Ο αφανισμός των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής
Το συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός – της συρρίκνωσης των χριστιανικών μειονοτήτων – δεν ήταν ένα στιγμιαίο έγκλημα. Ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία που εξακολουθεί να συντελείται στις μέρες μας.
Από το 1908 μέχρι το 1923 οι λαοί της Μικράς Ασίας – κυρίως οι χριστιανικές εθνότητες – γνώρισαν όλες τις μορφές βίας. Η κυριαρχία της λογικής των εθνικών κρατών και των συμφερόντων τους, αγνόησε την Ιστορία, την ταυτότητα και τη θέληση των λαών στον τρόπο λύσης του Ανατολικού Ζητήματος.
Η διάθεση εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν άρχισε με την σφαγή τους. Πριν από τις μαζικές γενοκτονίες, η ιδέα του αφανισμού είχε βρει φιλοξενία στον τύπο, στα καφενεία, στις διακρίσεις, στις διαμαρτυρίες, μέχρι που έφτασε το έγκλημα.
Ο Κεμάλ είχε κερδίσει τον τουρκικό λαό, είχε οξύνει τις προκαταλήψεις – που ήταν πιο ήπιες στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – και τον είχε μετατρέψει σε εκτελεστή των σχεδίων για την «νέα καθαρή Τουρκία». Η βία, που είχε σχεδιαστεί ψυχρά, εκδηλώθηκε με φανατισμό, με αυθαιρεσία και ακρότητες από τον τουρκικό λαό.
Από τις μαρτυρίες, περιγραφές, όλες πανομοιότυπες, διαφαίνεται η μετάλλαξη μιας πολυεθνικής κοινωνίας σε μια κοινωνία προσδιορισμένη από το χρώμα και το αίμα, από την αρμονική συνύπαρξη αιώνων στην εχθρική καταδίωξη, από την ανοχή στον αφανισμό. Αποτέλεσμα των διωγμών των Νεότουρκων είναι ο αφανισμός των Αρμενίων, η εξόντωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού και η συρρίκνωση των 22.000.000 χριστιανών σε 1.280.000!!!
Ο απόηχος του Μεγάλου Πολέμου και των επιπτώσεών του στην Οθωμανική αυτοκρατορία ακούγεται συχνά, αν και κάπως απόμακρα. Πιο ζωντανά ακούγεται ο απόηχος της Ρωσικής Επανάστασης στα ορεινά του Πόντου και πιο άμεσα καταγράφεται η εμπειρία του αντάρτικου, της αντίστασης και της ελπίδας του ποντιακού ελληνισμού απέναντι στην τραγική του μοίρα.
Οι μαρτυρίες συνιστούν ένα μοναδικό συνδυασμό της απήχησης κοσμοϊστορικών γεγονότων με τα βιώματα της καθημερινότητας και το δράμα του ξεριζωμού.
Ο ηγέτης του ποντιακού κινήματος στη Γαλλία, Κ. Γ. Κωνσταντινίδης γράφει: «Ο Τουρκικός λαός, αφού σκότωσε και έσφαξε τον Ιούνη του 1915 ένα εκατομμύριο Αρμένιους, οργανωμένους και καθοδηγούμενους από την κυβέρνηση του Ταλαάτ, του Ενβέρ και του Τζεμάλ, αφού έπνιξε τα παιδιά τους στην θάλασσα και τους ποταμούς και άρπαξαν τις κορασίδες και τις γυναίκες τους, έστρεψαν την προσοχή τους προς τις περιουσίες, την τιμήν και την ζωή των Ελλήνων ραγιάδων».
Οι Έλληνες Πόντιοι ήξεραν ότι θα έρθει η σειρά τους. Δεν άργησε να έρθει. Ο διεθνής θόρυβος και οι αντιδράσεις για τις σφαγές των Αρμενίων υποχρέωσαν τους Τούρκους να υιοθετήσουν μεθόδους «αργού θανάτου» για την εξόντωση των υπολοίπων μειονοτήτων, προχώρησαν σε αθόρυβο αφανισμό, ο οποίος δεν θα προκαλούσε διαμαρτυρίες. Έπρεπε ο ελληνικός πληθυσμός να αφανιστεί δια των εξοριών, της πείνας, του ψύχους, της κακής διατροφής και της ελλείψεως πάντων των αναγκαίων εφοδίων, τροφίμων…
Μια άμεση μέθοδος εθνοκάθαρσης ήταν τα «Αμελέ Ταμπουρού» (Τάγματα εργασίας). Έστειλαν σε αυτά όλους τους αφοπλισμένος Έλληνες στρατιώτες και στρατεύσιμους καθώς και τους Αρμένιους και τους Εβραίους. Η μέθοδος της «λευκής σφαγής» ! είχε μπει σε εφαρμογή. Οι δύστυχοι στρατολογούμενοι εργάζονταν επί 18 ώρες το ημερονύκτιο, για να θραύσουν λίθους που προορίζονταν για την οδοποιία ευρείας λεωφόρου μέχρι των συνόρων, κάτω από αφόρητο ψύχος και χιόνι ή τον καυτό ήλιο, χωρίς κατάλληλη και επαρκή τροφή, διαρκώς πιεζόμενοι και ραβδιζόμενοι.
Επίσης, δημιουργήθηκαν «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας». Τα δικαστήρια αυτά στην αρχική τους φάση ήταν στην πραγματικότητα στρατιωτικοί μηχανισμοί, εργαλεία για την καταδίκη και τον δημόσιο απαγχονισμό των στασιαστών και όσων ήταν αντίθετοι προς το κεμαλικό σύστημα, καθώς και για τον παραδειγματισμό των επίδοξων υπονομευτών της «νέας Τουρκίας».
Από τον Δεκέμβρη του 1920 άρχισαν οι συλλήψεις των «εχθρών της ανεξαρτησίας». Μεταξύ αυτών, οι κοινοτικοί παράγοντες, έμποροι, επιστήμονες, όπως και τα μέλη των επιτροπών περίθαλψης προσφύγων, οι διευθύνοντες τα ορφανοτροφεία, κ.α.
Μετά την μεγάλη δίκη των κρατούμενων στις φυλακές της Αμισού και Πάφρα, ακολούθησαν οι δίκες των προκρίτων της Τραπεζούντας.
Ο διανοούμενος δημοσιογράφος της εφημερίδας «Εποχή» Νίκος Καπετανίδης έμεινε γνωστός στην ποντιακή ιστορία για τον αγώνα που έδωσε μέσα από τις στήλες της εφημερίδας του, για την αποκάλυψη της επιχειρούμενης γενοκτονίας του ποντιακού λαού από το καθεστώς των Νεότουρκων αλλά και τον αγώνα του για την ίδρυση ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους.
Η κατάχρηση εξουσίας των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας – για πολιτικούς λόγους – είχε εξελιχτεί σε τέτοιο βαθμό, που είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε «κράτος εν κράτει». Από την αυθαιρεσία τους πέρασαν όχι μόνο τα μέλη των χριστιανικών μειονοτήτων, αλλά και οι Τούρκοι αντίπαλοι του Κεμάλ.
Τα μεγάλα γεωπολιτικά σχέδια, κράματα σκοπιμότητας, συμφερόντων και ουτοπίας, παρέσυραν εκατομμύρια ανθρώπων στην ταπείνωση της προσφυγιάς, τους μεταμόρφωσαν σε καταδιωκόμενες μάζες, σε ανεπιθύμητους ξένους και από εκεί που έφυγαν, αλλά και εκεί που έφτασαν. Κάθε προσφυγιά έχει δυο πρόσωπα, της φυγής και της άφιξης. Είναι και τα δυο εξίσου οδυνηρά, βίαια και ταπεινωτικά, ακόμα κι όταν φτάνεις σε μια «μητέρα πατρίδα» που από όραμα γίνεται εφιάλτης.
Το συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός – της συρρίκνωσης των χριστιανικών μειονοτήτων – δεν ήταν ένα στιγμιαίο έγκλημα. Ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία που εξακολουθεί να συντελείται στις μέρες μας. Και όσο θα μένουμε θεατές, όσο δεν παίρνουμε πολιτική θέση ως ελάχιστο φόρο τιμής στα εκατομμύρια αθώα θύματα, οι Τούρκοι θα συνεχίζουν να συντελούν το καταστρεπτικό τους έργο στην δοκιμαζόμενη Κύπρο, με την ισλαμοποίηση και τουρκοποίηση των Κατεχομένων, στο αγωνιζόμενο για αυτονομία τουρκικό Κουρδιστάν, σε βάρος των χριστιανικών μειονοτήτων στη Συρία. Θα επιμένουν στο αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», στο «casus belli» και στην προκλητική πολιτική στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ιωάννα ΚΩΤΣΙΑΒΡΑ
