Η Ιθάκη δεν είναι πια εδώ (Τρία φαντάσματα πάνω από το βιβλίο λίγο πριν τα Χριστούγεννα)
Τα φαντάσματα των Χριστουγέννων θα μείνουν στενοχωρημένα καθώς δυστυχώς το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν έφεραν και την κάθαρση του πρωταγωνιστή. Παρ’ όλα αυτά θα είναι χαρούμενος ο Άγιος Βασίλης…
I remember the war of the great days of old
And the battle hymns they sung while they died in the cold
I remember the good men they bought and they sold for a dime
I want to believe. Για τους millennials είναι ο τίτλος της αφίσας στο γραφείο του Mulder, στη σειρά X Files, και αναφέρεται στην ανάγκη του να πιστέψει πως υπάρχουν εξωγήινοι. Εδώ θα περιγράψω τις σκέψεις μου απέναντι στο βιβλίο Ιθάκη του Αλέξη Τσίπρα. Θα μπορούσαν να περιγραφούν με μια μικρή παραλλαγή της φράσης: θα ήθελα να πιστέψω. Θα ήθελα να πιστέψω πως ένας άνθρωπος που μπήκε μπροστά σε μια ιστορικά πυκνή περίοδο δε θα ήταν τόσο κυνικός. Θα ήθελα να πιστέψω πως έστω και δέκα χρόνια μετά θα ζητούσε συγγνώμη για τη στάση του μετά το δημοψήφισμα, ή τουλάχιστον θα δήλωνε πως εγκλωβίστηκε και υπέκυψε σε πιέσεις και εκβιασμούς. Η περίοδος μάλιστα που εκδίδεται το βιβλίο, η αναφορά του ως μια αφορμή για ένα ταξίδι στο παρελθόν και το μέλλον, φέρνει κοντά τον συγγραφέα του στην ιστορία των τριών φαντασμάτων του Charles Dickens. Θα ήθελα να πιστέψω ότι και εδώ θα έχουμε κάθαρση.
Όπως και στην γνωστή χριστουγεννιάτικη ιστορία, έτσι και εδώ ξεκινάει ο συγγραφέας από το μακρινό παρελθόν. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν ξεχνά τις καταβολές του, ξεκινά με τα μαθητικά του χρόνια στην ΚΝΕ, υπερασπίζεται τι κινητοποιήσεις της περιόδου όπως και την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08, όπου και σωστά αναφέρει ότι το να υπερασπίζεσαι τις αρχές σου είναι κάτι που πρέπει να γίνεται ανεξαρτήτως κόστους (άγνωστο βέβαια γιατί αυτό δεν ισχύει και σε επόμενα γεγονότα). Για κάποιον περίεργο λόγο (ίσως γιατί η περίοδος είχε συνδεθεί περισσότερο με τον Αλέκο Αλαβάνο) δεν αναφέρεται καθόλου στις κινητοποιήσεις του ’06 – ‘ς07 ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Τότε ήταν και όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά. μετά την τρομακτική καταστολή στις 8 Μαρτίου 2007 πραγματοποιήθηκε μια συναυλία αλληλεγγύης στο Σύνταγμα. Εκεί σε μια παρέα με μια ανιψιά μου, τον κολλητό μου, την τότε κοπέλα του και μια φίλη μας, η τελευταία μας ανακοίνωσε ότι θα έρθει μια ξαδέρφη της, η Μπέτυ η οποία τα έχει με έναν που έχει γίνει γνωστός τελευταία καθώς κατέβαινε υποψήφιος για το δήμο Αθηνών. Όπως και στις επόμενες φορές που τον συνάντησα ήταν αυτό που σωστά περιγράφει στο βιβλίο, ένας άλλου τύπου πολιτικός αρχηγός, πιο προσιτός και ευχάριστος, χωρίς να προέρχεται από κάποιο πολιτικό τζάκι. Ο συγγραφέας προσεγγίζει όλο το έργο του με πιο συναισθηματική παρά πολιτική χροιά. Από συγγραφικής άποψης αυτό είναι θετικό, όπως και ενισχύει ταυτόχρονα το πόσο συμπαθής και άμεσος δείχνει, ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του σε συνδυασμό με την άνεση του να μπαίνει μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις. Για να πω την αλήθεια αυτό δεν το περίμενα από το βιβλίο, αποτελεί μια ζωντανή και ζεστή χρονογράφηση μιας κρίσιμης και ιδιαίτερης περιόδου, το ίδιο και το ηχοβιβλίο με την εξαιρετική αφήγηση του Αιμίλιου Χειλάκη.
Στην ουσία όμως, στην πολιτική ουσία, δυστυχώς σε αντίθεση με τον Molder (αν και σε αυτό θα επανέλθουμε σε λίγο) δε βρήκα αυτό που έψαχνα στο βιβλίο. Το φάντασμα των τωρινών Χριστουγέννων βλέπει τον Αλέξη Τσίπρα όχι μόνο να υπερασπίζεται την επιλογή του τρίτου μνημονίου, αλλά ουσιαστικά να δηλώνει πως ο ίδιος πίεσε και ανάγκασε το Eurogroup σε υποχώρηση. Δέκα χρόνια μετά γίνεται ξεκάθαρο πως η επιλογή του 2015 δεν ήταν ανάγκη, ήταν επιλογή. Και εδώ γεννιούνται αρκετά ερωτήματα τα οποία δυστυχώς δεν απαντιούνται στο βιβλίο: ποιος ήταν ο σκοπός του δημοψηφίσματος και πάνω σε τι πίεσε ο Αλέξης Τσίπρας τους θεσμούς; Αυτό που επανειλημμένα γράφει ο Αλέξης Τσίπρας είναι ότι κατάφερε να μην αποτελέσει αριστερή παρένθεση, να μη πέσει η κυβέρνηση του σε σύντομο χρονικό διάστημα υπό το βάρος των πιέσεων, εσωτερικών και εξωτερικών. Ήταν όμως αυτός ο στόχος; Το φάντασμα των προηγούμενων Χριστουγέννων εξάλλου δε βρήκε στην αφήγηση του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα πουθενά ως στόχο τη διατήρηση μιας θέσης ευθύνης από πείσμα και μόνο, ούτε βρήκε ως στόχο την επίτευξη συμβιβασμών για να σωθεί το ΝΑΤΟ ή η ΕΕ (όπως δήλωσε ο Πάνος Καμένος λίγο πριν τη βιβλιοπαρουσίαση); Κατά δήλωση του ίδιου στα πιο νεανικά του χρόνια, παραφράζοντας τον Μάο Τσε Τουγκ, μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση. Πότε άραγε έγινε όνειρο η σταθερότητα της εξουσίας των λίγων απέναντι στους πολλούς;
Το φάντασμα των τωρινών Χριστουγέννων βέβαια είδε ότι όντως κατάφερε εκεί που είχαν αποτύχει οι δυο προηγούμενες κυβερνήσεις, να εφαρμόσουν δηλαδή με μικρές αντιδράσεις ένα πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας με στόχο να σταθεροποιηθεί το σύστημα. Το σύστημα όντως ζει και βασιλεύει. Ήταν όμως αυτός ο στόχος; Θα μπορούσε να δει τη μικρή και μεσαία τάξη να έχει διαλυθεί και τη χώρα να είναι πλέον και με επίσημα στοιχεία η πιο καταθλιπτική στην Ευρώπη; Θα μπορούσε να δει την δυσκολία για ανάπτυξη κινητοποιήσεων γιατί η φράση ‘όλοι ίδιοι είναι’ απέκτησε εξαιτίας της διακυβέρνησής του μεγάλες διαστάσεις, δημιουργώντας ένα ισχυρό TINA (there is no alternative); Θα έβλεπε πουθενά την ελπίδα που είχαμε υποσχεθεί, που γέμισε με χιλιάδες κόσμο το Σύνταγμα κόντρα σε θεούς και δαίμονες, και τελικά έφυγε σχεδόν το ίδιο βράδυ; Σίγουρα όμως το φάντασμα θα του έδειχνε μια φράση από το βιβλίο του, δε γίνεται να έχω υποστηρίξει το όχι και να παραμείνω ο πρωθυπουργός του ναι. Η φράση είναι ακριβώς πριν την αφήγηση των δεκαεπτά ωρών. Λίγο πριν ο συγγραφέας διαψεύδει με απόλυτο τρόπο ότι έκανε το δημοψήφισμα για να το χάσει. Θυμάμαι εκείνη την ημέρα να είμαι σε ένα εκλογικό κέντρο στην Πάτρα και να παίρνω λίγο πριν κλείσει η κάλπη τρεις τέσσερις συντρόφους από Αθήνα, για να μάθω προγνωστικά. Όλοι ήταν ανήσυχοι και είπαν πως χάνουμε. Ήμουν έκπληκτος, μου είχε φανεί πολύ περίεργο καθώς δεν είχα βρει κανένα που να έλεγε ότι ψήφισε ναι. Και επειδή δεν εμπιστευόμουν την ειλικρίνεια τους, πήρα έναν άλλο σύντροφο που αν και σε άλλη τάση τον εμπιστευόμουν. Ακόμα θυμάμαι να τον ακούω με απορία να με ρωτά γιατί είμαι στο εκλογικό κέντρο, να μου λέει ότι ο ίδιος είναι σε κάτι βαφτίσια και να με προτρέπει να φύγω, να πάω να πιω καμιά μπύρα, ότι οι άλλοι μου έλεγαν βλακείες και πως το όχι ήταν στο 70%. Όταν τον ρώτησα τι λες μου είπε θα καταλάβεις το βράδυ. Και δυστυχώς κατάλαβα. Τώρα αν αυτό το γεγονός ήταν τυχαίο ή έδειχνε πως αφενός ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού ήταν εκτός τόπου και χρόνου και αφετέρου πως στα κέντρα λήψης αποφάσεων υπήρχε το σενάριο της διακριτικής συνθηκολόγησης. Βέβαια το ποσοστό του όχι απέτρεψε κάθε περίπτωση ή ελπίδα διακριτικότητας.
Το 2016, λίγο πριν την αποχώρηση μας από το ΣΥΡΙΖΑ, είχα γράψει ένα άρθρο στο rednotebook, με τίτλο so peter you have become a pirate, όπου με κάποιον τρόπο παραλλήλιζα τον Αλέξη Τσίπρα με τον μεσοαστό πλέον και ενήλικα Peter Pan της ταινίας Hook. Στην ταινία βέβαια ο Robbie Williams ξαναθυμάται και ξαναπετά. Εδώ δέκα χρόνια μετά ο Αλέξης Τσίπρας επιλέγει τη σοβαρότητα της ενηλικίωσης και της ωρίμανσης (πολλές περιγραφικές όμορφες λέξεις για να μη πει τη λέξη συμβιβασμός) ενάντια στην αφέλεια και την επιπολαιότητα, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει ένα κομμάτι του παρελθόντος του. Με αυτό τον τρόπο κόβει κάθε γέφυρα με τη ριζοσπαστική αριστερά, με την υπόθεση του απελευθερωτικού προτάγματος. Παραμένει βέβαια μέσα από τη γραφή του ο ίδιος συμπαθής και κοινωνικός άνθρωπος, γεγονός που κάνει ακόμα πιο δύσκολη την επιλογή του, ακόμα και μια δεκαετία μετά όχι μόνο να μη ζητήσει ένα συγγνώμη για τις ελπίδες και μαζί με αυτές τον κόσμο που έστειλε σπίτι του, τους συντρόφους που εγκατέλειψε βορά στον νεοαυριανισμό, αλλά να θεωρεί πως υπηρέτησε πλήρως τη λαϊκή εντολή.
I remember a sight at the dreams that we had
And the injustice they’ve suffered had driven them mad
I remember when we had the right to be sad all the time
Μπορεί λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας να θεωρεί πως έφτασε στην Ιθάκη, μόνο που συνήθως η Ιθάκη δεν είναι ποτέ η ίδια με αυτή που άφησε ή με αυτή που περίμενε. Η Ιθάκη δεν είναι πια εδώ, μόνο ένα φάντασμα και αυτή ονείρων, προσδοκιών και ματαιώσεων. Ίσως βέβαια να υπάρχει μια άλλη Ιθάκη, που δυστυχώς ο Αλέξης Τσίπρας δε φαίνεται να ψάχνει. Και θα ήταν και δύσκολο έχοντας ως πρότυπο τον Ιάσωνα που αναφέρει στο βιβλίο, ο οποίος με το πέρας της αργοναυτικής εκστρατείας εγκατέλειψε τη σύντροφο του και τους συνοδοιπόρους του, εγκατέλειψε τους στόχους του και βρέθηκε σε ένα ξένο βασίλειο. Επομένως όσο και να θέλω να πιστέψω στην ύπαρξη ενός Αλέξη Τσίπρα που έχει μετανιώσει για τις πράξεις του, αυτή η εκδοχή δεν υπάρχει. Ακόμα και ο Molder όταν καταφέρνει να αποδείξει την ύπαρξη εξωγήινων, αντιλαμβάνεται πως δεν ήταν αυτοί που επιχειρούσαν να υποδουλώσουν την ανθρωπότητα, ήταν απλά ένα αφήγημα μιας κλειστής κάστας ισχυρών να συνεχίσουν να ελέγχουν τα πάντα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο ίδιος από το παρελθόν βλέπει μόνο όσους θεωρεί ότι έχασαν από αυτόν, πουθενά όμως δε δίνει μια πειστική απάντηση για ποιο λόγο έχασε ο ίδιος, εκτός από μια αναφορά για την απλή αναλογική. Δε διανοείται να αντιληφθεί ότι η εγκατάλειψη του λαού που αγωνίστηκε ενάντια στα μνημόνια, που αγωνίστηκε για το Όχι, άφησε πίσω ένα μεγάλο τραύμα, μια έλλειψη εμπιστοσύνης την οποία πλήρωσε με τρία χρόνια καθυστέρηση. Αλλά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε το φάντασμα των μελλοντικών Χριστουγέννων. Ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να μπει πάλι μπροστά, να βγάλει εκτός την χειρότερη κυβέρνηση από ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους. Και ίσως τα καταφέρει, εκμεταλλευόμενος και την αδυναμία ή την έλλειψη βούλησης κάποιου άλλου να μπει μπροστά. Θα βρει όμως το φάντασμα να του δείξει κάποια ουσιαστική αλλαγή, κάποια τομή, κάποια χαραμάδα δυνατότητας των πολλών να αντιταχθούν στους λίγους; Γιατί οποιοσδήποτε συμβιβασμός, όσο έντιμος και αν είναι, μεταξύ του τσοπάνη και των προβάτων δεν αλλάζει τη σούβλα στο τέλος της διαδρομής, ακόμα και με τον κακό λύκο να έχει βγει από την εξίσωση. Θα υπάρχει άραγε η Ιθάκη στο μέλλον;
Εδώ έρχεται και μια διαπίστωση, το να γράφεις για την ιστορία, την αφήγηση, τη μνήμη χρειάζεται λογοτεχνική δύναμη και χάρισμα, ενώ για να γράψεις τα συμπεράσματα χρειάζεται κρίση και επιστημονική γνώση, το οποίο είναι αρκετά πιο δύσκολο. Και στα συμπεράσματα το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα διατηρεί μόνο την πολύ καλή λογοτεχνική χροιά του βιβλίου. Περιγράφει μια πραγματικότητα μετά το 2018, η οποία πραγματικά με έκανε να απορώ αν ζούσα σε αυτή τη χώρα και εγώ: μερικά αποσπασματικά μέτρα εμφανίζονται ως τελικές λύσεις, όπως για παράδειγμα η αναφορά στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος πρωτοβάθμιας περίθαλψης, το οποίο δεν έγινε ποτέ, ειδικά όσον αφορά την πρόληψη. Έτσι καταλήγει αυθαίρετα ότι η κοινωνία στάθηκε τελικά όρθια. Αλήθεια, αυτό πού αποτυπώνεται ακόμα και τόσα χρόνια μετά, όπου το σύνθημα ‘όλοι ίδιοι είναι’ έχει επικρατήσει λόγω της συνέχισης των θυσιών για να σωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι τράπεζες και το ΝΑΤΟ;
Σε αυτό ο συγγραφέας δεν απαντά ουσιαστικά ποτέ. Όταν έρχεται η στιγμή να αποτιμήσει την ήττα στις εκλογές του 2019, υπάρχει μια αναφορά στο κόστος της συμφωνίας των Πρεσπών (εδώ όπως αναφέρει δεν είχε καμία διάθεση να οδηγηθεί σε συμβιβασμό, μιας και είναι θέμα αρχής, πράγμα που εκ των πραγμάτων δεν είχε γίνει στο θέμα του μνημονίου, ίσως γιατί σε αυτό δεν υπήρχε και η σύμφωνη γνώμη των Αμερικανών) και μια γενικόλογη ανάλυση στο ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας δεν ήθελε άλλο την αλληλεγγύη που έδειξε η κυβέρνηση στα χαμηλότερα στρώματα. Τώρα αυτό από πού να το πιάσεις. Ας αρκεστούμε στο αν ο στόχος μιας κυβέρνησης είναι να τα παίρνει από τους πολλούς στη μέση για να τα δίνει στους πολλούς από κάτω, ενώ οι πάνω είναι ανενόχλητοι, αυτό δεν είναι μια αριστερή, λαϊκή και ό,τι άλλο επίθετο θέλετε κυβέρνηση. Ακόμα χειρότερη γίνεται η ανάλυση στο μετέπειτα και στη δεύτερη ήττα. Από τη μια η εργαλειοποίηση της πανδημίας ως δικαιολογία για την αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ (αν και ένα σοβαρό κόμμα ακριβώς σε τέτοιες καταστάσεις αποδεικνύει αν είναι χρήσιμο για τα μέλη του και τον κόσμο που εκφράζει) και την επιβίωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και από την άλλη η κατόπιν εορτής (ορθή βέβαια) επαναξιολόγηση στελεχών πρώτης γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ δε μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς τη δεύτερη ήττα και μάλιστα με μικρότερο ποσοστό. Έτσι για δεύτερη φορά ο Αλέξης Τσίπρας έρχεται σε μεγάλη αντίφαση καθώς από τη μία αναφέρει πως έκανε σκληρή και μαχητική αντιπολίτευση (και εδώ απορούσα αν ζούσαμε στην ίδια χώρα) και από την άλλη ο λαός φάνηκε να αποτυπώνει ακριβώς την αντίθετη γνώμη. Γιατί μπορεί να αναφέρει συνέχεια για τα (όντως) εχθρικά ΜΜΕ, για το (υπαρκτό) παρακράτος Μητσοτάκη, για τη δύναμη των πελατειακών εκλογικών σχέσεων (αν και η δήλωση ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενεπλάκησαν ποτέ σε αυτό είναι μια από τις δύο ανακρίβειες που έχει το βιβλίο), αλλά όλα αυτά υπήρχαν και το 2008, και το 2012 και με ακόμη μεγαλύτερη ένταση το 2015. Αυτό που δεν υπήρχε ήταν η ψήφιση και υπεράσπιση του τρίτου μνημονίου και το αφήγημα της επανίδρυσης της προοδευτικής παράταξης που οδήγησε στην πιο άνευρη αξιωματική αντιπολίτευση όλων των εποχών, ειδικά στην πανδημία. Δεν είναι τυχαίο πως από τότε οι παρατάξεις της ΝΔ έχουν εκθρονιστεί από τις φοιτητικές εκλογές, από όλες τις ενώσεις των νοσοκομειακών γιατρών και από την ΑΔΕΔΥ, παντού από τις δυνάμεις του ΚΚΕ, και πουθενά από κάποια δύναμη με αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Κλείνοντας, το μεγάλο καλό του βιβλίου είναι πως είναι καλογραμμένο λογοτεχνικά, είναι αυθεντικό (η φράση που αναφέρεται στο Νίκο Παππά, πάλι καλά για αυτόν έφυγε μετά το συνέδριο της νεολαίας συνασπισμού, θα μπορούσε να γραφτεί ως inside joke μόνο από τον Αλέξη Τσίπρα) και ειλικρινές. Και αυτό είναι και το μεγάλο του αρνητικό ταυτόχρονα, ο Αλέξης Τσίπρας τα πιστεύει αυτά που γράφει, δεν έχει παραπλανηθεί ούτε εγκλωβιστεί, έχει επιλέξει να είναι πλέον ένας φιλελεύθερος, ελαφρά σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. Αν ο στόχος του βιβλίου είναι να αποδείξει ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήταν και είναι καλύτερος ηθικά και πολιτικά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τότε δε χρειαζόταν να γραφτεί καν, αυτό είναι σχεδόν αυτονόητο. Αν ο στόχος του βιβλίου ήταν η αφήγηση μιας ταραχώδους περιόδου τότε είναι πέρα του δέοντος επιτυχημένο. Η αφήγηση, ειδικά στο ηχοβιβλίο με τον εξαιρετικό Αιμίλιο Χειλάκη, είναι εξαιρετική. Αν όμως ο στόχος ήταν να βγούνε πολιτικά συμπεράσματα για μια ενδεχόμενη νέα προσπάθεια, εδώ η αποτυχία είναι δυστυχώς αναπόφευκτη εφόσον ο συγγραφέας αρνείται να εντάξει στα συμπεράσματα του τις ταξικές και κοινωνικές διαστάσεις των επιλογών του και πάνω σε αυτές να ασκήσει την κριτική και αυτοκριτική του, ενώ εμμένει στη γεωπολιτική στρατηγική μιας ΕΕ που δεν υπάρχει παρά μόνο ως ανέκδοτο. Οπότε τα φαντάσματα των Χριστουγέννων θα μείνουν στενοχωρημένα καθώς δυστυχώς το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν έφεραν και την κάθαρση του πρωταγωνιστή. Παρ’ όλα αυτά θα είναι χαρούμενος ο Άγιος Βασίλης καθώς το βιβλίο είναι ένα καλό δώρο για τις γιορτές. Όμως, παραφράζοντας τον Άγγελο Ελεφάντη, όσο συμπαθής και ευχάριστος παραμένει ο Αλέξης Τσίπρας, από την οπτική του σοσιαλισμού μας αφήνει παγερά αδιάφορους.
Let’s take a look now what we’ve changed
After all we’re still so much the same
After all this time
Can’t we make up our minds
Yes we all play the losing game (I remember, Physchotic Waltz)
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης.
