«Harvest», της Αθηνάς Τσαγγάρη (2024)

Η Αθηνά Τσαγγάρη, μας μεταφέρει σε ένα μεσαιωνικό χωριό της αγγλικής επαρχίας, όπου μια αυτάρκης κοινότητα βλέπει τη ζωή της να αλλάζει με την άφιξη ενός χαρτογράφου. Ένα στοχαστικό κινηματογραφικό ταξίδι που ξεπερνά τα όρια της ιστορικής αναπαράστασης, προσφέροντας ένα διαχρονικό σχόλιο για τη βία της αλλαγής, όταν αυτή επιβάλλεται ερήμην των ανθρώπων που τη βιώνουν.

Κάπου στη μεσαιωνική αγγλική επαρχία, σε ένα αχαρτογράφητο χωριό. Τα χωράφια είναι κοινόχρηστα. Οι κάτοικοι του χωριού, φτωχοί αγρότες, έχουν δημιουργήσει τη δική τους κλειστή κοινότητα με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που μπορεί να έχει μια τέτοια ομάδα. Στο επίπεδο της κοινωνικής ζωής, οι προκαταλήψεις, η καχυποψία, η εύκολη κρίση και η ψυχολογία του όχλου είναι παρόντα. Όπως επίσης παρόντες είναι και οι ισχυροί δεσμοί που ενώνουν τα μέλη της. Στο επίπεδο της οικονομίας τα πράγματα είναι απλά: δεν υπάρχουν ανταγωνισμοί, δεν υπάρχει το κυνήγι του χρήματος, υπάρχει μόνο η συνειδητοποίηση ότι, δουλεύοντας όλοι μαζί τη γη, αυτή θα τους αποδώσει τους καρπούς που θα καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, ενώ ό,τι παράγεται μοιράζεται έτσι ώστε κανένας να μη νιώθει αδικημένος.

Τα πράγματα αλλάζουν όταν εμφανίζεται ο Ερλ, στον οποίο ο φεουδάρχης Τσαρλς αναθέτει να χαρτογραφήσει την περιοχή, να δώσει ονόματα σε κάθε μέρος της και να την οριοθετήσει. Οι κάτοικοι δεν δέχονται ευχάριστα την παρουσία του χαρτογράφου, σαν να υποψιάζονται ότι κάτι κακό θα συμβεί με την είσοδο αυτού του ανθρώπου στις ζωές τους.

Ο Γουόλτερ, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας –αντιήρωας στην πραγματικότητα– γίνεται φίλος με τον Ερλ, παρόλο που αντιλαμβάνεται, ίσως περισσότερο από τους άλλους, πως αυτή η χαρτογράφηση σημαίνει το τέλος της κοινότητας.

Ο Γουόλτερ γνωρίζει πολύ καλά ότι οι χάρτες ισοπεδώνουν. Η οριζόντια απεικόνιση των περιοχών, όσο ακριβής κι αν είναι, δεν λέει ποτέ την αλήθεια για τα μονοπάτια, την κλίση του εδάφους, την απορροφητικότητά του, τα πολύ στενά περάσματα. Ξέρει επίσης ότι κανένα χρώμα ζωγραφικής, όσο ταλέντο κι αν διαθέτει ο ζωγράφος, δεν μπορεί να αποδώσει τις τόσες διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε του ουρανού, καθεμιά από τις οποίες σηματοδοτεί τον καιρό της επόμενης μέρας και παράλληλα καθοδηγεί τις ενέργειες των αγροτών, που διαβάζοντας τα χρώματα του ουρανού, ρυθμίζουν τις γεωργικές τους εργασίες.

Γιατί ο Γουόλτερ είναι ένα με τη φύση. Την αγαπά πολύ και αυτή του η αγάπη εκδηλώνεται με το να τη γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά, σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν ονοματίζει τα μέρη. Τα έχει όμως χιλιοδιαβεί. Τα μόνα που ονοματίζει είναι τα φυτά, και αυτό γιατί γνωρίζει πολύ καλά τις ιδιότητες τους, ενώ η ονοματοδοσία τα καθιστά διακριτά ως προς τη χρησιμότητα του καθενός. Ο Γουόλτερ ξέρει να ξεχωρίζει την ουσία σε καθετί που τον περιβάλλει και αδυνατεί να προσαρμοστεί στις επιβαλλόμενες συνθήκες και ανάγκες, οι οποίες αλλοιώνουν την ουσία των πραγμάτων. Ξέρει, ωστόσο, και τα όρια των δικών του δυνατοτήτων. Κατανοεί τις συμπεριφορές των κατοίκων, τον φόβο τους και την αδυναμία τους να αντιδράσουν στη λεηλασία της γης τους, στη μετατροπή του χωριού της αυτάρκειας σε “τόπο αφθονίας”, στη μετατροπή της καλλιεργήσιμης γης σε βοσκότοπο.

Αρνείται τη στέρηση των αγαθών της γης του και, κυρίως, αρνείται τη μετατροπή της γης σε κερδοφόρα επιχείρηση , την εκδίωξη των αγροτών στα μεγάλα αστικά κέντρα και τη μετατροπή τους σε προλετάριους. Ο Γουόλτερ δεν είναι ηγέτης. Είναι όμως αφεντικό του ίδιου του εαυτού και κατανοεί πολύ καλά επίσης, την έκφραση της εποχής «Τα πρόβατα έτρωγαν τους ανθρώπους» που υπονοούσε ότι τα σχέδια των φεουδαρχών για εμπορική εκμετάλλευση της φύσης σήμαιναν τον θάνατο της ζωής όπως την ήξεραν μέχρι τότε. Γιατί δεν είναι μόνο οι λύκοι που κατασπαράζουν. Είναι και τα «πρόβατα» που στέλνουν οι «λύκοι» ανάμεσα σε άλλα «πρόβατα» για να φαγωθούν μεταξύ τους.

«Θα μπορούσες, αντί για την κόκκινη οριογραμμή, να τοποθετήσεις στον χάρτη σου τα κίτρινα δόντια χιλιάδων προβάτων», λέει ο Γουόλτερ στον Ερλ, και ξέρει πολύ καλά τι εννοεί: τα όρια που χαράζονται είναι οι μελλοντικές περιφράξεις για τα μελλοντικά βοσκοτόπια. Και μπορεί να προσδιορίζουν τη θέση του καθενός στο τώρα, αλλά προεξοφλούν το αβέβαιο και σκοτεινό μέλλον που προορίζουν για τους αγρότες της κοινότητας, αυτοί που αναθέτουν τις οριοθετήσεις και τις περιφράξεις.

Άλλοτε νιώθουμε ότι παρακολουθούμε ένα ντοκιμαντέρ για τη φύση, πριν η υπέρμετρη ανάπτυξη της τεχνολογίας καταστήσει μεγάλο μέρος της αφιλόξενο, πριν διαλύσει την κοινωνική συνοχή, πριν βυθίσει τους ανθρώπους στην απομόνωση, πριν τους μετατρέψει σε υπηρέτες της, ανίσχυρους να αποτινάξουν τα δεσμά της και άμεσα εξαρτώμενους από εκείνους που χρησιμοποίησαν την τεχνολογική πρόοδο για να καταστούν κυρίαρχοι, αποκτώντας το κεφάλαιο που τους έκανε ισχυρούς.

Άλλοτε νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα απροσδιόριστο χρονικό και χωρικό σύμπαν, όπου η ποίηση και η απλότητα της ομορφιάς που μας χαρίζει ο φυσικός κόσμος μάς συμπαρασύρουν σε ένα ταξίδι ανάμεσα στην ονειρική παρατήρηση και στη μελαγχολία μιας χαμένης ισορροπίας. Αυτής ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.

Και άλλοτε προσγειωνόμαστε απότομα στη σκληρή πραγματικότητα της μετάβασης στη βιομηχανική εποχή, στην επόμενη ιστορική περίοδο όπου οι μικροκαλλιεργητές θα μετατρέπονταν σε βιομηχανικούς εργάτες. Εδώ ο κινηματογράφος αγγίζει την ιστορία, φωτίζοντας με ποιητικά μέσα μια διαδικασία που δεν υπήρξε απλώς «πρόοδος», αλλά βίαιη ανατροπή ενός κόσμου αιώνων.

Η Αθηνά Τσαγγάρη καταφέρνει να ενοποιήσει τα τρία διαφορετικά αυτά βιώματα, παραδίδοντάς μας μια ταινία που αιχμαλωτίζει το πνεύμα της εποχής χωρίς να συγκεκριμενοποιεί απόλυτα τη χωροχρονική της αναφορά. Με τον τρόπο αυτό προσδίδει στα γεγονότα μια διαχρονική, συμβολική αξία. Παίρνοντας ως αφετηρία τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου των περιφράξεων, τα οργανώνει σε μια καλλιτεχνική φόρμα, όπου οι συμβολικές εικόνες και οι φράσεις συνθέτουν ένα πλήρες αισθητικό σύμπαν. Δεν πρόκειται για μια αναπαραγωγή του 16ου-17ου αιώνα, αλλά για μια ενιαία κινηματογραφική σύνθεση που μας κάνει να βιώσουμε τη βία της αλλαγής.

Στο κινηματογραφικό αφηγηματικό της σύστημα συνδυάζει τις συγκρούσεις των χωρικών απέναντι στους καταπατητές της γης τους, χωρίς να τους εξιδανικεύει ή να τους παρουσιάζει ως ήρωες. Αναγνωρίζει την αδυναμία και τον φόβο που συχνά παραλύει την αντίσταση, χωρίς όμως να τη δικαιολογεί. Παράλληλα, αναδεικνύει και τις εσωτερικές συγκρούσεις της κοινότητας: καχυποψία απέναντι στους ξένους, προσωπικές αντιζηλίες, μικροδιενέξεις. Όλα αυτά τοποθετούνται μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο που ανοίγει με την άφιξη του χαρτογράφου και καταγράφει τη σταδιακή μετάβαση της κοινότητας σε μια άλλη πραγματικότητα. Σε αυτή την αφήγηση αναδεικνύονται αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες: ο Γουόλτερ, ο χαρτογράφος, οι χωρικοί, οι ξένοι. Όλοι λειτουργούν ως μορφές που ο θεατής καταλαβαίνει άμεσα ποιον ρόλο ενσαρκώνουν- την παραδοσιακή κοινότητα, την εξουσία, την απειλή. Έτσι, οι χαρακτήρες μετατρέπονται σε εκφραστές των κοινωνικών δυνάμεων της περιόδου, δίνοντας στο φιλμ μια ισχυρή ιστορικο-πολιτική διάσταση με τρόπο όμως που η βαρύτητα αυτής της διάστασης να μην εγκλωβίζει την ταινία σε μια στεγνή αναπαράσταση. Η σκηνοθεσία διατηρεί τον ποιητικό της παλμό, χρησιμοποιεί συμβολικές εικόνες και λεπτές αφηγηματικές πινελιές, και έτσι το έργο υπερβαίνει την απλή καταγραφή γεγονότων.

Η Τσαγγάρη συνθέτει ένα αισθητικό σύμπαν που μας επιτρέπει να νιώσουμε τη βία της αλλαγής όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά και ως υπαρξιακή εμπειρία.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: