«Το Αλάτι της Γης: Η Αύρα που “επιβιώνει” στη Σκιά της Αναπαραγωγής»
Ένα «αντίο» στον ανθρωπιστή φωτογράφο Σεμπαστιάο Σαλγκάντο
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος, στο δοκίμιό του «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνoλογικής αναπαραγωγιμότητάς του», χρησιμοποιεί τον όρο «μέσο» για να περιγράψει κάθε τι που διαμεσολαβεί ανάμεσα στη νοητική και την αισθητηριακή μας αντίληψη. Ένα τέτοιο μέσο είναι και η φωτογραφία, η οποία δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ακινητοποιεί στιγμές και, με τη μεγέθυνσή τους, να αποκαλύπτει αυτό που ο ίδιος ο Μπένγιαμιν ονομάζει οπτικό ασυνείδητο – κατά αναλογία με το ενστικτώδες ασυνείδητο που έφερε στο φως η ψυχανάλυση.
Η έννοια της διαμεσολάβησης στην οποία αναφέρεται ο φιλόσοφος έχει διττή σημασία: αφενός αφορά τη σχέση του φωτογράφου με το θέμα του -δηλαδή την αντίληψή του για αυτό- και αφετέρου τη μεταβίβαση αυτής της αντίληψης στον θεατή, μέσω της ίδιας της φωτογραφικής εικόνας. Για τον Μπένγιαμιν, τα μέσα αναπαραγωγής -στη συγκεκριμένη περίπτωση η φωτογραφική μηχανή- αφαιρούν από το πρωτότυπο την «αύρα» του. Αυτή η αύρα έχει να κάνει με τη μοναδικότητα της στιγμής: όταν ένα πορτρέτο ή μια σκηνή δράσης αποτυπώνονται από τον φακό, διατηρούν μια αύρα μοναδικότητας, καθώς πρόκειται για μία συγκεκριμένη πράξη, ή πρόσωπο,σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο- στοιχεία που αποτέλεσαν πιθανώς και το αρχικό κίνητρο του φωτογράφου. Όταν όμως η στιγμή χάνεται, η φωτογραφία γίνεται απλώς ένα αντίγραφο της πραγματικότητας που μόλις έλαβε χώρα. Και όσο αυτό το αντίγραφο αναπαράγεται και διαχέεται στις μάζες, η αρχική του αύρα εξασθενεί. Για τον Μπένγιαμιν, ωστόσο, αυτή η απώλεια δεν είναι απαραίτητα αρνητική: απαλλαγμένη από την αύρα της μοναδικότητας και την λατρευτική αξία που αυτή συνεπάγεται, η φωτογραφία αποκτά μια νέα, εκθετική αξία, καθώς εκτίθεται σε άλλους τόπους και χρόνους, υπό συνθήκες-ιστορικές, κοινωνικές, πολιτισμικές- εντελώς διαφορετικές από εκείνες της στιγμής λήψης.
Ωστόσο, έχω την αίσθηση, ότι ο Σεμπαστιάο Σαλγκάντο καταφέρνει, παρά την τεχνική αναπαραγωγιμότητα, να διατηρεί ζωντανή την αύρα των θεμάτων που φωτογραφίζει. Μελετώντας τις φωτογραφίες του, νιώθεις ότι μεταφέρεσαι χρονικά και χωρικά στο σημείο που βρίσκονται οι ήρωές του. Ταυτόχρονα, όμως, αποστασιοποιείσαι από αυτούς -σαν ενεργός θεατής- προσπαθώντας να εμβαθύνεις στο τι κρύβεται πίσω από τη ζωή τους και, τελικά, πίσω από την ίδια τους την εικόνα.
Είτε πρόκειται για έναν ιθαγενή στη ζούγκλα του Αμαζονίου, έναν πρόσφυγα στη Ρουάντα που προσπαθεί να ξεφύγει από τη γενοκτονία, έναν εργάτη στα ορυχεία χρυσού ή έναν κάτοικο της Αιθιοπίας που μάχεται να επιβιώσει από την πείνα και την ξηρασία – ο Σαλγκάντο κατορθώνει να διατηρεί ζωντανή την αύρα αυτών των ανθρώπων. Μετατρέπει κάθε φωτογραφία σε μια πράξη μαρτυρίας και μνήμης, αποκαθιστώντας την ανθρώπινη υπόστασή τους μέσα από το βλέμμα του.
Οι παραπάνω σκέψεις μού γεννήθηκαν καθώς παρακολουθούσα για ακόμη μία φορά το ντοκιμαντέρ «Το αλάτι της Γης» των Βιμ Βέντερς και Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο – αυτή τη φορά με συναισθηματική φόρτιση, εξαιτίας του θανάτου του μεγάλου αυτού ανθρωπιστή φωτογράφου. Η φωτογραφία, για τον Σαλγκάντο, δεν ήταν απλώς αισθητική εμπειρία· ήταν πράξη πολιτικής ευαισθητοποίησης. Μέσα από τη δύναμη της εικόνας του ανέδειξε τη βία των ταξικών ανισοτήτων, την ωμή πολιτική ανεντιμότητα, τη σκληρότητα των καθεστώτων. Και ταυτόχρονα φώτισε το σθένος, την αντοχή, το μεγαλείο εκείνων των ανθρώπων που παραμένουν αόρατοι, που πεθαίνουν κατά χιλιάδες χωρίς ποτέ κανείς να τους αναζητήσει. Ο Σαλγκάντο δεν τους κατέγραψε απλώς· τους απέδωσε αξιοπρέπεια και φωνή.
Όπως εύστοχα επισημαίνεται στο ντοκιμαντέρ, ο Σαλγκάντο κάνει ακριβώς αυτό που δηλώνει η λέξη «φωτογραφίζω»:γράφει- ζωγραφίζει με το φως και τις σκιές. Οι φωτογραφίες του μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, ξεπερνώντας τη ρεαλιστική αποτύπωση. Έτσι, ο ίδιος μοιάζει να αναιρεί, εν μέρει, τη μηχανική φύση του φωτογραφικού μέσου – ή, ίσως, να του προσδίδει μια άλλη υπόσταση από εκείνη για την οποία αρχικά δημιουργήθηκε. Δεν αναπαράγει την πραγματικότητα- την ερμηνεύει. Δεν παγώνει απλώς τον χρόνο. Αποκαλύπτει, όπως θα έλεγε και ο Μπένγιαμιν, το «οπτικό ασυνείδητο» της ανθρώπινης συνθήκης.
Το Αλάτι της Γης δεν είναι απλώς ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο ενός μεγάλου φωτογράφου. Είναι μία ζωντανή μαρτυρία: ακούμε τον ίδιο τον Σαλγκάντο να μοιράζεται, με βαθιά συγκίνηση, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για τις τρομακτικές εικόνες που αντίκριζε στα πολυάριθμα ταξίδια του σε κάθε γωνιά της Γης – και κυρίως στην Αφρική, τον τόπο που, όπως εξομολογείται, τον μαγνήτιζε όσο κανένας άλλος.
Δεν ξέρουμε πόσες φορές ο Σαλγκάντο κατέβασε τη φωτογραφική μηχανή, για να θρηνήσει γι’ αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του. Σίγουρα θα ήταν πάρα πολλές. Ξέρουμε, όμως, πως κάθε φορά που πατούσε το κλικ της μηχανής του, μέσα σε εκείνο το ελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, κατανοούσε κάτι ουσιώδες από τη ζωή του ανθρώπου που φωτογράφιζε. Ξέρουμε πως γινόταν ένα με τον τόπο και το φυσικό περιβάλλον όπου βρισκόταν. Πως αφουγκραζόταν την αγωνία, τον φόβο, την ελπίδα, τη σιωπή των ανθρώπων του.
Ξέρουμε επίσης πως, όσο κι αν θρηνούσε για όσα αντίκριζε, δεν έπαψε ποτέ να μας παρουσιάζει τους φτωχούς, βασανισμένους, αόρατους ανθρώπους – όχι ως θύματα, αλλά ως φορείς μιας δύναμης σχεδόν μυθικής. Ανθρώπους των οποίων τα νεανικά πρόσωπα είχε γεράσει πρόωρα ο πόνος και η απώλεια, κι όμως διατηρούσαν τη ματιά καθαρή, το βλέμμα περήφανο. Τους έδειχνε ζωντανούς, ενεργούς, με αξιοπρέπεια και σθένος, όχι ως παθητικά αντικείμενα οίκτου αλλά ως υποκείμενα ιστορίας.
Και ξέρουμε τέλος πως, για τον Σαλγκάντο, δεν υπήρξαν ποτέ πρώτος, δεύτερος ή τρίτος κόσμος. Υπήρξε μόνο ένας κόσμος -ενιαίος, σύνθετος, βαθιά άνισος αλλά κοινός. Ένας κόσμος που, αν δεν καταφέρουμε να δούμε την ενότητά του μέσα από την καταγγελτική ματιά της τέχνης του, αν δεν αναγνωρίσουμε ότι ο πόνος του Άλλου είναι και δικός μας, τότε δεν θα καταφέρουμε ποτέ να κατανοήσουμε τη βαθύτερη λειτουργία της τέχνης του: να ενώσει, να αφυπνίσει, να συγκινήσει, να μεταμορφώσει.
(Το ντοκιμαντέρ «Το Αλάτι της Γης» είναι διαθέσιμο στο cinobo)