«Ο πόλεμος της Αλβανίας ήταν ο πρώτος σταθμός της θύελλας…»

Ήταν ένας πόλεμος του εικοστού αιώνα, από εκείνους που δεν αφήνουν αλώβητη καμία πλευρά της κοινωνίας. Σήμαινε γενική επιστράτευση ανθρώπων, οικονομίας, θεσμών και μηχανισμών. Οδηγούσε σε μια διάχυτη και έντονη συλλογική εμπειρία.

Ο πόλεμος της Αλβανίας ήταν ο πρώτος σταθμός της θύελλας και το πρώτο εργαστήριο της μετάλλαξης του έθνους και της κοινωνίας. Ήταν ένας πόλεμος του εικοστού αιώνα, από εκείνους που δεν αφήνουν αλώβητη καμία πλευρά της κοινωνίας. Σήμαινε γενική επιστράτευση ανθρώπων, οικονομίας, θεσμών και μηχανισμών. Οδηγούσε σε μια διάχυτη και έντονη συλλογική εμπειρία. Ήταν ένα σχολείο καινοτομιών, που από μόνο του ανέτρεπε τις προπολεμικές παγιωμένες καταστάσεις και συνήθειες – όλα όσα μπορεί να σημαίνει μια ανατρεπτική διαδικασία. Από αυτή την ουσιαστική ανατροπή ξεκινά η ιστορία μας.

Οι αλλαγές που προκάλεσε ο πόλεμος ξεκινούσαν από την κορυφή. Η τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία βρέθηκε στη θέση του συντονιστή, μιας γιγαντιαίας προσπάθειας, που αφορούσε το σύνολο των πόρων και των δυνάμεων του έθνους (…)

Η ιδέα του συγκεντρωτικού κράτους και της κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας είχε τονιστεί ιδιαίτερα στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, που ήθελε τον εαυτό του πιστό αντίγραφο κορπορατιστικών φασιστικών καθεστώτων. Ο πόλεμος υλοποίησε αυτές τις καθεστωτικές προσδοκίες για απόλυτη συστοίχιση των κοινωνικών λειτουργιών με τρόπο απόλυτο και ταυτόχρονα με διαδικασίες απρόσμενες, ξένες ως προς τις καθεστωτικές προθέσεις ή μάλλον υπερβατικές ως προς αυτές. Δεν ήταν για τη διαιώνιση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου που οι Έλληνες λειτούργησαν πειθαρχημένα στην πολεμική περίοδο. Είχαν στόχους μεγαλύτερους και σαφώς πιο συλλογικά ιδιοτελείς. Την πατρίδα υπηρετούσαν, με την ευρύτερη κοινωνική σημασία αυτού του όρου, τη βαθιά δημοκρατική. Εκείνο που η κοινωνία διδάχθηκε  μέσα σε αυτές τις συγκυρίες ήταν ο συντονισμός και η πειθαρχία σε σχέδια και αποφάσεις που οδηγούσαν, πέρα από τους στενούς ορίζοντες του καθεστώτος, την ενιαία, συλλογική προσπάθεια. Θα μπορούσαμε να το πούμε διαφορετικά: διδάχθηκαν ότι η τύχη, το μέλλον τους, εξαρτιόταν απόλυτα από τους δικούς τους κόπους, ιδιότητες, θυσίες, ομαδικές και οργανωμένες προσπάθειες. Ήταν μια ουσιαστικά πολιτική εμπειρία (…)

Η διάρθρωση του στρατού συγκροτούσε έναν επιπλέον χώρο ανάδειξης του συλλογικού. Η επιστράτευση  γινόταν σε τοπική γεωγραφική βάση και οι μονάδες που έφταναν στο μέτωπο ήταν συνήθως συγκροτημένες από άνδρες που κατάγονταν από την ίδια γεωγραφική περιοχή. Αυτό ίσχυε ειδικά για τις στρατιωτικές εκείνες μονάδες που στρατολογούνταν στην επαρχία αν και – με την εξαίρεση της Αθήνας – οι πόλεις ήσαν αρκετά μικρές, ώστε στη μάχιμη εκπροσώπησή τους να μην υπάρχουν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων: θα ήταν απίθανη περίπτωση να μη συναντηθούν συμπατριώτες ή γνωστοί, στη δύναμη ενός λόχου, τάγματος ή συντάγματος. Σε πολλές περιπτώσεις, η συνεύρεση στο στρατιωτικό πεδίο θύμιζε  την αντίστοιχη κοινωνική των ειρηνικών χρόνων. Μια μικρή στρατιωτική μονάδα αποτελούσε συχνά μικρογραφία του χωριού, της επαρχίας, της κωμόπολης ή της επαρχιακής ζώνης από την οποία προέρχονταν τα μέλη και τα στελέχη της. Για απόσπασμα της όποιας τοπικής κοινωνίας επρόκειτο, για μια μορφή συνέχισης δεσμών και σχέσεων που προϋπήρχαν στην περίοδο της ειρήνης. Αυτές οι σχέσεις και αυτοί οι δεσμοί ενισχύονταν μέσα από τις νέες εμπειρίες: η σκληρή, συλλογική πολεμική περιπέτεια έδινε νέα ποιοτική διάσταση στις προπολεμικές σχέσεις. Ήταν μια διαδικασία ενοποίησης των ανθρώπων, της οποίας τα χαρακτηριστικά κάθε άλλο παρά αδιάφορα λειτουργούσαν για την ποιότητα των κοινωνικών δεσμών στον τόπο καταγωγής και προέλευσης των πολεμιστών – ο αντίκτυπος στη μη μαχόμενη κοινωνία ήταν άμεσος. Στο μέτωπο, όπως και στα μετόπισθεν, η ελληνική κοινωνία περνούσε μέσα από έντονες διεργασίες ενοποίησης.

Κοινοί κίνδυνοι, κοινή αντιμετώπισή τους, σπάσιμο του καθημερινού, των ασχολιών του καιρού της ειρήνης, έξοδος σε δραστηριότητες καινοφανείς, εμπειρίες στην επιβίωση, στον πόλεμο, στα όπλα: ένα πολύμορφο κοινωνικό εργαστήριο, προπαρασκευαστικό για την πολυκύμαντη συνέχεια. Όλες αυτές οι εμπειρίες μάθαιναν να υποδέχονται το καινούργιο, την αλλαγή, το απρόβλεπτο και να εφευρίσκουν, όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Πόσοι προπολεμικοί δεσμοί, ιεραρχίες, ανάγκες, προτεραιότητες δεν έσπασαν μέσα σε αυτό το ολοένα πιο επικίνδυνο περιβάλλον! Πολύμορφοι φόβοι, ανησυχίες, ενθουσιασμοί και ελπίδες συνέπαιρναν τους ανθρώπους, δίνοντας διαστάσεις ξένες ως τότε στη ζωή τους. Στη διάρκεια αυτών των έξι πολεμικών μηνών της Αλβανίας άρχισε να κτίζεται η διαθεσιμότητα των πολλών για συμμετοχή στο ιστορικό γίγνεσθαι. Για την ενεργή συμμετοχή τους σε όσα συνέβαιναν γύρω τους, στον κόσμο, όπως η συγκυρία τον διαμόρφωνε, σε μια κατάσταση ρευστή που, όμως, ήταν τόσο ενοποιητικά και ριζοσπαστικά ιστορική! (…)

Ο πόλεμος της Αλβανίας θα ήταν τελικά πόλεμος των μικρών ομάδων, η κατάτμηση του στρατού έφθασε τα έσχατα όρια, πέρα από τα οποία θα κινδύνευε να ακυρώσει τον εαυτό του. Οι μικρότερες των στρατιωτικών μονάδων ανάλαβαν περίπου αυτοτελώς να λειτουργήσουν ετούτο το πολεμικό σχήμα: στοιχεία και ομάδες μάχης, αποσπάσματα, διμοιρίες, λόχοι, διλοχίες, σπανιότερα τάγματα, πρωταγωνίστησαν σε αυτό το σκηνικό. Το πυροβολικό κατατμήθηκε και αυτό στο ελάχιστο. Ουλαμοί των δύο πυροβόλων σκαρφάλωναν στις δυσπρόσιτες θέσεις βολής· πολύ σπάνια οι ορειβατικές πυροβολαρχίες βρέθηκαν να λειτουργούν συγκεντρωμένες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, λίγες ήσαν οι μάχες – στην πρώτη φάση του πολέμου ιδιαίτερα – που έγιναν με βάση τα όσα τα εγχειρίδια των στρατιωτικών προέβλεπαν (…)

Τα θέατρα αυτού του πολέμου δεν ήσαν ενιαία και ο πολλαπλασιασμός των μαχητών δεν σήμαινε παρά τον πολλαπλασιασμό των μικρών αυτόνομων εστιών της γενικής αναμέτρησης. Η κρίσιμη λεπτομέρεια, αυτή που έκρινε την πορεία των πραγμάτων, ήταν υπόθεση λίγων. Το αλβανικό μέτωπο ήταν το άθροισμα αυτών των αναρίθμητων μικρών συγκρούσεων, ένα κατακερματισμένο πεδίο μάχης, ευθέως όμοιο του τρόπου με τον οποίο η μορφολογία του εδάφους τεμάχιζε τον χώρο σε πλήθος μικρές ενότητες. Σε αυτές, η κάθε ομάδα, η κάθε διμοιρία, ο κάθε λόχος καλούνταν να δώσει δική του μάχη (…) Ο καθένας και ο δικός του πόλεμος, θα μπορούσε να είναι το πρόταγμα στον πόλεμο της Αλβανίας (…)

Για τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθούσαν, ετούτη η εξάμηνη εμπειρία είχε τη δική της αξία. Εκείνοι, που γνώρισαν αυτές τις εμπειρίες, άλλαξαν (…)

Η πολιτική ωρίμανση ήταν ο αυτονόητος καρπός της ιδιόμορφης ετούτης πολεμικής εμπειρίας (…)

Η προοδευτική καθήλωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων από τις πρώτες μέρες του 1941 και η διαδοχική απομάκρυνση των ελπίδων, αρχικά για ολοκληρωτική νίκη, στη συνέχεια για τη λήξη του πολέμου, συνοδεύτηκε από νέου είδους επώδυνες εμπειρίες. Ο πόλεμος έγινε αναμέτρηση με το κρύο των ορεινών περιοχών και η φθορά έπαψε να είναι έργο αποκλειστικά των ανθρώπων. Τα κρυοπαγήματα ανέβηκαν ψηλά στην ιεραρχία των ανθρώπινων παθών και μαζί τους η επώδυνη συνέχεια: ο μαζικός ακρωτηριασμός των πολεμιστών, που έπεφταν θύματα ενός εχθρού απέναντι στον οποίο ήταν άχρηστα όλα τα όπλα τους και όλο το θάρρος τους. Σε αυτό που ήταν ο ελληνικός στρατός, τον χειμώνα του 1940 – 1941, ετούτες οι δοκιμασίες πήραν γρήγορα διαστάσεις πολιτικής εμπειρίας. Καθώς το πολιτικό σώμα – δηλαδή οι άνδρες σε μάχιμη ηλικία – της χώρας συναθροίζονταν στοιχημένο στα δύσβατα βουνά της γειτονικής χώρας, η ανάλυση των καταστάσεων και των αιτίων που καθόρισαν την τότε θέση τους προέκυψε περίπου ως φυσικό αντικείμενο συλλογικού προβληματισμού. Όλοι δηλαδή μπορούσαν να συγκρίνουν τις ελπίδες του φθινοπώρου, τους ενθουσιασμούς της πρώτης φάσης του πολέμου με το αδιέξοδο του χειμώνα. Σε κανέναν, εξάλλου, δεν διέφευγε η βελτίωση της κατάστασης του εχθρού, η πύκνωση των γραμμών του, η βελτίωση του εφοδιασμού του και η ολοένα και πιο ενεργή παρέμβαση της αεροπορίας του. Το ήξεραν όλοι ότι η ευκαιρία είχε χαθεί και ότι η προοπτική νίκης απομακρυνόταν. Μέσα σε αυτή την ογκούμενη αίσθηση δυσπραγίας, η επιμονή του Γενικού Στρατηγείου για τη συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων προς το Τεπελένι αποτελούσε ίσως το μοναδικό φάρμακο. Διατηρούσε δηλαδή ζωντανή την ελπίδα της νίκης, την ελπίδα της διάσπασης του ιταλικού μετώπου και την κάθοδο του στρατού στις πεδιάδες και στην τελική νίκη. Προοδευτικά όμως ετούτο το φάρμακο δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από εκείνα που έλυνε. Η τρομερή αιμορραγία του στρατού κλόνιζε ήδη μεγάλες μονάδες, μεραρχίες, και γινόταν προφανές ότι οι επιθετικές πρωτοβουλίες δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν για πολύ ακόμα.

Από τον Ιανουάριο του καινούργιου έτους, προοδευτικά, καθώς καταλάγιαζαν οι αρχικοί ενθουσιασμοί, βάθαιναν οι ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες μέσα στον ελληνικό στρατό της Αλβανίας. Μετά την εμπειρία του πολέμου, οι άνθρωποι που τον αποτελούσαν δεν ήσαν πλέον οι ίδιοι με εκείνους που, λίγους μήνες νωρίτερα, είχαν ξεκινήσει για τον πόλεμο εγκαταλείποντας πίσω την καθημερινότητα της ειρηνικής ζωής. Χωρίς να είναι ένα «νέο είδος» ανθρώπων, ξεχώριζαν, γνώριζαν κάτι περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, εκείνους που έμειναν στα μετόπισθεν. Εκείνο που είχαν αποκτήσει ήταν ουσιαστικά μια διαφορετική ματιά πάνω στον κόσμο μέσα στον οποίο δρούσαν, μια αίσθηση σημαδιακά πολιτική, που θα έδινε απρόσμενους καρπούς λίγους μήνες αργότερα.

Ας σταθούμε σε τρεις βασικές πτυχές αυτής της διάχυτης στους στρατιώτες αίσθησης. Η πρώτη ήταν η περιφρόνηση του εχθρού, του Ιταλού, του αυριανού δηλαδή κατοχικού δυνάστη. Οι απλοί φαντάροι, ο πολύς κόσμος, φυσικά δεν ανέλυαν τις αιτίες των αλλεπάλληλων στρατηγικών και τακτικών ιταλικών αποτυχιών. Πίστευαν στο εύκολα αποδεκτό, κατανοητό και προσλήψιμο, ότι, δηλαδή, «οι Ιταλοί δεν είναι για πόλεμο» ή ότι απλά «δεν θέλουν να πολεμήσουν». Αυτό εξηγούσε και εξηγεί τη λανθάνουσα πεποίθηση ότι πολύ περισσότερα θα μπορούσαν να έχουν επιτευχθεί στον πόλεμο αυτό. Εξηγεί, στα μεταγενέστερα, και την άνετη στάση των κατακτημένων απέναντι στους κατακτητές τους τον πρώτο καιρό της κατοχής. Πολύ δε περισσότερο τότε, όταν οι υπόδουλοι ανακάλυψαν ότι ο κατακτητής τους ήταν φτωχός, στα όρια της πείνας, ότι ήταν έρμαιο των ασθενειών – της ελονοσίας – και ότι ζούσε όπως οι υπόδουλοι: με τη «μαύρη αγορά» και τους «λαχανόκηπους του στρατιώτη»!

Η δεύτερη πτυχή ήταν η περιφρόνηση προς την υψηλή ηγεσία. Ελλείψει αξιόπιστου αντιπάλου, Ιταλών όπως είδαμε, ο υπεύθυνος για την ελληνική μη νίκη δεν μπορούσε να είναι άλλος από την ηγεσία του στρατεύματος, δηλαδή άλλος από τους κεντρικούς διαχειριστές της πολεμικής προσπάθειας. Πέρα από τους στρατιωτικούς, η γενική καχυποψία και αμφισβήτηση εύκολα μπορούσε να συμπεριλάβει την πολιτική ηγεσία, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ειδικά όταν οι μεγάλες πρωτοβουλίες της τελευταίας στα προπολεμικά χρόνια, για την ενίσχυση  των ενόπλων δυνάμεων, αποδεικνύονταν στην πράξη ελάχιστα πειστικές: οι διαδοχικοί προπολεμικοί έρανοι, λόγου χάρη, για την ενίσχυση της αεροπορίας, συγκέντρωσαν αξιόλογα ποσά, τα οποία όμως οι φαντάροι δεν αντιλήφθηκαν στο μέτωπο, με τη μορφή ελληνικών αεροπλάνων. Ο θάνατος του Μεταξά τις τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου, ακριβώς όταν ξεκινούσε η περίοδος των έντονων προβληματισμών και αμφισβητήσεων, και η συνεπακόλουθη κατάρρευση του καθεστώτος του, λειτούργησε κατευναστικά σε αυτό το επίπεδο, αναβάλλοντας το ξέσπασμα της ανοικτής αμφισβήτησης κατά της πολιτικής ηγεσίας για αργότερα, για τον δραματικό Απρίλιο που ακολουθούσε. Η αίσθηση της «απούσας» ηγεσίας ήρθε τότε να προστεθεί στις υπόλοιπες υποψίες.

Η τρίτη πτυχή ήταν ότι οι πολλοί έμαθαν τους κανόνες του πολέμου, έμαθαν να κάνουν πόλεμο, τόσο στην πρακτική όσο και στην «επιτελική» του διάσταση. Έμαθαν δηλαδή αφ’ ενός να οργανώνουν στα κατώτερα κλιμάκια τις επιχειρήσεις που τους αφορούσαν, σε αυτά, τα σε μικρογραφία, πολεμικά θέατρα. Μέσα από το πολύμηνο αυτό σχολείο έμαθαν με τον καλύτερο τρόπο, μέσα από δοκιμασίες, να πολεμούν τον όποιο εχθρό ως πολλοί, ως μεγάλη συλλογικότητα, συγκροτημένοι σε μονάδες πολέμου, με όλο τον συντονισμό και την πειθαρχία που αυτό απαιτούσε. Αφ’ ετέρου, όμως, και αυτό ήταν το σπουδαιότερο έμαθαν να πολεμούν ως λίγοι, ενταγμένοι σε ομάδες, περίπου «φιλικές», σε «παρέες», που αυτοσχεδίαζαν τη δική τους αναλογία του μεγάλου πολέμου. Χωρίς αυτή ειδικά τη γνώση, αντάρτικο δεν θα υπήρχε στα χρόνια της κατοχής – ή θα ήταν κάτι σαν το γαλλικό, όπως αναποτελεσματικά εκφράστηκε στα υψίπεδα του Vercors – χωρίς την αμέσως προηγούμενη γνώση το αντάρτικο δεν θα ήταν όπως το γνωρίσαμε, δεν θα έπαιρνε τη μορφή του στρατού: του στρατού της Αλβανίας! Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο ΕΛΑΣ, ήταν – όλες οι διαπιστώσεις εκεί οδηγούν – ακριβές αντίγραφο του στρατού που οι συνθήκες της Αλβανίας διαμόρφωσαν: αρχίζοντας από το βασικό, ότι δηλαδή, ο αρχικός, ο ιδρυτικός πυρήνας του ήσαν οι ίδιοι οι πολεμιστές της Αλβανίας. Για το λόγο αυτό, ο αντάρτικος στρατός μπορούσε να πολεμά σε πολλούς μικρούς πολέμους, διατηρώντας ταυτόχρονα μια γενική συνοχή, που οι ατελείς μηχανισμοί συντονισμού των επιχειρήσεων δεν μπορούσαν τεχνικά να εξηγήσουν. Ο ΕΛΑΣ ήταν ένας στρατός, που όπως και ο αντίστοιχος της Αλβανίας, μπορούσε να αυτοσχεδιάζει σε κάθε του κύτταρο. Αντίθετα, ακριβώς όπως ο προκάτοχός του, δυσκολευόταν στις στρατηγικές, μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις.

Και ακόμα περισσότερο, η συντριπτική τακτική ανωτερότητα του ΕΛΑΣ, απέναντι στις στατικές ιταλικές φρουρές ή στα Τάγματα Ασφαλείας της κυβέρνησης Ράλλη, οφειλόταν στους ίδιους λόγους με την αντίστοιχη  του ελληνικού στρατού απέναντι στον ιταλικό, στην πρώτη φάση του πολέμου της Αλβανίας. Οι αντίπαλοί του παρέτασσαν μια δύναμη κρούσης χωρίς υποδομή. Ο ΕΛΑΣ απαντούσε με μικρότερη παρατακτή δύναμη, αλλά με ασύγκριτα μεγαλύτερο βάρος μηχανισμών στήριξης. Η κοινωνία που τον στήριζε και τον ακολουθούσε αναλάμβανε μεγάλο ποσοστό του κόστους των τελευταίων. Με τον τρόπο αυτό, ο αντάρτικος στρατός πετύχαινε νίκες, που η αναλογία, των δυνάμεων και των μέσων, δύσκολα θα μπορούσε να εξηγήσει.

(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη, Προαγγελία Θυελλωδών ανέμων…Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009)

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην 28η Οκτώβρη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: