«Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη

Ο Οικονομίδης χτυπάει φλέβα σε ό,τι μπορεί ακόμη να επαναπροσδιοριστεί, αφήνοντας να χυθεί το αίμα- το δηλητηριασμένο αίμα -μέσα στο οποίο σαπίζει η κοινωνία των ανθρώπων. Γιατί μέσα στον καπιταλισμό κανείς δεν μένει αλώβητος. Κάτι πολύ σάπιο πάντα υποβόσκει.

Ο κ. Αλεξόπουλος – Θωμάς το μικρό του – έχει πιάσει πάτο. Έστησε την επιχείρησή του, τα «Είδη Υγιεινής», που παρέλαβε από τον πατέρα του στη δεκαετία του ’80, τότε που έπεφτε πολύ χρήμα στην αγορά και πολλοί Νεοέλληνες παρασύρονταν στην παγίδα της εύκολης ευμάρειας. Ως απόγονος, λοιπόν, θεωρούσε αυτονόητο πως έπρεπε όχι μόνο να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά και να τη γιγαντώσει, αποδεικνύοντας την αξία του τόσο στα μάτια του πατέρα του όσο και στα μάτια μιας κοινωνίας που λειτουργούσε μέσα σε αυτό το πλαίσιο κερδοφορίας και «κονόμας». Και τα κατάφερε: κινήθηκε στα χνάρια της φούσκας του νεοπλουτισμού, της φραγκάτης και καλοζωισμένης ζωής των νοτίων προαστίων. Μπήκε στο πετσί του τύπου που τα έχει όλα υπό έλεγχο -τη σύζυγο, τις ερωμένες- και έγινε ανεκτός, σχεδόν επιθυμητός, εξαγοράζοντας την αποδοχή των άλλων με την παρουσία του «ματσό» άντρα. Του άντρα που κυριαρχεί, που μπορεί τα πάντα, που γνωρίζει τους «νόμους της πιάτσας» με μια αυτοπεποίθηση που αντλούσε από τα δημιουργήματά του: το τριώροφο κατάστημα και το πολυτελές σπίτι στα νότια προάστια.

Ο Θωμάς μάς είναι οικείος. Είναι ο Νεοέλληνας της μεσοαστικής τάξης που χρωστάει παντού και κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Μπορεί φυσικά να διαφωνούμε με τον χαρακτήρα και τον ιδεολογικό του υπόβαθρο- που μάλλον είναι ανύπαρκτο- όμως, και αυτό αποτελεί μεγάλο σκηνοθετικό επίτευγμα,και μπράβο στον Οικονομίδη, ο σκηνοθέτης χτίζει την ιστορία του πάνω σε ένα πρόσωπο γνώριμο. Καταφέρνει, παρότι διαφωνούμε με το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», να μας κάνει ως θεατές να ξεχάσουμε τα μέσα και να επικεντρωθούμε στον σκοπό, που εδώ είναι ένας και μοναδικός: να σώσει το τελευταίο που του απέμεινε, το σπίτι του. Και αυτή η κολακευτική αυταπάτη ότι μπορούμε να παραμείνουμε «ουδέτεροι» καθώς παρακολουθούμε την ταινία είναι τελικά που μας κάνει, μετά, να σκεφτούμε: «Γιατί ξεχάσαμε τα μέσα;» Δεν είναι μόνο ο ήρωας που υποβάλλεται σε υπαρξιακή δοκιμασία. Είμαστε κι εμείς μαζί του, καθώς αναλογιζόμαστε τα δικά μας όρια και τις δικές μας αντιστάσεις σε μια υποθετική αναμέτρηση με παρόμοιες περιστάσεις.

Το πολύ καλά δομημένο σενάριο λειτουργεί ως γερό υπόβαθρο. Πάνω σε αυτό ο Οικονομίδης, με τους σκηνοθετικούς του χειρισμούς, μετατρέπει τους κατά βάση στερεοτυπικούς χαρακτήρες σε ενδιαφέρουσες φιγούρες, αποφεύγοντας τη μονοδιάστατη παρουσίασή τους και προσδίδοντάς τους βάθος, αυθεντικότητα και πολυπλοκότητα. Μια απλή ιστορία, την οποία, έχοντας στα χέρια του ένα στιβαρό σενάριο, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να φορτίσει δραματουργικά, διατάσσοντας σωστά τα στοιχεία της αφήγησης: τους χαρακτήρες, τις μεταξύ τους σχέσεις, τα γεγονότα που βιώνουν, τους διαλόγους, ώστε να μεταδώσει με τον καλύτερο τρόπο στον θεατή το αντικείμενο αυτής της ιστορίας. Η κλιμακούμενη πίεση, ο ασφυκτικός περίγυρος, η αγωνία του ήρωα τον ωθούν να αποδείξει -στους άλλους και κυρίως στον εαυτό του -ότι δεν είναι «χαμένο κορμί». Ότι από τον πάτο μπορεί, με μία ύστατη ώθηση, να ξαναβρεθεί στην κορυφή. Να αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά του, την εικόνα του πατέρα-προστάτη, του συζύγου, του εραστή, του «δυναμικού» άντρα. Και, όπως φαίνεται, τα μέσα δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα ούτε τους υπόλοιπους χαρακτήρες: τους ενδιαφέρει κυρίως η αποκατάσταση μιας εικόνας, την οποία έμαθαν, συνήθισαν και βολεύτηκαν πολύ στην παρουσία της και την ανάπτυξη δεσμών μαζί της γιατί κάτι κέρδιζαν από αυτή,

Ψέμα πάνω στο ψέμα. Πάνω σε αυτό χτίστηκαν οι σχέσεις: πάνω σε μια ψευδαίσθηση της εικόνας του άλλου και όχι σε μια ουσιαστική προσέγγιση της προσωπικότητάς του ή των ηθικών χαρακτηριστικών που τη συγκροτούν. Έτσι, οι ηθικές ανατροπές που συντελούνται στην ταινία αποκτούν την αίσθηση του επείγοντος, σχεδόν του «υποχρεωτικού», προκειμένου το οικοδόμημα -από το οποίο εξαρτάται η ζωή όλων όσοι συνέβαλαν στη συγκρότησή του- να μην καταρρεύσει, αλλά να συνεχίσει να υφίσταται.

Απέχει η καινούρια ταινία του Οικονομίδη από το ύφος που μας είχε συνηθίσει. Δεν χρησιμοποιεί πια την πολύ σκληρή γλώσσα -όχι τουλάχιστον στην έκταση που μας είχε συνηθίσει- ούτε θεματικά πατάει πάνω στον υπόκοσμο όπως παλιά. Και αυτό γίνεται για έναν απλό λόγο: γιατί σήμερα κράτος και υπόκοσμος έχουν φτάσει να μοιάζουν επικίνδυνα πολύ. Οι τράπεζες λειτουργούν σαν τοκογλύφοι – και μάλιστα πιο άνετα από τους πραγματικούς. Δεν χρειάζεται ο τοκογλύφος να κινείται πια παράνομα, αφού έχει αποκτήσει και ο ίδιος τα «νόμιμα» εργαλεία, προκειμένου να κάνει τη δουλειά των τραπεζών. Η διαφορά ανάμεσά τους έχει σχεδόν εξαφανιστεί και μαζί καταλήγουν να συμπεριφέρονται σαν αρπακτικά που ορμάνε στην περιουσία του κόσμου. Στην προσωπική ιστορία του Θωμά, τα κέρδη μοιράζονται. Η τράπεζα παίρνει την επιχείρηση, ο τοκογλύφος επιχειρεί να πάρει το σπίτι. Κανένας αδικημένος, Μόνο ο ιδιοκτήτης που έχει αποδεχτεί αυτό το παιχνίδι, που έχει μπει στους όρους του καπιταλισμού και τώρα βρίσκεται να παλεύει μόνος του απέναντι σε μηχανισμούς που δεν νοιάζονται για κανέναν. Του ανθρώπου που τρέχει να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί, πριν είναι πραγματικά πολύ αργά. Και μέσα σε αυτό το συνεχές τρέξιμο αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι το «πολύ αργά» είναι, τελικά, μια καθαρά ανθρώπινη συνήθεια. Ένα όριο που το κουβαλάμε μέσα μας. Τρέχουμε για να προλάβουμε, για να μη φτάσουμε στο σημείο, όπου όλα μοιάζουν χαμένα, νιώθοντας πως παλεύουμε με ένα σύστημα που είναι εκ προοιμίου εναντίον μας. Και έτσι επικεντρωνόμαστε στο να περισώσουμε ό,τι μπορούμε -όχι απαραίτητα για να βγούμε νικητές, αλλά έστω για να παραμείνουμε μέσα στο παιχνίδι, μέσα στους «κόλπους» του συστήματος, σε μια απόσταση ασφαλείας, ώστε να μη μας καταπιεί ολοκληρωτικά. Ακολουθούμε, ασθμαίνοντας σχεδόν, το τρέξιμο του ήρωα. Και ενώ μέσα μας γνωρίζουμε τη ματαιότητα αυτού του αγώνα, συνεχίζουμε να παρασυρόμαστε από τη δίνη του. Όμως το φινάλε δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: μας επαναφέρει απότομα στο σημείο όπου η εξιλέωση μετατρέπεται σε ταπείνωση, η επιθυμία σε παρωδία, το νόημα σε φάρσα. Η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια –όχι τυχαία, αλλά επειδή το άτομο αφήνεται να ενσωματωθεί στη συνήθεια και στο βόλεμα μιας καθημερινότητας που υπακούει σε ανήθικους κανόνες. Και όταν αυτό το άτομο ενσωματώνεται οργανικά και γίνεται μέρος του τέρατος που, σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, κατασπαράζει τα ίδια του τα μέλη, τότε ενεργοποιείται η ίδια η ουσία της ύπαρξής του για να αναδείξει το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει εγκλωβιστεί.

Ο Οικονομίδης χτυπάει φλέβα σε ό,τι μπορεί ακόμη να επαναπροσδιοριστεί, αφήνοντας να χυθεί το αίμα- το δηλητηριασμένο αίμα -μέσα στο οποίο σαπίζει η κοινωνία των ανθρώπων. Γιατί μέσα στον καπιταλισμό κανείς δεν μένει αλώβητος. Κάτι πολύ σάπιο πάντα υποβόσκει.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: