Μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα, μας έβαλαν και στάμπα – Το χρονικό μιας ομηρίας

Το χρονικό της περιπέτειας των αγωνιστών της Αντίστασης, που σκλαβώθηκαν από τους “απελευθερωτές” τους και τιμωρήθηκαν με εξορία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σαχάρα, επειδή πολέμησαν τον φασισμό.

Ελ Ντάμπα… Ελ Ντάμπα…

Αν το επαναλάβεις κάποιες φορές, ρυθμικά και συνεχόμενα, ακούγεται σαν τους χτύπους της καρδιάς. Εκεί που χτυπούσε η καρδιά της Αντίστασης, της αδούλωτης Αθήνας -ακόμα και σε μια γωνιά της αφρικανικής ερήμου. Αλλά κι εκεί που γράφτηκε μία από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία των επεμβάσεων από ξένες δυνάμεις, δείχνοντας την καρδιά, την ουσία του ιμπεριαλισμού και τις βάρβαρες, αδίστακτες αποικιοκρατικές μεθόδους που χρησιμοποιεί. Τέτοια ήταν εξάλλου η εντολή που είχε δώσει ο Τσώρτσιλ στον στρατηγό Σκόμπι, δίνοντάς του το ελεύθερο να ενεργεί «σαν σε κατακτημένη πόλη». Το οποίο σήμαινε -μεταξύ άλλων- να απάγει άμαχο πληθυσμό, να τον κρατά σε ομηρία και να τον μεταφέρει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όπως ακριβώς έκαναν οι δυνάμεις της Ναζιστικής Κατοχής.

Αυτή είναι η περίπτωση χιλιάδων Ελλήνων -αγωνιστών της Αντίστασης και όχι μόνο- που απήχθησαν κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, μεταφέρθηκαν στη Σαχάρα και κρατήθηκαν όμηροι για πολλούς μήνες. Ανάμεσά τους και ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Αλέξης Καρρέρ, που δίνει μια μεστή και ενδιαφέρουσα γραπτή μαρτυρία, επιστρέφοντας από την εξορία-ομηρία του.

Στο γραπτό του είναι χαρακτηριστική η αγωνία των απαχθέντων-κρατούμενων να καταλάβουν γιατί και με ποια ιδιότητα βρίσκονται εκεί.

Ο Συνταγματάρχης μας λέει την πρώτη μέρα ότι είμαστε αιχμάλωτοι της ελληνικής κυβέρνησης. Έπειτα από μέρες του ζητάμε μέσω του άγγλου λοχία να μας μοιράσει τσιγάρα, και να μας δώσει περισσότερη τροφή. Μας απαντάει ότι δεν μπορεί να μας δώσει τσιγάρα γιατί είχαμε εξομοιωθεί με τους γερμανούς αιχμαλώτους (!) αλλά θα μεσολαβήσει στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, στην προϊσταμένη αρχή, για να εξομοιωθούμε με τους ιταλούς αιχμαλώτους (!) και τότε θα μας μοιράσει τσιγάρα και θα καλυτερέψει την τροφή μας. Εμείες του υποβάλλουμε υπομνήματα και του λέμε ότι με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να θεωρηθούμε αιχμάλωτοι πολέμου γιατί δεν καταδικαστήκαμε σε μάχη ούτε με το όπλο στο χέρι, όπως ορίζουν οι διεθνείς νόμοι του πολέμου. Καταλαβαίνει ο άλλος συνταγματάρχης την γκάφα του και μας απαντάει ότι δεν είμαστε αιχμάλωτοι παρά πρόσφυγες. Στο μυαλό του συνταγματάρχη επικρατεί μεγάλη σύγχυση σχετικά με το χαρακτηρισμό μας. Κι αυτός δεν ξέρει τι είμαστε. Διαταγές πήρε ο άνθρωπος και τις εκτελεί. Εμείς όμως ξέρουμε πολύ καλά τι είμαστε: ΟΜΗΡΟΙ. Όμηροι που σταλθήκαμε στην Αφρική και κλειστήκαμε στα σύρματα. Τίποτα’ άλλο από όμηροι δεν είμαστε. Ούτε καν πολιτικοί κρατούμενοι.

Οι Βρετανοί τους απάγουν από τα σπίτια τους, ακόμα και με τις πιτζάμες. Είναι πολίτες που δε συμμετέχουν σε μάχες -συνεπώς δε θεωρούνται αιχμάλωτοι πολέμου. Ανάμεσά τους βρίσκονται παιδιά, φυματικοί, ανάπηροι πολέμου, ακόμα και παπάδες! Κατά συνέπεια, η ομηρία τους δεν εξυπηρετεί πολεμικούς σκοπούς στο πεδίο της μάχης, αλλά είναι μια απόπειρα πολιτικής τρομοκράτησης του Εαμικού κόσμου. Τους μεταφέρουν μαζί με κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου, τους κατηγορούν ως επαναστάτες, κακούργους, εγκληματίες (σα να είναι ταυτόσημες έννοιες), αλλά δε λογίζονται ως πολιτικοί κρατούμενοι. Πληροφορούνται ότι είναι αιχμάλωτοι της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά από βρετανικές δυνάμεις! Και τελικά τους εξισώνουν με τους γερμανούς αιχμαλώτους, τους υποβιβάζουν κάτω και από τους Ιταλούς στρατιώτες, δείχνοντας με τον πιο γλαφυρό τρόπο ποιον θεωρούν εχθρό τους…

Η αντιστροφή των ρόλων και της ίδιας της πραγματικότητας είναι εντυπωσιακή σε μια σειρά επίπεδα. Ο Καρρέρ και οι σύντροφοί του διψούν να μάθουν νεότερα για την εξέλιξη των μαχών της Αθήνας, την οποία απέφυγαν να βομβαρδίσουν οι Ναζί, σε αντίθεση με τους Βρετανούς.

Κάθε τόσο δυνατές εκρήξεις μας σπαράζουν την καρδιά. Κι αεροπλάνα έρχονται διαρκώς καινούργια, οπλιταγωγά, βομβαρδιστικά από την Ιταλία, από την Αίγυπτο. Τα μετράμε καθώς προσγειώνονται στο Χασάνι. «Στο μέτωπο -τους φωνάζουμε- στο μέτωπο». Μα για τ’ αφεντικά τους, μέτωπο είναι όπου έχουν συμφέρον. Κι αυτή τη στιγμή έχουν συμφέρον στην Ελλάδα. Να πνίξουν τη λευτεριά του λαού. Κι οι Γερμανοί το ίδιο θέλανε, μα δεν χτύπησαν την Αθήνα με αεροπλάνα. Οι βάρβαροι φάνηκαν πιο λεπτοί από τους πολιτισμένους. Καμιά φορά τυχαίνει. Οι πολιτισμένοι δείχνονται πιο βάρβαροι από τους βαρβάρους.

Κατά τη μεταφορά των αιχμαλώτων-απαχθέντων στην Αίγυπτο, περνούν ανοιχτά της Κρήτης, που παραμένει υπό Κατοχή και είναι πιθανό να δεχτούν επίθεση από γερμανικά υποβρύχια τα πλοία των… «απελευθερωτών» Βρετανών που μεταφέρουν απελευθερωμένους ομήρους, οι οποίοι ήταν σύμμαχοί τους στον Αντιφασιστικό Αγώνα!
Εχθροί και φίλοι έχουν ανακατευτεί. Ποιος είναι ο φίλος μας; Ένας θεός το ξέρει…

Οι όμηροι νιώθουν περηφάνια, περνώντας από το Ελ Αλαμέιν, αλλά και μια μικρή αμηχανία καθώς τιμούν τη μνήμη των συμπολεμιστών τους. Αυτοί τιμήθηκαν γιατί έδωσαν τη ζωή τους πολεμώντας τον Ναζισμό, ενώ οι ίδιοι τιμωρούνται για τον ίδιο ακριβώς λόγο…

Η εθνική διάσταση αποδεικνύεται προσχηματική σε μια σειρά περιπτώσεις και επίπεδα. Οι δωσίλογοι κατηγορούν ως… «Εαμοβούλγαρους» τους αγωνιστές που είχαν σταματήσει με τον αγώνα τους και το αίμα τους την προσάρτηση της Μακεδονίας στη φασιστική Βουλγαρία. Οι «απάτριδες» και «προδότες της πατρίδας» τους τραγουδούν περήφανοι τον ελληνικό ύμνο στην ελευθερία και αντάρτικα αντιφασιστικά τραγούδια, ενώ φτιάχνουν ελληνικές σημαίες με όσα πρόχειρα μέσα διαθέτουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης (πανιά, σακιά, υφάσματα) και τις υψώνουν στις σκηνές τους. Αλλά ο βρετανός διοικητής απαιτεί να τις κατεβάσουν, γιατί… βρίσκονται σε αιγυπτιακό έδαφος, ώστε να μη δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο!

Παράλληλα, οι όμηροι δε βρίσκουν σημεία επαφής με τους «Κύπριους αδελφούς», που είναι διερμηνείς των Βρετανών και πιστοί-υποτακτικοί στα αφεντικά τους. Αντιθέτως σπάνε το τείχος της καχυποψίας με κάποιους από τους Ινδούς στρατιώτες, που αναγνωρίζουν τον αγώνα τους και τους αφήνουν στα κρυφά μερικά τσιγάρα -αν γίνονταν αντιληπτοί, κινδύνευαν με βαριές, ταπεινωτικές τιμωρίες.

Η μαρτυρία του Καρρέρ περιλαμβάνει πολλές ακόμα στιγμές από την καθημερινότητα του στρατοπέδου, όπου η άμμος σκεπάζει τα πάντα, ακόμα και τα τρόφιμα ή το νερό που πίνουν, αλλά δεν κάμπτει το φρόνημα των αγωνιστών που μετατρέπουν τα κλουβιά τους σε κάστρα αγώνα, με συμβολικά ονόματα -πχ Βίλα Στάλινγκραντ, Βίλα ΕΛΑΣ και οδούς Σαράφη, Άρη Βελουχιώτη κτλ (στην Ελλάδα θα περνούσαν πολλά χρόνια για να δούμε τέτοια ονόματα στους δρόμους).

Βλέπουμε επίσης τις αντίξοες συνθήκες για τους κρατούμενους, τα βασανιστήρια των Βρετανών, τους θανάτους-δολοφονίες κάποιων ομήρων. Ενώ στο κείμενο αποτυπώνονται ακόμα και οι πολιτικές ελπίδες – αυταπάτες που είχαν οι αγωνιστές για τους Εργατικούς στη Βρετανία και την πιθανότητα να αλλάξει η πολιτική της Αυτοκρατορίας.

Η μαρτυρία πλαισιώνεται από ιστορικά ντοκουμέντα, τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και το τραγούδι της Ελ Ντάμπα -από τους στίχους του οποίου προέρχεται και ο τίτλος της ανάρτησης. Όλα αυτά δοσμένα γλαφυρά και περιεκτικά, σε λίγες σελίδες, που φεύγουν νεράκι και δίνουν ερεθίσματα στον αναγνώστη για να μελετήσει περισσότερο μια σχετικά αποσιωπημένη πτυχή της ελληνικής Αντίστασης.

Ο Καρρέρ έμεινε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και επιστρέφοντας στην Ελλάδα την άνοιξη του ’45, δίνει ένα σύντομο χρονικό της ομηρίας, που δημοσιεύεται σε συνέχειες στις σελίδες του Ριζοσπάστη. Αυτές βγήκαν συγκεντρωμένες σε μια έκδοση, που κυκλοφόρησε ξανά φέτος από τις εκδόσεις «Εντός», σε ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι, με προσιτή τιμή, του οποίου το μέγεθος είναι αντιστρόφως ανάλογο της αξίας του.

ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ – Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΜΗΡΙΑΣ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ

Όταν ο δυνατός άνεμος σηκώνει σύννεφα από αμμόσκονη, όλα χάνονται γύρω μας, ουρανός, ήλιος, θάλασσα. Δε βλέπουμε πια ούτε σ’ απόσταση εκατό μέτρων. Η άμμος δέρνει ανελέητα τις σκηνές μας, ο άνεμος σπάει τα σκοινιά, ξεριζώνει τους πασσάλους. Κάνουμε έναν απελπισμένο αγώνα για να κρατήσουμε τις σκηνές μας, για να βουλώσουμε τις τρύπες, να κλείσουμε τις χαραμάδες. Μάταιος κόπος. Η άμμος τρυπώνει παντού. Η ατμόσφαιρα μέσα στις σκηνές είναι θαμπή. Έχουμε άμμο στα ρούχα μας, στο στόμα μας, στα μάτια μας, στ’ αυτιά μας, ό,τι πιάνουμε έχει άμμο πάνω. Είναι οι πιο φριχτές, οι πιο βασανιστικές μέρες, όταν σηκώνεται άνεμος στην Ελ-Ντάμπα. Ούτε να φάμε θέλουμε, ούτε να πιούμε. Το φαΐ μας γεμίζει άμμο, το νερό γεμίζει άμμο. Αναπνέουμε με δυσκολία. Τα νεύρα μας σπάνε..,

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: