηφία ή ένα σημαντικό μέρος των πολιτών εξαπατήθηκε τόσο εύκολα από τις επικοινωνιακές και ρητορικές δεξιότητες ενός μόνο ανθρώπου διακρίνεται από βαθιά απαισιοδοξία ως προς την ικανότητά τους να κρίνουν και να αποφασίζουν αυτόνομα για τα δημόσια ζητήματα.

Με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε χρόνων από το δημοψήφισμα του 2015, πολύς  αριστερός και προοδευτικός κόσμος που υποστήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ στις πρώτες εκλογές εκείνης της χρονιάς αναφέρεται στην περίοδο εκείνη διαπιστώνοντας με εμφανή πίκρα ότι ένας «πολιτικός απατεώνας» κατάφερε να εξαπατήσει και να κοροϊδέψει τόσους ανθρώπους, που πίστεψαν ειλικρινά στις προεκλογικές του υποσχέσεις για ρήξη με τους «εταίρους» της ΕΕ, άρση της λιτότητας και διαγραφή του χρέους. Αν και ως ένα βαθμό αυτό το αίσθημα οργής και απογοήτευσης είναι κατανοητό, το γεγονός ότι εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να κυριαρχεί και να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο πολλοί έντιμοι και νοήμονες άνθρωποι αντιλαμβάνονται όσα συνέβησαν τότε είναι από ανησυχητικό έως άκρως επικίνδυνο, για δύο βασικούς λόγους.

Αφενός, η γνώμη ότι η πλειοψηφία ή ένα σημαντικό μέρος των πολιτών εξαπατήθηκε τόσο εύκολα από τις επικοινωνιακές και ρητορικές δεξιότητες ενός μόνο ανθρώπου διακρίνεται από βαθιά απαισιοδοξία ως προς την ικανότητά τους να κρίνουν και να αποφασίζουν αυτόνομα για τα δημόσια ζητήματα. Όμως, αυτή η ικανότητα είναι το θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος και συνεπώς όσοι την αμφισβητούν τόσο ριζικά αμφισβητούν, συνειδητά η μη, την ίδια τη δημοκρατία, αμφισβήτηση η οποία ταιριάζει γάντι στην νεοφιλελεύθερη ή τη συντηρητική δεξιά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τιμά την αριστερά, πόσο μάλλον τη ριζοσπαστική. Γιατί αν όσοι αυτοαποκαλούνται αριστεροί αντιμετωπίζουν τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, στα οποία προνομιακά απευθύνονται, ως μια άβουλη μάζα που άγεται και φέρεται, χωρίς καμία επίγνωση των αναγκών και των συμφερόντων της,  τότε δεν τους χωρίζει τίποτε από τους απολογητές της φεουδαρχίας και του Παλαιού Καθεστώτος, που υιοθετώντας ακριβώς την ίδια ελιτίστικη οπτική, απέρριπταν την κληρονομιά και τις κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης και έβλεπαν κάθε επαναστατική διαδικασία με πρωταγωνιστή το λαϊκό παράγοντα ως καταστροφική και εκ των προτέρων καταδικασμένη να αποτύχει.

Αφετέρου, άμεση απόρροια της υποτίμησης των γνωστικών και διανοητικών ικανοτήτων των ψηφοφόρων είναι η απαλλαγή της άρχουσας τάξης και των εκάστοτε πολιτικών εκπροσώπων της από τις ευθύνες των επιλογών τους. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η ευρέως διαδεδομένη άποψη που ερμηνεύει την εκλογική άνοδο και την μετέπειτα κυβερνητική πορεία του κόμματος αποκλειστικά με βάση τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις αποφάσεις του Α. Τσίπρα, αγνοεί ότι οι αποφάσεις αυτές ήταν αποκρυστάλλωση πολύ ευρύτερων πολιτικοϊδεολογικών διεργασιών. Συγκεκριμένα, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος αποτέλεσε την ύστατη προσπάθεια του κυβερνητικού συνασπισμού να λύσει την ολοένα και οξύτερη αντίφαση μεταξύ μιας ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής ρητορικής και των συνεχών υποχωρήσεων στην εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, μέχρι του σημείου ακύρωσής του, στο όνομα του ανέφικτου «έντιμου συμβιβασμού» με τους ευρωενωσιακούς θεσμούς και το ΔΝΤ.  Εξού και η «δημιουργική ασάφεια», που έδωσε το στίγμα της πολιτικής του πρώτου εξαμήνου του 2015, ελλείψει εκ των προτέρων και σαφώς επεξεργασμένου σχεδίου ρήξης, με ευθύνη τόσο της «προεδρικής» πλειοψηφίας, όσο και της τότε εσωκομματικής αντιπολίτευσης της «Αριστερής Πλατφόρμας». Αυτό το αδιέξοδο με τη σειρά του αποτελεί αντανάκλαση μιας ακόμη θεμελιωδέστερης αυταπάτης του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος στο οποίο ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το οποίο η ΕΕ μπορεί και πρέπει να αποτελέσει πεδίο ταξικής πάλης ευνοϊκό για τις δυνάμεις της εργασίας, αυταπάτη που διαψεύστηκε ηχηρά από τα γεγονότα πριν (συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, διακοπή παροχής  ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ, απροκάλυπτες παρεμβάσεις ευρωπαίων αξιωματούχων υπέρ του ΝΑΙ στην προεκλογική περίοδο) και μετά το δημοψήφισμα (επιβολή τρίτου μνημονίου, συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό, που σε συνδυασμό με τη συνθήκη του Δουβλίνου και την άρνηση των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών να δεχτούν πρόσφυγες βάσει ποσοστώσεων, μετέτρεψε την Ελλάδα σε φυλακή απελπισμένων και ξεριζωμένων ανθρώπων). Όλα αυτά δείχνουν τον δομικά αντιλαϊκό και εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της ΕΕ, που δεν επιδέχεται προοδευτικής διαχείρισης και εκδημοκρατισμού εκ των έσω, ανεξαρτήτως των προσώπων που το επιχειρούν. Γι’ αυτό και είναι ανεδαφική η εκτίμηση ορισμένων μέχρι και σήμερα ότι για το αδιέξοδο του έντιμου συμβιβασμού και την αγνόηση της δημοψηφισματικής εντολής για ρήξη ευθύνεται η αποπομπή του Βαρουφάκη από το υπουργείο Οικονομικών και ότι η παραμονή του θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια άλλη πορεία.

Εν κατακλείδι,  αν θέλουμε αντλήσουμε τα σωστά συμπεράσματα από το δημοψήφισμα του 2015, που θα μας βοηθήσουν να αποφύγουμε παρόμοια μελλοντικά σφάλματα και ήττες, θα πρέπει εκμεταλλευόμενοι το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης και εκ των υστέρων γνώσης, να εστιάσουμε στα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν και στο γενικό πλαίσιο όπου εντάσσονται. Αυτό προϋποθέτει,  όσο δύσκολο και αν είναι για πολλούς από μας,  να μείνουμε κατά το δυνατόν ανεπηρέαστοι από τα προσωπικά μας συναισθήματα και τις προσδοκίες και να αντιταχθούμε στην «αριστερή μελαγχολία», είτε με τη μορφή της παραίτησης και της ελιτίστικης ρητορικής περί αδαών και παραπλανημένων πολιτών, είτε με τη συμπληρωματική μορφή της «ηρωικής εξόδου» από το κυρίαρχο  σύστημα, βασισμένης στη βούληση και τις ικανότητες ηγετικών προσώπων, που ανάλογα με τα συμφέροντά τους εκμεταλλεύονται ή υπερβαίνουν την υποτιθέμενη άγνοια και ατολμία της κοινωνίας.

Ραφαήλ Παπαδόπουλος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: