«Η Νύχτα των Σαλτιμπάγκων / Sawdust and Tinsel» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Σουηδία, 1952)

«Πού βρίσκεται, πού γεννιέται και πώς εκπληρώνει τους σκοπούς της η τέχνη;»
Σκέψεις με αφορμή την ταινία «Η Νύχτα των Σαλτιμπάγκων» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν που προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Λίγο μετά την εναρκτήρια σεκάνς, όπου ένας κλόουν και η γυναίκα του διαπομπεύονται από ένα πλήθος στρατιωτών, όταν εκείνη αποφασίζει να κάνει μπάνιο γυμνή μπροστά τους -βρισκόμαστε στο 1900 στη Σουηδία- ο Μπέργκμαν έχει ήδη θέσει το θεματικό πλαίσιο της ταινίας. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια βάλλεται βάναυσα από ένα πλήθος που αδυνατεί να κατανοήσει την ανάγκη ενός ανθρώπου να εκφραστεί με τρόπο διαφορετικό από τα κοινωνικά στερεότυπα που έχουν, ασυνείδητα και ανεπεξέργαστα, διεισδύσει στον ψυχισμό των ανθρώπων που απαρτίζουν αυτό το πλήθος και το μετατρέπουν σε επικίνδυνο όχλο, σε ένα απρόσωπο σώμα που αντιδρά με σκληρότητα και ειρωνεία απέναντι στο διαφορετικό.

Ταυτόχρονα, ο Μπέργκμαν αναδεικνύει και την ψυχολογία των θυμάτων του εξευτελισμού. Ο κλόουν και η γυναίκα του δεν μπορούν να κατανοήσουν το “γιατί” της απάνθρωπης συμπεριφοράς που δέχονται. Εσωτερικεύουν τη ντροπή, αποσύρονται στη σιωπή και την αμηχανία, ανήμποροι να διαχειριστούν την εχθρότητα των άλλων απέναντι σε μια πράξη που, υπό άλλες συνθήκες, να μην ήταν κατακριτέα.

Οι δύο χαρακτήρες -ο κλόουν και η γυναίκα του- ανήκουν στο μικρό τσίρκο του Αλμπέρτι, το οποίο περιφέρεται αδιάκοπα, δίνοντας παραστάσεις κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες, φτώχεια και συνεχή μετακίνηση. Η ζωή τους πάνω στα κάρα θυμίζει μια αέναη αναζήτηση: να βρουν έναν τόπο όπου θα είναι αποδεκτοί. Όπου το θέαμα που προσφέρουν δεν θα αντιμετωπίζεται ως φτηνή ψυχαγωγία, αλλά ως μορφή τέχνης. Οι τσιρκολάνοι αυτοί δεν είναι απλώς περιθωριακοί διασκεδαστές – είναι δημιουργοί που ζητούν να γίνουν αντιληπτοί ως φορείς μιας καλλιτεχνικής πράξης, όσο σύντομη ή ευτελής κι αν φαίνεται στους άλλους. Και εδώ ο Μπέργκμαν ξετυλίγει την ιστορία των ανθρώπων του τσίρκου, αντιπαραθέτοντας την περιπλάνηση του μικρού, πλανόδιου θιάσου με τη στασιμότητα ενός ακμαίου επαρχιακού θεάτρου. Πού βρίσκεται η τέχνη; 

Παρακολουθώντας τις πρόβες της θεατρικής παράστασης –ο Μπέργκμαν πολύ καλός γνώστης του θεάτρου το εντάσσει με μεγάλη επιδεξιότητα και άνεση μέσα στην κινηματογραφική του αφήγηση– θα λέγαμε, απαντώντας βιαστικά, πως η τέχνη βρίσκεται εκεί: στο θεατρικό σανίδι. Παρακολουθώντας ταυτόχρονα και τους ανθρώπους του τσίρκου, που με τα τεχνάσματά τους καθηλώνουν τους θεατές, θα πούμε ίσως, πως αυτό δεν είναι «τέχνη», αλλά κάτι επιφανειακό. Ο ίδιος ο διευθυντής του θεάτρου εκφράζει αυτήν την αντίληψη, απαξιώνοντας το τσίρκο και εξευτελίζοντας τον Αλμπέρτι, λέγοντάς του: «ο χειρότερος από εμάς είναι ο καλύτερος από εσάς». Ο Αλμπέρτι δεν αντιδρά. Έχει εσωτερικεύσει αυτή την ιεραρχία, αποδεχόμενος την κατωτερότητα που του επιβάλλει η πολιτισμική εξουσία. Εξαιρετικό είναι το πλάνο όπου η κάμερα είναι τοποθετημένη χαμηλά, δίνοντας στον διευθυντή του θεάτρου μια σχεδόν γιγαντιαία, απειλητική μορφή.

Ο Μπέργκμαν θέτει ταυτόχρονα και ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα: Πού ακριβώς βρίσκεται η έκπτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Στην πράξη των ισχυρών, ή στην παθητική αποδοχή της από τους «αδύναμους»; Η ταινία του δεν δίνει απαντήσεις. Μας αναγκάζει όμως να κοιτάξουμε κατάματα την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό και σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει, πίσω από τη δημιουργία του πολιτισμικού προϊόντος. Και σε αυτό το σημείο ο σκηνοθέτης μας αποδεικνύει ότι ο κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει ως φιλοσοφική πράξη. Μέσα από τα σκηνοθετικά του εργαλεία, απογυμνώνει την ανθρώπινη αδυναμία, φανερώνοντας το αληθινό πρόσωπο των ανθρώπων όχι μόνο πάνω στη σκηνή αλλά και στα παρασκήνια.

Ο διευθυντής του θεάτρου ταπεινώνει τον Αλμπέρτι, μπροστά στη σύντροφό του, την οποία κοιτάζει με θρασύτητα. Ο εξευτελισμός δεν είναι μόνο λεκτικός αλλά και συμβολικός: μεταφέρεται στο βλέμμα, στη στάση, στη σιωπή. Κι όμως, ο Αλμπέρτι δεν αντιδρά, παρόλο που μέσα του νιώθει έντονη ντροπή και δυσφορία. Αυτή η δυσφορία όμως δεν εκδηλώνεται ευθέως. Εκτονώνεται στις μεταξύ τους σχέσεις – ανάμεσα στον ίδιο και τη σύντροφό του-με καχυποψία, ζήλια, συναισθηματική φθορά.

Ο πρωταγωνιστής της θεατρικής παράστασης αποκαλύπτεται ως στυγνός φαλλοκράτης. Εκμεταλλεύεται την εξουσία του για να εκβιάσει και τελικά να κακοποιήσει μια γυναίκα – τη σύντροφο του Αλμπέρτι. Η πράξη του αυτή βασίζεται όχι μόνο στην ωμή του εξουσία, αλλά και στην επίγνωση της αδυναμίας και της ανάγκης του θύματος. 

Και το μεγάλο επίτευγμα του Μπέργκμαν βρίσκεται ακριβώς σε αυτό: μέσα από την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια τους πραγματικούς εαυτούς – και των θυμάτων και των θυτών. Όχι απευθείας μέσω των προσώπων, αλλά μέσω των ρόλων που αυτοί υπηρετούν. Το έργο των θυτών αποδομείται, ενώ με αριστοτεχνικό τρόπο αναδύεται η αξία του έργου των θυμάτων. Κινηματογραφικά, παίρνει μορφή η φράση: «Δεν είσαι αυτό που δείχνεις, αλλά αυτό που δημιουργείς». Και έτσι, μέσα από την τέχνη, ο Μπέργκμαν φέρνει τη δικαίωση. Όχι μόνο δεν υποτιμά την τέχνη του τσίρκου – αντιθέτως, τη δικαιώνει ως ισάξια μορφή τέχνης απέναντι στο «υψηλό» θέατρο. Και έτσι κατανοούμε ακόμη περισσότερο την αρχική σεκάνς. Ο κλόουν που κουβαλά τη γυμνή και διαπομπευμένη γυναίκα του στην αγκαλιά του και κλαίει, δεν φορά απλώς ένα κοστούμι. Είναι ο ίδιος μέσα στον ρόλο του. Η αληθινή του ζωή εκφράζεται μέσα από την υποκριτική πράξη του τσίρκου υπενθυμίζοντάς μας ότι η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται στην προσποίηση του γελωτοποιού περισσότερο απ’ ό,τι στο παγωμένο βλέμμα του «σοβαρού» ηθοποιού.

Μέσα από αυτή τη σύγκριση όμως, θεάτρου και τσίρκου, ο Μπέργκμαν δεν μιλά μόνο για διαφορετικές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά για διαφορετικούς τρόπους ζωής. Η τέχνη γίνεται έτσι καθρέφτης της υπαρξιακής μας στάσης. Επιλέγουμε την τέχνη —όπως και τη ζωή— είτε ως πεδίο αναζήτησης, ρίσκου και αποκάλυψης, είτε ως μηχανισμό αναπαραγωγής ρόλων και προσχημάτων. Και εδώ αναδύεται ένα τρίτο ερώτημα: πού γεννιέται, τελικά, η τέχνη; Στην ταραχή της περιπλάνησης ή στην ηρεμία της τάξης; Στο ρίσκο του αχαρτογράφητου ή στην ασφάλεια του καθιερωμένου; Και, σε τελική ανάλυση, ποια από αυτές τις μορφές μάς φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια της ανθρώπινης εμπειρίας;

Παρακολουθώντας την ταινία σκέφτομαι πως ίσως η αλήθεια –και μαζί της η τέχνη– αναδύεται εκεί όπου υπάρχει πόνος, απώλεια, ευθραυστότητα. Όχι εκεί όπου οι άνθρωποι φορούν ρόλους, αλλά εκεί όπου τους κουβαλούν. Πολλοί άνθρωποι προσεγγίζουν την τέχνη αναζητώντας μόνο ψυχαγωγία, μια στιγμιαία απόσπαση από την πραγματικότητα. Κι όμως, όταν η σχέση ανάμεσα στο θέαμα και τον θεατή είναι ειλικρινής – και αυτή η ειλικρίνεια πηγάζει από το βίωμα του δημιουργού και την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του ματιά και οπτική – μπορεί να επιτελεστεί ένας εσωτερικός κλυδωνισμός. Μια ασυνείδητη μετατόπιση, όπου το θέαμα και ο θεατής παύουν να είναι ξεχωριστοί, αλλά αλληλεπιδρούν. Δημιουργούν μαζί μια άλλη κατάσταση-μια συγκινησιακή σύγκλιση που φέρνει τη μεταμόρφωση: την κάθαρση, όπως την όρισε ο Αριστοτέλης. 

Στην τελική σεκάνς, το τσίρκο – με τις προσβολές και τους εξευτελισμούς που έχει δεχτεί – αποχωρεί. Όμως οι άνθρωποι του δεν είναι πια οι ίδιοι. Έχουν αλλάξει. Έχουν μάθει να συγχωρούν. Και αυτό συμβαίνει επειδή έχουν αποδομήσει μέσα τους τις στερεοτυπικές, βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις που κληρονόμησαν. Γιατί χωρίς αυτή την αποδόμηση, καμία ουσιαστική συγχώρεση δεν μπορεί να υπάρξει.

Και έτσι, προχωρούν. Όχι απλώς φεύγουν, αλλά ανοίγονται προς την αναζήτηση νέων εμπειριών, νέων δυνατοτήτων. 

Πού βρίσκεται, λοιπόν, η εσωτερική απελευθέρωση-ένα από τα μεγάλα ζητούμενα της τέχνης- αν όχι ακριβώς σε αυτό;

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: