Ιατρικές Ειδικότητες και κεντρικός σχεδιασμός (υπάρχει ή χρειάζεται;)
Μια από τις βασικές ειδικότητες που καθόρισε την επιστήμη της επιδημιολογίας και την παρατήρηση των κοινωνικών ομάδων ως συνόλου που παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά και προβλήματα, η ειδικότητα της Κοινωνικής ιατρικής και δημόσιας υγείας οριακά υπάρχει μόνο στα χαρτιά…
Είναι γνωστό πως οι ιατρικές ειδικότητες ακολουθούν την επιστημονική ανάγκη για περαιτέρω εξειδίκευση είτε όταν αυξάνονται τα επιστημονικά δεδομένα είτε όταν αυξάνονται οι ανάγκες. Μόνο τότε; Δυστυχώς όχι. Πλέον η ύπαρξη ιατρικών ειδικοτήτων επηρεάζεται και πολλές φορές καθορίζεται από την επιχειρηματική και εμπορευματική λειτουργία των υπηρεσιών υγείας.
Λόγω αυτού μια από τις βασικές ειδικότητες που καθόρισε την επιστήμη της επιδημιολογίας και την παρατήρηση των κοινωνικών ομάδων ως συνόλου που παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά και προβλήματα, η ειδικότητα της Κοινωνικής ιατρικής και δημόσιας υγείας οριακά υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Επανιδρύθηκε το 2019, κάποιοι λίγοι άνθρωποι τη λάβαμε με εξετάσεις από τον πανελλήνιο ιατρικό σύλλογο και πλέον τρία χρόνια μετά υπάρχει ο κίνδυνος να τη χάσουμε αν ασκούμε άλλη ειδικότητα.
Το πρώτο παράδοξο είναι ότι σε αυτό το διάστημα δεν έχει υπάρξει προκήρυξη για τη συγκεκριμένη ειδικότητα, άρα πώς να την ασκήσει κάποιος και πού; Το δεύτερο παράδοξο είναι πως με δεδομένη τη φυγή χιλιάδων γιατρών στο εξωτερικό θα ήταν πιο λογικό το κράτος να προσπαθεί να αξιοποιήσει στο έπακρο όσους και όσες έχουν μείνει, αντί να τους περιορίζει.
Γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Η ειδικότητα αυτή όχι μόνο χρειάζεται, αλλά είναι απαραίτητη σε ένα περιβάλλον συνεχώς αλλαγών, προκλήσεων και κινδύνων, όπως έδειξε η πρόσφατη πανδημία. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός στην πολιτική υγείας, δεν υπάρχει προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα (χαρακτηριστικά η πρόληψη σε μικρές κοινότητες συνεχίζει να παρέχεται από αγροτικούς γιατρούς που μόλις έχουν βγει από τη σχολή και δυστυχώς τόσο το σύστημα υγείας όσο και μερικοί συνάδελφοί τους πετάνε στο λάκο των λεόντων χωρίς αντίστοιχα εφόδια) και τελικά ο ασθενής αντιμετωπίζεται ως ατομική μονάδα και πελάτης και όχι ως μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Ως επακόλουθο οι παροχές υγείας αναπτύσσονται γύρω από επικερδείς ειδικότητες, το ίδιο και η εκπαίδευση της πλειοψηφίας των ιατρικών σχολών. Αποτέλεσμα όλων αυτών να χάνεται η δυνατότητα επιδημιολογικής επιτήρησης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, από τις ενδημικές ασθένειες σε ευαίσθητους πληθυσμούς (πρόσφυγες, μετανάστες, τσιγγάνοι) έως την αντιμετώπιση φαινομένων όπως η υπογεννητικότητα και η κακοποίηση γυναικών. Κι επομένως χάνεται και οποιαδήποτε δυνατότητα συγκροτημένης παρέμβασης, κάτι που αυξάνει το κόστος για τον πολίτη τόσο σε χρηματικό όσο και σε επίπεδο ποιότητας ζωής.
Συμπερασματικά χρειάζεται η επανένταξη της κοινωνικής ιατρικής στην εκπαίδευση και στην καθημερινότητα του εθνικού συστήματος υγείας, το οποίο χρειάζεται αφενός διαφορετική αντιμετώπιση από το υπουργείο, με κατάργηση των επιστημονικών περιορισμών και προκήρυξη αντίστοιχων θέσεων εργασίας, και αφετέρου μια άλλη αντίληψη από το κράτος, με την ανάπτυξη ενός κεντρικού σχεδιασμού με βάση επιστημονικά δεδομένα και κριτήρια και όχι κομματικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης